Εκ των Πέτρου επιδημιών κηρυγμάτων επιτομή Ομιλία ΙΓ’ (Κεφ. 1-9) – Αγίου Ιερομ. Κλήμεντος, Επισκόπου Ρώμης.

1 .Όταν όμως ξημέρωσε, μπαίνοντας ο Πέτρος είπε˙ Ο Κλήμης μαζί με την μητέρα του Ματτιδία και τη γυναίκα μου να καθίσουν στο όχημα. Και αμέσως έγινε έτσι. Και καθώς πηγαίναμε στον δρόμο για τις βαλανίες, με ρώτησε η μητέρα μου πώς είναι ο πατέρας.

Και εγώ είπα˙ έφυγε αναζητώντας εσένα και τα δίδυμα αδέρφια μου Φαυστίνο και Φαυστιανό και δεν βρίσκεται πουθενά. Νομίζω όμως πάρα πολύ ότι πέθανε, είτε γιατί έπεσε σε ναυάγιο, είτε γιατί έκανε λάθος στον δρόμο, ή γιατί μαράζωσε από την λύπη. Και εκείνη ακούοντας δάκρυσε και αναστέναξε λυπημένη, η χαρά της όμως που βρήκε εμένα μετρίασε κάπως τη λύπη από την υπενθύμισή του. Συνάμα φτάσαμε στις βαλανίες.

Την επόμενη μέρα ήρθαμε στην πόλη Πάλτο, και από εκεί στη Γαβάλα, και την άλλη μέρα φτάσαμε στη Λαοδίκεια. Και να στις πύλες μας υποδέχθηκαν ο Νικήτης και ο Ακύλας, οι οποίοι αφού μας φίλησαν μας οδήγησαν στον τόπο της φιλοξενίας. Και ο Πέτρος βλέποντας την πόλη μεγάλη και ωραία, είπε˙ αξίζει να μείνουμε εδώ πολλές μέρες. Διότι το μεγάλο πλήθος είναι πιο πρόσφορο να γεννήσει αυτούς που αναζητούμε. Ο Νικήτης λοιπόν και ο Ακύλας με ρώτησαν ποιά είναι αυτή η ξένη γυναίκα.

Και εγώ είπα˙ Η μητέρα μου, την οποία μου έκανε τη χάρη να μου γνωρίσει ο Θεός μέσω του κυρίου μου Πέτρου.

2. Αφού είπε αυτά, ο Πέτρος τους τα διηγήθηκε όλα περιληπτικά, ότι δηλαδή εγώ ο Κλήμης, μόλις έφυγαν αυτοί, του διηγήθηκα το δικό μου γένος, και την αποδημία της μητέρας μαζί με τα δίδυμα παιδιά της, που έγινε με την πλαστή πρόφαση του ονείρου, και την αποδημία του πατέρα για αναζήτησή της˙ έπειτα, ότι ο ίδιος ο Πέτρος, αφού τα άκουσε αυτά, μπήκε στο νησί όπου συνάντησε τη γυναίκα, που την είδε να ζητιανεύει, και ρωτώντας να μάθει τον λόγο για τον οποίο ζητιάνευε, έμαθε το γένος της, την περιπλάνησή της, το πλαστό όνειρο και τα ονόματα των παιδιών, το δικό μου που είχα εγκαταλειφθεί κοντά στον πατέρα μου, και των δίδυμων παιδιών που είχαν πάει μαζί της, τα οποία υπέθετε ότι πέθαναν στο βυθό της θάλασσας.

3. Όταν ειπώθηκαν αυτά περιληπτικά από τον Πέτρο, ο Νικήτης και ο Ακύλας έκπληκτοι είπαν˙ Είναι άραγε, Δέσποτα και Κύριε των όλων, αυτό αλήθεια ή είναι όνειρο;

Και ο Πέτρος είπε˙ Εφόσον δεν κοιμώμαστε, είναι αληθινό.

