21. Αν έλαβες, αδελφέ, φλογερό πόθο και έτρεξες γι’ αυτό, και ήρθες σε κοινόβιο και σε πνευματικό πατέρα, τότε, και αν ακόμη παρακινηθείς από τον πνευματικό πατέρα ή από τους αδελφούς, που ασκούνται μαζί σου, να χρησιμοποιήσεις για την ανακούφισή σου λουτρά και φαγητά και άλλες σωματικές περιποιήσεις, να μην το δεχθείς αυτό, αλλά να είσαι πάντοτε προετοιμασμένος για νηστεία, για κακοπάθεια, για ακρότατη εγκράτεια, ώστε, αν βέβαια παρακινηθείς από τον δικό σου εν Κυρίω πατέρα να συμμετάσχεις σε ένα καλό γεύμα,1 να βρεθείς, από τη μία, ότι σ’ εκείνον είσαι υπάκουος, από την άλλη, ότι δεν κάνεις με την προαίρεσή σου ούτε σ’ αυτό το πράγμα το δικό σου θέλημα˙ αλλιώς, θα υπομείνεις με χαρά αυτά που θέλησες να κάνεις εκούσια, ωφελούμενος ψυχικά. Αν λοιπόν τηρείς αυτό, θα είσαι σαν να νηστεύεις και να εγκρατεύεσαι διαρκώς σε όλα, και σαν να απαρνείσαι ολότελα το δικό σου θέλημα˙ θα διατηρήσεις μάλιστα άσβεστο και τον φλογερό πόθο που υπάρχει μέσα στην καρδιά σου, ο οποίος σε πιέζει να καταφρονήσεις όλα.
22. Όταν οι δαίμονες κάνουν όλα όσα προέρχονται απ’ αυτούς, και δεν μπορέσουν να μετακινήσουν ή να εμποδίσουν το σκοπό μας, που είναι σύμφωνος με το θέλημα του Θεού, τότε μπαίνουν κρυφά σ’ εκείνους που υποκρίνονται την ευλάβεια και προσπαθούν μ’ αυτούς να εμποδίσουν εκείνους που αγωνίζονται. Και πρώτα βέβαια αυτοί, σαν να κινούνται τάχα από αγάπη και συμπόνια, τους συμβουλεύουν να στραφούν σε σωματικές ανέσεις, «για να μην αδυνατίσει», λέει, «και το σώμα σας, και πέσετε σε ακηδία». Έπειτα, καλώντας τους σε ανώφελες συναντήσεις, τους κάνουν να σπαταλούν τις μέρες τους σ’ αυτές. Αν μάλιστα κάποιος από τους αγωνιστές υπακούσει και εξομοιωθεί μ’ αυτούς, στρέφονται και περιγελούν την απώλειά του˙ αν όμως αυτός δεν υποκύψει στα λόγια τους, αλλά φυλάγει τον εαυτό του αποξενωμένο από όλα αυτά και στοχαστικό και απαρρησίατο, κινούνται σε φθόνο, και κάνουν και ενεργούν όλα, ωσότου να τον διώξουν ακόμη και από το μοναστήρι˙ διότι η ανάξια κενοδοξία δεν ανέχεται να βλέπει απέναντί της να επαινείται η ταπείνωση.
23. Ο κενόδοξος στενοχωρείται, όταν βλέπει τον ταπεινόφρονα να χύνει δάκρυα και να ωφελείται διπλά, με το να κάνει δηλαδή τον θεό ευμενή, με τα δάκρυα, και να προσελκύσει τους ανθρώπους σε έπαινο, χωρίς ο ίδιος να το θέλει.
24. Από τη στιγμή που θα εμπιστευθείς ολόκληρο τον εαυτό σου στον πνευματικό σου πατέρα να γνωρίζεις ότι είσαι ξένος από όλα όσα θα φέρεις από έξω, εννοώ ανθρώπινα πράγματα και χρήματα˙ να μη θελήσεις να πράξεις ή να κάνεις τίποτε μ’ αυτά, χωρίς τη γνώμη του, αλλά ούτε να ζητήσεις απ’ αυτόν, να σου αφήσει να έχεις κάποιο μικρό ή μεγάλο πράγμα, εκτός αν ο ίδιος με δική του απόφαση, ή θα προστάξει να λάβεις κάτι ή θα σου το προσφέρει εκείνος ο ίδιος με τα χέρια του.
