1.Όταν ξημέρωσε, ο πατέρας, μαζί με την μητέρα μας και τους τρεις γιούς, μπήκε εκεί όπου βρισκόταν ο Πέτρος, χαιρέτισε και κάθισε, και έπειτα με δική του προτροπή και εμείς. Ο Πέτρος τότε ατενίζοντας τον πατέρα είπε˙ Ανυπομονώ να γίνεις ομόδοξος με τη γυναίκα και τα παιδιά σου, ώστε και εδώ να τρως μαζί τους, και εκεί μετά το χωρισμό της ψυχής από το σώμα να βρίσκεσαι μαζί τους και να μη αισθάνεσαι λύπη. Ή μήπως δεν στενοχωρεί πάρα πολύ και σένα και αυτούς το ότι δεν θα είμαστε μαζί;
Και ο πατέρας είπε˙ Και πολύ μάλιστα.
Και ο Πέτρος˙ εφόσον λοιπόν σε λυπεί το ότι και εδώ είστε χωρισμένοι, πόσο περισσότερο θα σε στενοχωρήσει το γεγονός ότι μετά τον θάνατο οπωσδήποτε δεν θα είμαστε μαζί, και έτσι εσύ, ενώ είσαι σοφός άνδρας, θα έχεις αποχωρισθεί από τους δικούς σου εξαιτίας της γνώμης σου, ενώ εκείνοι θα υποφέρουν περισσότερο γνωρίζοντας, ότι, με κατηγορηματική κρίση της πίστεώς μας, σε περιμένει αιώνια κόλαση, επειδή πιστεύεις άλλα;
2. Και ο πατέρας είπε˙ Αλά δεν είναι δυνατό, αγαπητέ μου, να κολαστεί η ψυχή στον άδη, αφού μόλις χωριστεί από το σώμα διαλύεται στον αέρα.
Και ο Πέτρος είπε˙ Απάντησέ μου˙ μέχρι που να σε πείσουμε γι’ αυτό, δεν νομίζεις ότι εσύ, που δεν πιστεύεις στην κόλαση, δεν θα λυπάσαι, εκείνοι όμως που πιστεύουν, αναγκαστικά θα στενοχωριούνται για σένα;
Και ο πατέρας˙ Μιλάς λογικά.
Και ο Πέτρος˙ Γιατί λοιπόν δεν τους απαλλάσσεις από την τόσο μεγάλη λύπη για σένα, συμφωνώντας στη θρησκεία, και εννοώ όχι από οίκτο, αλλά από ευγνωμοσύνη, ακούοντας αυτά που σου λέω εγώ και κρίνοντας εάν αυτά είναι έτσι ή όχι; Και εάν μεν είναι έτσι, όπως τα λέμε, και εδώ θα περάσεις ευχάριστα μαζί με τα αγαπητά σου πρόσωπα, και εκεί θα αναπαυθείς μαζί τους. Εάν πάλι, με τους συλλογισμούς αποδείξεις ότι αυτά που λέμε εμείς είναι κάποιος ψεύτικος μύθος, θα τους κάνεις και αυτούς ομόφρονές σου, και θα κάνεις καλά, γιατί θα τους σταματήσεις από το να στηρίζονται σε μάταιες ελπίδες, και θα τους απαλλάξεις από ψεύτικους φόβους.
3. Και ο πατέρας˙ Μου φαίνεται ότι λες πολλά σωστά πράγματα.
Και ο Πέτρος είπε˙ Πες μας λοιπόν τί είναι αυτό που σε κρατεί για να έλθεις στη δική μας πίστη, ώστε να αρχίσουμε μιλώντας γι’ αυτό. Διότι πολλά είναι αυτά που εμποδίζουν˙ τους πιστούς τους εμποδίζουν οι ενασχολήσεις με αγορές, εργασίες, καλλιέργειες, φροντίδες και άλλα τέτοια,1 ενώ τους άπιστους, ένας από τους οποίους είσαι και συ, οι προλήψεις να πιστεύουν ότι υπάρχουν θεοί που δεν υπάρχουν, ή ότι όλα υπόκεινται στην τύχη ή στον αυτοματισμό, ή ότι οι ψυχές είναι θνητές, ή ότι και το δικό μας κήρυγμα είναι ψεύτικο, επειδή τάχα δεν υπάρχει πρόνοια.