Και εκείνοι, αφού έμειναν για λίγο άναυδοι, όταν συνήλθαν, είπαν˙ εμείς είμαστε ο Φαυστίνος και ο Φαυστιανός, και από την αρχή καθώς εσύ μιλούσες, βλέποντας ο ένας τον άλλον, φανταζόμασταν πολλά για τους εαυτούς μας, μήπως τυχόν δεν μας ενδιαφέρουν όσα λέγονταν, σκεπτόμενοι ότι πολλά παρόμοια συμβαίνουν στη ζωή. Γι’ αυτό σιωπούσαμε ενώ οι καρδιές μας χτυπούσαν. Προς το τέλος όμως της διηγήσεως, βλέποντας ότι μας ενδιαφέρουν αυτά που λέγονται, φανερώσαμε τότε τους εαυτούς μας. Και αφού είπαν αυτά με δάκρυα, όρμησαν στη μητέρα τους, και βρίσκοντάς την να κοιμάται ήθελαν να την αγκαλιάσουν.

Ο Πέτρος όμως τους εμπόδισε λέγοντας˙ Αφήστε με, θα σας οδηγήσω και θα σας παρουσιάσω στη μητέρα σας, για να μη χάσει τα μυαλά της από την ξαφνική μεγάλη χαρά της, γιατί καθώς κοιμάται το πνεύμα της είναι παραδομένο στον ύπνο.

1. Όρθρου δε γενομένου ο Πέτρος εισιών έφη˙ Ο μεν Κλήμης μετά της αυτού μητρός Ματτιδίας και της εμής γυναικός άμα επί του οχήματος καθεζέσθωσαν. Και ομώς ούτως εγένετο. Ορμώντων δε ημών την επί Βαλανίας οδόν, επύθετό μου η μήτηρ, πως ο πατήρ διάγει.

Καγώ έφην˙ Επί την ζήτησιν σου και των διδύμων αδελφών μου Φαυστίνου τε και Φαυστινιανού εκβάς, ανεύρετός εστίν. Οίμαι δε εκ του πλείστου τελευτήσαι αυτόν, ή ναυαγίω περιπεσόντα, η εν οδώ σφαλέντα ή υπό λύπης μαραθέντα.

Η δε ακούσασα και επίδακρυς γενομένη εστέναξε λυπηθείσα, τη δε προς εμέ ευρέσει χαίρουσα την εκ της υπομνήσεως λύπην μετρίως απήμβλυνεν. Ομώς ουν κατηντήσαμεν εις Βαλανίας. Τη δε επιούση ημέρα εις Πάλτον ήλθομεν, κακείθεν εις Γάβαλαν, τη δε ετέρα κατηντήσαμεν εις Λαοδίκειαν. Και ιδού προ των θυρών Νικήτης και Ακύλας απήντων ημίν και καταφιλήσαντες ήγον επί την ξενίαν. Ο δε Πέτρος καλήν και μεγάλην πόλιν ιδών, Άξιον, έφη, ενταύθα ημερών επιμείναι. Ως γαρ επίπαν το πλήθος δυνατώτερόν εστί τίκτειν τους ζητουμένους. Ο μεν ουν Νικήτης και Ακύλας επυνθάνοντό μου, τις είη αύτη η ξένη γυνή.

Καγώ έφην˙ Εμή μήτηρ, ην επιγνώναί μοι ο Θεός δια Πέτρου του κυρίου μου εδωρήσατο.

