Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά εκατό, (Δ’: 61 – 80) – Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.

61. Όπως για τον φιλοσώματο και τον φιλόζωο, για τον φιλήδονα και τον φιλόκοσμο, ο χωρισμός από το σώμα και τη ζωή, από την ηδονή και τον κόσμο είναι θάνατος, έτσι για τον φίλαγνο και τον φιλόθεο, για τον φίλαυλο και τον φιλάρετο, η μικρή ακόμη απομάκρυνση του νου από την αγνότητα και από τον Θεό, από το πνεύμα και από την αρετή, είναι πραγματικά θάνατος. Διότι, αν εκείνος που βλέπει αυτό το αισθητό φως, εφόσον κλείσει για λίγο τα μάτια του ή σκεπασθούν αυτά από άλλον, στενοχωρείται και λυπάται, και δεν μπορεί διόλου να το αντέξει, και μάλιστα, αν τύχαινε να βλέπει κάποια απαραίτητα και παράδοξα πράγματα, πόσο περισσότερο εκείνος που φωτίζεται με το Άγιο Πνεύμα και βλέπει με αισθητό και νοερό τρόπο, ξυπνητός ή κοιμισμένος, εκείνα τα αγαθά, που μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και νους ανθρώπου δεν συνέλαβε,1 στα οποία επιθυμούν να εμβαθύνουν ακόμη και οι άγγελοι,2 θα λυπηθεί και θα θλιβεί, αν αποσπασθεί από κάποιον από τη θέαση αυτών των αγαθών;
Διότι εύλογα αυτό θεωρείται απ’ αυτόν ότι είναι θάνατος και αποξένωση από την αιώνια ζωή.
62. Επειδή ο άνθρωπος είναι διπλός, με το να έχει τη σύνθεσή του από ψυχή και σώμα, έχει γίνει και ο κόσμος παρόμοιος με τον άνθρωπο, ορατός και αόρατος, με το να ορισθούν δηλαδή για τον καθένα απ’ αυτά κατάλληλα τα έργα και οι φροντίδες των έργων. Απ’ αυτά βέβαια κατάλαβα, ότι αυτό είναι αληθινό και για τις οπτασίες και τα όνειρα˙ διότι μ’ αυτά, που ασχολείται ή επιδιώκει η ψυχή ξυπνητή, μ’ αυτά ή ματαιολογεί ή φιλοσοφεί και στον ύπνο της˙ διότι, είτε φροντίζει για ανθρώπινα πράγματα, ματαιολογεί και ασχολείται μ’ αυτά στα όνειρα, είτε φροντίζει γι θεία και ουράνια, τα μελετά και τα εξετάζει με τις οπτασίες και τα φιλοσοφεί με τις οράσεις, σύμφωνα μ’ αυτό που λέγεται από τον προφήτη: «και οι νεανίσκοι τους θα δουν οράσεις»,3 χωρίς δηλαδή η ψυχή να εξαπατάται, αλλά να ατενίζει τις αλήθειες και να βεβαιώνεται με τις αποκαλύψεις.
63. Όταν το επιθυμητικό μέρος της ψυχής ερεθίζεται για πάθη και σαρκικές μίξεις και ευχαριστήσεις και απολαύσεις της ζωής, τότε η ψυχή βλέπει παρόμοια επίσης και τα όνειρα˙ αν μάλιστα το θυμικό της αποθηριώνεται εναντίον των συνανθρώπων, τότε ονειρεύεται επιθέσεις θηρίων, πολέμους και μάχες με ερπετά, καθώς διαπληκτίζεται, όπως στα δικαστήρια, μ’ αυτούς, με τους οποίους διαφωνεί˙ αν πάλι το λογιστικό της επαίρεται με τις αλαζονείες και τις υπερηφάνειες, τότε φαντάζεται φτερωτές αρπαγές στον ουρανό, και καθέδρες σε ψηλούς θρόνους, και ηγεμονίες σε λαούς, με το να προπορεύεται και να προπέμπεται, καθισμένη επάνω σε άρματα.