4. Εγώ όμως ισχυρίζομαι ότι από την πρόνοια του Θεού έχουν ρυθμιστεί όλα όσα έγιναν σχετικά με σένα, το να χωρίσετε επί τόσα χρόνια εσύ και οι δικοί σου. Επειδή δηλαδή αν ήταν μαζί σου μπορεί να μη άκουαν τον λόγο της πίστεως, γι’ αυτό προβλέφθηκε η αποδημία μαζί με τη μητέρα και το ναυάγιο και η υποψία του θανάτου και η απουσία αγοραστών˙ ακόμα και για να διδαχθούν αυτοί της άθεες διδασκαλίες των Ελλήνων, ώστε να μπορούν, ως γνώστες πια, να τις ανασκευάζουν˙ επίσης και το να αγαπήσουν το κήρυγμα της θεοσέβειας και να μπορέσουν να ενωθούν μ’ εμένα, για να με βοηθήσουν στο κήρυγμα˙ ακόμα και το ότι ήρθε μαζί και ο Κλήμης και αναγνώρισε τη μητέρα του και από τη θεραπεία του Θεού να πληροφορηθεί και ύστερα από λίγο να αναγνωρισθούν αμέσως τα δίδυμα παιδιά της και αφού την αναγνωρίσουν την άλλη μέρα να σε συναντήσουν, και να απολαύσεις τους δικούς σου. Μια τόσο γρήγορη συναρμογή που να συντρέχει από παντού στην επίτευξη ενός σκοπού, δεν νομίζω ότι είναι συμπτωματική.
1.Όρθου δε γενομένου ο πατήρ μετά της μητρός ημών και των τριών υιών εισελθών, ένθα ο Πέτρος ην, προσαγορεύσας εκαθέσθη, έπειτα και ημείς, αυτού κελεύσαντος. Και ο Πέτρος τω πατρί προσεμβλέψας έφη˙ Σπεύδω ομόφρονά σε γενέσθαι γυναικί και τέκνοις, όπως αυτοίς και ενταύθα ομοδίαιτος ης, κακεί μετα΄τον από του σώματος της ψυχής χωρισμόν συνών άλυπος έση. Ή γαρ ου τα μέγιστά σε λυπεί και αυτούς το μη αλλήλοις συνείναι;
Και ο πατήρ˙ Και πάνυ γε.
Και ο Πέτρος˙ Ει ουν και ενταύθα το αλλήλων κεχωρίσθαι λυπεί, μετά θάνατον πάντως οφειλόμενον υμίν μετ’ αλλήλων μη είναι, πόσω γε μάλλον ληπήσει σε μεν άνδρα σοφόν όντα τω της γνώμης σου λόγω των σων κεχωρίσθαι, αυτούς δε πολύ μάλλον αδυνάσθαι το ειδέναι, ότι σε άλλα φρονούντα αιώνιος μένει κόλασις, ρητού δόγματος αποφάσει;
2.Και ο πατήρ έφη˙ Άλλ’ ουκ έστιν, ω φίλτατε, το εν άδου ψυχάς κολάζεσθαι, αυτής άμα τω αποστήναι του σώματος εις αέρα λλυομένης.
Και ο Πέτρος έφη˙ Μέχρις ουν ότε αν περί τούτου πείσωμέν σε, απόκριναί μοι, ου δοκεί σοι σε μεν απιστούντα την κόλασιν μη λυπείσθαι, εκείνους δε πεπεισμένους ανάγκην έχειν περί σου ανιάσθαι;
Και ο πατήρ˙ Ακολούθως λέγεις.
Και ο Πέτρος˙ Δια τί δε αυτούς ουκ απαλλάξεις μεγίστης περί σου λύπης, τη θρησκεία συνθέμενος, ου δυσωπία λέγω, άλλ’ ευγνωμοσύνη, περί των λεγομένων σοι υπ’ εμού ακούων, και κρίνων ει ταύτα ούτως έχει, ή ου; Και ει μεν ούτως έχει ως λέγομεν, και ώδε συναπολαύσεις τοις φιλτάτοις, κακεί συναναπαύση˙ ει δε εν τη των λόγων σου σκέψει δείξης τα υφ’ ημών λεγόμενα μύθόν τινά ψευδή είναι, και ούτω καλώς ποιήσεις, αυτούς ομογνώμονάς σου ειληφώς, και του κεναίς ελπίσιν επερείδεσθαι παύσεις και ψευδών φόβων απαλλάξεις.
3. Και ο πατήρ˙ Πολλά φαίνη μοι εύλογα λέγων.
Και ο Πέτρος έφη˙ Τί ουν εστί, το κρατούν σε, μη εις την ημετέραν πίστιν ελθείν, λέγε ίνα εις αυτό λέγειν αρξώμεθα. Πολλά γαρ εστί τα κρατούντα˙ τους μεν πεπεισμένους ασχολίαν αγορασμών, πράξεων, γεωργιών, φροντίδων, και όσα τοιαύτα˙ απιστούντας δε, αφ’ ων ει και συ, υπολήψεις του νομίζειν, ή θεούς τους ουκ όντας είναι, ή το γενέσει τα πάντα υποκείσθαι ή αυτοματισμώ, ή τας ψυχάς θνητάς είναι, ή και τον ημέτερον λόγον ψευδή ως ουκ ούσης προνοίας.
