Του Παλλαδίου
Κάποιος Δωρόθεος, ασκητής από τη Θηβαΐδα, κατοικούσε στα λεγόμενα Ερημικά, πέντε μίλια έξω από την Αλεξάνδρεια, και σε αυτόν με παρέδωσε ο άγιος Ισίδωρος, ο πρεσβύτερος και ξενοδόχος1 της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας˙ γιατί σε εκείνον πήγα αρχικά, όντας νέος, και τον παρακαλούσα να με καθοδηγήσει στη μοναχική ζωή. Εκείνος όμως με πήρε έξω από την πόλη, με πήγε στον ασκητή Δωρόθεο και παραδίνοντάς με σε αυτόν, του ζήτησε να μου διδάξει τα των μοναχών.
Ο γέροντας αυτός ζούσε με μεγάλη σκληραγωγία. Όλη μέρα, ακόμη και με τον μεσημεριανό καύσωνα, μάζευε πέτρες από την παραθαλάσσια έρημο και με αυτές έχτιζε κελλιά, τα οποία παραχωρούσε σε εκείνους που ήταν ασθενικοί και δεν μπορούσαν να χτίσουν μόνοι τους. Και όταν κάποτε τον ρώτησα: «Τι κάνεις, πάτερ, και σε τέτοια γεράματα σκοτώνεις το σώμα σου στην αφόρητη ζέστη;», ο γέροντας αποκρίθηκε: «Με σκοτώνει αυτό; Το σκοτώνω και εγώ».
Καθημερινά έτρωγε έξι ουγγιές ψωμί, καμιά φορά και λίγα χόρτα, και έπινε μια χούφτα νερό. Μάρτυράς μου ο Θεός˙ ποτέ δεν τον αντιλήφθηκα να απλώσει τα πόδια του ή να πλαγιάσει σε ψάθα ή σε κρεβάτι με σκοπό να κοιμηθεί, αλλά όλη τη νύχτα καθόταν και έπλεκε σχοινί από βλαστάρια φοινικιάς, για να βγάζει το ψωμί του. Νόμισα ότι ίσως έκανε τέτοια άσκηση επειδή ήμουν εγώ μπροστά˙ έμαθα όμως από εκείνους που τον ήξεραν καλά από την αρχή και, έχοντας μαθητέψει σε αυτόν, ασκούνταν πλέον μόνοι, ότι από νέος είχε αυτόν τον τρόπο ζωής και ότι ποτέ δεν πλάγιασε για να κοιμηθεί, παρά μόνο, την ώρα που εργαζόταν ή έτρωγε, έκλεινε τα μάτια και κοιμόταν λίγο, ώστε συχνά του έπεφτε και το ψωμί από το στόμα καθώς έτρωγε, από την υπερβολική νύστα.
Μια μέρα, καθώς τον πίεζα να πλαγιάσει λίγο στην ψάθα και τον παρακαλούσα θερμά, εκείνος μου είπε λυπημένος: «Αν πείσεις ποτέ τους αγγέλους να κοιμηθούν, τότε θα πείσεις και τον αγωνιστή».
Κάποτε που με έστειλε την ένατη ώρα να φέρω από το πηγάδι νερό για να πιούμε, είδα κάτω σε αυτό μιαν ασπίδα.2 Φοβήθηκα λοιπόν, γύρισα τρέχοντας και του είπα: «Θα πεθάνουμε, αββά˙ είδα κάτω στο πηγάδι μιαν ασπίδα». Εκείνος με σεμνό χαμόγελο, με κοίταξε πολλή ώρα και κουνώντας ήρεμα το κεφάλι απάντησε: «Αν ο διάβολος σκεφτεί να βάλει σε όλα τα πηγάδια ασπίδες ή φίδια ή χελώνες ή άλλα δηλητηριώδη ερπετά, εσύ δεν θα πιείς ποτέ;» Βγήκε τότε, πήγε στο πηγάδι και γέμισε ο ίδιος τον κάδο˙ σταύρωσε το νερό, ήπιε πρώτα αυτός και μου είπε: «Όπου έρχεται ο σταυρός, εκεί δεν έχει καμία δύναμη η κακία του σατανά».
Από το Γεροντικό.
