1.Ξυπνώντας ο Πέτρος πολύ πιο πρωί από τις άλλες μέρες, ήρθε σε μας και αφού μας ξύπνησε είπε˙ ο Φαυστίνος και ο Φαυστιανός μαζί με τον Κλήμη και τους δικούς τους να με ακολουθήσουν, να πάμε σε καλυμμένο μέρος της θάλασσας, για να μπορέσουμε χωρίς να βλεπόμαστε να την βαπτίσουμε. Και όταν πήγαμε στην ακρογιαλιά, βρίσκοντας ανάμεσα σε μερικούς βράχους ήσυχο και καθαρό τόπο, την βάπτισε. Εμείς οι αδελφοί, για χάρη των γυναικών, μαζί με τον αδελφό μας και μερικούς άλλους αποσυρθήκαμε και αφού λουστήκαμε ήρθαμε και παραλάβαμε τις γυναίκες, και πηγαίνοντας σ’ ένα κρυφό τόπο προσευχόμασταν. Έπειτα ο Πέτρος, εξαιτίας του πλήθους, απομάκρυνε τις γυναίκες παραγγέλλοντάς τις να πάνε στον τόπο της φιλοξενίας από άλλο δρόμο, αναθέτοντας μόνο σ’ εμάς τους άνδρες να πάμε μαζί με τη μητέρα μας και τις άλλες γυναίκες. πήγαμε λοιπόν στον τόπο της φιλεξενίας και καθώς τον περιμέναμε να έρθει συζητούσαμε μεταξύ μας.
Όταν μετά από αρκετές ώρες ήρθε ο Πέτρος, έκοψε το ψωμί για την ευχαριστία και προσθέτοντας αλάτι έδωσε πρώτα στην μητέρα και μετά από αυτήν σ’ εμάς τους γιούς της. Και έτσι φάγαμε μαζί μ’ αυτήν και ευχαριστήσαμε τον Θεό.
2. Τότε ο Πέτρος, βλέποντας το πλήθος να έχει μπει, αφού κάθισε και είπε και σε μας να καθίσουμε κοντά του, άρχισε να διηγείται για να μας πείσει για ποιό λόγο μας εξαπέστειλε εμάς από το βάπτισμα και ο ίδιος ήρθε έπειτα καθυστερημένος. Η αιτία που είπε ήταν η εξής. Μόλις απομακρυνθήκατε εσείς, είπε, πλησίασε ένας γέρος εργάτης, ο οποίος έκρυβε τον εαυτό του κατά τρόπο περίεργο, και μας κατασκόπευε, όπως ομολόγησε αργότερα ο ίδιος, για να δει τι θα μπορούσαμε να κάνουμε μπαίνοντας στον καλυμμένο χώρο, και βγαίνοντας κρυφά ακολούθησε˙ σε κατάλληλο τόπο πλησίασε και προσφωνώντας με είπε˙ Ακολουθώντας σε από πολύ καιρό και θέλοντας να σε πλησιάσω φοβόμουν, μήπως με αποπάρεις ως περίεργον˙ τώρα όμως, αν θέλεις, θα σου πω την αλήθεια.
Και εγώ του αποκρίθηκα˙ Πες μου αυτό που νομίζεις ότι είναι καλό, και θα σε παραδεχθούμε, έστω και αν στην πραγματικότητα δεν είναι καλό αυτό που θα πεις, επειδή από αγαθή πρόθεση θέλησες να μας πεις αυτό που σου φαίνεται καλό.
3. Και ο γέροντας άρχισε να λέει τα εξής˙ Όταν σας είδα να αποσύρεσθε στον απόμερο τόπο και να λούζεσθε, πλησίασα κρυφά και κατασκόπευα τι τάχα κάνατε μπαίνοντας στο κρυφό μέρος, και όταν σας είδα να προσεύχεσθε απομακρύνθηκα˙ επειδή όμως σας λυπήθηκα περίμενα, ώστε, όταν θα βγαίνατε, να σας πλησιάσω και να σας πείσω να μη ξεγελιέστε. Διότι ούτε Θεός υπάρχει, ούτε πρόνοια, αλλά όλα υπόκεινται στην τύχη, όπως διδάχθηκα εγώ από αυτά που έπαθα, εξακριβώνοντας αυτό που έμαθα από πολλά. Μη απατάσαι λοιπόν, παιδί μου. Γιατί είτε προσεύχεσαι, είτε όχι, θα πάθεις οπωσδήποτε αυτά που είναι στη μοίρα σου˙ διότι εάν οι προσευχές μπορούσαν να κάνουν κάτι ή οι καλές πράξεις, εγώ ο ίδιος θα ήμουν μεταξύ των καλυτέρων. Και τώρα, αν δεν σε ξεγελά αυτό το φτωχό μου ένδυμα, να μη απιστήσεις σ’ αυτά που λέω. Όταν κάποτε είχα μεγάλη περιουσία, θυσίαζα πολλά στους θεούς και έδινα σε όσους είχαν ανάγκη, και όμως, αν και προσευχόμουν και ήμουν ευσεβής, δεν μπόρεσα να αποφύγω το πεπρωμένο μου.
Και εγώ είπα˙ Τί είναι αυτά πού έπαθες;
Και αυτός αποκρίθηκε˙ Δεν είναι ανάγκη να σου πως τώρα, ίσως στο τέλος ακούσεις, ποιός ήμουνα κάποτε εγώ και ποιάς καταγωγής, και σε πόσο δύσκολες καταστάσεις της ζωής βρέθηκα. Τώρα όμως θέλω να μάθεις ότι τα πάντα υπόκεινται στην τύχη.