64. Μόνο εκείνων είναι αληθινά τα οράματα – τα οποία και δεν πρέπει να τα ονομάζουμε όνειρα, αλλά οράσεις και οπτασίες -, που ο νυος τους έγινε απλός από την έλευση του Πνεύματος και ελεύθερος από κάθε ενόχληση και δουλεία στα πάθη˙ εκείνων, που όλη η ενασχόλησή τους είναι για τα θεία πράγματα, και η μελέτη τους για τις μέλλουσες αμοιβές και ανταποδόσεις εκείνων, που η ζωή τους είναι ανώτερη από τη ζωή των ανθρώπων, αμέριμνη, απερίσπαστη, ήσυχη, καθαρή, γεμάτη από έλεος, από σοφία, από ουράνια γνώση, από αγαθούς καρπούς, που καλλιεργούνται από το Πνεύμα˙ των άλλων απεναντίας, που έχουν άλλη πνευματική κατάσταση και όχι τέτοια, τα οράματά τους είναι ψεύτικα και συγκεχυμένα, και συνολικά είναι καθαρή απάτη.
65. Πολλοί βέβαια μακάρισαν τον ερημικό βίο, ενώ άλλοι τον μικτό, δηλαδή τον κοινοβιακό βίο, άλλοι πάλι μακάρισαν το να είναι ηγέτες του λαού, να νουθετούν δηλαδή και να διδάσκουν και να ιδρύουν εκκλησίες, από τις οποίες είναι φυσικό να τρέφονται διάφοροι σωματικά και ψυχικά. Εγώ όμως δεν θα προτιμούσα ούτε τον ένα ούτε τον άλλο βίο απ’ αυτούς, ούτε θα έλεγα ότι ο ένας είναι άξιος για έπαινο και ο άλλος για ψόγο, αλλά ότι σε καθετί, και σε όλα τα έργα και σε όλες τις πράξεις, ο βίος για τον Θεό και που είναι σύμφωνος με το θέλημα του Θεού είναι άξιος για κάθε μακαρισμό.
66. Όπως ο βίος των ανθρώπων συγκροτείται από διάφορα επαγγέλματα και τέχνες, με το να ασκεί δηλαδή και να συνεισφέρει ο καθένας διαφορετικό επάγγελμα και τέχνη, και καθώς έτσι προσφέρει ο ένας στον άλλο, και λαμβάνει ο ένας από τον άλλο, ζουν οι άνθρωποι, με το να παρέχουν στη φύση τους τα απαραίτητα για τις σωματικές της ανάγκες˙ έτσι μπορεί να δει κάποιος και στα πνευματικά, όπου ένας μεταχειρίζεται άλλη αρετή και άλλος βαδίζει άλλο δρόμο του βίου, όλοι τους όμως τρέχουν και από τις δύο αυτές διαδρομές, προς ένα σκοπό.
67. Σκοπός όλων εκείνων που αγωνίζονται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού είναι το να ευαρεστήσουν στον Χριστό στον Θεό, και να λάβουν με τη μετοχή του Πνεύματος τη συμφιλίωση με τον Πατέρα, και να αποκτήσουν μ’ αυτό τη σωτηρία τους˙ διότι αυτό είναι σωτηρία κάθε ψυχής και κάθε ανθρώπου. Αν δεν γίνει αυτό, είναι άχρηστος ο κόπος και μάταιη η εργασία μας˙ είναι ανώφελος κάθε δρόμος της ζωής, που δεν οδηγεί σ’ αυτό εκείνον που τρέχει σ’ αυτό το δρόμο.
68. Εκείνος που εγκατέλειψε όλο τον κόσμο και αναχώρησε στο όρος, για να ησυχάσει τάχα, και από εκεί γράφει επιδεικτικά σ’ αυτούς που είναι στον κόσμο, άλλους μακαρίζοντας, άλλους κολακεύοντας και επαινώντας, μοιάζει μ’ αυτόν που πήρε διαζύγιο από γυναίκα πόρνη, αισχρά ντυμένη και μοχθηρή, και έφυγε σε μακρυνή χώρα, για να απαλλαγεί ακόμη και από την ενθύμησή της, αλλά ξέχασε έπειτα το σκοπό για τον οποίο ήρθε στο όρος και επιθυμεί να γράφει σ’ αυτούς, που συναναστρέφονται μ’ εκείνη, ας πούμε, και που μολύνονται μαζί της, και τους μακαρίζει˙ ο οποίος, αν και δεν συμμετέχει μαζί τους ως προς το σώμα, οπωσδήποτε όμως συμμετέχει με την πρόθεσή του ως προς την καρδιά και το νου, σαν να αποδέχεται κατά κάποιο τρόπο την ένωσή τους μ’ εκείνη.
