Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης: «Ο μύχιός μου πόθος…» (Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Το δεύτερο ζήτημα που έθιγε ο μητροπολίτης Σμύρνης στο μνημειώδες αυτό πόνημά του (Ο μύχιός μου πόθος…»), ήταν η αναμόρφωση πολλών θεμάτων που αφορούσαν τη δημόσια λατρεία των Ορθοδόξων.16.

Πρώτη πληγή κατά τον ιεράρχη ήταν το απροσδιόριστο και απέραντο του χρόνου των ιερών ακολουθιών στις επαρχίες του οικουμενικού θρόνου. Ο άγιος θεωρούσε απαράδεκτο να μην υπάρχει ορισμένη ώρα έναρξης και λήξης της θείας λειτουργίας, ενώ αποδοκίμαζε την πρακτική των επιτρόπων και των ιεροψαλτών να συντομεύουν ή να παρατείνουν τις ακολουθίες κατά τις ορέξεις και τις επιθυμίες τους, μέσα από τα ακατανόητα πολλές φορές παπαδικά μέλη τα οποία ήταν ξένα προς τις πνευματικές ανάγκες και τις απαιτήσεις της εποχής.

Ο άγιος πρότεινε για αυτήν την κατάσταση που ταλαιπωρούσε άδικα τον πιστό λαό, να ορίζεται τουλάχιστον ο χρόνος της απόλυσης των ιερών ακολουθιών, ώστε ο κάθε χριστιανός, κατά το μέτρο της ευλάβειας και της επιθυμίας του, να προσέρχεται σε αυτές «ή από της τρίτης, ή από τις έκτης, ή έστω και κατά την ενδεκάτην αφ’ ου «φιλάνθρωπος ων ο Δεσπότης δέχεται και τον της ενδεκάτης ως τον από της πρώτης» ως λέγει ο θείος Χρυσόστομος».1

Δεύτερη πληγή στη δημόσια λατρεία ήταν κατά τον Μητροπολίτη Σμύρνης η έλλειψη καθισμάτων στους ιερούς ναούς. Ο Χρυσόστομος υπενθύμιζε πως ο άγιος Ιουστίνος, ο φιλόσοφος και μάρτυς, γράφοντας τον 2ο μ. Χ. αιώνα την πρώτη απολογία του, υπογράμμιζε πως «κατά την ακρόασιν του λόγου και των του αναγνώστου, όλοι εκάθηντο», ενώ ο ιστορικός Ευσέβιος, περιγράφοντας τον 4ο μ. Χ. αιώνα την εν Τύρω οικοδομηθείσα νέα εκκλησία, σημείωνε πως «ένεστι δε εν τω ναώ και θρόνοι, βάθρα τε μυρία και καθιστήρια».2

Αναφερόμενος ο ιεράρχης στο ζήτημα αυτό, έγραφε πως οι ναοί της βυζαντινής περιόδου και η αρχιτεκτονική των αρχαίων χρόνων είχαν να παρουσιάσουν μεγάλη ευρύτητα στο εσωτερικό των εκκλησιών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον περίλαμπρο ιερό ναό της αγίας (του Θεού) Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, ακριβώς για να υπάρχει ικανός χώρος για τα καθίσματα των πιστών. Για τον λόγο αυτό, κατέληγε ο άγιος, η συνεχής ορθοστασία κατά τη διάρκεια των ιερών ακολουθιών ήταν ξένη προς το πνεύμα και την τάξη της αρχαίας εκκλησίας.

Τρίτη πληγή κατά τον Χρυσόστομο ήταν η εντός των ιερών ναών αταξία και ο συναγελασμός ανδρών και γυναικών κατά τον εκκλησιασμό. Ο άγιος τόνιζε ότι οι αποστολικές διαταγές όριζαν επακριβώς τα σημεία και τις θέσεις των ανδρών, των γυναικών, των ηλικιωμένων και των μικρών παιδιών, αποτρέποντας με τον τρόπο αυτό την ανάμειξη των εκκλησιαζομένων.

Άλλη πληγή στη δημόσια λατρεία ήταν κατά τον ιεράρχη η εκκλησιαστική μουσική. Ο άγιος, ενώ εγκωμίαζε την υμνογραφία και ασματολογία της ορθόδοξης Εκκλησίας, λέγοντας πως ήταν «το άκρον άωτον, η κορωνίς, ο στέφανος, το άσμα των ασμάτων του Τριωδίου, του Πεντηκοσταρίου, της Παρακλητικής, του Μηναίου και των άλλων λειτουργικών βιβλίων, ταυτόχρονα, τόνιζε πως επρόκειτο για την αχίλλειο πτέρνα της λατρευτικής ζωής, καθώς πολλά από τα σπουδαία αυτά άσματα, με τον τρόπο που αποδίδονταν, δεν ασκούσαν καμία επίδραση στην ψυχή του πιστού λαού.