1.Ορθριαίτερον δε πολλώ του καθημέραν ο Πέτρος διυπνισθείς εισήει προς ημάς και εξυπνίσας έφη˙ Φαυστίνος και Φαυστινιανός άμα Κλήμεντι μετά των οικείων ακολουθησάτωσάν μοι, όπως εν σκεπεινώ της θαλάσσης τόπω ελθόντες εν ακατασκόπω βαπτίσαι αυτήν δυνηθώμεν. Πλην επί των αιγιαλών γενομένων ημών, μεταξύ πετρών τινών γαληνού και καθαρού τόπου ευπορησάντων εβάπτισεν αυτήν. Ημείς δε οι αδελφοί, των γυναικών χάριν άμα αδελφώ και άλλοις τισίν υποχωρήσαντες και λουσάμενοι, ελθόντες επί τας γυναίκας παρελάβομεν, και ούτως εν κρυφαίω τόπω πορευθέντες ευχόμεθα. Έπειτα ο Πέτρος τας γυναίκας δια τον όχλον προέπεμψεν, δι’ άλλης οδού επί την ξενίαν ελθείν κελεύσας, ανδρών τε μόνοις ημίν συνείναι τη μητρί και ταις αυταίς γυναιξίν επέτρεψεν. Ελθόντες ουν εις την ξενίαν και αναμένοντες αυτόν ελθείν αλλήλοις διελεγόμεθα. Μετά ικανός δε ώρα ο Πέτρος ελθών, τον άρτον επ’ ευχαριστία κλάσας και επιθείς άλας, τη μητρί πρώτον επέδωκεν, και μετ’ αυτήν ημίν τοις υιοίς αυτής, και ούτως αυτή συνειστιέθημεν και τον Θεόν ευλογήσαμεν.
2. Τότε λοιπόν ο Πέτρος, τον όχλον εισεληλυθότα ιδών και καθεσθείς και παρακαθεσθήναι ημάς κελεύσας, υφηγείται τα πρώτα πείθων ημάς, τίνι λόγω προπέμψας ημάς από του βαπτίσματος και αυτός βραδύνας επήλθεν. Την δε αιτίαν έλεγε τοιαύτην. Άμα τω υμάς, φησίν, αποστήναι, γέρων συνεισήει εργάτης, περιέργως κλέπτων εαυτόν, και προκατασκοπήσας ημάς, ως αυτός ύστερον ωμολόγει, προς το ιδείν τι αν πράττοιμεν εις τον σκεπεινόν τόπον εισελθόντες, λάθρα εκβάς ηκολούθησεν και εν ευκαίρω τόπω προσελθών και προσαγορεύσας έφη˙ Εκ πολλού σε ακολουθών και συντυχείν θέλων ηδούμην, μήπως ως περιέργω μοι χαλεπαίνης˙ νυν δε τα εμοί δοκούντα αληθή, ει βούλει, λέγω.
Καγώ απεκρινάμην˙ Λέγε ημίν όπερ σοι δοκεί καλόν είναι, και αποδεξόμεθά σε, καν τω όντι μη καλόν η το λεγόμενον, επείπερ αγαθή προαιρέσει το δοκούν σοι καλόν ειπείν ηθέλησας.
3. Και ο γέρων του λέγειν ήρξατο ούτως˙ Θαλάσση υμάς λελουμένους εις τον απόκρυφον τόπον υποχωρήσαντας ιδών, προσελθών λάθρα κατεσκόπουν το τι αν εκ κρυφαίω εισιόντες πράττοιτε, και επειδή ευχομένους είδον, υπεχώρησα, ελεήσας δε υμάς ανέμεινα, όπως εξιούσι προσομιλήσας πείσω μη απατάσθαι. Ούτε γαρ Θεός εστίν, ούτε πρόνοια, αλλά γενέσει τα πάντα υπόκεινται, ως εγώ εφ’ οις πέπονθα πεπληροφόρημαι, εκ πολλών ακριβών το μάθημα. Μη ουν απατώ, τέκνον. Είτε γαρ ευχή, είτε μη, τα εκ της γενέσεως πάσχειν ανάγκην έχεις˙ ει γαρ ευχαί τι εδύναντο ή το ευ ποιείν, αυτός αν εν τοις κρείττοσιν ήμην. Και νυν, ει μη σε απατά η πενιχρά μου αύτη εσθής, ουκ απιστήσεις οις λέγω. Εν πολλή βίου ποτέ ων περιουσία, πολλά και θεοίς έθυον, και δεομένοις παρείχον, και όμως ευχόμενός τε και ευσεβών την πεπρωμένην εκφυγείν ουκ ηδυνήθην.
Καγώ έφην˙ Τίνα εστίν α πέπονθας;
Ο δε αποκρίνατο˙ Ουκ ανάγκη λέγειν νυν˙ ίσως επί τέλει ακούση τις τε ων εγώ και τίνων, εν ποίαις βίου περιστάσεσι γέγονα. Νυν δε ότι γενέσει τα πάντα υπόκειται, πληροφορηθήναί σε θέλω.
