7. Εγώ ακούοντάς τον συγκλονίστηκα και δάκρυσα για τον λόγο που είπε ο άνδρας, ότι όλοι οι άνθρωποι της τωρινής γενιάς είναι κατώτεροι ως προς τον λόγο της γνώσεως και της ευσέβειας. Εκείνος, βλέποντάς με δακρυσμένον, ρώτησε να μάθει την αιτία των δακρύων. Και εγώ είπα˙ Ποιά μεγάλη αμαρτία έκανα, για να μου πεις τέτοιο λόγο;
Και ο Πέτρος απάντησε˙ Εάν έκανα άσχημα λέγοντας ότι θέλω να σε υπηρετήσω, τότε συ αμάρτησες πρώτος, αξιώνοντας να κάνεις το ίδιο σε μένα.
Και εγώ είπα˙ Δεν είναι το ίδιο˙ διότι το να το κάνω αυτό εγώ μου ταιριάζει πάρα πολύ, ενώ σε σένα τον κήρυκα του Θεού, ο οποίος σώζεις τις ψυχές μας, είναι φοβερό να το κάνεις αυτό σε μένα.
Και ο Πέτρος αποκρίθηκε˙ Θα μπορούσα να συμφωνήσω μαζί σου, διότι ο Κύριος μας, που ήρθε για τη σωτηρία όλου του κόσμου, αν και ήταν ευγενικής καταγωγής περισσότερο από όλους, υπέμεινε τη δουλεία, για να πείσει εμάς να μη διστάζουμε να προσφέρουμε στους αδελφούς μας υπηρεσίες δούλων, έστω και αν είμαστε πολύ ευγενείς.
Και εγώ είπα˙ Εάν νομίσω ότι σε νίκησα στον λόγο, είμαι ανόητος, αλλά χρεωστώ ευγνωμοσύνη στην πρόνοια του Θεού, που αξιώθηκα να σε έχω στη θέση των γονέων μου.
8. Και ο Πέτρος τότε ρώτησε να μάθει˙ Αλήθεια, δεν υπάρχει κανένας από το σόι σου;
Και εγώ αποκρίθηκα˙ Υπάρχουν πολλοί και μεγάλοι άνδρες που ανήκουν στο σόι του Καίσαρα. Γι’ αυτό στον πατέρα μου, που ανατράφηκε μαζί του, ο ίδιος ο Καίσαρας του έδωσε συγγενή ως γυναίκα του, από την οποία γεννηθήκαμε τρεις γιοί, δύο πριν από μένα, οι οποίοι όντας δίδυμοι έμοιαζαν πάρα πολύ μεταξύ τους, όπως μου έλεγε ο ίδιος ο πατέρας μου. Διότι εγώ ούτε αυτούς ούτε αυτήν που με γέννησε τους γνωρίζω καλά, παρά μόνο σαν σε όνειρο θυμάμαι αμυδρά τη μορφή τους. Η μητέρα μου λοιπόν λεγόταν Ματτιδία και ο πατέρας μου Φαύστος, από δε τους αδελφούς μου ο ένας λεγόταν Φαυστίνος και ο άλλος Φαυστιανός. Όταν λοιπόν εγώ γεννήθηκα τρίτος, η μητέρα μου είδε όνειρο, ότι τάχα ο πατέρας μου έλεγε πως, εάν δεν πάρει τα δίδυμα αγόρια της και φύγει από την πόλη των Ρωμαίων σε εξορία για δώδεκα χρόνια, θα πεθάνει μαζί μ’ αυτά με ολέθριο θάνατο.
9. Ο πατέρας μου λοιπόν, επειδή αγαπούσε τα παιδιά, αφού τους εφοδίασε επαρκώς με δούλους και δούλες και τους έβαλε σε πλοίο, τους έστειλε όλους μαζί στην Αθήνα για να σπουδάσουν, και κράτησε μόνο γιο κοντά του εμένα για παρηγοριά. Και γι’ αυτό χρεωστώ πολλές ευχαριστίες, που το όνειρο δεν παράγγειλε να φύγω και εγώ από τη Ρώμη μαζί με την μητέρα μου. Όταν λοιπόν πέρασε ένας χρόνος ο πατέρας έστειλε στους δικούς του χρήματα, για να μάθει συγχρόνως για το πώς περνούν, αλλά εκείνοι που έστειλε δεν ξαναγύρισα πίσω. Τον τρίτο χρόνο ο πατέρας λυπημένος έστειλε πάλι άλλους με εφόδια, οι οποίοι ήρθαν τον τέταρτο χρόνο αναφέροντας, ότι ούτε την μητέρα μου ούτε τους αδελφούς μου είδαν, ότι αυτοί δεν πήγαν στην Αθήνα, και ούτε τα ίχνη κανενός από αυτούς που είχαν πάει μαζί τους βρήκαν.