2. Ταύτά μου ειπόντος, ο Πέτρος πάντα αυτοίς επί κεφαλαίων εξέθετο, ως άμα τω ατυούς προοδεύσαι εγώ Κλήμης το εμόν γένος αυτώ εξεθέμην, και της μητρός την εκ της του ονείρου πλαστής προφάσεως μετά των διδύμων αυτής τέκνων γενομένην αποδημίαν, έτι τε και του πατρός την επί ζήτησιν αυτής αποδημίαν˙ έπειτα και ως αυτός Πέτρος μετά το ακούσαι ταύτα εισελθών εις την νήσον και τη γυναικί συντυχών και προσαιτούσαν ιδών, και του προσαιτείν την αιτίαν πυθόμενος, έγνω το αυτής γένος αναστροφήν, τον πλαστόν όνειρον, και των τέκνων τα ονόματα, εμού τε του καταλειφθέντος παρά τω πατρί και των αυτή συμπορευθέντων διδύμων τέκνων, και ους εν βυθώ υπενοείτο τεθνηκέναι.

3. Τούτων ουν κεφαλαιωδώς ρηθέντων υπό Πέτρου, ο Νικήτης και ο Ακύλας εκπλαγέντες έλεγον˙ Άρά γε, Δέσποτα και Κύριε των απάντων, τούτο αληθές ή όνειρός εστίν;

Και ο Πέτρος έφη˙ Ει μη κοιμώμεθα, αληθές τυγχάνει.

Οι δε, βραχύ μείναντες και σύννοι γενόμενοι, έφασαν˙ Ημείς εσμέν Φαυστίνος και Φαυστινιανός, και απαρχής σου διαλεγομένου αλλήλοις εμβλέποντες πολλά περί εαυτών καταστοχαζόμεθα, μη άρα ουχ ημίν διαφέρη τα λεγόμενα, λογιζόμενοι ότι πολλά παρόμοια γίνεται εν τω βίω˙ διο εσιωπώμεν παλλόμενοι τας καρδίας. Προς δε το τέλος του λεγομένου αποβλέψαντες, ότι ημίν διαφέρει τα λεγόμενα, τότε εαυτούς ωμολογήσαμεν. Και τούτ’ ειπόντες μετά δακρύων, επεισήλθον τη μητρί και κοιμωμένην ευρόντες ήδη περιπλέκεσθαι εβούλοντο.

Ο δε Πέτρος εκώλυεν αυτούς ειπών˙ Εάσατέ με προσαγάγω υμάς παραστήσαι τη μητρί, μήπως υπό της πολλής αιφνιδίου χαράς εις έκστασιν έλθοι φρενών, άτε δε κοιμωμένη και το πνεύμα υπό του ύπνου απησχολημένον έχουσα.
***

4. Όταν όμως χόρτασε τον ύπνο η μητέρα και σηκώθηκε ο Πέτρος άρχισε να της μιλάει στην αρχή για την πίστη λέγοντας˙ Θέλω, γυναίκα, να γνωρίσεις τον τρόπο ζωής της θρησκείας μας. Εμείς πιστεύουμε ένα Θεό, ο οποίος έκανε τον κόσμο που βλέπεις, και τηρούμε τον νόμο του, ο οποίος περιλαμβάνει πρώτα πρώτα να σεβόμαστε μόνο αυτόν και να προσκυνάμε το όνομά του, να τιμάμε τους γονείς, να είμαστε φρόνιμοι και να ζούμε σεμνά. Εκτός από αυτά ζώντας διαφορετικά δεν καθόμαστε σε τραπέζι εθνικών, επειδή δεν μπορούμε ούτε να φάμε μαζί μ’ αυτούς, διότι αυτοί ζουν ηθικά ακάθαρτη ζωή. Όμως όταν τους πείσουμε να πιστέψουν και να ζουν την αληθινή πίστη, αφού τους βαπτίσουμε σε κάποιο τρισμακάριστο όνομα,1 τότε τους συναναστρεφόμαστε. Αλλιώς ούτε ακόμα κι αν είναι πατέρας ή γυναίκα μας ή παιδί μας ή αδελφός μας ή κάποιος άλλος εκ φύσεως αγαπητός μας, δεν μπορούμε να τολμήσουμε να φάμε μαζί του. Και το κάνουμε αυτό επειδή διαφέρουμε στη θρησκεία.