***
4. Και εγώ είπα˙ Εάν όλα υπόκεινται στην τύχη, και διαβεβαιώθηκες ότι αυτό έτσι, τότε με συμβουλεύεις σκεπτόμενος αντίθετα προς τον εαυτό σου. Διότι, εάν έξω από την τύχη δεν είναι δυνατό ούτε το να πιστεύεις, τότε γιατί ματαιοπονείς, συμβουλεύοντας να γίνει αυτό που είναι αδύνατο να γίνει; Διότι πάντοτε το κατώτερο είναι υποχρεωμένο να πειθαρχεί σ’ αυτό που είναι ανώτερο. Το να τιμάς επομένως αυτούς που θεωρούνται θεοί, εφόσον επικρατεί η τύχη, είναι περιττό. Διότι ούτε τίποτε διαφορετικό από αυτό που αποφασίζει η τύχη γίνεται, ούτε αυτοί που υπόκεινται στην τύχη τους γενικά μπορούν να κάνουν τίποτε. Εάν υπάρχει τύχη, είναι αντίθετο το να μη εξουσιάζει το πρώτο, ή δεν μπορεί αυτό που δεν γεννήθηκε να υπόκειται, γιατί σαν αγέννητο που είναι δεν έχει τίποτε το μεγαλύτερο.
5. Καθώς λέγαμε αυτά μεταξύ μας, μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Και τότε εγώ ατενίζοντας το πλήθος είπα˙ Εγώ και η φυλή μου παρέλαβε από τους προγόνους μου να σέβομαι τον Θεό, και έχω εντολή να μη βασίζομαι στην τύχη, εννοώ δηλαδή στη διδασκαλία της αστρολογίας, γι’ αυτό και δεν πρόσεξα αυτήν. Για το λόγο αυτό δεν γνωρίζω από αστρολογία, θα σας μιλήσω όμως για εκείνα που γνωρίζω. Επειδή δεν μπορώ να ανασκευάσω την τύχη με την επιστήμη τη σχετική με την τύχη, θέλω με άλλο τρόπο να αποδείξω, ότι όλα τα πράγματα κυβερνώνται από την Πρόνοια, και ο καθένας ανάλογα μ’ αυτά που κάνει, θα τιμηθεί ή θα κολαστεί˙ είτε αυτό γίνει τώρα ή στο μέλλον δεν με ενδιαφέρει, όμως οπωσδήποτε ο καθένας θα απολαύσει αυτά που έκανε. Η απόδειξη δε ότι δεν υπάρχει τύχη είναι η εξής˙
Από τους παρόντες εάν κάποιος δεν έχει μάτια, ή έχει το χέρι του κουλλό, ή ανάπηρο το πόδι του, ή κάποιο άλλο σωματικό ελάττωμα, το οποίο δεν έχει δυνατότητα να επιστρέψει πάλι στη θεραπεία, και ξεπερνά τις δυνατότητες κάθε ιατρικού επαγγέλματος, αυτόν που ούτε οι αστρολόγοι ισχυρίζονται ότι τον θεραπεύουν, διότι στους αιώνες δεν έχει γίνει κάτι τέτοιο, εγώ, αφού παρακαλέσω τον Θεό θα του δώσω τη θεραπεία, ενώ από την τύχη ποτέ αυτό δεν μπόρεσε να κατορθωθεί. Αφού αυτό έτσι γίνεται, δεν αμαρτάνουν αυτοί που βλασφημούν τον Θεό που δημιούργησε τα πάντα;
Και ο γέροντας απάντησε˙ Είναι βλασφημία δηλαδή να λέμε ότι όλα υπόκεινται στην τύχη;
Και εγώ αποκρίθηκα˙ Και πολύ μάλιστα. Διότι, εάν όλες οι αμαρτίες και ασέβειες και ασέλγειες των ανθρώπων οφείλονταν στα άστρα και τα άστρα διατάχθηκαν από τον Θεό να τα κάνουν αυτά, για να γίνουν εκτελεστές όλων των φοβερών, τότε οι αμαρτίες όλων οφείλονται σ’ αυτόν, ο οποίος όρισε την τύχη στα άστρα.
4. Καγώ έφην˙ Ει γενέσει τα πάντα υπόκειται και τούθ’ ούτως έχειν πεπληφορόρησαι, σεαυτώ εναντία νοών συμβουλεύεις. Ει μεν γαρ παρά γένεσιν ου δυνατόν ουδέ το φρονείν, τι ματαιοπονείς, συμβουλεύων γενέσθαι ο γενέσθαι αδύνατόν εστίν; Άλλ’ έτι μην ει γένεσις υφέστηκεν, μη σπεύδε πείθειν εμέ μη σέβειν τον και των άστρων Δεσπότην, ου θέλοντος και μη γενέθσαι τι, γενέσθαι αδύνατον. Αιεί γαρ το υποκείμενον τω ηγουμένω πείθεσθαι ανάγκην έχει. Το μέντοι τους νομιζομένους θεούς σέβειν, γενέσεως επικρατούσης, περιττόν εστίν. Ούτε γαρ παρά το δοκούν τη πεπρωμένη τι γίνεται, ούτε αυτοί τι ποιείν δύνανται, τη καθόλου αυτών υποκείμενοι γενέσει. Ει γένεσις εστίν, αντίκειται το μη πρώτον άρχειν, ή υποκείσθαι ου δύναται το αγένητον, ως αγένητον εαυτού πρεσβύτερον μηδέν έχον.