69. Όσο είναι επαινετοί και μακάριοι εκείνοι που συναναστρέφονται μέσα στον κόσμο και διατηρούν καθαρές τις αισθήσεις και τις καρδιές τους από κάθε κακή επιθυμία, τόσο αξιόμεμπτοι και απόβλητοι είναι εκείνοι που ζουν στα όρη και στα σπήλαια, αν επιθυμούν τους επαίνους και τους μακαρισμούς και τη δόξα των ανθρώπων˙ διότι μπροστά στον Θεό, που ερευνά τις καρδιές μας, θα είναι σαν μοιχοί. Διότι εκείνος που επιθυμεί να ακουσθεί η ζωή του και το όνομά του και η βιοτή του μέσα στον κόσμο, αυτός διαπράττει πορνεία, όμοια με τον παλαιό λαό των Ιουδαίων, όπως λέει ο Δαβίδ.4
70. Εκείνος που με την αδίστακτη πίστη στον Θεό απαρνήθηκε τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου πιστεύει ότι ο Κύριος είναι ελεήμων και σπλαχνικός, και ότι δέχεται εκείνους που έρχονται σ’ αυτόν με μετάνοια. Επειδή μάλιστα γνωρίζει ότι τιμά τους δούλους του με ατιμία και τους πλουτίζει με ακραία φτώχεια και τους δοξάζει με ύβρεις και εξευτελισμούς και τους κάνει μέτοχους και κληρονόμους της αιώνιας ζωής με θάνατο, τρέχει βιαστικά μ’ αυτά στην αθάνατη πηγή σαν διψασμένο ελάφι και προχωρεί μ’ αυτά στον ανηφορικό δρόμο σαν σε σκάλα, με την οποία οι άγγελοι, από τη μία, ανεβαίνουν και κατεβαίνουν,5 για να βοηθήσουν αυτούς που ανέρχονται, ο Θεός, από την άλλη, από τον ουρανό, κάθεται και περιμένει την ανάλογη με τη δύναμή μας διάθεση και προθυμία, όχι διότι χαίρεται να μας βλέπει να κοπιάζουμε, αλλά επειδή θέλει να δίνει σ’ εμάς ο φιλάνθρωπος τους μισθούς σαν χρέος.
71. Ο Κύριος δεν αφήνει διόλου να πέσουν κάτω εκείνοι που χωρίς δισταγμό έρχονται σ’ αυτόν, αλλά, επειδή τους βλέπει να είναι ανήμποροι, συνεργεί και βοηθά, απλώνοντας σ’ αυτούς το δυνατό χέρι του από τον ουρανό, και τους επαναφέρει κοντά του˙ συνεργεί μάλιστα με τρόπο φανερό συγχρόνως και αφανή, με τρόπο ανεπαίσθητο και αισθητό, ωσότου, αφού ανεβούν όλη τη σκάλα, να τον πλησιάσουν, και να ενωθούν όλοι τους με όλο τον εαυτό του, και να ξεχάσουν όλα τα επίγεια, καθώς είναι μ’ αυτόν εκεί, είτε με το σώμα είτε χωρίς το σώμα, δεν γνωρίζω,6 και ζουν μαζί του και απολαμβάνουν τα ανέκφραστα αγαθά.
72. Είναι δίκαιο πρώτα να βάζουμε τους αυχένες μας κάτω από το ζυγό των εντολών του Χριστού και να μην αφηνιάζουμε, ούτε να οπισθοδρομούμε, αλλά μα βαδίζουμε σωστά και πρόθυμα μέσα σ’ αυτές ως το θάνατο, και να καλλιεργούμε τους εαυτούς μας, τον νέο πραγματικά παράδεισο του Θεού, ωσότου μπει και κατοικήσει μέσα μας μαζί με τον Πατέρα ο Υιός δια μέσου του Αγίου Πνεύματος˙ και τότε, όταν δηλαδή αποκτήσουμε μέσα μας ολόκληρο τον ίδιο, ένοικο και διδάσκαλο, σε όποιον από μας θα προστάξει, και όποια υπηρεσία θα εμπιστευθεί, αυτός θα την αναλάβει, και θα την εκτελέσει πρόθυμα, σύμφωνα με την απόφαση εκείνου˙ αλλά δεν επιτρέπεται να την επιζητά κάποιος πρόωρα, ούτε να δέχεται να την αναλάβει, όταν δίνεται από τους ανθρώπους, αλλά να μένει σταθερός στις εντολές του Δεσπότη μας και Θεού και να περιμένει το πρόσταγμά του.