7. Εγώ δε ακούσας σύντρομος εγενόμην και επίδακρυς, οίον λόγον είπεν ανήρ, ου πάντες οι της νυν γενεάς άνθρωποι τω της γνώσεως και ευσεβείας λόγω ήττους τυγχάνουσιν. Ο δε, ιδών με σύνδακρυν, των δακρύων επύθετο την αιτίαν.
Καγώ έφην˙ Τί τοιούτον ήμαρτον, ίνα μοι τοιούτον είπης λόγον;
Και ο Πέτρος απεκρίνατο˙ Ει μεν κακώς είρηκα το δουλεύσαί σοι, συ πρώτος ήμαρτες, τούτ’ εμοί ποιήσαι αξιώσας.
Καγώ έφην˙ Ουχ όμοιόν εστίν˙ εμοί μεν γαρ τούτο ποιείν πρέπει πάνυ, σοι δε τω του Θεού κήρυκα τας ημετέρας σώζοντι ψυχάς χαλεπόν τούτο ποιείν εμοί.
Και ο Πέτρος απεκρίνατο˙ Συνεθέμην αν σοι, επεί ο Κύριος ημών, ο επί σωτηρία παντός του κόσμου εληλυθώς, μόνος υπέρ πάντας ευγενής ων, δουλείαν υπέμεινεν, ίνα ημάς πείση μη αιδείσθαι τοις αδελφοίς ημών τας δούλων ποιείν υπηρεσίας, καν πάνυ ευγενείς τυγχάνωμεν.
Καγώ έφην˙ Ει μεν νομίζω σε νικήσαι λόγω ανόητός ειμί, πλην χάριν έχω τη του Θεού προνοία, ότι σε εις γονέων τόπον έχειν κατηξιώθην.
8. Και ο Πέτρος επυνθάνετο˙ Ουδείς δε σου αληθώς προς γένους υπάρχει;
Καγώ απεκρινάμην˙ Εισί μεν πολλοί και μεγάλοι άνδρες, Καίσαρος προς γένος όντες. Όθεν τω εμώ πατρί ως και συντρόφω αυτός Καίσαρ συγγενίδα προσηρμόσατο γυναίκα, αφ’ ης τρεις εγενόμεθα υιοί, δύο μεν προ εμού, οι και δίδομοι όντες πάνυ όμοιοι αλλήλοις ετύγχανον, ως αυτός ο πατήρ έλεγέ μοι. Εγώ γαρ ούτε αυτούς, ούτε την τεκούσαν πάνυ επίσταμαι, άλλ’ ώσπερ δ’ ονείρων αμαυρόν αυτών το είδος αναφέρω. Η μεν ουν μήτηρ μου Ματτιδία ελέγετο, ο δε πατήρ Φαύστος, των δε αδελφών και αυτών ο μεν Φαυστίνος εκαλείτο, ο δε Φαυστινιανός ελέγετο. Εμού ουν τρίτου επιγεννηθέντος αυτοίς, η μήτηρ όνειρον εωράκει, ώσπερ ο πατήρ μου υφηγείτο, ότι εάν μη, τους διδύμους υιούς αυτής εξ αυτής παραλαβούσα, την Ρωμαίων προς αποδημίαν εξέλθη πόλιν επ’ έτη δώδεκα, πανολεθρίω μόρω άμα αυτοίς αποθανείν έχει.