25. Να μη δώσεις ελεημοσύνη από τα χρήματα που έφερες στο μοναστήρι, χωρίς τη γνώμη του πνευματικού σου πατέρα, αλλά ούτε να θελήσεις να λάβει κάποιος από εκείνον, με τη μεσολάβησή σου, από τα χρήματα που έφερες. Διότι είναι προτιμότερο να είσαι και να ονομάζεσαι φτωχός και ξένος, παρά να σκορπίζεις και να δίνεις χρήματα στους φτωχούς, ενώ είσαι αρχάριος˙ γνώρισμα της γνήσιας πίστης άλλωστε είναι το να εμπιστευθείς όλα στη θέληση του πνευματικού σου πατέρα σαν στο χέρι του Θεού.
26. Να μη ζητήσεις λοιπόν να πιείς νερό και αν ακόμη συμβεί να καίγεσαι από δίψα, ωσότου αποφασίσει ο πνευματικός σου πατέρας από μόνος του να σε προτρέψει να πιείς. Να πιέζεις δηλαδή τον εαυτό σου και να τον αναγκάζεις σε όλα, πείθοντας και λέγοντας στο λογισμό σου: «Αν θέλει ο Θεός». Και αν είσαι άξιος να πιείς, ο Θεός θα φανερώσει οπωσδήποτε στον πνευματικός σου πατέρα και αυτός θα σου πει, «πιες», και τότε να πιείς με καθαρή συνείδηση, αν και δεν ήρθε ακόμη η ώρα.
27. Εκείνος που έχει πείρα από πνευματική ωφέλεια και που απέκτησε ανόθευτη πίστη, προβάλλοντας μάρτυρα της αλήθειας τον Θεό, είπε: «Έβαλα μέσα μου τέτοιο λογισμό, ώστε να μη ζητήσω ποτέ από τον πνευματικό μου πατέρα, ούτε να φάω, ούτε να πιω, ούτε και να γευθώ διόλου κάτι χωρίς την άδειά του, ωσότου δηλαδή να τον πληροφορήσει ο Θεός και να με προστάξει να το κάνω˙ και με το να έχω τέτοια διάθεση» λέει, «ποτέ δεν απέτυχα από το σκοπό μου».
28. Εκείνος που απέκτησε ολοφάνερη εμπιστοσύνη στον πνευματικό του πατέρα, όταν τον βλέπει, στοχάζεται ότι βλέπει τον ίδιο τον Χριστό˙ και με το να είναι μαζί του ή να τον ακολουθεί, πιστεύει με βεβαιότητα ότι είναι με τον Χριστό και ότι τον ακολουθεί. Ένας τέτοιος ποτέ δεν θα επιθυμήσει να συναναστραφεί με κάποιον άλλο, ποτέ δεν θα προτιμήσει κάτι από τα πράγματα του κόσμου περισσότερο από την ενθύμηση και την αγάπη εκείνου. Διότι και τί μεγαλύτερο ή ωφελιμότερο υπάρχει στην παρούσα και στη μέλλουσα ζωή από το να είναι κάποιος με τον Χριστό; Αλλά και τί ωραιότερο ή τί γλυκύτερο από τη θέασή του; Αν μάλιστα αξιωθεί απ’ αυτόν και για τη συναναστροφή του, τότε αντλεί οπωσδήποτε απ’ αυτή την συναναστροφή την αιώνια ζωή.
29. Εκείνος που αγαπά από την καρδιά του αυτούς που τον χλευάζουν ή τον αδικούν ή τον μισούν και τον αποστερούν από τα πράγματά του, και προσεύχεται γι’ αυτούς,2 σύντομα ανεβαίνει σε μεγάλη προκοπή. Όταν μάλιστα αυτό γίνεται με αίσθηση καρδιάς, κατεβάζει το λογιστικό σε βάθος ταπείνωσης και σε πηγές δακρύων, όπου βυθίζονται τα τρία μέρη της ψυχής,3˙ ανυψώνει μάλιστα το νου στον ουρανό της απάθειας και τον καθιστά ικανό για θέαση και τον κάνει με τη γεύση της εκεί αγαθότητας να θεωρεί όλα τα πράγματα της παρούσας ζωής σκουπίδια, και να μην πλησιάζει μάλιστα πολλές φορές την ίδια την τροφή και την πόση με ηδονικό τρόπο.