73. Αφού αναλάβουμε εμείς υπηρεσία θείων πραγμάτων και διαπρέψουμε σ’ αυτή, αν προσταχθούμε από το Πνεύμα να μεταβούμε σε άλλη υπηρεσία ή εργασία ή πράξη, να μην προβάλλουμε αντίρρηση. Διότι ο Θεός δεν θέλει ούτε αργοί να είμαστε, ούτε να μένουμε αμετακίνητοι ως το τέλος στη μία και την ίδια εργασία, με την οποία αρχίσαμε, αλλά θέλει να προοδεύουμε και να είμαστε σε διαρκή δράση για την επιτυχία των πνευματικών πραγμάτων, ακολουθώντας δηλαδή το θείο και όχι το δικό μας θέλημα.
74. Εκείνος που νέκρωσε το θέλημά του, έγινε οπωσδήποτε άνθρωπος χωρίς θέλημα˙ κανένα όμως από τα όντα και τα ζωντανά και τα κινούμενα δεν είναι χωρίς θέλημα, παρά μόνο, θα μπορούσε να πει κανείς, τα αναίσθητα και τα ακίνητα˙ τα φυτά δηλαδή, αν και κινούνται και αυξάνουν, όμως δεν λέμε ότι πραγματοποιούν την κίνηση και την αύξηση με φυσικό θέλημα, διότι είναι άψυχα˙ απεναντίας κάθε έμψυχο έχει και φυσικό θέλημα. Εκείνος λοιπόν που νέκρωσε εντελώς το θέλημά του με την άσκηση και τον αγώνα και που έχει γίνει άνθρωπος χωρίς θέλημα, αυτός οπωσδήποτε απομακρύνθηκε από τη φύση του, και, καθώς δεν θέλει τίποτε, δεν μπορεί να κάνει ούτε κάτι καλό ούτε κάτι κακό.
75. Εκείνος που αγωνίζεται να νεκρώσει το θέλημά του πρέπει να κάνει το θέλημα του Θεού, και να βάζει μέσα του, αντί για το δικό του θέλημα, το θέλημα του Θεού και να το φυτεύει και να το μπολιάζει μέσα στην καρδιά του, αλλά και να προσέχει μαζί μ’ αυτά με ακρίβεια, αν εκείνα που φυτεύει ρίζωσαν σε βάθος και βλαστάνουν, και αν εκείνα που μπολιάζει συνάφθηκαν και ενώθηκαν και έγιναν ένα δένδρο, και αν αυξήθηκαν και έβγαλαν άνθη και έχουν κάνει ωραίο και γλυκό καρπό, ώστε να αγνοηθεί από τον καρπό και η γη, η οποία δέχθηκε το σπόρο, και η ρίζα, στην οποία μπολιάσθηκε εκείνο το ακατανόητο και ανείπωτο και ζωηφόρο φυτό.
76. Σ’ εκείνον που κόβει το θέλημά του για το φόβο του Θεού με τρόπο άγνωστο, έτσι όπως αυτός δεν γνωρίζει, ο Θεός χαρίζει σ’ αυτόν το δικό του θέλημα, και το διατηρεί ανεξάλειπτο μέσα στην καρδιά του, και ανοίγει τα μάτια του νου του, για να το γνωρίζει, και δίνει δύναμη, για να το εκπληρώσει. Αυτά μάλιστα τα κάνει η χάρη του Αγίου Πνεύματος, και χωρίς αυτή τη χάρη δεν γίνεται τίποτε.