4. Εγώ δε προνοία Θεού τα πάντα διοικείσθαι εκ των περί σε γενομένων είναι λέγω, τοσούτοις έτεσι την την διάστασιν σου τε και των σων γενέσθαι. Επεί γαρ συν σοι όντες ίσως των της θεοσεβείας λόγων ουκ αν επήκουσαν, ωκονομήθη συν μητρί η αποδημία και ναυάγιον και θανάτου υπόνοια και απρασίαι˙ έτι τε και εκπαιδευθήναι αυτούς τα Ελλήνων και άθεα δόγματα, ίνα μάλλον ως ειδότες ταύτα ανασκευάζειν δυνατοί ωσίν˙ επί τούτοις το φιλήσαι τον της θεοσεβείας λόγον και εμοί ενωθήναι δυνηθήναι, προς το συλλαβέσθαι μου τω κηρύγματι˙ άλλ’ έτι μην συνελθείν και τον αδελφόν Κλήμεντα, και ούτω την μητέρα επιγνωσθήναι, και υπό θεραπείας της θεότητος πληροφορηθήναι, και μετ’ ου πολύ ευθύ τα δίδυμα τέκνα επιγνωσθέντα και επιγνόντα και της άλλης ημέρας σοι συντυχείν, και τους σους απολαβείν. Τοσαύτη νουν ταχείαν αρμονίαν πανταχόθεν συνδραμούσαν εις ένα γνώμης σκοπόν ουκ οίμαι απρονόητον είναι.
Υποσημείωση.
1. Πρβλ. Λουκά 14, 18-20
***
5. Και ο πατέρας άρχισε τότε να λέει στον Πέτρο˙ Μη νομζεις, αγαπητέ μου Πέτρε, ότι δεν με νοιάζουν αυτά που κηρύττεις. Στο τέλος λοιπόν της νύχτας αυτής που πέρασε, επειδή ο Κλήμης μου έκανε πολλές προτροπές για να συμφωνήσω με την αλήθεια που κηρύττεις εσύ, απάντησα˙ Τί πιο καινούργιο μπορεί κανείς να παραγγείλει από εκείνο που συμβούλεψαν οι αρχαίοι;
Και εκείνος χαμογελώντας είπε˙ Υπάρχει μεγάλη διαφορά, πατέρα, ανάμεσα στους λόγους της πίστεως και της φιλοσοφίας. Διότι ο λόγος της αλήθειας αποδεικνύεται από την προφητεία, ενώ εκείνος της φιλοσοφίας μας παρέχει κομψούς λόγους, νομίζοντας ότι με στοχασμούς θα παρουσιάσει αποδείξεις.
Και αφού είπε αυτά, για παράδειγμα, μου εξέθεσε τον λόγο για τη φιλανθρωπία, τον οποίο εσύ του είχες αναπτύξει, που μου φαινόταν πάρα πολύ άδικος. Και θα σου πω το γιατί. Έλεγε ότι είναι σωστό ακόμα και σ’ εκείνον που του χτυπά το σαγόνι, να του προσφέρει και το άλλο, και σ’ εκείνον που του παίρνει το επανωφόρι, να του δίνει και το εσώρουχο, και όταν τον αγγαρεύει για ένα μίλι, να πηγαίνει μαζί του δύο, και άλλα τέτοια.1
6. Και ο Πέτρος αποκρίθηκε˙ Νόμισες δηλαδή άδικο αυτό που είναι πάρα πολύ δίκαιο. Όμως, εάν σου αρέσει, άκουσε.
Και ο πατέρας είπε˙ Μου αρέσει και μάλιστα πολύ.
Και ο Πέτρος˙ Εάν υπάρχουν δύο βασιλείς που έχουν χωριστές τις χώρες τους, εάν κάποιος από τους υπηκόους του ενός συλληφθεί στη χώρα του άλλου και πρέπει γ’ αυτό να τιμωρηθεί με θάνατο, εάν αφεθεί ελεύθερος με ένα ράπισμα και δεν τιμωρηθεί με θάνατο, δεν νομίζεις ότι αυτός που τον άφησε ελεύθερο είναι φιλάνθρωπος;
Και ο πατέρας είπε˙ Τί λοιπόν˙ αν κάποιος αφαιρέσει κάτι που ανήκει σε κάποιον, ή και ξένο, και συλληφθεί γι’ αυτό, εάν δώσει διπλάσιο ενώ πρέπει να δώσει τετραπλάσιο και να θανατωθεί, επειδή συνελήφθη μέσα στα σύνορα του αντιπάλου, δεν νομίζεις ότι αυτός που πήρε το διπλάσιο και τον απάλλαξε από τον θάνατο είναι φιλάνθρωπος;
Και ο πατέρας είπε˙ Έτσι φαίνεται.