Γι’ αυτό μη το θεωρήσεις προσβολή το ότι ο γιός σου δεν τρώει μαζί σου, μέχρι να πιστέψεις και να κάνεις τα ίδια μ’ εκείνον.

5. Και εκείνη ακούοντάς τον είπε∙ Τί με εμποδίζει λοιπόν να βαπτιστώ σήμερα, εγώ η οποία πριν ακόμα σε δω είχα απαρνηθεί τους λεγόμενους θεούς, με την σκέψη αυτή, ότι, ενώ θυσίαζα σ’ αυτούς πολλά σχεδόν κάθε μέρα, δεν με συμπαραστάθηκαν. Για τη μοιχεία πάλι τί να πω; Αφού ούτε τότε που ήμουν πλούσια δεν με παρέσυρε σ’ αυτήν η απόλαυση, ούτε η φτώχεια που ήρθε μετά από αυτήν μπορεί να με αναγκάσει να προβώ σ’ αυτήν, ανταλλάσσοντάς την με τη σωφροσύνη μου, που είναι η πιο μεγάλη ομορφιά, για χάρη της οποίας έφτασα σε τόσο δύσκολη κατάσταση. Αλλά νομίζω, ότι ούτε εσύ αγνοείς, κύριέ μου Πέτρε, ότι η επί πλέον επιθυμία προκαλείται από την ευθυμία. Γι’ αυτό εγώ που έμεινα εγκρατής όταν βρισκόμουν σε ευθυμία, δεν παραδίνω τον εαυτό μου στις ηδονές τώρα που βρίσκομαι σε δυσθυμία. Άλλ’ ούτε και τώρα να νομίσεις ότι η ψυχή μου απαλλάχθηκε από τα βάσανα, η οποία μόνο μερικώς παρηγορήθηκε με την αναγνώριση του Κλήμη.

Διότι μπαίνοντας η κατήφεια που προκαλείται από την απώλεια των δύο παιδιών μου, επισκιάζει και τη λίγη χαρά. Διότι με στενοχωρεί όχι τόσο πολύ το ότι αυτά χάθηκαν στη θάλασσα, όσο το ότι, χωρίς την ευσέβεια προς τον Θεό, χάθηκαν μαζί με τις ψυχές και τα σώματά τους. Και ο πατέρας τους και σύντροφός μου, όπως έμαθα από τον Κλήμη, φεύγοντας για την αναζήτηση τη δική μου και των γιών μου, επί τόσα χρόνια είναι άφαντος και ασφαλώς θα πέθανε. Διότι ο ταλαίπωρος, που από τη σωφροσύνη του με αγαπούσε, αγαπούσε και τα παιδιά του. Γι’ αυτό, όταν έχασε όλους εμάς που του ήμασταν οι πιο αγαπημένοι από όλα, από τη μεγάλη λύπη του λιποτάκτησε.

6. Ενώ η μητέρα έλεγε αυτά, σύμφωνα με την παραίνεση του Πέτρου, τα παιδιά δεν μπορούσαν πια να εξακολουθήσουν να κρύβονται, γι’ αυτό σηκώθηκαν και την αγκάλιασαν, χύνοντας πολλά δάκρυα και φιλώντας την.

Και εκείνη είπε˙ Τί είναι τούτο πάλι;

Και ο Πέτρος απάντησε˙ Συγκράτησε με γενναιότητα, γυναίκα, το νου σου, για ν’ απολαύσεις τα παιδιά σου. Γιατί αυτοί είναι ο Φαυστίνος και ο Φαυστιανός, οι γιοί σου, που έλεγες ότι πέθαναν στο βυθό της θάλασσας. Τώρα πώς ζουν, αφού πέθαναν στον βυθό εκείνη τη φοβερή νύχτα, και πώς τώρα ο ένας από αυτούς λέγεται Νικήτης και ο άλλος Ακύλας, αυτοί θα μπορέσουν να σου το πουν, και μαζί με σένα θα μάθουμε κι εμείς.