5. Τοιαύτα προς αλλήλους λεγόντων ημών, πολύς παρέστη όχλος. Και τότε εγώ εις τον όχλον αποβλέπων έφην˙ Εγώ και το εμόν φύλον εκ προγόνων Θεόν σέβειν παρειληφώς και παράγγελμα έχων γενέσει μη προσανέχειν, λέγω δη τω της αστρολογίας μαθήματα, δια τούτο ου προσέσχον. Επειδή γένεσιν υπ’ αυτής της κατά την γένεσιν επιστήμης ανασκευάζειν ου δύναμαι, βούλομαι άλλω τρόπω αποδείξαι, ότι κατά Πρόνοιαν διοικείται τα πράγματα, και έκαστος, προς α πράττει, τιμής ή κολάσεως τεύξεται˙ είτε δε νυν είτε αύθις, ουθέν μοι διαφέρει, πλην ότι πάντως απολαύσει έκαστος ων έπαρξεν. Η δε απόδειξις του μη είναι γένεσιν, έστιν αύτη. Των παρεστώτων ει τις οφθαλμών εστέρηται, ή κυλλήν έχει την χείρα, ή χωλόν τον πόδα, ή έτερόν τι περί σώμα, ο αποστροφήν προς ίασιν πάλιν ουκ έχει, και παντός ιατρικού επαγγέλματος εκτός εστίν, ον ουδέ αστρολόγοι ιάσθαι επαγγέλλονται, ότι μη από του μακρού αιώνος τοιούτόν τι γέγονεν˙ εγώ δε Θεού δεηθείς την ίασιν παράσχω, οπότε εκ γενέσεως κατόρθωσιν το τοιούτο ουδέποτε λάβείν ηδυνήθη.
Τούτου ούτω γενομένου ου αμαρτάνουσιν οι τον πάντα δημιουργήσαντα Θεόν βλασφημούντες;
Και γέρων απεκρίνατο˙ Βλασφημείν γαρ εστί το λέγειν γενέσει υποκείσθαι τα πάντα;
Καγώ απεκρινάμην˙ Και πάνυ. Ει γαρ πάσαι αι των ανθρώπων αμαρτίαι και ασέβειαι και ασέλγειαι εξ αστέρων γίνονται, οι δε αστέρες ταύτα ποιείν υπό Θεού ετάγησαν, ίνα πάντων χαλεπών αποτελεστικοί γένωνται, αι πάντων αμαρτίαι εις αυτόν αναφέρονται, τον την γένεσιν θέντα εν τοις άστροις.
***
6. Και ο γέροντας αποκρίθηκε˙ Αληθινά μίλησες σπουδαία, αλλά στην αποδοχή όλης σου της ασύγκριτης επιχειρηματολογίας με εμποδίζει η συνείδησή μου. Διότι εγώ όντας αστρολόγος και κατοικώντας αρχικά στη Ρώμη, έγινα φίλος με κάποιον που ήταν από το γένος του Καίσαρα και γνώριζε επακριβώς την τύχη εκείνου και της γυναίκας του. Και επειδή στη συνέχεια διαπίστωσα ότι οι πράξεις τους έγιναν πραγματικά, δεν μπορώ να πεισθώ στα λόγια σου. Διότι της τύχης αυτής η πρόβλεψη ήταν να κάνουν μοιχείες, να ερωτευθούν τους δούλους τους και να πεθάνουν στην ξενιτειά μέσα σε νερό, πράγμα που έγινε ακριβώς έτσι. Διότι, αφού ερωτεύθηκε τον δούλο της, και μη μπορώντας να υποφέρει την κατάκριση, έφυγε μαζί μ’ αυτόν, πηγαίνοντας στο εξωτερικό και, αφού κοιμήθηκε μαζί του, αφανίστηκε στη θάλασσα.
7. Και εγώ αποκρίθηκα˙ Και πώς γνωρίζεις ότι αυτή που έφυγε φτάνοντας στο εξωτερικό παντρεύτηκε τον δούλο, και αφού συνουσιάστηκε πέθανε;
Και ο γέροντας˙ Και βέβαια γνωρίζω την αλήθεια, όχι ότι παντρεύτηκε, αφού ούτε ότι ήταν ερωτευμένη γνώριζα, αλλά, μετά την αναχώρηση αυτής, ο αδελφός του άνδρα της μου διηγήθηκε όλα τα σχετικά με τον έρωτά της και, ότι, επειδή ήταν σεμνός, αφού ήταν και αδελφός, δεν θέλησε να μολύνει το κρεββάτι, και επειδή τον ήθελε αλλά και φοβόταν την κατάκριση η ταλαίπωρη (διότι δεν μπορούμε να την κατακρίνουμε, επειδή αναγκαζόταν από τη μοίρα της να τα κάνει και να υφίσταται αυτά), επινόησε όνειρο, αληθινό ή ψεύτικο δεν μπορώ να πω. Έλεγε δηλαδή ότι είχε πει, πως τάχα παρουσιάστηκε κάποιος σε όραμα και με διέταξε μαζί με τα παιδιά να φύγω αμέσως από την πόλη των Ρωμαίων. Ο άνδρας της τότε, στην προσπάθειά του να την σώσει μαζί με τους γιους της, αμέσως τους έστειλε να σπουδάσουν στην Αθήνα μαζί με τη μητέρα και με δούλους, ενώ τον τρίτο νεώτερο γιο που είχε τον κράτησε κοντά του, επειδή δήθεν εκείνος που εμφανίστηκε στο όνειρο του επέτρεψε να μείνει αυτός μαζί του.