Και ο Πέτρος˙ Τί λοιπόν; Δεν πρέπει εκείνος που βρίσκεται στο βασίλειο του άλλου, που είναι μάλιστα κακός εχθρός, για χάρη της ζωής που του χάρισε, να τους κολακεύει όλους και όταν τον αγγαρεύουν να υπακούει περισσότερο, αν και δεν τον χαιρετούν να τους χαιρετά, να συμφιλιώνει εχθρούς, να μη φιλονικεί μαζί τους όταν οργίζονται, να δίνει άφοβα όσα του ανήκουν σε καθέναν που του ζητάει, και άλλα τέτοια;
Και ο πατέρας˙ Πρέπει μάλλον να υφίσταται τα πάντα, εάν βέβαια προτιμά από αυτά τη ζωή του.
5. Και ο πατήρ τω Πέτρω ήρξατο λέγειν˙ Μη νόμιζε, φίλτατέ μοι Πέτρε, εν εννοία μη έχειν περί του υπό σου κηρυσσομένου λόγου. Πέρας γουν ταύτης της παρωχηκυίας νυκτός, πολλά του Κλήμεντος προτρεπόμενά μοι τη υπό σου κηρυσσομένη αληθεία συνθέσθαι, απεκρινάμην˙ Τί γαρ καινότερον εντέλλεσθαι δύναταί τις παρ’ ο οι αρχαίοι παρήνεσαν;
Ο δε ηρέμα γελάσας έφη˙ Πολλή διαφορά, πάτερ, μεταξύ των της θεοσεβείας λόγων και των της φιλοσοφίας. Ο γαρ της αληθείας λόγος απόδειξιν έχει την εκ προφητείας, ο δε της φιλοσοφίας καλλιλογίας παρέχων εκ στοχασμών δοκεί παριστάνειν τας αποδείξεις.
Και ομώς ταύτα ειπών δείγματος χάριν τον περί φιλανθρωπίας μοι λόγον εξέθετο, όνπερ αυτώ υφηγήσω, ος αδικώτατός μοι μάλλον εφαίνετο. Και το πώς ερώ. Δίκαιον έφασκεν είναι και τω τύπτοντι αυτού την σιαγόνα παρατίθεναι και την ετέραν, και τω αίροντα αυτού το ιμάτιον προσδιδόναι και το μαφόριον, αγγαρεύοντι δε μίλιον εν συναπέρχεσθαι δύο, και όσα τοιαύτα.
6. Και ο Πέτρος απεκρίνατο˙ Άλλ’ ενόμισας άδικον ό,τι δικαιότατόν εστίν. Ει σοι φίλον εστίν, άκουσον.
Και ο Πέτρος˙ Ου δοκεί σοι, δύο εχθρών βασιλέων όντων και διηρημένας τας χώρας εχόντων, ει τις εκ των του ενός υπηκόων εν τη του ετέρου χώρα φωραθείη, και δια τούτο θάνατον οφείλων, εάν ραπίσματι και μη θανάτω της τιμωρίας απολυθή, ου φαίνεται μην ο απολύσας φιλάνθρωπος είναι;
Και ο πατήρ έφη˙ Και πάνυ.
Και ο Πέτρος έφη˙ Τί δε, ει και ίδιόν τί τινός αυτός ούτος αφέληται, ή και αλλότριον, και επί τούτω συλληφθείς ενάν διπλάσιον δω, τετραπλάσιον οφείλων, και το θανείν, ως εν τοις του εναντίου αλούς όροις, ου δοκεί σοι ότι ο λαβών το διπλάσιον και θανάτου αυτόν απολύσας φιλάνθρωπος τυγχάνει;
Και ο πατήρ έφη˙ Φαίνεται.
Και ο Πέτρος˙ Τί δε; Ου χρη τον εν ετέρου βασιλεία όντα, και ταύτα πονηρού τίνος εχθρού, του ζην χάριν πάντας κολακεύειν, και αγγαρεύουσιν επί πλείον υπείκειν, μη προσαγορεύοντας προσαγορεύειν, εχθρούς διαλλάσσειν, οργιζομένοις μη φιλονεικείν, τα εαυτού αδεώς παντί αιτούντι παρέχειν, και όσα τοιαύτα;
Και ο πατήρ˙ Πάντα μάλλον ευλόγως υποσταίη, είπερ τούτων το ζην προκρίνει.