Όταν ο Πέτρος είπε αυτά, η μητέρα, που χάρηκε πάρα πολύ, από την λυποθυμία παρά λίγο να πέθαινε. Όταν τη συνεφέραμε, κάθισε και αφού συνήλθε είπε˙ Σας παρακαλώ, αγαπημένα μου παιδιά, πείτε μας όσα συνέβησαν εκείνη την τρομερή νύχτα.

4. Όμως επεί κόρον έσχεν ύπνου, διεγερθείση τη μητρί ο Πέτρος ήρξατο περί της θεοσεβείας αυτή διαλέγεσθαι πρότερον λέγων˙ Γινώσκειν σε θέλω, γύναι, της ημετέρας θρησκείας την πολιτείαν. Ημείς ένα Θεόν σέβομεν, τον πεποιηκότα ον οράς κόσμον, και τούτου φυλάσσομεν τον νόμον, περιέχοντα εν πρώτοις, αυτόν σέβειν μόνον και το αυτού αγιάζειν όνομα, τιμάν τε γονείς, και σωφρονείν, βιούν τε σεμνώς. Προς τούτοις δε αδιαφόρως μη βιούντες τραπέζης εθνών ουκ απολαύομεν, άτε δη ουδέ συνεστιάσθαι αυτοίς δυνάμενοι, δια το ακαθάρτως αυτούς βιούν. Πλην οπόταν αυτούς πείσωμεν τα της αληθείας φρονείν τε και ποιείν, βαπτίσαντες αυτούς τρισμακαρία τινί επονομασία, τότε αυτοίς συναυλιζόμεθα. Επεί ουδ’ αν πατήρ τυγχάνη ή γυνή ή τέκνον ή αδελφός ή άλλος τις εκ φύσεως στοργήν έχων, συνεστιάσθαι αυτώ τολμάν δυνάμεθα. Θρησκεία για διαφερόντως τούτο ποιούμεν. Μη ουν ύβριν ηγήση το μη συνεστιάσθαί σοι τον υιόν, μέχρις αν μη τα αυτά αυτώ φρονής και ποιής.

5. Η δε ακούσασα έφη˙ Τί ουν κωλύει σήμερόν με βαπτισθήναι, ήτις προ του σε ιδείν τους λεγομένους θεούς απεστράφην, λογισμώ τούτω, ότι, πολλά σχεδόν καθ’ ημέραν θυούση αυτοίς, εν ταις ανάγκαις ου παρεστάθησάν μοι; Περί δε μοιχείας τί δει και λέγειν, οπότε ούδ’ ότε επλούτουν, τρυφή με τούτο ηπάτησεν, ουδ’ η μετά ταύτην πενία επί τούτο ελθείν αναγκάσαι δεδύνηται, αντιποιουμένη μου της σωφροσύνης ως μεγίστου κάλλους, ης ένεκα εις τοσαύτην ήλθον περίστασιν; Άλλ’ ουδ’ οίμαί σε, κύριέ μου Πέτρε, αγνοείν, ότι η πλείων επιθυμία εξ ευθυμιών γίνεται. Όθεν εγώ εν ευθυμία σωφρονήσασα, εν δυσθυμία προς ηδονάς εμαυτήν ουκ αποδίδωμι. Αλλά μηδέ νυν μου κακουχίας απηλλάχθαι νομίσης την ψυχήν, την ποσώς παραμυθίας τυχούσαν δια την Κλήμεντος επίγνωσιν. Αντεισερχομένη γαρ η εκ των δύο τέκνων μου βαρυθυμία και την ποσώς αμαυροί χαράν. Λυπεί γαρ ημάς ου τοσούτον το εν τη θαλάσση τούτους παραπολέσθαι, όσον το χωρίς της θείας εις Θεόν ευσεβείας διαφθαρήναι μετά γε των ψυχών αυτοίς και τα σώματα.