30. Εκείνος που και τον τόπο στον οποίο στέκεται ο οδηγός και πατέρας του ευλαβείται σαν τόπο άγιο, και παίρνει με ζήλο με τα χέρια του τη σκόνη των ποδιών του και τη ρίχνει επάνω στο κεφάλι του και την αλείφει στην καρδιά του, ως γιατρικό των παθών του και καθαρτικό των αμαρτημάτων του, αλλά δεν τολμά να πλησιάσει εκείνο τον ίδιο, ούτε απλά να αγγίξει κάποιο από τα ενδύματα ή τα σκεπάσματά του, χωρίς την προσταγή εκείνου, αυτός δείχνει ολοφάνερη πίστη˙ και όταν χρησιμοποιεί κάτι από τα πράγματα εκείνου, το κάνει με φόβο και σεβασμό, επειδή κρίνει ανάξιο τον εαυτό του όχι μόνο για τη θέα και τη χρησιμοποίησή τους, αλλά και για τη διαμονή μέσα στο κελλί του.
31. Πολλοί βέβαια απαρνούνται αυτή τη ζωή και τα πράγματα αυτής της ζωής, λίγοι όμως απαρνούνται τα θελήματά τους˙ γι’ αυτούς καλά αποφαίνεται και ο θείος λόγος λέγοντας˙ «Πολλοί βέβαια είναι καλεσμένοι, λίγοι όμως είναι εκλεκτοί».4
32. Όταν κάθεσαι στην τράπεζα με όλη την αδελφότητα, και παρουσιάζονται στα μάτια σου όλα νοερά σαν μία σκιά, και δεν αισθάνεσαι την ευχαρίστηση των φαγητών, αλλά η ψυχή σου είναι ολόκληρη έκπληκτη από το θαύμα και γεμάτη από τα δάκρυα, τότε να γνωρίζεις ότι αυτά σου τα δείχνει έτσι η χάρη του Θεού για την πολλή σου ταπείνωση, που πηγάζει από το φόβο, ώστε, αφού δεις τα δημιουργήματα του Θεού και διδαχθείς την αδυναμία των αισθητών πραγμάτων, να μεταβάλλεις το φόβο σου σε αγάπη των νοητών πραγμάτων. Και αυτή είναι η πνευματική γνώση, που και ακούς να ονομάζεται έτσι, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στο φόβο και στην αγάπη, και μεταφέρει τον άνθρωπο, ανεπαίσθητα και ακίνδυνα, απ’ αυτό το φόβο σ’ αυτή την αγάπη.
33. Δεν είναι δυνατό να αποκτήσει κάποιος αναπόσπαστα την τέλεια αγάπη προς τον Θεό με άλλο τρόπο, παρά μόνο ανάλογα με την τελειότητα της πνευματικής γνώσης˙ αυτή όμως η γνώση αυξάνει λίγο λίγο μέσα στην ψυχή, που κοπιάζει καθημερινά με την πρακτική άσκηση. Αυτό λοιπόν γνωρίζοντας και ο απόστολος, είπε˙ «Ο δημιουργός λοιπόν γνωρίζεται ανάλογα από το μέγεθος και την ωραιότητα των δημιουργημάτων του».5
34. Κανείς δεν μπορεί να αντιληφθεί με τα αισθητά μάτια, όσο πρέπει, το μέγεθος του ουρανού και το πλάτος της γης και τους λόγους όλων των άλλων δημιουργημάτων. Διότι αυτά που ξεπερνούν και το νου και τη σκέψη, πώς θα μπορέσουν να τα αντιληφθούν τα μάτια του σώματος; Διότι ο νους μόλις και με δυσκολία, αφού καθαρισθεί από τους λογισμούς και ελευθερωθεί από τα παλαιά πάθη και φωτισθεί με το έλεος και τη χάρη του Θεού, θα μπορέσει να διακρίνει, όσο πρέπει, ανάλογα με το φωτισμό του και τη θέαση των όντων.