Υποσημείωση.
1. Πρβλ. 6, 25. Ματθ. 5, 39
***
7. Και ο Πέτρος˙ Αυτοί λοιπόν που έλεγες ότι αδικούνται δεν είναι έξω από τα σύνορά τους, αφού βρίσκονται στο βασίλειο άλλου, και είναι σε τόσο πλεονεκτική θέση, όσο είναι δικά τους αυτά που έχουν; Ενώ εκείνοι που φαίνονται ότι τους αδικούν χαρίζουν τόσα στον καθένα που προέρχεται από το αντίπαλο βασίλειο, όσα είναι αυτά που τους επιτρέπουν να έχουν. Άκουσε λοιπόν το εξής πράγμα. Ο προφήτης της αλήθειας, όταν ήταν παρών, μας δίδαξε, ότι ο δημιουργός των όλων και Θεός μοίρασε σε δύο, έναν αγαθό και έναν κακό, δύο βασίλεια, δίνοντας στον κακό τη βασιλεία αυτού εδώ του κόσμου με νόμο, ώστε να έχει την εξουσία να τιμωρεί εκείνους που αδικούν, ενώ στον αγαθό έδωσε την αιώνια βασιλεία που πρόκειται να έλθει. Και έκανε τον κάθε άνθρωπο ελεύθερο να έχει την εξουσία να δίνει τον εαυτό του σε όποιον θέλει, ή στον παρόντα κακό, ή στον μέλλοντα αγαθόν. Από αυτούς, εκείνοι που προτιμούν τα παρόντα έχουν το δικαίωμα να πλουτίζουν, να απολαμβάνουν, να ευχαριστιούνται, και ό,τι άλλο μπορούν.
Διότι από τα μελλοντικά αγαθά δεν θα έχουν κανένα. Εκείνοι πάλι που αποφάσισαν να πάρουν τα αγαθά της μελλοντικής βασιλείας, τα αγαθά του κόσμου αυτού, που ανήκουν σε άλλον βασιλιά, πιστεύουν ότι δεν επιτρέπεται σ’ αυτούς να τα έχουν, παρά μόνο το νερό και το ψωμί, και αυτά αφού τα εξασφαλίσουν με ιδρώτα για να ζήσουν (επειδή δεν επιτρέπεται να πεθάνουν θεληματικά), επίσης και ένα μόνο ένδυμα, επειδή δεν επιτρέπεται να στέκονται γυμνοί, εξαιτίας του ουρανού που τα βλέπει όλα.
8. Εάν λοιπόν θέλεις να ακούσεις τη σωστή τοποθέτηση του πράγματος, εκείνοι που πριν από λίγο βιαστικά είπες ότι αδικούνται, μάλλον αυτοί αδικούν. Διότι αυτοί ενώ προτίμησαν τα μελλοντικά αγαθά, ζουν στον παρόντα κόσμο με τους κακούς, απολαμβάνοντας πολλά που είναι ίσα με τα δικά τους, την ίδια τη ζωή, το φως, το ψωμί, το νερό, το ένδυμα και μερικά άλλα τέτοια, ενώ εκείνοι που εσύ νόμισες ότι αδικούν, δεν θα συνυπάρχουν καθόλου με τους αγαθούς ανθρώπους της μελλοντικής βασιλείας.
Και ο πατέρας σ’ αυτά απάντησε˙ Τώρα που με έπεισες ότι αυτοί που αδικούν αδικούνται, ενώ εκείνοι που αδικούνται βρίσκονται σε πλεονεκτική μάλλον θέση, μου φαίνεται ακόμα πιο άδικο από όλα το πράγμα, διότι εκείνοι που φαίνονται ότι αδικούν, επιτρέπουν πολλά σ’ εκείνους που προτίμησαν τα μελλοντικά αγαθά, ενώ αυτοί που φαίνονται ότι αδικούνται, αυτοί ακριβώς αδικούν, διότι δεν παρέχουν τα ίδια στην εκεί ζωή σ’ αυτούς που εδώ τους επιτρέπουν, αυτά δηλαδή που αυτοί τους επέτρεψαν.
Και ο Πέτρος είπε˙ Ούτε αυτό είναι άδικο, επειδή ο καθένας έχει το δικαίωμα να προτιμήσει τα παρόντα ή τα μελλοντικά, είτε μικρά είναι είτε μεγάλα. Εκείνος που επιλέγει με δική του απόφαση και θέληση δεν αδικείται. Εννοώ βέβαια ούτε αν προτιμήσει τα μικρά, επειδή υπήρχα τα μεγάλα. Διότι ήταν στη διάθεσή του και τα μικρά.