Και μολονότι πέρασε πολύς χρόνος δεν πήρε γράμματα από αυτήν. Αυτός, που πολλές φορές είχε γράψει στην Αθήνα, παίρνοντας εμένα μαζί του σαν πιο έμπιστό του από όλους, ξεκίνησε για αναζήτησή της. Κατά την αποδημία μαζί του υπέφερε με προθυμία πολλά για χάρη του, καθώς θυμόμουνα ότι στην παλιά του ευτυχία με είχε μέτοχο σε όλα, αγαπώντας με περισσότερο από όλους τους φίλους του. Αποπλεύσαμε λοιπόν από την Ρώμη και έτσι ήρθαμε στα μέρη αυτά της Συρίας, πλευρίσαμε στη Σελεύκεια και αφού βγήκαμε από το πλοίο, ύστερα από λίγες μέρες εκείνος από τη λύπη πέθανε. Και εγώ ήρθα εδώ και από τότε μέχρι τώρα βγάζω με τα χέρια μου την τροφή μου.
8. Αφού ο γέροντας είπε αυτά, κατάλαβα από αυτά που έλεγε, ότι ο γέροντας, που έλεγε ότι πέθανε, ήταν ο ίδιος ο δικός σας πατέρας. Δεν θέλησε βέβαια να αντιπαραβάλω τον δικό σας με αυτόν, μέχρι να σας το αναφέρω. Πλην όμως, αφού έμαθα που φιλοξενείται και του φανέρωσα και τον δικό μου τόπο διαμονής, και για να ακριβολογήσω, τον ρώτησα μόνο αυτό, ποιό δηλαδή είναι το όνομα του γέροντα. Και εκείνος είπε˙ Φαύστος. Και ποιά τα ονόματα των δίδυμων γιων του; Και αυτός απάντησε˙ Φαυστίνος και Φαυστιανός. Και ποιό είναι του τρίτου γιού; Και αυτός είπε˙ Κλήμης. Και ποιό είναι το όνομα της μητέρας τους; και εκείνος είπε Κλήμης. Ματτιδία. Επειδή λοιπόν εγώ από την συγκίνηση δάκρυσα, αφού άφησα το πλήθος να φύγει ήρθα σε σας, για να σας τα αναφέρω μετά από το φαγητό. Και δεν θέλησα πριν να φάμε να σας τα πω, για να μη καταβληθείτε από τη λύπη τη μέρα αυτή του βαπτίσματος, και περιέλθετε σε κατάσταση πένθους, τώρα που και οι άγγελοι χαίρονται. Καθώς ο Πέτρος έλεγε αυτά δακρύζαμε όλοι μαζί με τη μητέρα.
Εκείνος τότε βλέποντάς μας να δακρύζουμε είπε˙ Τώρα ο καθένας σας από φόβο προς τον Θεό ας υπομείνει όσα ειπώθηκαν με γενναιότητα. Διότι ο πατέρας σας δεν πέθανε σήμερα, αλλά από παλιά, όπως είπατε και σεις υπολογίζοντας.
6. Και ο γέρων απεκρίνατο˙ Αληθώς μεγάλως έφης, αλλά πάση σου τη απαραβλήτω αποδείξει η εμή εμποδίζει συνείδησις. Εγώ γαρ αστρολόγος ων και Ρώμην πρώτον οικήσας, είτα φιλιωθείς τίνι προς γένους όντι Καίσαρος, αυτού τε και της συμβίου την γένεσιν ακριβώς ηπιστάμην, και ιστορήσας ακολούθως τας πράξεις αποτελεσθείσας αυτών τη γενέσει έργω, σοι λόγω πείθεσθαι ου δύναμαι. Ην γαρ της γενέσεως αυτής το διάθεμα, ποιούν μοιχαλίδας, ιδίων δούλων ερώσας, και επί ξένην εν ύδασι θνησκούσας, ο και ούτω γέγονεν. Ερασθείσα γαρ του ιδίου δούλου και μη φέρουσα τον ψόγον, φυγούσα συν αυτώ, εν αλλοδαπή ορμήσασα και κοίτης αυτώ κοινωνήσασα, κατά θάλασσαν διεφθάρη.
7. Καγώ απεκρινάμην˙ Και πώς άρα γινώσκεις ότι η φυγούσα εν αλλοδαπή γενομένη τον δούλον έγημεν και γήμασα ετελεύτησεν;
Και ο γέρων˙ Ασφαλώς οίδα ταληθή, ουχ ότι έγημεν, οπότε ουδ’ ότι ήρα εγίνωσκον, αλλά μετά την αυτής απαλλαγήν και αδελφός ο του ανδρός αυτής εμοι διηγήσατο πάντα τα κατά τον αυτής έρωτα, και ως σεμνός ων, άτε δη και αδελφός, ουκ εβουλήθη μιάναι την κοίτην, και πώς βουλομένη και αιδουμένη αυτόν και τον ψόγον η τάλαινα (ουκ έστι γαρ αυτήν μέμψασθαι, ότι εκ γενέσεως ταύτα ποιείν τε και πάσχειν ηναγκάζετο) όνειρον είτε αληθή είτε ψευδή επλάσατο ουκ έχω λέγειν. Έλεγε γαρ αυτήν ειρηκέναι˙ Ως ότι εν οράματι επιστάς τις εκέλευσέ μοι άμα τέκνοις εξαυτής την Ρωμαίων εκβήναι πόλιν. Ο δε ανήρ σώζεσθαι αυτήν συν τοις υιοίς σπεύδων αυτίκα αυτούς παιδευθησομένους εις τας Αθήνας εξέπεμψε συν τη μητρί και δούλοις, τρίτον δε νεώτερον υιόν έχων έσχε παρ’ εαυτώ, ως δη του χρηματίσαντος κατ’ όναρ συνείναι αυτόν αυτώ επιτρέψαντος. Πολλούς δε χρόνου διελθόντος ουκ έλαβε γράμματα παρ’ αυτής. Αυτός πολλάκις πέμψας εις Αθήνας, εμέ παραλαβών ως πάντων αυτώ γνησιώτερον όντα επί την ζήτησιν αυτής επορεύθη.