9. Ο μεν ουν πατήρ, φιλότεκνος ων, συν τε δούλοις και δούλαις εφοδιάσας ικανώς και εις πλοίον εμβαλλόμενος, εις τας Αθήνας άμα παιδευθησομένους εξέπεμψεν, εμέ δε μόνον υιόν εις παραμυθίαν έσχε μεθ’ εαυτού. Και επί τούτω ευχαριστώ πολλά, ότι καμέ ο όνειρος μη κεκελεύκει άμα τη μητρί την Ρωμαίαν εκβήναι πόλιν. Περαιωθέντος ουν ενιαυτού ο πατήρ έπεμψεν εις Αθήνας χρήματα τοις αυτού, άμα τε και μαθείν το πώς διάγουσιν. Οι δε απελθόντες ουχ υπέστρεψαν. Τρίτω δε ενιαυτώ ο πατήρ αθυμών ετέρους ομοίως έπεμψε μετ’ εφοδίων, οίτινες τετάρτω ενιαυτώ ήλθον αγγέλοντες, μήτε μου την τεκούσαν ή τους αδελφούς εωρακέναι, μήτε τους αυτούς Αθήναις επιδεδημηκέναι, μήτε άλλου τινός των συν αυτοίς απεληλυθότων καν ίχνος ευρηκέναι.
***
10. Ο πατέρας ακούοντάς τα αυτά από την πολλή λύπη του έγινε εκτός εαυτού και, μη γνωρίζοντας που να τρέξει για να τους αναζητήσει, με πήρε μαζί του και, αφού κατέβηκε στο λιμάνι, ρωτούσε και ξαναρωτούσε πολλούς για να μάθει σε ποιό μέρος ο καθένας από αυτούς είδε ή άκουσε να έχει γίνει ναυάγιο στα τέσσερα τελευταία χρόνια. Και ο καθένας του έλεγε σε άλλο μέρος. Εκείνος πάλι ξαναρωτούσε μήπως είδαν να έχει εκβρασθεί κανένα σώμα γυναίκας μαζί με τα μωρά της. Και καθώς αυτοί έλεγαν ότι είδαν πολλά πτώματα σε πολλά μέρη, ο πατέρας ακούοντάς τους αναστέναξε. Ωστόσο, επειδή ανησυχούσε από τα βάθη της καρδιάς του, ρωτούσε ασυλλόγιστα, διότι προσπαθούσε να ερευνήσει την τόσο μεγάλη έκταση της θάλασσας. Αλλά ήταν άξιος συγχωρήσεως, γιατί, από την αγάπη του προς αυτούς που αναζητούσε, ξεγελιόταν με μάταιες ελπίδες. Και κάποτε, αφού με ανέθεσε σε επιμελητές και με άφησε στη Ρώμη, όταν ήμουν δώδεκα χρόνων, ο ίδιος δακρυσμένος κατέβηκε στο λιμάνι, μπήκε σε πλοίο, απέπλευσε και κίνησε για την αναζήτησή τους.
Και από τότε μέχρι σήμερα ούτε γράμματα πήρα από αυτόν, ούτε γνωρίζω με βεβαιότητα αν ζει ή αν πέθανε. Υποθέτω όμως ότι και αυτός κάπου πέθανε υποκύπτοντας στη λύπη ή πέφτοντας θύμα ναυαγίου. Και απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι έχουν περάσει ήδη είκοσι χρόνια από τότε που δεν άκουσα γι’ αυτόν τίποτε το αληθινό.
11. Ο Πέτρος τότε ακούοντάς τα αυτά από τη συγκίνηση δάκρυσε και αμέσως είπε στους πιστούς οπαδούς του που ήταν μαζί του˙ Εάν κανένας πιστός πάθαινε αυτά που έπαθε ο πατέρας του, αμέσως, σύμφωνα με τον λόγο της πίστεως, θα τα απέδιδε στον πονηρό˙ το ίδιο συμβαίνει να υποφέρουν και οι ταλαίπωροι εθνικοί, και εμείς οι πιστοί το αγνοούμε. Και δίκαια τους ονόμασε ταλαίπωρους, επειδή περιφέρονται στα εδώ πράγματα και χάνουν την ελπίδα των μελλόντων πραγμάτων. Διότι οι πιστοί που υποφέρουν θλίψεις, τις υποφέρουν για να απαλλαγούν από τα παραπτώματά τους.
12. Όταν ο Πέτρος είπε αυτά, κάποιος από μας, παίρνοντας το θάρρος, τον παρακάλεσε εξ ονόματος όλων, αύριο πολύ πρωί να πλεύσουν στο απέναντι νησί Άραδος, που δεν απείχε, νομίζω, περισσότερο από τριάντα στάδια, για να δούμε δύο κολώνες που υπήρχαν εκεί παριστάνοντας κορμούς αμπέλου, οι οποίες είχαν πολύ μεγάλο πάχος. Ο υπάκουος λοιπόν Πέτρος τους επέτρεψε λέγοντας˙ Όταν βγήκε από το πλοίο, να μη μπαίνετε πολλοί μαζί για να δείτε αυτά που θέλετε˙ γιατί δεν θέλω να τσαλαπατηθείτε από τους πολίτες. Και έτσι, αφού πλεύσαμε λίγη ώρα, φτάσαμε στο νησί. Βγαίνοντας τότε από το πλοίο μπήκαμε εκεί που βρίσκονταν οι αμπέλινες κολώνες, και ο καθένας μαζί μ’ αυτές έβλεπε και κάποιο άλλο από τα έργα του Φειδία.