Και ο πατέρας είπε˙ Σωστά είπες˙ διότι έχει λεχθεί από κάποιον Έλληνα σοφό˙ Η ευθύ΄νη ανήκει σ’ αυτούς που έκαναν την εκλογή. Ο Θεός είναι ανεύθυνος.
7. Και ο Πέτρος˙ Ουκούν ους αδικείσθαι έλεγες, αυτοί παρορισταί τυγχάνουσιν, καθό εν ετέρου εισί βασιλεία, και τοσούτον πλεονέκται εισίν, όσον κεκτημένοι εισίν; Οι δ’ αδικείν νομιζόμενοι τοσαύτα εκάστω τω εξ εναντίας όντι χαρίζονται, όσα αν αυτοίς έχειν συγχωρώσιν. Αυτών γαρ εστί ταύτα των τα παρόντα ελομένων. Και εις τοσούτον φιλάνθρωποί εισίν, ως το ζην αυτοίς συγχωρείν. Και το μεν παράδειγμα ούτως έχει. Άκουε δη αυτό το πράγμα. Ο της αληθείας παρών προφήτης εδίδαξεν ημάς, ότι ο των όλων δημιουργός και Θεός δυσί τισίν απένειμε βασιλείας δύο αγαθώ τε και πονηρώ, δους τω μεν κακώ του παρόντος κόσμον μετά νόμου την βασιλείαν, ώστ’ αν έχειν εξουσίαν κολάζειν τους αδικούντας, τω δε αγαθώ τον εσόμενον αΐδιον αιώνα. Έκαστον δε των ανθρώπων ελεύθερον εποίησεν έχειν εξουσίαν εαυτόν απονέμειν ω βούλεται, ή τω παρόντι κακώ ή τω μέλλοντι αγαθώ, ων οι ελόμενοι τα παρόντα εξουσίαν έχουσι πλουτείν, τρυφάν, ήδεσθαι, και παν ό,τι αν δύνωνται˙ των γαρ εσομένων αγαθών ουδέν έξουσιν.
Οι δε τα της μελλούσης βασιλείας κρίναντες λαβείν, τα ενταύθα, ως αλλοτρίου βασιλέως ίδια όντα, αυτοίς νομίζεσθαι ουκ έξεστιν, ή ύδατος μόνου και άρτου καιτούτων μεθ’ ιδρώτων ποριζομένων προς το ζην (επειδή εκοντί αποθανείν ουκ έξεστιν). Έτι δε και περιβολαίου ενός, γυμνόν γαρ εστάναι ουκ εφίεται, ένεκεν του παντός ορώντος ουρανού.
8. Ει μεν ουν τον ακριβή του πράγματος λόγον ακούσαι θέλεις, ους μικρώ τάχιον είρηκας αδικείσθαι, αυτοί μάλλον αδικούσιν. Ότι αυτοί μεν οι τα εσόμενα ελόμενοι εν τοις παρούσι σύνεισι τοις κακοίς, κατά πολλά των ίσων αυτοίς απολαύοντες, αυτού τε του ζην, του φωτός, του άρτου, του ύδατος του ιματίου, και άλλων τοιούτων τινών, οι δε αδικείν υπό σου νομισθέντες τοις εσομένοις αγαθοίς ανδράσιν ουδέν συνυπάρχουσιν.
Και ο πατήρ προς ταύτα απεκρίνατο˙ Νυν με ότε πέπεικας ότι οι αδικούντες αυτοί αδικούνται, οι δε αδικούμενοι μάλλον πλεονεκτούσιν, έτι μάλλον αδικώτατον όλων μοι φαίνεται το πράγμα, ότι οι μεν δοκούντες αδικείν πολλά τοις τα εσόμενα ελομένοις συγχωρούσιν, οι δε δοκούντες αδικείσθαι αυτοί αδικούσιν, ότι τα όμοια ου παρέχουσιν εκεί τοις ενταύθα αυτοίς συγκεχωρηκόσιν, α αυτοί αυτοίς συνεχώρησαν.
Και ο Πέτρος˙ Ουδέ τούτο άδικον, δια το εξουσίαν έχειν έκαστον τα παρόντα αιρείσθαι ή τα μέλλοντα, είτε μικρά είη είτε μεγάλα. Ιδία κρίσει και βουλή ο ελόμενος ουκ αδικείται˙ λέγω δη ουδ’ αν τα μικρά έληται, επεί προέκειτο τα μεγάλα. Προέκειτο γαρ αυτώ και τα μικρά.
Και ο πατήρ έφη˙ Ορθώς έφης, και γαρ είρηταί τινί Ελλήνων σοφώ˙ Αιτία ελομένων, Θεός αναίτιος.