77. Όταν εκπληρώσουμε με κάθε δύναμη, με κάθε προθυμία, με κάθε διάθεση, με ασυγκράτητη ορμή, αυτά που από τον ίδιο τον Θεό διδάσκονται και προστάζονται σ’ εμάς με τρόπο μυστικό και άγνωστο, χωρίς τίποτε να παραλείψουμε, τότε ο Θεός αποκαλύπτεται φανερά σ’ εμάς, ως πιστούς και υπάκουους, ως αληθινούς μαθητές και φίλους, όπως δηλαδή παλιά αποκαλύφθηκε στους αγίους μαθητές του και αποστόλους, και σε όλους εκείνους, που δια μέσου αυτών πίστεψαν στο όνομά του˙ και τότε γινόμαστε υιοί του Θεού κατά χάρη, όπως λέει ο Παύλος: «Όσοι οδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι υιοί του Θεού˙ αν όμως είναι υιοί, τότε είναι και κληρονόμοι˙ κληρονόμοι βέβαια του Θεού, συγκληρονόμοι ωστόσο του Χριστού».7
78. Κανείς απ’ αυτούς που αξιώθηκαν να είναι μαζί με τον Θεό μέσα στην ένωση του Πνεύματος, και να απολαύσουν τα απόρρητα αγαθά του, δεν επιθυμεί την ανάξια και τιποτένια δόξα που προσφέρεται σ’ αυτόν από τους ανθρώπους, ούτε το χρυσάφι, ούτε τα ενδύματα, ούτε τα πετράδια, που νομίζονται από τους ανόητους πολύτιμα˙ ούτε προσκολλάται με την καρδιά του στον πλούτο που ρέει, ούτε θέλει να γνωρίζεται από τους βασιλείς και τους άρχοντες, που δεν άρχουν, αλλά εξουσιάζονται από πολλούς˙ αυτούς που δεν τους θεωρεί κάτι μεγάλο και υψηλό, ούτε νομίζει ότι είναι πρόξενοι περισσότερης δόξας για εκείνους που τους πλησιάζουν˙ ούτε θα επιθυμήσει διόλου κάτι άλλο από τα ένδοξα και λαμπρά για τους ανθρώπους, όπως και δεν θα επιθυμήσει κάποιος να κατέβει από τον πλούτο στην φτώχεια ή να πέσει από την πιο μεγάλη αρχή και εξουσία και από το περίβλεπτο αξίωμα στην έσχατη αδοξία και ατιμία.
79. Αν έλαβες την άφεση όλων των αμαρτημάτων σου, είτε με την εξομολόγηση είτε με την ένδυση του αγίου και αγγελικού σχήματος, σκέψου για πόση αγάπη και ευχαριστία και ταπείνωση θα είναι αίτιο αυτό το πράγμα, διότι, αν και είσαι άξιος για μύριες τιμωρίες, όχι μόνο απαλλάχθηκες απ’ αυτές, αλλά και αξιώθηκες για την υιοθεσία και τη δόξα και τη βασιλεία των ουρανών. Αυτά στρέφοντάς τα στο νου σου και έχοντάς τα διαρκώς στη σκέψη σου, να είσαι πρόθυμος και να ετοιμάζεσαι να μην ατιμάσεις αυτόν που σε τίμησε και συγχώρησε τα μύρια πταίσματά σου, αλλά να τον δοξάσεις και να τον τιμήσεις με όλα τα έργα σου, ώστε και ο ίδιος να δοξάσει περισσότερο εσένα, που σε έχει τιμήσει περισσότερο από όλη την ορατή κτίση, και να σε ονομάσει γνήσιο φίλο τυο.
80. Όσο η ψυχή είναι πολυτιμότερη από το σώμα, τόσο ανώτερος είναι ο λογικός άνθρωπος από όλο τον κόσμο. Μη λοιπόν, παρατηρώντας τα μεγέθη των δημιουργημάτων, που υπάρχουν στον κόσμο, νομίζεις γι’ αυτό άνθρωπε, ότι αυτά είναι πολυτιμότερα από σένα, αλλά στρέφοντας το βλέμμα σου στη χάρη, που σου δόθηκε, και γνωρίζοντα την αξία της νοερής και λογικής ψυχής σου, να ανυμνείς τον Θεό, που σε έχει τιμήσει περισσότερο από όλα τα ορατά.

Υποσημειώσεις.

1. Α’ Κορ. 2, 9
2. Α’ Πέτρ. 1, 12
3. Ιωήλ 3,1
4. Ψαλμ. 105, 39
5. Πρβ. Γέν. 28, 12
6. Πρβ. Β’ Κορ. 12, 2-3
7. Ρωμ. 8, 14 και 17

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά εκατό, (Α’: 1 – 20) – Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.
Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά εκατό, (Β’: 21 – 40) – Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.
Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά εκατό, (Γ’: 41 – 60) – Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.