Είναι γεγονός πως το παρασκήνιο για την εκλογή του νέου Πατριάρχη είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Από το 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος είχε επιβάλει την επ’ αόριστον αναβολή της πατριαρχικής εκλογής, είχε εκφράσει την επιθυμία για την ανάδειξη του τότε μητροπολίτη Αθηνών Μελετίου Μεταξάκη στον οικουμενικό θρόνο.1 Την ίδια άποψη συμμερίζονταν και αρκετοί κληρικοί και λαϊκοί του πατριαρχείου, οι οποίοι στο πρόσωπο του Μελετίου έβλεπαν τον ιεράρχη ο οποίος σε μια κρίσιμη περίοδο θα μπορούσε να αναλάβει τα ηνία της Μεγάλης Εκκλησίας.
Μέχρι τον Νοέμβριο του 1920 και την απώλεια της εξουσίας από τον Βενιζέλο το οικουμενικό πατριαρχείο έδειχνε να συμμορφώνεται πλήρως με τις υποδείξεις της Αθήνας αναφορικά με το ζήτημα της πατριαρχικής εκλογής. Στη συνέχεια, ωστόσο, λόγω της πολιτικής μεταβολής στην Ελλάδα και του απρόοπτου θανάτου του τοποτηρητή, μητροπολίτη Προύσης Δωροθέου, πιεζόμενο το φανάρι από μια σημαντική μερίδα ιεραρχών, οι οποίοι επιθυμούσαν το κλείσιμο αυτής της εκκρεμότητας, προέβη στην προκήρυξη της εκλογής του νέου Πατριάρχη.
Αντίθετα, η ελληνική κυβέρνηση δεν επιθυμούσε να προχωρήσουν οι διαδικασίες της πατριαρχικής εκλογής ερήμην αυτής, καθώς δεν ήθελε να εκλεγεί πατριάρχης ένα πρόσωπο που θα δημιουργούσε εμπόδια στην άσκηση της εθνικής πολιτικής στη Μικρά Ασία.
Μέσα σε αυτό το κλίμα πόλωσης και ανταγωνισμού μεταξύ Αθήνας και Κωνσταντινούπολης οι ιεράρχες του Φαναρίου είχαν ήδη αρχίσει να τοποθετούνται υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς σχετικά με τη διαδικασία που θα έπρεπε να ακολουθεί για την ανάδειξη του νέου πατριάρχη. Ο Χρυσόστομος ήταν ο μοναδικός ίσως ιεράρχης που είχε τοποθετηθεί εκκλησιαστικά. Αν και δεν διάκειτο θετικά με τη πολιτική κατάσταση που είχε προκύψει μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 στην Ελλάδα, είχε εκφράσει την άποψή του μέσα από το θεσμικό και εκκλησιαστικό πλαίσιο που επέβαλε η θέση του, αποφεύγοντας να εμπλακεί στις πολιτικές και κομματικές αντιπαραθέσεις.
Το κύρος και η επιρροή του Χρυσοστόμου επόμενο ήταν να προκαλέσουν το ενδιαφέρον τόσο του πατριαρχείου όσο και της ελληνικής κυβέρνησης, οι επικεφαλής των οποίων προσπάθησαν με κάθε τρόπο να προσεταιριστούν τον φωτισμένο ιεράρχη.
Στις 11 Μαΐου 1921 ο τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου απέστειλε τηλεγράφημα στον μητροπολίτη Σμύρνης που ανακοίνωνε ότι συνοδική αποφάσει ο ιεράρχης είχε δικαίωμα να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη στα μέσα Ιουνίου του 1921 για να παραστεί και να συμμετάσχει αυτοπροσώπως στην πατριαρχική εκλογή.2 Για να δικαιολογηθεί η αλλαγή στην απόφαση της ιεράς συνόδου και να συμπεριληφθεί ο Χρυσόστομος στην εκλογική συνέλευση προβλήθηκε το επιχείρημα ότι ο Μητροπολίτης διέμενε στην Κωνσταντινούπολη κατά την παραίτηση του αείμνηστου πατριάρχη Γερμανού Ε’3 και τη χηρεία του οικουμενικού θρόνου. Έτσι, τόσο ο Χρυσόστομος όσο και άλλοι δεκαέξι ιεράρχες εκλήθησαν στην Πόλη,4 ώστε να διευρυνθεί ο κύκλος των μητροπολιτών που θα μετείχαν στην ανάδειξη του νέου πατριάρχη.