Πολλά μεν ουν αυτώ και κατά την αποδημίαν συνέκαμνον προθύμως, μεμνημένος ότι της πάλαι αυτού ευδαιμονίας κοινωνόν με πάντων είχεν, υπέρ πάντας αυτού με φίλους αγαπών. Και δη απεπλεύσαμεν αυτής Ρώμης, και ούτως εις τα ενταύθα της Συρίας εγενόμεθα μέρη, και εις Σελεύκειαν παρεβάλομεν, και ούτως εκβάντων ημών του πλοίου μετ’ ου πολλάς ημέρας εκείνος μεν αθυμών ετελεύτησεν, εγώ δε ενταύθα ελθών, τας δια των χειρών τροφάς έκτοτε και εις δεύρο πορίζομαι.
8. Ταύτα του γέροντος ειπόντος, σύνοιδα, ότι, ον έλεγε γέροντα τεθνάναι, ούτος αυτός ην, εξ ων έλεγεν, ο πατήρ ο υμέτερος. Ουκ εβουλήθηκν ουν το καθ’ υμάς αυτώ συναντιβαλείν, μέχρις αν υμίν προσανάθωμαι. Πλην τα κατά την ξενίαν αυτού καταμαθών και την εμήν δε μηνύσας, ακριβείας ένεκα, τούτο μόνον επυθόμην, τί όνομα τω γέροντι; Ο δε έφη, Φαύστος. Τί δε τοις διδύμοις υιοίς; Ο δε απεκρίνατο, Φαυστίνος και Φαυστινιανός. Τί δε τω τρίτω υιώ; Ο δε είπεν, Κλήμης. Τί δε τη τούτων μητρί όνομα; Ο δε έφη, Ματτιδία. Υπό συμπαθείς ουν εγώ σύνδακρυς γενόμενος, απολύσας τους όχλους ήλθον προς υμάς, ίνα μετά την αλών κοινωνίαν ταύτα προσανάθωμαι υμίν. Προ δε των αλών μεταλαβείν ειπείν υμίν ουκ εβουλήθην, μη πώς υπό λύπης νικηθέντες εν τη του βαπτίσματος ημέρα πενθούντες διατελέσητε, οπότε και άγγελοι χαίρουσιν. Ταύτα του Πέτρου λέγοντος, εδακρύομεν οι πάντες μετά της μητρός.
Ο δε δακρύοντας ιδών ημάς έφη˙ Νυν έκαστος υμών φόβω τω προς τον Θεόν γενναίως φερέτω τα λεχθέντα. Ου γαρ δη σήμερον υμίν ετελεύτησεν ο πατήρ, αλλά έκπαλαι, ως υμείς στοχαζόμενοι ειρήκατε.
***
9. Όταν ο Πέτρος είπε αυτά, η μητέρα, μη υπομένοντας, φωνάζοντας είπε˙ αλλοίμονο, άνδρα μου, εσύ αγαπώντας μας με απόφασή σου πέθανες, ενώ εμείς ζώντας βλέπουμε το φως και τώρα τρώμε. Όμως ακόμα πριν σταματήσει η μόνη αυτή κραυγή, να μπήκε και ο γέροντας και μόλις θέλησε να μάθει την αιτία της κραυγής, βλέποντας τη γυναίκα είπε˙ Αλλοίμονο, τί είναι αυτό; Ποιά βλέπω; Πλησιάζοντας δε και κοιτάζοντας πιο προσεκτικά και αναγνωρίζοντάς την την αγκάλιασε. Από την απρόσμενη δε χαρά τους παραμιλούσαν και οι δύο. Και ενώ ήθελαν να μιλήσουν ο ένας στον άλλο, από την πολύ μεγάλη χαρά δέθηκε η γλώσσα τους και δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν. Όμως ύστερα από λίγο είπε η μητέρα σ’ αυτόν. Σε έχω, Φαύστε, εσένα τον πιο γλυκό από όλους. Πώς όμως ζεις, συ που πριν λίγο ακούσαμε ότι έχεις πεθάνει; Πλην όμως αυτά είναι τα παιδιά μας, ο Φαυστίνος, ο Φαυστινιανός και ο Κλήμης. Όταν είπε αυτά, εμείς οι τρεις πέσαμε επάνω του και καθώς τον γεμίζαμε με φιλιά, ξαναφέραμε στη μνήμη μας κάπως θολά τη μορφή του.
10. Βλέποντας αυτά ο Πέτρος είπε˙ Συ είσαι ο Φαύστος, ο άνδρας αυτής και ο πατέρας των παιδιών της;
Και εκείνος απάντησε˙ Εγώ είμαι.