13. Ο Πέτρος όμως έμεινε μόνος, μη θεωρώντας αναγκαίο να πάει να δει τα εκεί αξιοθέατα, βλέποντας δε κάποια γυναίκα να κάθεται έξω από τις πόρτες και να ζητιανεύει επίμονα ζητώντας τροφή, της είπε˙ Γυναίκα, ποιό από τα μέλη σου λείπει, για να υφίστασαι τόσο μεγάλη ντροπή, εννοώ να ζητιανεύεις, και δεν εργάζεσαι με τα χέρια που σου δώρισε ο Θεός, εξασφαλίζοντας τις καθημερινές τροφές σου;
Εκείνη τότε αφού αναστέναξε απάντησε˙ Μακάρι να είχα χέρια που να μπορούν να με υπηρετήσουν! Όμως τώρα μόνο το σχήμα των χεριών διατηρούν, ενώ είναι νεκρά, γιατί έχουν βασανισθεί από τα δικά μου δαγκώματα.
Και ο Πέτρος ρώτησε να μάθει˙ Και ποιά είναι η αιτία που σε έκανε να πάθεις αυτό το φοβερό πράγμα;
Και εκείνη απάντησε: Ασθένεια της ψυχής και τίποτε περισσότερο. Διότι, αν είχα τόλμη θα εύρισκα ένα κρημνό ή βυθό, όπου θα έρριχνα τον εαυτό μου και θα μπορούσα να σταματήσω τα κακά που με βασανίζουν.
10. Ο μεν ουν πατήρ, ταύτα ακούσας και υπό πολλής λύπης έκθαμβος γενόμενος και ουκ ειδώς που ορμήσας επί ζήτησαν αυτών γένηται, εμέ τε παραλαβών και εις πόρτον καταβάς, πολλών πυκνότερον επυνθάνετο, πού έκαστος αυτών είδεν ή ήκουσεν από τεσσάρων ετών γενόμενον ναυάγιον. Και άλλος αλλαχή έλεγεν. Ο δε αντεπυνθάνετο, ει εωράκασι σώμα γυναικός μετά βρεφών εκβεβρασμένον. Των ουν πολλά λεγόντων εωρακέναι πτώματα κατά πολλούς τόπους, ο πατήρ λεγόντων εωρακέναι πτώματα κατά πολλούς τόπους, ο πατήρ ακούων εστέναξεν. Πλην υπό σπλάγχνων θορυβούμενος αλόγιστα επυνθάνετο, ότι τοσούτον μέγεθος θαλάττης ερευνάν επειράτο. Πλην συγγνωστός ήν, ότι τη προς τους ζητουμένους στοργή ελπίσιν εβουκολείτο κεναίς. Και δήποτε υπό φροντιστάς ποιήσας με και εις Ρώμην καταλείψας δωδεκαετή, αυτός δακρύων εις πόρτον κατελθών και εις πλοίον εμβάς, αναχθείς, επί την ζήτησιν επορεύθη, και έκτοτε εις την σήμερον ημέραν ούτε γράμματα εδεξάμην παρ’ αυτού, ούτε ει ζη είτε τέθνηκε σαφώς επίσταμαι.
Μάλλον δε υπονοώ ότι και αυτός τέθνηκέ που, ή υπό λύπης νικηθείς ή ναυαγίω περιπεσών. Τούτου δε δείγμα, ότι ήδη λοιπόν έκτοτε εικοστόν έτος εστίν, αφ’ ης ουδεμίαν τινά περί αυτού αλήθειαν ήκουσα.