***
9. Αλλά εξήγησέ μου ακόμα κι αυτή την απορία. Θυμάμαι ότι ο Κλήμης μου είπε, ότι τις αδικίες και τα παθήματα τα υποφέρουμε για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες μας.
Και ο Πέτρος είπε˙ Και αυτό είναι σωστό. Διότι εμείς που προτιμήσαμε τα μελλοντικά αγαθά, όσα επί πλέον έχουμε, ενδύματα, τροφές, πιοτά, ή μερικά άλλα, έχουμε αμαρτίες, επειδή δεν πρέπει να έχουμε τίποτε, για τον λόγο που σου εξήγησα πριν λίγο. Για όλους τα κτήματα είναι αμαρτίες. Οπότε η στέρηση αυτών είναι αφαίρεση αμαρτιών.
Και ο πατέρας είπε˙ Είναι σύμφωνο με τον διαχωρισμό των ορίων που έκανες των δύο βασιλέων, και είναι στην προαίρεση του καθενός, από αυτά που είναι στην εξουσία τους, να διαλέξει αυτό που θέλει. Τί γίνεται όμως με τα παθήματα, εάν πραγματικά τα υποφέρουμε δίκαια;
Και ο Πέτρος είπε˙ Πολύ δίκαια. Διότι, αφού γι’ αυτούς που σώζονται, όπως είπα, υπάρχει όρος να μη έχει κανένας τίποτε, και έχουν πολλοί πολλά κτήματα, ή αλλιώς αμαρτίες, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, από την υπερβολική φιλανθρωπία του Θεού, προκαλούνται τα πάθη σ’ εκείνους που δεν πολιτεύονται ειλικρινά, ώστε, εξαιτίας της μειωμένης ευσέβειάς τους, με προσωρινές τιμωρίες, να σωθούν από τις αιώνιες κολάσεις.
10. Και ο πατέρας είπε˙ Τί δηλαδή; Δεν βλέπουμε και πολλούς φτωχούς ασεβείς; Θα είναι κι αυτοί μεταξύ των σωζομένων παρά το γεγονός αυτό;
Και ο Πέτρος˙ Όχι οπωσδήποτε. Διότι δεν γίνεται αποδεκτή η φτώχεια εκείνων που την έχουν χωρίς να την επιθυμούν. Διότι μερικοί, αν και είναι φτωχοί σε χρήματα, με την πρόθεσή τους είναι πλούσιοι, και επειδή επιθυμούν να έχουν πολλά τιμωρούνται. Εξάλλου ούτε με το να είναι κάποιος φτωχός, είναι οπωσδήποτε και δίκαιος. Διότι μπορεί βέβαια να είναι φτωχός σε χρήματα, να επιθυμεί όμως ή και να κάνει αυτό που κατ’ αρχήν δεν πρέπει. Ή δηλαδή σέβεται τα είδωλα, ή βλασφημεί, ή πορνεύει, ή ζει αδιαφορώντας, ή παραβαίνοντας τους όρκους, ή λέγοντας ψέματα, ή ζώντας κατά τρόπο άπιστο. Αντίθετα, ο Δάσκαλός μας μακάρισε τους πιστούς φτωχούς,1 και αυτούς όχι επειδή πρόσφεραν κάτι, άλλωστε δεν είχαν, άλλ’ επειδή δεν αμαρτάνουν, και επειδή, εξαιτίας της ανέχειάς τους, δεν μπορούν να καταδικαστούν για μόνο τον λόγο ότι δεν κάνουν ελεημοσύνη.
Και ο πατέρας˙ Αλήθεια, σύμφωνα με την λογική αυτή φαίνεται ότι τα πράγματα είναι πολύ σωστά, γι’ αυτό και έχω την επιθυμία να ακούσω με την σειρά ολόκληρο το κήρυγμα.
11. Και ο Πέτρος˙ Αφού λοιπόν επιθυμείς να μάθεις τα σχετικά με τη δική μας θρησκεία, πρέπει στο εξής να σου εκθέσω με τη σειρά τη διδασκαλία, αρχίζοντας από τον ίδιο τον Θεό, και αποδεικνύοντας ότι μόνο αυτόν πρέπει να ονομάζεις Θεό, ενώ τους άλλους ούτε να τους λες, ούτε να τους πιστεύεις, και ότι όποιος ενεργεί διαφορετικά θα κολαστεί αιώνια, επειδή ασέβησε πάρα πολύ στον ίδιο τον Κύριο των όλων.