Και ο Πέτρος˙ Γιατί τότε μου διηγήθηκες τα δικά σου, σαν να επρόκειτο για άλλον, αναφέροντας κόπους και στενοχώρια και τάφο;
Και ο πατέρας αποκρίθηκε˙ Επειδή ανήκω στο σόι του καίσαρα και δεν ήθελα να φανερωθώ, απέδωσα σε κάποιον άλλο τη διήγηση, για να μη γίνει αντιληπτό ποιος είμαι. Διότι γνώριζα πως, εάν αναγνωρισθώ, μαθαίνοντάς το οι τοπικοί άρχοντες θα με επαναφέρουν, κάνοντάς με δώρο στον καίσαρα, και θα με περιβάλουν στην παλιά ευτυχισμένη μου ζωή, πράγμα το οποίο με όλη μου την καρδιά είχαν προηγουμένως απαρνηθεί. Γιατί δεν μπορούσα, αφού για τα πολυαγαπημένα μου πρόσωπα είχα αποφασίσει ότι πέθαναν, να παραδώσω τον εαυτό μου στις απολαύσεις της ζωής.
11. Και ο Πέτρος είπε˙ Αυτά βέβαια τα έκανες όπως τα σκέφτηκες. Άραγε όμως όταν ισχυριζόσουν για την τύχη έλεγες ψέματα, ή μήπως τα υποστήριζες αληθινά;
Και ο πατέρας είπε˙ Δεν θα πω ψέματα σε σένα˙ αληθινά υποστήριζα την τύχη σαν να υπάρχει. Γιατί δεν είμαι αμύητος στο θέμα αυτό˙ αλλά πραγματικά υπήρχε μαζί μου κάποιος άριστος αστρολόγος, άνδρας Αιγύπτιος, που λεγόταν Αννουβίωνας, ο οποίος κατά τις αποδημίες μου συνδέθηκε μαζί μου με φιλία και μου φανέρωσε τον θάνατο της γυναίκας μαζί με τα παιδιά.
Και ο Πέτρος είπε˙ Επομένως πείσθηκες από τα πράγματα, ότι δεν ευσταθούν τα σχετικά με την τύχη;
Και ο πατέρας αποκρίθηκε˙ Αισθάνομαι την ανάγκη να σου εκθέσω όλα όσα ξεπερνούν τον νου μου, ώστε, ακούοντας γι’ αυτά, να μάθω τις δικές σου ανασκευές τους. Όμως γνωρίζω, ότι φταίνε πολύ οι αστρολόγοι, αλλά και σε πολλά λένε την αλήθεια. Σκέφτομαι λοιπόν μήπως σ’ εκείνα που εξακριβώνονται είναι αληθινοί, ενώ σ’ εκείνα που διαψεύδονται, πάσχουν από αμάθεια, ώστε να υποθέτω ότι η διδασκαλία ευσταθεί, ενώ αυτοί από αμάθεια και μόνο ψεύδονται, επειδή δεν μπορούν όλοι να τα εξακριβώσουν όλα.
Και ο Πέτρος αποκρίθηκε˙ Πρόσεχε, μήπως αυτά στα οποία επαληθεύονται είναι τυχαία και δεν τα λένε εξακριβώνοντάς τα. Γιατί οπωσδήποτε είναι ανάγκη από τα πολλά που λένε, κάποια να συμβαίνουν.
Και ο γέροντας είπε˙ Πώς μπορώ λοιπόν να μάθω γι’ αυτό, εάν δηλαδή υπάρχει τύχη ή όχι;
12. Ενώ και οι δύο σιωπούσαν εγώ είπα˙ Επειδή το θέμα αυτό το γνωρίζω πολύ καλά, ενώ ο κύριος και ο πατέρας όχι τόσο πολύ, θα ήθελα, να έρθει ο ίδιος ο Αννουβίων, για να κάνει λόγο στον πατέρα. Γιατί έτσι θα μπορούσε το πράγμα να γίνει φανερό, εφόσον θα συζητήσει ένας τεχνίτης με ένα συντεχνίτη του.
Και ο πατέρας αποκρίθηκε˙ Πού όμως είναι δυνατόν να συναντήσουμε τον Αννουβίωνα;
Και ο Πέτρος είπε˙ Στην Αντιόχεια˙ γιατί μαθαίνω ότι εκεί βρίσκεται ο Σίμωνας ο Μάγος, από τον οποίο ο Αννουβίων είναι αχώριστος ακόλουθός του. Εάν λοιπόν επιστρέψουμε εκεί, εφόσον φυσικά τους προφθάσουμε, μπορεί να γίνει η συζήτηση.
Και αφού συζητήσαμε μαζί πολλά και χαρήκαμε για την αναγνώριση και ευχαριστήσαμε τον Θεό, επειδή βράδυασε, πήγαμε για ύπνο.
9. Ταύτα του Πέτρου ειπόντος, η μήτηρ μη φέρουσα βοώσα έφη˙ Οίμοι, άνερ, ημάς αγαπών κρίσει μεν αυτός ετελεύτησας, ημείς δε ζώντες φως ορώμεν και τροφής άρτι μεταλαμβάνομεν. Ούπω δε της μιας ταύτης ολολυγής παυσαμένης, ιδού και ο γέρων εισήει, και άμα τω βούλεσθαι αυτόν της κραυγής την αιτίαν πυνθάνεσθαι εις την γυναίκα εμβλέψας έφη˙ Οίμοι τί θέλει τούτο είναι; Τίνα ορώ; Προσελθών δε και ακριβέστερον ενιδών και οραθείς περιεπλέκετο. Οι δε υπό χαράς αιφνιδίου διεφώνουν αμφότεροι. Και λαλείν αλλήλοις βουλόμενοι, αφασία συσχεθέντες εκ της απλήστου χαράς ουκ εδύναντο κρατείν. Πλην μετ’ ου πολύ προς αυτόν η μήτηρ˙ Έχω σε, Φαύστε, τον κατά πάντα μοι γλυκύτατον. Πώς άρα ζης, ον ως τεθνεώτα μικρώ πρόσθεν ηκούσαμεν; Πλην ούτοί εισίν ημών υιοί, Φαυστίνος, Φαυστινιανός και Κλήμης. Ταύτα ειπούσης, ημείς οι τρεις προσπεσόντες αυτώ και καταφιλούντες αμαυρώς πως την μορφήν αυτού ανεφέρομεν.