11. Ο δε Πέτρος, ακούων ταύτα υπό συμπαθείς εδάκρυσεν, και ευθέως τοις συνούσι γνησίους έφη˙ Ταύτα ει τις πεπόνθοιεν θεοσεβής, οία ο τούτου πέπονθε πατήρ, ευθέως τω της θεοσεβείας λόγω την αιτίαν προσήπτεν επιγράφων τον πονηρόν˙ ούτω και τοις ταλαιπώροις έθνεσι συμβαίνει πάσχειν, και αγνοούμεν οι θεοσεβείς. Ταλαιπώρους δε αυτούς ευλόγως εύρηκα, ότι ενταύθα αλώνται και της εκεί ελπίδος ου τυγχάνουσιν. Ου γαρ εν θεοσεβεία πάσχοντες τα θλιβερά εις έκπραξιν παραπτωμάτων πάσχουσιν.
12. Ταύτα του Πέτρου ειπόντος εις τις των εν ημίν τολμήσας αντί πάντων παρεκάλεσεν αυτόν, αύριον ορθριαίτερον εις Άραδον, την κατέναντι νήσον, εισπλείσαι, τριάκοντα, οίμαι, ούδ’ όλους απέχουσαν σταδίους, ως επί ιστορία των εκεί αμπελίνων δύο στύλων μέγιστα εχόντων πάχη. Ο ουν πειθήνιος Πέτρος συνεχώρησεν ειπών˙ Επάν του πλοίου εκβήτε, μη άμα πολλοί εισέρχεσθε εις την θεωρίαν ων επιθυμείτε˙ ου γαρ βούλομαι στρέμματα γίνεσθαι εις υμάς των πολιτών. Και ούτω, πλεύσαντες ροπή ώρας, κατήχθημεν εις την νήσον. Εκβάντες δε του σκάφους, εισήεμεν ένθα οι αμπέλινι στύλοι ήσαν, ομώς άμα αυτοίς άλλος άλλο τι των Φειδίου έργων εθεώρει.
13. Πέτρος δε μόνος ουκ αναγκαίον ηγήσατο επί την των εκεί ιστορίαν γενέσθαι, γυναικί δε τίνι έξω προ των θυρών καθεζομένη και τροφής χάριν μεταιτούση πυκνά, κατανοήσας έφη˙ Γύναι, τί σοι των μελών λείπει, ότι τοσαύτην ύβριν αναδέξω, λέγω δη το προσαιτείν, και μη μάλλον ταις υπό Θεού σοι δεδωρημέναις χερσίν εργαζομένη τας εφημέρους πορίζη τροφάς.
Η δε, στανάξασα, απεκρίνατο˙ Είθε γαρ ήσάν μοι χείρες υπουργείν δυνάμεναι! Νυν δε μοι σχήμα μόνον χειρών φυλάσσουσιν, νεκραί τυγχάνουσαι, υπό δηγμάτων εμών βεβασανισμέναι.
Και ο Πέτρος επίθετο˙ Τίς δε η αιτία του σε το χαλεπόν τούτο πεπονθέναι;
Η δε απεκρίνατο˙ Ψυχής ασθένειαι και πλέον ουθέν. Ει γαρ ανδρείον είχον φρόνημα, ην κρημνός ή βυθός, όθεν εμαυτήν ρίψασα, των οδυνώντων με παύσασθαι ηδυνάμην κακών.
***
14. Και ο Πέτρος είπε˙ Τί λοιπόν; Νομίζεις, γυναίκα, ότι οπωσδήποτε εκείνοι που αυτοκτονούν απαλλάσσονται από την κόλαση, ή μήπως οι ψυχές αυτών που πεθαίνουν με τον τρόπο αυτόν βασανίζονται με χειρότερη κόλαση εξαιτίας της αυτοκτονίας;
Και εκείνη είπε: Μακάρι να μπορούσα να πεισθώ ότι πραγματικά οι ψυχές βρίσκονται στον άδη ζωντανές και θα προτιμούσα να πεθάνω, περιφρονώντας την κόλαση, για να δω έστω και για μια ώρα αυτούς που πάρα πολύ ποθώ.
Και ο Πέτρος είπε˙ Θα ήθελα λοιπόν, γυναίκα, να μάθω τί είναι αυτό που σε κάνει να λυπάσαι, και αν μου το πεις αυτό, γι’ αυτή τη χάρη που θα μου κάνεις, θα σε πληροφορήσω κι εγώ ότι στον άδη ζουν οι ψυχές, και αντί για κρημνό ή βυθό θα σου δώσω φάρμακο, για να μπορέσεις ν’ αλλάξεις τη ζωή σου, ζώντας χωρίς βάσανα.