Στο καίριο αυτό ζήτημα της εκκλησιαστικής μουσικής, ο Χρυσόστομος πρότεινε να περικοπούν όσα μουσικά κείμενα είχε συσσωρεύσει η αμάθεια και το πέρασμα των χρόνων, και από τα εναπομείναντα μέλη να επιχειρείτο μία διαλογή των πλέον κατάλληλων, ώστε να καταρτιστούν νέες μουσικές συλλογές υμνολογίας οι οποίες θα ανταποκρίνονταν στις ανάγκες της εποχής. Ο άγιος πρότεινε ακόμα την επιστροφή στην αρχαία τάξη και πρακτική της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία οι δύο χοροί των ψαλτών ήταν «συγκεχωνευμένοι εις ένα».4 Υπενθυμίζοντας ο Μητροπολίτης το παράδειγμα του ναό της αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία υπήρχε ένα και μόνο βήμα («ορθάδιος πύργος») για τους ιεροψάλτες, έγραφε πως εάν σε κάθε ιερό ναό ένωναν τις φωνές τους οι ψάλτες, οι κανονάρχες και οι ισοκράτες, και έψαλλαν από κοινού στις ακολουθίες, θα προκαλούσαν μεγαλύτερη αφύπνιση για συμμετοχή στο εκκλησίασμα, το οποίο υπέμενε πολλές φορές είτε την ισχνότητα της φωνής ενός κακόφωνου δεξιού είτε το θέαμα και άκουσμα ενός απομονωμένου αριστερού
ψάλτη.

Άλλη πληγή που μάστιζε τη λατρευτική ζωή της εκκλησίας ήταν κατά τον ιεράρχη η έλλειψη βοηθητικών βιβλιαρίων για το εκκλησίασμα. Ο Χρυσόστομος θεωρούσε απαραίτητη τη χρήση τέτοιων προσευχηταρίων, διότι όπως συνέβαινε στις ακολουθίες της μεγάλης Εβδομάδας, οι πιστοί μπορούσαν να συγκεντρώνονται καλύτερα και να εκδηλώνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον και προσοχή για τα τελούμενα κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας και των άλλων ακολουθιών.

Μια ακόμα πληγή στη δημόσια λατρεία ήταν κατά τον μητροπολίτη Σμύρνης η έλλειψη ικανού και σύγχρονου κηρυκτικού λόγου. Ο άγιος, που είχε διακριθεί από τα πρώτα χρόνια της ιερατικής του διακονίας ως έναν εξαίρετος κήρυκας του Θείου Λόγου, προβληματιζόταν για την έλλειψη ζωντανού, φυσικού και αβίαστου κηρύγματος, το οποίο θα έπρεπε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών και τις ανάγκες των πιστών.

Στα ζητήματα της δημόσιας λατρείας θα πρέπει να προστεθούν παρενθετικά και κάποιες ακόμα προτάσεις του Χρυσοστόμου, οι οποίες αποτελούν και σήμερα ζητούμενο στη ζωή της εκκλησίας. Ο ιεράρχης απαγόρευε την είσοδο των λαϊκών στο ιερό βήμα, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Εάν πρόκειται η θ. λειτουργία να μας διεγείρη αισθήματα ευλαβείας, κατανύξεως και θαυμασμού, εάν πρόκειται να βλέπωμεν επί της αγ. Τραπέζης σφαγιαζομένην και τοις πιστοίς προσφερομένην την Αυτοζωήν, εάν πρόκειται ενώπιον των ψυχών ημών να παρελαύνουν τα άδυτα ως θεοβάμον τι Σινά και ως βάτος Χωρήβ φλεγομένη και μη κατακαιομένη, εάν πρόκειται το ιερόν να είνε δι’ ημάς θέατρον ουρανίων και φρικωδεστάτων μυστηρίων, ανάγκη πάσα όπως μένη άβατον και μη ισοπεδούται υπό τους πόδας παντός προς τον του κοινού κόσμου κονιορτόν. Είσοδος λαϊκών και κληρικών αδιαφόρως εις το άγιον βήμα σημαίνει θείων και ανθρωπίνων συνταύτισις, ήτις δεν θ’ αργήση να έχη κακίστας συνεπείας επί του θρησκευτικού αισθήματός μας.