Ο Χρυσόστομος επανέλαβε την ανάγκη η πατριαρχική εκλογή να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το πνεύμα των ιερών κανόνων, οι οποίοι επέβαλλαν να κληθούν στην Κωνσταντινούπολη όλοι οι ιεράρχες που ανήκαν στο κλίμα του οικουμενικού πατριαρχείου και μόνο όσοι δεν μπορούσαν λόγω γήρατος ή ασθένειας να προσέλθουν θα έπρεπε να αποστείλουν τα ψηφοδέλτιά τους. σε διαφορετική περίπτωση, διαμήνυσε ο μητροπολίτης Σμύρνης, δεν επρόκειτο να λάβει μέρος στην πατριαρχική εκλογή.
Την ίδια περίοδο η ελληνική κυβέρνηση, θέλοντας να παρεμποδίσει τις διαδικασίες εκλογής νέου πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αποφάσισε τη σύγκληση στην Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης συνέλευσης, η οποία θα αποτελείτο από τους ιεράρχες των νέων και νεότερων περιοχών του ελληνικού κράτους. Στην πρόσκληση ανταποκρίθηκαν οι περισσότεροι από τους μητροπολίτες των Νέων Χωρών, οι οποίοι, παρά τις επιφυλάξεις για τον τρόπο που η Αθήνα προσπαθούσε να επιβάλλει τη θέλησή της στην ανώτατη εκκλησιαστική τους αρχή, τελικά δέχτηκαν να μεταβούν στην Αδριανούπολη.
Μεταξύ των ιεραρχών που εκλήθησαν στη συνέλευση και διατύπωσαν τις πιο έντονες αντιρρήσεις ήταν ο Μητροπολίτης Σμύρνης. Στις 11 Μαΐου 1921 ο ύπατος αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης κάλεσε τον Χρυσόστομο στο διοικητήριο της πόλης και τον ενημέρωσε για την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης που διέτασσε τους ιεράρχες της Ιωνίας να μεταβούν στην Αδριανούπολη για να διασκεφθούν για το ζήτημα της πατριαρχικής εκλογής. Ο Χρυσόστομος απάντησε στον Στεργιάδη πως του ήταν αδύνατο να μεταβεί στην Αδριανούπολη χαρακτηρίζοντας την εν λόγω συνέλευση παρασυναγωγή, ενώ τόνισε πως, ως ιεράρχης του οικουμενικού θρόνου, θα μπορούσε να μεταβεί και να λάβει μέρος σε συνόδους και διασκέψεις μόνο στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Στεργιάδης εξεμάνη τότε και άρχισε να καταφέρεται εναντίον του Χρυσοστόμου αποκαλώντας τον επαναστάτη και πολέμιο των κυβερνητικών αποφάσεων, ενώ κατηγόρησε τους συνοδικούς στην Κωνσταντινούπολη ως υπονομευτές των εθνικών συμφερόντων. Ο άγιος προσπάθησε να πείσει τον αρμοστή πως, ως επίσκοπος που σεβόταν τους ιερούς κανόνες, δεν μπορούσε να λάβει μέρος σε μια σύναξη αρχιερέων, η οποία δεν διέφερε καθόλου από μια άνομη παρασυναγωγή εφόσον δεν είχε την έγκριση της εκκλησιαστικής του αρχής, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να τιμωρηθεί εάν συμμετείχε σε αυτή. Ο Στεργιάδης συνέχισε να καταφέρεται εναντίον του Χρυσοστόμου, απειλώντας τον πως είχε προθεσμία είκοσι τεσσάρων ωρών για να αποφασίσει εάν ήθελε να μεταβεί στην Αδριανούπολη, διαφορετικά θα οδηγείτο εξόριστος στην Κρήτη.
Κατάπληκτος ο ιεράρχης από την επίθεση του Στεργιάδη επέστρεψε στη μητρόπολη, όπου κάλεσε σε σύσκεψη τα δύο κοινοτικά σώματα της πόλης και τους ανακοίνωσε τα διαμειφθέντα. Μετά από μακρά και ώριμη σκέψη αποφασίστηκε να σταλεί έγγραφο στον Στεργιάδη με το οποίο ο Χρυσόστομος θα δήλωνε πως, μη δυνάμενος να αντιτάξει βία στη βία, θα υποχωρούσε τελικά, εφόσον όμως του κοινοποιείτο εγγράφως η διαταγή της ελληνικής κυβέρνησης για τη μετάβασή του στην Αδριανούπολη.