15. Και η γυναίκα, επειδή δεν κατάλαβε την αβεβαιότητα αυτού που λέχθηκε, ευχαριστημένη από την υπόσχεση, άρχισε την εξιστόρηση ως εξής˙ Για να πω το γένος και την πατρίδα μου δεν νομίζω ότι θα μπορέσει κανείς ποτέ να με πείσει. Αλλά και σένα τί σε ενδιαφέρει να το μάθεις αυτό, παρά μόνο την αιτία για την οποία υποφέροντας νέκρωσα με δαγκώματα τα χέρια μου. Όμως, για να ακούσεις όσο είναι δυνατό αυτά που με αφορούν, θα σου τα διηγηθώ. Εγώ, ενώ ανήκα σε πολύ ευγενική τάξη, με τη διαταγή κάποιου άρχοντα, παντρεύτηκα κάποιον άνδρα, που ήταν συγγενής του. Και έπειτα από δίδυμα παιδιά απόκτησα άλλον ένα γιο. Ο αδελφός του άνδρα μου όμως κυριεύτηκε από τρελλό έρωτα για μένα την ταλαίπωρη, η οποία ήθελα πάρα πολύ να μείνω εγκρατής. Και επειδή δεν ήθελα ούτε με τον εραστή να συμφωνήσω, ούτε στον άνδρα μου να αναφέρω τον έρωτα του αδελφού του για μένα, σκέφτηκα να μη μολύνω τον εαυτό μου διαπράττοντας μοιχεία, ούτε να ατιμάσω το κρεββάτι του άνδρα μου, ούτε να ντροπιάσω σε όλους ολόκληρο το σόι που ήταν μεγάλο.
Όπως είπα, σκέφτηκα να φύγω από την πόλη μαζί με τα δίδυμα παιδιά μου για ένα χρονικό διάστημα, μέχρι να παύσει και ο βδελυρός έρωτας εκείνου που με καλόπιανε με σκοπό να με ντροπιάσει. Έτσι λοιπόν άφησα τον άλλο γιο μου να μείνει με τον πατέρα του για παρρηγοριά.
16. Για να γίνουν όμως αυτά με αυτό τον τρόπο, σκέφτηκα να πλάσω ένα όνειρο, ότι τάχα ήρθε κάποιος τη νύχτα και μου είπε˙ Γυναίκα, από τη στιγμή αυτή βγες από την πόλη μαζί με τα δίδυμα παιδιά σου, για κάποιο χρονικό διάστημα, μέχρι να σε ειδοποιήσω να επιστρέψεις εδώ˙ γιατί αλλιώς θα πεθάνεις κατά τρόπο άσχημο ξαφνικά μαζί με τον άνδρα σου και όλα τα παιδιά σου. Αμέσως ενήργησα έτσι. Μόλις φανέρωσα το ψεύτικο όνειρο στον άνδρα μου, εκείνος κατατρομαγμένος μαζί με τους δύο γιούς μου και δούλους και δούλες και πολλά χρήματα με έστειλε με πλοίο στην Αθήνα, για να εκπαιδεύσω τους γιους, λέγοντας «μέχρι να αποφασίσει αυτός που εμφανίστηκε στο όνειρο να επιστρέψεις σε μένα». Αμέσως η ταλαίπωρη, πλέοντας μαζί με τα παιδιά μου, από ακατάστατους ανέμους ρίχτηκα σ’ αυτά τα μέρη, όταν κατά τη διάρκεια της νύχτας διαλύθηκε το πλοίο, έγινα θύμα ναυαγίου. Και ενώ όλοι πέθαναν, μόνη εγώ η άτυχη, χτυπημένη από ένα δυνατό κύμα, ρίχτηκα πάνω σε βράχο, στον οποίο κάθισα η άθλια με την ελπίδα ότι θα βρω ζωντανά τα παιδιά
μου, και δεν έπεσα στο βυθό τότε που καθώς είχα ζαλισμένη την ψυχή μου από τα κύματα, θα μπορούσα εύκολα να το κάνω αυτό.
14. Και ο Πέτρος έφη˙ Τί ουν; Οίει, γύναι, ότι πάντως οι αναιρούντες εαυτούς κολάσεως απαλλάσσονται ή μη τί χείρονι κολάσει εν άδη αι των ούτω θνησκόντων ψυχαί περί της αυτοκτονίας κολάζονται;
Η δε έφη˙ Είθε επεπείσμην, ότι όντως εν άδη ψυχαί ευρίσκονται ζώσαι, και ηγάπων, της κολάσεως καταφρονήσασα, θανείν, όπως τους εμούς περιποθήτους ίδω καν μίαν ώραν!