Ο αββάς Δανιήλ διηγήθηκε: «Κάποτε ο αββάς Αρσένιος κάλεσε τους πατέρες μου, τον αββά Αλέξανδρο και τον Ζωίλο, και ταπεινώνοντας τον εαυτό του είπε σε αυτούς˙ ¨Επειδή με πολεμούν οι δαίμονες και δεν ξέρω αν με νικούν στον ύπνο χωρίς να το καταλαβαίνω, τη νύχτα αυτή κοπιάστε μαζί μου και προσέξτε αν νυστάζω στην αγρυπνία¨. Κάθισαν λοιπόν αποβραδίς σιωπηλοί ένας στα δεξιά του και ένας στα αριστερά. Και έπειτα έλεγαν˙ ¨Εμείς αποκοιμηθήκαμε και ξυπνήσαμε, αυτόν όμως δεν τον καταλάβαμε διόλου να νυστάξει, παρά μόνο το πρωί τον είδαμε να παίρνει τρεις βαθιές αναπνοές, και αμέσως σηκώθηκε και ρώτησε: ¨Νύσταξα, ναι;¨ ¨Δεν ξέρουμε,¨ του αποκριθήκαμ娻.
Ο ίδιος διηγήθηκε για τον αββά Αρσένιο ότι όλη τη νύχτα την περνούσε πάντοτε αγρυπνώντας. Όταν, πρωί πια, ήθελε από φυσική ανάγκη να κοιμηθεί, καθόταν και έλεγε στον ύπνο: «Έλα, κακέ δούλε». Άρπαζε λίγον ύπνο και αμέσως σηκωνόταν.
Ο αββάς Αρσένιος έλεγε: «Αρκεί στον μοναχό μία ώρα ύπνου, αν είναι αγωνιστής».
Είπε ο αββάς Βησσαρίων: «Σαράντα μερόνυχτα έμεινα ανάμεσα στα βάτα όρθιος χωρίς να κοιμάμαι, για να νικήσω τον ύπνο».
Ο ίδιος είπε: «Σαράντα χρόνια δεν πλάγιασα στο πλευρό, αλλά κοιμόμουν καθισμένος ή όρθιος».
Ο γέροντας αυτός, όπως τα πουλιά, πέρασε όλη του τη ζωή ατάραχος και αμέριμνος, χωρίς να αποκτήσει τίποτε το γήινο, ακόμη και το παραμικρό, ή βιβλίο ή ρούχο, εκτός από ένα, και τούτο κατασχισμένο. Επίσης δεν μπήκε ποτέ κάτω από στέγη, αλλά με καρτερία έμενε πάντοτε στο ύπαιθρο, σε τόπους έρημους και ακατοίκητους, πολεμώντας με το κρύο και τη ζέστη, και έγινε ανώτερος από τις ανάγκες του σώματος.
Αν ποτέ πήγαινε σε κατοικημένο μέρος και επισκεπτόταν κάποιο ασκητήριο, καθόταν έξω από την πόρτα κλαίγοντας, σαν να είχε διασωθεί από ναυάγιο. Όταν τον ρωτούσαν γιατί κλαίει, έλεγε: «Για τον πλούτο που έχασα και για τη προηγούμενη δόξα και ευγένεια, από τις οποίες ξέπεσα αξιοθρήνητα».3 Τον καλούσαν τότε να περάσει μέσα στο μοναστήρι και να φάει μαζί τους˙ επειδή όμως αυτός δεν πειθόταν, του έδιναν ψωμί και του έλεγαν: «Πάρε αυτό, και εκείνα που έχασες, ο Θεός έχει τη δύναμη πάλι να σου τα δώσει». Παίρνοντας το ψωμί στέναζε δυνατά και έλεγε: «Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να βρω αυτά που έχασα˙ όσο όμως μπορώ, δεν θα πάψω να τα ζητώ». Και έτσι έκανε ώσπου τελείωσε τον δρόμο του.
Υποσημειώσεις.
1. Ο υπεύθυνος για την περίθαλψη των φτωχών ξένων.
2. Δηλητηριώδες φίδι της Αιγύπτου.
3. Ο γέροντας μιλούσε μεταφορικά˙ αναφερόταν στην προπτωτική κατάσταση του ανθρώπου στον παράδεισο.
Από το βιβλίο: Ευεργετινός: “Ήτοι Συναγωγή των θεοφθόγγων ρημάτων και διδασκαλιών των θεοφόρων και αγίων πατέρων, από πάσης γραφής θεοπνεύστου συναθροισθείσα.”
Τόμος 2-ος. μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση): Δ. Χρισταφακόπουλος
Εκδόσεις, Το Περιβόλι της Παναγίας, 2001
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