Ο δε τούτων πατήρ, εμός δε σύμβιος, ως παρά Κλήμεντος έμαθον, επί τε την εμήν και των υι΄νω ζήτησιν εκβάς, τοσούτοις έτεσιν αφανής εστίν˙ πάντως δε ετελεύτησεν. Και γαρ ο ταλαίπωρος υπό σωφροσύνης με αγαπών φιλότεκνος ήν. Όθεν πάντων ημών των υπέρ πάντα αυτώ ηγαπημένων στερηθείς ο γέρων υπό μεγίστης αθυμίας διεφώνησεν.

6. Της μητρός ταύτα λεγούσης, κατά την Πέτρου παραίνεσιν, ακούοντες ουκέτι στέγειν εδύναντο οι παίδες, άλλ’ εγερθέντες περιεπλέκοντο αυτή, πολλά δακρύοντες και καταφιλούντες.

Η δε έφη˙ Τί θέλει τούτο είναι;

Και ο Πέτρος απεκρίνατο˙ Παράστησον, ω γύναι, γενναίως τον νουν σου, όπως των σων απολαύσης τέκνων. Ούτοι γαρ εισί Φαυστίνος και Φαυστινιανός, οι υιοί σου, ους εν βυθώ τεθνάναι έλεγες. Πώς δε ζώσιν, επί βυθού θανόντες εν τη χαλεπωτάτη εκείνη νυκτί, και πώς νυν ο μεν αυτών Νικήτης λέγεται, ο δε Ακύλας, αυτοί σοι ειπείν δυνήσονται˙ συν σοι γαρ ημείς μαθείν έχομεν.

Ταύτα του Πέτρου ειπόντες, η μήτηρ χαρείσα σφόδρα, υπό εκλύσεως ολίγου διεφώνει. Ότε δε αυτήν ανεκτησάμεθα, εκαθέσθη, και εαυτής γενομένη έφη˙ Παρακαλώ, τέκνα μου ποθεινά, είπατε ημίν τα μετά την χαλεπήν εκείνην νύκτα συμβάντα υμίν.

Υποσημειώσεις.

1. Δηλ. στο όνομα της αγίας Τριάδος. Πρβλ. Ματθ. 28,19

***

7. Και ο Νικήτης, που στο εξής θα λέγεται Φαυστίνος, άρχισε να λέει˙ Την ίδια εκείνη τη νύχτα που, όπως γνωρίζεις, το πλοίο διαλυόταν, εμάς μας έβγαλαν από τον βυθό της θάλασσας κάποιοι άνδρες, που δεν φοβούνταν να κάνουν λεηλασίες στο βυθό, και αφού μας έβγαλαν μέσα σε μικρή βάρκα κωπηλατώντας, οδηγώντας μας πότε στη στεριά και πότε προμηθευόμενοι τροφές μας έφεραν στην Καισάρεια του Στράτωνος˙ και εκεί, ενώ εμείς κλαίγαμε, με πείνα, φοβερίσματα και χτυπήματα, για να μη πούμε τίποτε το απερίσκεπτο από εκείνα που δεν φαίνονται καλά σ’ αυτούς, αφού μας άλλαξαν ακόμα και τα ονόματα, μπόρεσαν να μας πωλήσουν. Όμως κάποια γυναίκα προσήλυτη της Ιουδαίας, πολύ αξιόλογη, που λεγόταν Ιούστα, αφού μας αγόρασε, μας φύλαγε σαν να είμαστε παιδιά της και μας δίδαξε όλη την ελληνική παιδεία. Εμείς δε που μεγαλώνοντας γίναμε μυαλωμένοι, και τη θρησκεία αγαπήσαμε και την μόρφωσή μας καλλιεργήσαμε, για να μπορούμε μιλώντας με τους εθνικούς να τους αποδεικνύουμε ότι βρίσκονται σε πλάνη.