Και ο Πέτρος έφη˙ Τί άρα εστί το λυπούν σε, μαθείν ήθελον, γύναι. Εάν γαρ με διδάξης, αντί ταύτης της χάριτος πληροφορήσω σε, ότι εν άδη ζώσιν αι ψυχαί, και αντί κρημνού ή βυθού φάρμακον δώσω, όπως αβασανίστως του ζην τον βίον μεταλλάξαι δυνηθής.
15. Και η γυνή, το αμφιβόλως ρηθέν μη συνείσα, επί τη υποσχέσει ησθείσα, του λέγειν ήρξατο ούτως˙ Γένος μεν και πατρίδα ειπείν ουκ οίμαι πείσαί ποτέ δυνηθήναί τινά. Πλην και σοι τί διαφέρει τούτο μαθείν, ή μόνον την αιτίαν, ης ένεκεν οδυνωμένη δήγμασι τας εμάς ενέκρωσα χείρας˙ πλην τα κατ’ εμαυτήν, ως δυνατόν ακούσαί σε, διηγήσομαι. Εγώ, πάνυ ευγενής υπάρχουσα, δυνάστου τους προσταγή ανδρί προς γένους αυτώ υπάρχοντι εγενόμην γυνή, και μετά δίδυμα τέκνα έσχον έτερον υιόν. Ο δε του εμού ανδρός αδελφός μανείς ουκ έλαττον ηράσθη μου της ταλαιπώρου, σφόδρα σωφρονείν αγαπώσης, και βουλομένη μήτε τω εραστή συνθέσθαι, μήτε τω εμώ ανδρί αναθέσθαι τον του αδελφού αυτού προς εμέ έρωτα, ελογισάμην, ίνα μήτε μοιχησαμένη εμαυτήν μιανώ, μήτε του εμού ανδρός την κοίτην υβρίσω, μήτε τω αδελφώ τον αδελφόν πολέμιον καταστήσω, μήτε όλον γένος μέγα ον εις ονειδισμόν πάσιν υποβαλώ ως έφην, ελογισάμην την πόλιν μετά των εμών διδύμων παίδων εκβήναι επί χρόνον τινά, έως αν και ο μιαρός έρως παύσηται του επί τη εμή ύβρει
κολακεύοντός με. Τον μέντοι έτερον υιόν παρά τω πατρί μείναι εις παραμυθίαν κατέλιπον.
16. Πλην, ίνα ταύτα ούτω επιστάντος μοι και ειρηκότος˙ Γύναι, εξαυτής άμα τοις διδύμοις σου τέκνοις επί χρόνον τινά, μέχρις ότε μηνύσω επανελθείν σε ενταύθα, έκβηθι την πόλιν˙ επί άμα ανδρί και πάσί σου τοις τέκνοις αιφνιδίως κακώς τελευτήσεις. Ομώς ούτω εποίησα. Άμα γαρ τω τον όνειρον ψεύσασθαί με τω ανδρί, αυτός, περίφοβος γενόμενος, μετά των εμών δύο υιών, δούλων τε και παιδισκών και χρημάτων συχνών κατά πλουν εις Αθήνας με εξέπεμψεν, εκπαιδεύσαι τους υιούς, μέχρις αν, έφη, τω χρηματίσαντι δόξη επαινιέναι σε προς εμέ. Ομώς άμα τέκνοις ή τάλαινα πλέουσα υπό ανέμων αταξίας εις τούτους απορριφείσα τους τόπους, νυκτός της νηός διαλυθείσης, ναυαγίω περιέπεσα. Πάντων δε θανόντων, η ατυχής εγώ μόνη υπό σφοδρού κύματος ραπισθείσα, επί πέτρας ερρίφην, εφ’ ης καθεσθείσα η αθλία ελπίδα του τα τέκνα με ζώντα ευρείν, εις τον βυθόν εμαυτήν ουκ έρριψα τότε, ότε, την ψυχήν μεμεθυσμένην τοις κύμασιν έχουσα, τούτο ποιήσαι ραδίως εδυνάμην.
Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.
Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994
Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Εκ “των Πέτρου επιδημιών κηρυγμάτων επιτομή”: Ομιλία ΙΒ’ (Εισαγωγή).