35. Όπως μέσα στη νύχτα βλέπουμε με τα αισθητά μάτια μόνο σ’ εκείνο τον τόπο, όπου θα ανάψουμε το λυχνάρι του φωτός, αλλά για μας όλος ο άλλος κόσμος είναι νύχτα, έτσι για εκείνους που κοιμούνται μέσα στη νύχτα των αμαρτημάτων ο αγαθός Δεσπότης γίνεται μικρό φως, αν και είναι για όλα τα δημιουργήματα αχώρητος Θεός, επειδή λυπάται την αδυναμία μας. Και τότε ξαφνικά ο άνθρωπος, ανακτώντας την όρασή του και βλέποντας τη φύση των όντων όπως ποτέ δεν την είδε, εκπλήσσεται και χύνει αμέσως χωρίς λύπη δάκρυα, με τα οποία καθαρίζεται και βαπτίζεται το δεύτερο βάπτισμα, εκείνο δηλαδή το βάπτισμα που ο Κύριος λέει με τα Ευαγγέλιά του: «Αν δεν γεννηθεί κάποιος με νερό και με Πνεύμα, δεν θα μπει στη βασιλεία των ουρανών».6 Και ακόμη λέει: «Αν δεν γεννηθεί κάποιος από τον ουρανό».7 Λέγοντας όμως, «από τον ουρανό», υποδήλωσε τη γέννηση από το Πνεύμα.
36. Το πρώτο βάπτισμα έχει το νερό να προδιαγράφει τα δάκρυα, έχει το μύρο του χρίσματος να προτυπώνει το νοητό μύρο του Πνεύματος. Το δεύτερο βάπτισμα όμως δεν είναι πια τύπος της αλήθειας, αλλά είναι η ίδια τη αλήθεια.
37. Ο ασκητής δεν πρέπει να απέχει μόνο από πονηρές πράξεις, αλλά είναι ανάγκη να φροντίζει να είναι ελεύθερος και από λογισμούς και αμαρτωλά νοήματα, να ασχολείται μάλιστα πάντοτε με τις ψυχοφελείς και πνευματικές σκέψεις, για να παραμείνει έτσι αμέριμνος από τα βιοτικά.
38. Όπως εκείνος που απογύμνωσε όλο το σώμα του, αν έχει σκεπασμένα τα μάτια με κάποιο κάλυμμα, και δεν θελήσει να το σηκώσει και να το απομακρύνει, δεν μπορεί με μόνη τη γυμνότητα του άλλου σώματος να δει το φως, έτσι και εκείνος, που καταφρόνησε όλα τα άλλα πράγματα και χρήματα συγχρόνως, και απαλλάχθηκε από τα ίδια τα πάθη, αν δεν ελευθερώσει το μάτι της ψυχής και από τις βιοτικές σκέψεις και από τα αμαρτωλά νοήματα, δεν θα δει ποτέ το νοητό φως, τον ίδιο δηλαδή τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και Θεό.
39. Όπως είναι ένα κάλυμμα που τοποθετήθηκε στα μάτια, έτσι είναι οι κοσμικοί λογισμοί και οι βιοτικές σκέψεις στο νου, στο μάτι δηλαδή της ψυχής. Όσο διάστημα λοιπόν θα αφεθούν αυτοί στο νου, δεν θα βλέπουμε˙ όταν όμως θα αφαιρεθούν με τη μνήμη του θανάτου, τότε θα δούμε καθαρά το αληθινό φως, που φωτίζει κάθε άνθρωπο, καθώς έρχεται στον ουράνιο κόσμο.8
40. Εκείνος που είναι τυφλός εκ γενετής δεν θα αντιληφθεί ούτε θα πιστέψει στη σημασία αυτών που γράφονται, εκείνος όμως, που αξιώθηκε κάποτε να αποκτήσει την όρασή του, θα συμφωνήσει ότι αυτά που λέγονται είναι αληθινά.
Υποσημειώσεις.
1. Στο αρχαίο κείμενο: παράκλησις˙ βλ. σ’. 167, σημ. 15
2. Πρβ. Ματθ. 5, 44
3. Αναφέρεται στο λογιστικό, το επιθυμητικό και το θυμικό.
4. Ματθ. 22, 14
5. Σ’ Σολ. 13,5˙ πρβ. Ρωμ. 1,20
6. Ιω. 3,5
7. Ιω. 3,7
8. Πρβ. Ιω. 1,9
Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).
Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά εκατό, Α’ (1-20) – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.