Η ανθρωπίνη περιέργεια δεν πρέπει να υπεισέρχεται αυθαδώς εις πάντα. Ανάγκη να μείνη και τι ιερόν και ανέπαφον, σύμβολον του απροσίτου Απείρου, του εναγκαλιζομένου πανταχόθεν ημάς…».5

Επίσης, με εγκύκλιο της ιεράς μητροπόλεως Σμύρνης ο Χρυσόστομος απαγόρευε τη συμμετοχή γυναικών και κορασίδων στην επ’ εκκλησίαις απόδοση των επιταφίων θρήνων και ύμνων της Μεγάλης Εβδομάδας με τετραφωνίες και άλλους νεωτερισμούς, ενώ κατά την έξοδο του Επιταφίου από τους ιερούς ναούς ο άγιος απαγόρευε να συνοδεύεται η τελετή της περιφοράς από ενόργανη μουσική, η οποία ανέκρουε πένθιμα εμβατήρια. Αντίθετα, κατά την περιφορά του Επιταφίου ο ιεράρχης ζητούσε από τους ιεροψάτες να ψάλλουν το νενομισμένο θαυμάσιο εκκλησιαστικό εμβατήριο και άσμα «Τον ήλιον κρύψαντα…».6

Στα θέματα της εκκλησιαστικής ευταξίας στη δημόσια λατρεία ανήκει και το ζήτημα της άμεσης και οριστικής κατάργησης των πυροβολισμών κατά τη λαμπροφόρο ημέρα και εορτή του Πάσχα. Ο Χρυσόστομος τόνιζε πως οι πυροβολισμοί και τα πυροκρόταλα το βράδυ της Αναστάσεως ήταν ένα αντιχριστιανικό έθιμο, η ιστορία του οποίου ανάγετο στις παραδόσεις και τα έθιμα των τουρκικών γάμων και των εορτών του Βαϊραμίου. Ο άγιος ανέφερε πως επρόκειτο για συνήθεια σκοτεινών χρόνων πλήρους απαιδευσίας και βαρβαρότητας, η οποία στοίχιζε κάθε χρόνο τη ζωή και τον τραυματισμό εκατοντάδων νέων ανθρώπων».7

Υποσημειώσεις.

16. Τα ζητήματα της δημόσιας λατρείας που έχρηζαν διαρρυθμίσεως είχε περιγράψει ο άγιος και το 1914 σε σχετική εγκύκλιο της ιεράς μητροπόλεως Σμύρνης με τίτλο «Περί Εκκλησιαστικής Ευταξίας», βλ. Τίτου Κ. Καράντζαλη μητροπολίτου Λεοντοπόλεως (επιμέλεια) Χρυσοστόμου Σμύρνης ο εθνομάρτυς Χρονικά «Πανταίνου» από 1908-1930, Αλεξάνδρεια 1922, σσ’. 17-23.
1. Ο μύχιός μου πόθος…», ό. π., σ’ 28
2. Ό. π., σ. 29
3. Ό. π., σ. 27
4. Ό. π., σ. 31
5. Τίτου Κ. Καράντζαλη, 1992, σ. 20
6. Ιερός Πολύκαρπος, έτος Α’, Εν Σμύρνη τη 24 Μαρτίου 1912, αριθ. 51, σσ’. 831 -832
7. Ιερός Πολύκαρπος, έτος Α’, Εν Σμύρνη τη 22 Φεβρουαρίου 1912, αριθ. 47, σσ’. 765-767. (Το ζήτημα αυτό φαίνεται πως απασχολούσε τον Χρυσόστομο καθόλη τη διάρκεια της ιερατικής του διακονίας. Τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1902, ως Μέγας Πρωτοσύγκελλος του οικουμενικού πατριαρχείου, ο άγιος είχε δημοσιεύσει εγκύκλιο, με την οποία καλούσε τους ορθόδοξους χριστιανούς της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως να αποφεύγουν «το πολλών δυστυχημάτων πρόξενον ανοίκειον των πυροβολισμών έθιμον… επί τη μεγίστη των χριστιανικών εορτών», βλ. Ταχυδρόμος Εφημερίς εν Κωνσταντινουπόλει, αριθμ. 1160/13.4.1902).

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης: «Ο μύχιός μου πόθος…» (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Δημοσιεύθηκε στην Ιερές Ακολουθίες, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.