Και αφού είπε αυτά και έβαλε τα χέρια του σ’ εκείνους που ενοχλούνταν από πάθη, που ήταν άρρωστοι και δαιμονισμένοι, και προσευχήθηκε και τους θεράπευσε, διέλυσε το πλήθος. Στη συνέχεια μπήκε μέσα και αφού έφαγε τη συνηθισμένη τροφή, κοιμήθηκε.
9. Άλλ’ έτι μην και τούτόν μοι δίελθε τον λόγον. Μέμνημαι τον Κλήμεντα ειπόντα μοι, ότι τα αδικήματα και τα πάθη εις άφεσιν αμαρτιών πάσχομεν.
Και ο Πέτρος˙ Ορθώς έχει και ούτως. Ημείς γαρ ελόμενοι τα εσόμενα, α κεκτήμεθα πλείονα, είτε εσθήματα, είτε βρώματα, είτε ποτά, είτα άλλα τινά, αμαρτίας κεκτήμεθα, δια το δειν μηδέν έχειν, ως μικρώ τάχιον διείλον τον λόγον. Πάσι τα κτήματα αμαρτήματα. Η τούτων όπως ποτέ στέρησις αμαρτιών εστίν αφαίρεσις.
Και ο πατήρ έφη˙ Ακολούθως έχει, καθώς διείλες όρους των δύο βασιλέων, τα εφ’ εκάστω των υπό την εξουσίαν αυτών όντων αιρείσθαι ο βούλεται. Τί δε και τα πάθη ει δικαίως πάσχομεν;
Και ο Πέτρος˙ Δικαιότατα. Επεί γαρ ο των σωζομένων όρος εστίν, ως έφην, το μηδενί υπάρχειν, υπάρχει δε πολλά πολλοίς κτήματα, και άλλως αμαρτήματα, τούτου χάριν εξ υπερβαλλούσης Θεού φιλανθρωπίας επάγεται τα πάθη τοις μη ειλικρινώς πολιτευομένοις, ίνα δια το ποσώς φιλόθεον, προσκαίροις τιμωρίαις αιωνίων σωθώσι κολάσεων.
10. Και ο πατήρ˙ Τί δε, ου πολλούς ασεβείς ορώμεν πένητας; Είτα παρά τούτο και ούτοι των σωζομένων εισίν;
Και ο Πέτρος˙ Ου πάντως. Ου γαρ αποδεκτή η πενία ων μη προσήκεν ορεγομένη. Ώστε τινές τη προαιρέσει πλουτούσι πενόμενοι χρήμασιν, και ως πλεονεκτείν επιθυμούντες τιμωρούνται. Άλλ’ ουδέ εν τω πένητα είναί τινά πάντως δίκαιός εστίν. Δύναται γα πτωχός μεν τοις χρήμασιν είναι, επιθυμείν δε ή και πράττειν ο προηγουμένως ου χρη. Ή γαρ είδωλα σέβει, ή βλασφημεί, ή πορνεύει, ή αδιαφόρως ζη, ή επιορκών, ή ψευδόμενος, ή απίστως βιούς. Πλην ο διδάσκαλος ημών πιστούς πένητας εμακάρισεν, και αυτούς ουχ ως παρεσχηκότας τι, ουδέ γαρ είχον, άλλ’ ως μηδέν αμαρτάνοντας, και επί μόνω τω την ελεημοσύνην μη ποιείν, δια το μη έχειν καταδικασθήναι ουκ έχοντας.
Και ο πατήρ˙ Αληθώς πάνυ κατά την υπόθεσιν ορθώς έχειν τα πράγματα φαίνεται, διο και προαιρέσεως εγενόμην τη τάξει παντός επακούσαι του λόγου.
11. Και ο Πέτρος˙ Ουκούν του λοιπού σπεύδοντί σοι τα κατά την ημετέραν θρησκείαν μαθείν, οφείλω τη τάξει τον λόγον εκθείναι απ’ αυτού αρχόμενος του Θεού, και δεικνύς ότι αυτόν μόνον δει λέγειν Θεόν, ετέρους δε μήτε λέγειν μήτε νομίζειν, και ότι ο παρά τούτο ποιών αιωνίως έχει κολασθήναι, ως εις αυτόν τον των όλων Δεσπότην ασεβήσας τα μέγιστα.
Και ταύτα ειπών και τοις υπό παθών οχλουμένοις και νοσούσι και δαιμονώσι τας χείρας επιθείς και ευξάμενος και ιασάμενος απέλυσε τους όχλους, και ειθ’ ούτως εισιών των συνηθεστέρων αλών μεταλαβών ύπνωσεν.
Υποσημείωση.
1. Ματθ. 5,3
Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.
Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994
Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Εκ “των Πέτρου επιδημιών κηρυγμάτων επιτομή”: (Εισαγωγή).