Αλλά μάθαμε καλά και όσα δίδασκαν οι φιλόσοφοι, και προπαντός τα πιο άθεα, εννοώ του Επίκουρου και του Πύρρωνα, για να μπορούμε περισσότερο να τα ανασκευάζουμε.

8. Όμως, όταν γίναμε φίλοι κάποιου Σίμωνα μάγου, στο δρόμο της φιλίας κινδυνέψαμε να εξαπατηθούμε. Γίνεται εν τω μεταξύ λόγος για κάποιον άνθρωπο, που όταν βασιλεύσει το πλήθος των πιστών του θα ζήσουν αθάνατα και χωρίς λύπη˙ αλλά αυτά, μητέρα, με τον καιρό θα σου ειπωθούν λεπτομερέστερα. Όμως, ενώ κοντεύαμε να εξαπατηθούμε από τον Σίμωνα, κάποιος φίλος του κυρίου μας Πέτρου, που λεγόταν Ζακχαίος, αφού μας πλησίασε μας συμβούλεψε να μη ξεγελαστούμε από τον Μάγο, και όταν ήλθε ο Πέτρος μας οδήγησε σ’ αυτόν, για να μας πληροφορήσει και να μας πείσει γι’ αυτά που ενδιαφέρουν για την πίστη. Γι’ αυτό, μητέρα, ευχόμαστε και συ να δεχθείς τα αγαθά που αξιωθήκαμε εμείς, για να μπορούμε να τρώμε σε κοινό τραπέζι. Αυτός είναι ο λόγος, μητέρα, για τον οποίο νόμιζες ότι έχουμε πεθάνει, όταν τη φοβερότατη εκείνη νύχτα αρπαχθήκαμε στο πέλαγος από πειρατές, αν και εμείς σε θεωρούσαμε χαμένη.

9. Όταν ο Φαυστίνος είπε αυτά, η μητέρα μας έπεσε στα πόδια του Πέτρου, παρακαλώντας και ζητώντας αυτήν και τη γυναίκα που την φιλοξένησε, αφού στείλει και την προσκαλέσει, να τις βαπτίσει την ίδια στιγμή, για να μη περάσει, είπε, καμμιά μέρα, από τη στιγμή που ξαναβρήκα τα παιδιά μου, χωρίς να πάρω μέρος τρώγοντας μαζί τους.

Επειδή και εμείς παρακαλέσαμε για το ίδιο πράγμα, ο Πέτρος είπε˙ Τί νομίζετε, πώς μόνο εγώ είμαι άσπλαγχνος και δεν θέλω να φάτε μαζί με την μητέρα σας; Θα φάτε αφού την βαπτίσω σήμερα. Πρέπει όμως έστω και μια μέρα να νηστέψει πριν βαπτιστεί. Και αυτό επειδή απλώς είπε ένα λόγο που είναι υπέρ αυτής, ο οποίος λόγος, όπως κατάλαβα εγώ, φανερώνει ικανοποιητικά την πίστη της˙ γιατί αλλιώς θα έπρεπε να καθαρισθεί πολλές μέρες.