Την ίδια μέρα ο άγιος ενημέρωσε το πατριαρχείο για τον εκβιασμό που είχε δεχτεί από τον Έλληνα αρμοστή, προσθέτοντας πως, εάν τελικά μετέβαινε στην Αδριανούπολη, θα ενεργούσε αποκλειστικά ως ιεράρχης του οικουμενικού θρόνου, υπερασπιζόμενος τα δίκαια της μεγάλης εκκλησίας και το κύρος των ιερών κανόνων.
Εν τω μεταξύ, ο Στεργιάδης διέταξε τους μητροπολίτες Νικομηδείας Αλέξανδρο, Νικαίας Βασίλειο, Φιλαδελφείας Χρυσόστομο, Κυδωνιών Γρηγόριο, Κρήνης Καλλίνικο και Ανέων Αλέξανδρο να έλθουν στην Σμύρνη ώστε να τους ανακοινώσει τις εντολές της ελληνικής κυβέρνησης και να αναχωρήσουν για την Αδριανούπολη. Στη συνάντηση που είχε ο Χρυσόστομος με τους τρεις τελευταίους εξ αυτών, αποφασίστηκε να αρνηθούν να μεταβούν στην Αδριανούπολη, προβάλλοντας στις πιέσεις του αρμοστή τον αγιογραφικό λόγο «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πράξ. ε’ 29).
Προς στιγμήν φάνηκε πως η επιθετική στάση εναντίον του Χρυσοστόμου δεν θα είχε συνέχεια. Ωστόσο, λίγες μέρες αργότερα, ο Στεργιάδης επανήλθε στο ύφος και τις απειλές που είχε εκτοξεύσει, εκδηλώνοντας για μια ακόμα φορά τον τρόπο που είχε επιλέξει να πολιτεύεται απέναντι στο ελληνορθόδοξο στοιχείο της Σμύρνης.
Στις 17 Μαΐου 1921 ο Στεργιάδης έστειλε έγγραφο στον Χρυσόστομο με το οποίο τον ενημέρωνε πως την επομένη τόσο ο ίδιος όσο και οι υπόλοιποι Μικρασιάτες Μητροπολίτες θα αναχωρούσαν χωρίς καμία αναβολή ατμοπλοϊκώς για το Δεδέαγατς, απ’ όπου θα μετέβαιναν σιδηροδρομικώς στην Αδριανούπολη. Το τηλεγράφημα έκλεινε με την αναφορά και αποστολή της δαπάνης για τον εν λόγω ταξίδι, την οποία είχε προκαταβάλει η ύπατη αρμοστεία.
Ο Χρυσόστομος επέστρεψε αμέσως τα χρήματα (δύο χιλιάδες δραχμές) που του είχαν αποσταλεί με το τελευταίο έγγραφο για τα έξοδα μετακίνησης, επαναλαμβάνοντας πως μόνο δια της βίας θα επιβιβαζόταν σε πλοίο για να μεταβεί στην Αδριανούπολη. Προς αποφυγή όμως δυσάρεστων εξελίξεων ο μητροπολίτης δέχτηκε τελικά να υποχωρήσει μόνο εάν του κοινοποιείτο εγγράφως η διαταγή της ελληνικής κυβέρνησης για την επικείμενη συνέλευση των ιεραρχών των Νέων Χωρών.
Ο Στεργιάδης, που είχε χάσει πλέον την ψυχραιμία του, έστειλε νέο έγγραφο στον Χρυσόστομο, με το οποίο, επικαλούμενος τη φιλοπατρία του ιεράρχη και το αίσθημα ευθύνης απέναντι στις γενικές κατευθύνσεις του ελληνικού κράτους, ζήτησε να συμμορφωθεί με τη διαταγή της ύπατης αρμοστείας, διαφορετικά δεν θα έπρεπε να αμφιβάλλει για τη βούλησή του να επιβάλλει με βίαιο τρόπο την απόφασή του.
Ο άγιος απάντησε πως η μέχρι τότε εκκλησιαστική διαδρομή και διακονία του είχαν αποδείξει τη μεγάλη του αγάπη, για την πατρίδα. Πρόσθεσε όμως ότι, διδαγμένος από τους λόγους του Ευαγγελίου «δούλους Κυρίου αμάχους δει είναι» (Τίτ. γ’. 2), ήταν έτοιμος να δεχθεί την όποια άσκηση βίας εναντίον του και την προσαγωγή του όπου η ελληνική κυβέρνηση ήθελε να ορίσει.