10. Ταύτα βλέπων ο Πέτρος έφη˙ Συ ει Φαύστος, ο ταύτης ανήρ και των αυτής παίδων πατήρ;
Ο δε έφη˙ Εγώ ειμί.
Και ο Πέτρος˙ Πώς ουν μοι τα σεαυτού ως περί άλλου διηγήσω, πόνους ειπών και λύπην και τάφον;
Και ο πατήρ απεκρίνατο˙ Προς γένους υπάρχων Καίσαρος και περίφωρος μη θέλων γενέσθαι, άλλω τινά την εξήγησιν ενετυπωσάμην, ίνα αυτός όστις ειμί μη νοηθώ˙ ήδειν γαρ ότι, ει αναγνώριμος γένωμαι, οι κατά τόπον ηγούμενοι ταύτα μαθόντες ανακαλέσονται. Καίσαρι κεχαρισμένα ποιούντες, και την του βίου πάλαι ευδαιμονίαν μοι περιθήσουσιν, ώπερ όλη προθέσει πρότερον απεταξάμην. Ου γαρ ηδυνάμην, περί των εμοί ηγαπημένων τα μέγιστα ως περί θανόντων κρίνας, προς την του βίου τρυφήν εαυτόν αποδιδόναι.
11. Και ο Πέτρος έφη˙ Ταύτα μεν εποίησας ως εβουλεύσω. Περί δε γενέσεως άρα ψευδόμενος διισχυρίζου, ή ως αληθεύων εβεβαίους;
Και ο πατήρ έφη˙ Ου ψεύσομαι προς σε, αληθώς ως ούσης γενέσεως εβεβαίουν. Ειμί γαρ ουκ αμύητος του θεωρήματος˙ πλην αλλά και συνήν μοι τις, αστρολόγων άριστος, ανήρ Αιγύπτιος, Αννουβίων ονόματι, όστις εν ταις αποδημίαις κατ’ αρχάς μοι φιλιωθείς τον της εμής συμβίου μετά των τέκνων θάνατον εδήλου.
Και ο Πέτρος έφη˙ Ουκούν έργω πέπεισαι νυν, ότι ου συνέστηκε τα κατά την γένεσιν;
Και ο πατήρ απεκρίνατο˙ Ανάγκη με πάντα τα υποτρέχοντά μου εις τον νουν εκτίθεσθαί σοι, ίνα προς αυτά ακούων μανθάνειν έχω τους σου τούτων ελέγχους. Αλλά και πολλά πταίειν οίδα τους αστρολόγους, πολλά δε και αληθεύειν. Υποπτεύω ουν μήπως α μεν ακριβούσιν, αληθεύουσιν, α δε πταίουσιν, αμαθία πάσχουσιν, ως υπονοείν με, το μεν μάθημα συνεστάναι, αυτούς δε δι’ αμαθίαν ψεύδεσθαι μόνην, δια το μη πάντας περί πάντων ακριβούν δύνασθαι.
Και ο Πέτρος απεκρίνατο˙ Άπεχε, μη πως, περί ων αληθεύουσιν, επιτυγχάνουσιν, και ουχί ακριβούντες λέγουσιν. Ανάγκη γαρ πάσα εκ πολλών των λεγομένων αποβαίνειν τινά.
Και ο γέρων έφη˙ Πώς ουν εστί περί τούτου πληροφορηθήναι, το είτε συνέστηκεν το κατά την γένεσιν, ή ού;
12. Αμφοτέρων ουν σιωπώντων έφην εγώ˙ Επειδή το μάθημα ακριβώς επίσταμαι, ο δε κύριος και ο πατήρ ουχ ούτως, ήθελον, ει αυτός Αννουβίων παρήν, επί του πατρός ποιήσασθαι λόγον. Ούτω γαρ αν ατο πράγμα εις φανερόν ελθείν ηδύνατο, τεχνίτου προς ομότεχνον την ζήτησιν εσχηκότος.
Και ο πατήρ απεκρίνατο˙ Πού ουν δυνατόν εστίν Αννουβίωνι συντυχείν;
Και ο Πέτρος έφη˙ Εν Αντιοχεία˙ εκεί γαρ μανθάνω Σίμωνα τον Μάγον όντα, ω Αννουβίων παρεπόμενος αχώριστός εστίν. Επάν ουν εκεί γενώμεθα, εάν γε καταλάβωμεν αυτούς, ή ζήτησις γενέσθαι δύναται.
Και όμώς πολλά διαλεχθέντες και επί τω αναγνωρισμώ χαρέντες και Θεώ ευχαριστήσαντες, εσπέρας επικαταλαβούσης, εις ύπνον ετράπημεν.
Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.
Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994
Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Εκ “των Πέτρου επιδημιών κηρυγμάτων επιτομή”: (Εισαγωγή).