7. Και ο Νικήτης, του λοιπού Φαυστίνος, ήρξατο λέγειν˙ Της αυτής εκείνης νυκτός του πλοίου, ως οίσθα, διαλυομένου, ημάς άνδρες τινές, εν τω βυθώ ληστεύειν μη φοβούμενοι, ανείλοντο, και εν σκάφη θέντες και κώπαις ελαύνοντες, ότε μεν παρά γην έφερον, ότε δε και τροφάς μεταπεμπόμενοι εις την Στράτωνος ήγον Καισάρειαν, κακεί δακρύοντας ημάς, λιμώ, φόβω τε και πληγαίς, όπως μη τι προπετές λαλήσωμεν των αυτοίς μη δοκούντων, έτι τε και τα ονόματα ημών αλλάξαντες, πωλήσαι ηδηνήθησαν. Γυνή δε τις Ιουδαία προσήλυτος, αξιόλογος πάνυ, ονόματι Ιούστα, ωνησαμένη ημάς τέκνων εφύλαττε τόπον, και πάση ελληνική παιδεία μετά σπουδής εξεπαίδευσεν. Ημείς δε εφ’ ηλικίας έμφρονες γενόμενοι και την θρησκείαν ηγαπήσαμεν, και τα της παιδείας εφιλοπονήσαμεν, όπως προς τα λοιπά έθνη διαλεγόμενοι ελέγχειν αυτά περί πλάνης δυνώμεθα. Αλλά και τα φιλοσόφων ηκριβώσαμεν, εξαιρέτως δε τα αθεώτατα, λέγω δη τα Επικούρου και Πύρρωνος, ίνα μάλλον ανασκευάζειν δυνώμεθα.

8. Σίμωνι δε τίνι μάγω σχεδόν σύντροφοι γενόμενοι, φιλίας οδώ απατηθήναι εκινδυνεύσαμεν. Έστι δε τις περί ανθρώπου τινός λόγος, ου φανέντος εν βασιλεία θεοσεβησάντων όχλος αθανάτως και αλύπως βιώσαι έχει˙ όμως ταύτα μεν σοι, μήτερ, επί καιρού ακριβέστερον εκτεθήσεται. Πλην μέλλουσιν ημίν απατάσθαι υπό του Σίμωνος εταίρος τις του κυρίου ημών Πέτρου, Ζακχαίος λεγόμενος, προσηκάμενος ενουθέτησε μη απατηθήναι τω Μάγω, επελθόντι δε τω Πέτρω προσήγαγεν, όπως πληροφορήσας ημάς πείση περί των τη θεοσεβεία διαφερόντων. Διο και σε, μήτερ, ευχόμεθα, ίνα, ων ημείς κατηξιώθημεν αγαθών, τούτων και συ μεταλάβης, όπως κοινών αλών και τραπέζης μεταλαβείν δυνηθώμεν. Αύτη ουν εστίν η αιτία, τεκούσα, δι’ ην ενόμιζες ημάς τεθνάναι, τω εκείνη τη χαλεπωτάτη νυκτί υπό πειρατών αρθήναι εν πελάγει, σε δε νομίζειν ημάς απολωλέναι.

9. Ταύτα του Φαυστίνου ειπόντος, η μήτηρ ημών προσέπεσε τω Πέτρω, δεομένη και αξιούσα, όπως αυτήν τε και την ξενοδόχον αυτής μεταπεμψάμενος εξαυτής βαπτίση, ίνα, φησί, μηδεμία τις ημέρα άμοιρος γένηται, αφ’ ης τα εμαυτής απέλαβον τέκνα, καθ’ ην αν ου συνεστιαθείην αυτοίς.

Ταύτα ουν και ημών τη μητρί συμπαρακαλεσάντων, ο Πέτρος έφη˙ Τί νομίζετε, εγώ μόνος άσπλαγχνός ειμί, ότι μη βούλομαι υμάς συνεστιαθήναι τη μητρί, βαπτίσας αυτήν σήμερον; Αλλά καν μίαν ημέραν προ του βαπτισθήναι νηστεύσαι αυτήν δει. Και ταύτα επεί απλώς τινά υπέρ εαυτής εφθέγξατο λόγον, ον εγώ της πίστεως αυτής ικανόν ερμηνέα συνείδον˙ επεί πολλών ημερών αυτήν αγνισθήναι έδει.

Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.

Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994

Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Εκ “των Πέτρου επιδημιών κηρυγμάτων επιτομή”: Ομιλία ΙΒ’ (Εισαγωγή).

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.