Η σθεναρή και αμετακίνητη στάση του Χρυσοστόμου απέναντι στις πιέσεις και τις απειλές του Στεργιάδη προκάλεσαν αίσθηση στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία επιθυμούσε στην επικείμενη συνέλευση της Αδριανούπολης να συμμετάσχει πάση θυσία και ο μητροπολίτης Σμύρνης. Για τον λόγο αυτό, μετά από σχετική επικοινωνία του Στεργιάδη με κυβερνητικούς αξιωματούχους απεστάλη στις 18 Μαΐου 1921 από την Αθήνα τηλεγράφημα του ίδιου του Έλληνα πρωθυπουργού, το οποίο απευθυνόταν προσωπικά στον μητροπολίτη Σμύρνης.
Στο τηλεγράφημά του προς τον ιεράρχη, ο Δημήτριος Γούναρης έγραφε πως «Υμέτερον υπόμνημα προς τοποτηρητήν Οικουμενικού πατριαρχείου αναπαριστά αυτάς ταύτας τας σκέψεις της Κυβερνήσεως, τούτο και επιδιώκουσα την απαρέγκλιτον τήρησιν των ιερών κανόνων, την εμμονήν της μεγάλης Εκκλησίας εις τας από αιώνων θρησκευτικάς και εθνικάς παραδόσεις και τη όσον οίόν τε ανύψωσιν του κύρους της αίγλης και της περιωπής του αλανθάστου θρόνου ως κορυφώματος της ορθοδοξίας και συμπληρώσεως της εθνικής ενότητος».5
Έχοντας ο Χρυσόστομος τη διαβεβαίωση του Έλληνα πρωθυπουργού για την απαρέγκλιτη τήρηση των ιερών κανόνων στην επικείμενη επισκοπική συνέλευση, η οποία μεταξύ άλλων θα εργαζόταν για την ανύψωση του οικουμενικού θρόνου ως κορυφαίου θεσμού της ορθοδοξίας και του Έθνους, επιβιβάστηκε την ίδια μέρα στο ατμόπλοιο «Ρούμελη» με κατεύθυνση το Δεδέαγατς, απ’ όπου αυθημερόν θα μετέβαινε σιδηροδρομικώς στην Αδριανούπολη.
Υποσημειώσεις.
1. Ο Μελέτιος Μεταξάκης γεννήθηκε το 1871 στο χωριό Παρσάς του Νομού Λασιθίου Κρήτης. Σπούδασε στη Θεολογική σχολή του Σταυρού στα Ιεροσόλυμα. Το 1903 διορίστηκε Αρχιγραμματεύς του πατριαρχείου Ιεροσολύμων και το 1910 εξελέγη μητροπολίτης Κιτίου της εκκλησίας της Κύπρου. Το 1918 αναδείχθηκε μητροπολίτης Αθηνών, γεγονός που αποδόθηκε στην απροκάλυπτη παρέμβαση της βενιζελικής παράταξης στα εκκλησιαστικά πράγματα, καθώς λίγους μήνες νωρίτερα είχε διαταχθεί η καθαίρεση του Αθηνών Θεοκλήτου και η επιβολή του Μελετίου ως προκαθημένου της εκκλησίας της Ελλάδος. Μετά την πολιτική μεταβολή στην Ελλάδα το 1920, ο Μελέτιος απομακρύνθηκε από τον μητροπολιτικό θρόνο των Αθηνών και κατέφυγε στην Αμερική, όπου μερίμνησε για την οργάνωση του ορθόδοξου Ελληνισμού στη Νέα Ήπειρο. Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με την εκλογή και τη θητεία του Μελετίου Μεταξάκη ως μητροπολίτη Αθηνών βλ. Δημ. Μαυροπούλου, Πατριαρχικαί σελίδες Το οικουμενικόν πατριαρχείον από 1878 – 1949. Εν Αθήναις 1960, σσ’. 170-173
2. Το αρχείον, τ. Γ’, σ’. 143
3. Ο πατριάρχης Γερμανός Ε’, μετά την παραίτησή του από τον οικουμενικό θρόνο, διέμενε στη Χαλκηδόνα της Κωνσταντινούπολης, όπου εκοιμήθη στις 19 Δεκεμβρίου 1920, βλ. ΕΑ Μ (1920) 472-473
4. ΕΑ ΜΑ (1921) 158
5. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 153, 159
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Το πατριαρχικό ζήτημα και ο Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.