Ένα θέμα που προβλημάτιζε έκτοτε και δημιουργούσε πολλά ερωτήματα είναι πως, η πολιτική ηγεσία της Ελλάδος γνώριζε ότι η μικρασιατική εκστρατεία βρισκόταν σε αδιέξοδο, ενώ οι ξένες δυνάμεις είχαν αρνηθεί κάθε οικονομική και στρατιωτική στήριξη προς τους Έλληνες, ενώ η χώρα είχε περιέλθει σε πρωτοφανή διπλωματική και πολιτική απομόνωση στον πόλεμο της Μικράς Ασίας, η ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο παρέμενε αδρανής αλλά καθησύχαζε τους ομογενείς, όταν αυτοί αναλάμβαναν πρωτοβουλίες για τη διάσωσή τους.
Την περίοδο εκείνη το ελληνικό έθνος διήνυε την πιο κρίσιμη ιστορική του καμπή μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Αυτό που διακυβεύετο δεν ήταν απλώς η επικράτηση ή η ήττα του ελληνικού στρατού στα βάθη της Ανατολίας, αλλά η καταστροφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού και ο ξεριζωμός εκατομμυρίων ομογενών από περιοχές όπου ανθούσε το ελληνικό στοιχείο χιλιάδες χρόνια. Το διακύβευμα αυτό δεν έγινε γνωστό μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, αλλά ήταν θεμελιώδες κεφάλαιο στην πολιτική και στρατιωτική οργάνωση του εθνικιστικού κινήματος της Τουρκίας υπό τον Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος αγωνίστηκε για την εφαρμογή του σχεδίου: ένα έθνος, μία γλώσσα, μία θρησκεία. Συνεπώς, η αδυναμία της τότε πολιτικής ηγεσίας της Ελλάδος να προσαρμόσει τις διεκδικήσεις της στα μικρασιατικά εδάφη και η αναβίωση των δυνάμεων που είχαν οδηγήσει τη χώρα στον εθνικό διχασμό, αποτέλεσαν τους βασικούς λόγους της μικρασιατικής τραγωδίας.
Αναμφίβολα, το ερώτημα που πάντοτε θα τίθεται είναι εάν έστω λίγο πριν την καταιγίδα θα μπορούσε να γίνει κάτι που θα άλλαζε την τροπή των πραγμάτων και θα απέτρεπε τουλάχιστον τη σφαγή και το μαρτυρικό τέλος χιλιάδων Ελλήνων ομογενών.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αν και ήταν ο εμπνευστής της Μικρασιατικής εκστρατείας, δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του η Ελλάδα κατέλαβε στρατιωτικά τη Σμύρνη και προήλασε στο εσωτερικό, διαβλέποντας την αποτυχία της επιχείρησης, φάνηκε να είναι πιο ρεαλιστής από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Με μήνυμά του το καλοκαίρι του 1921 από το Παρίσι, προσπάθησε να πείσει την ελληνική κυβέρνηση να δεχτεί τις συμμαχικές προτάσεις του Ιουνίου του 1921, καθώς αποτελούσαν την καλύτερη λύση που θα μπορούσε να δοθεί στην Ελλάδα.1
Την ίδια περίοδο ο Βενιζέλος απέστειλε στον στρατηγό Δαγκλή δύο επιστολές, με ημερομηνίες 20 Ιουνίου και 13 Αυγούστου 1921, κατά τη διάρκεια δηλαδή της νικηφόρας μέχρι τότε προέλασης του ελληνικού στρατού στα βάθη της Ανατολίας, στις οποίες εισηγείτο και πάλι την αποδοχή των συμμαχικών προτάσεων, καθώς η συνέχιση του πολέμου με την Τουρκία, χωρίς την έγκριση και στήριξη της Αντάντ, συνιστούσε εγκληματική πολιτική, η οποία νομοτελειακά θα οδηγούσε σε μεγάλες καταστροφές.2
Σημαντική θα πρέπει να θεωρηθεί και η άποψη του Πρίγκιπα Ανδρέα, ο οποίος, διερμηνεύοντας τα αισθήματα ενός μεγάλου τμήματος του στρατεύματος, ζητούσε την άμεση εγκατάλειψη των υψιπέδων της Μικράς Ασίας και τη συγκέντρωση του ελληνικού στρατού σε μια σαφώς μικρότερη ακτίνα δράσης, είτε εντός της ζώνης που είχε ορίσει η Συνθήκη των Σεβρών είτε εκτός αυτής. Με τον τρόπο αυτό, ανέφερε ο Πρίγκιπας – αντιστράτηγος, θα δημιουργείτο μια γραμμή άμυνας που θα επέτρεπε αφ’ ενός την αποστράτευση ικανού αριθμού στρατιωτών οι οποίοι πολεμούσαν για πολλά χρόνια στο μέτωπο και αφ’ ετέρου την εδραίωση της ελληνικής παρουσίας σε περιοχές όπου το ελληνικό στοιχείο είχε την πληθυσμιακή υπεροχή.3
Στο ζήτημα αυτό δεν θα πρέπει να αγνοείται και η στάση του Ιωάννη Μεταξά, εξαίρετου αξιωματικού και επιφανούς στελέχους της αντιβενιζελικής παράταξης που κυβερνούσε τότε την Ελλάδα. Όταν ο Μεταξάς κλήθηκε από τον Δημήτριο Γούναρη να συνδράμει στην έξοδο της χώρας από τη μικρασιατική περιπέτεια η απάντησή του προς την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδας ήταν «να συμπτυχθούν στα όρια της Συνθήκης των Σεβρών, να συνεννοηθούν με τον Κεμάλ, να σώσουν όσο υπάρχει ακόμα καιρός τη Θράκη και τους πληθυσμούς».4
Στο ίδιο πνεύμα κινείτο και ο Χρυσόστομος, ο οποίος, αν και υπέρμαχος της ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία, αντιλαμβανόταν πως οι συσχετισμοί των μεγάλων δυνάμεων δεν θα επέτρεπαν στην Ελλάδα να διατηρήσει τις περιοχές στο εσωτερικό της Ανατολίας, γεγονός που επέβαλλε τη σύμπτυξη το μετώπου σε μια ζώνη που θα κάλυπτε τα δυτικά παράλια της Ιωνίας. Για τον λόγο αυτό, μετά τις αποφάσεις της διασυμμαχικής συνδιάσκεψης των Παρισίων τον Μάρτιο του 1922 ο Χρυσόστομος ενέτεινε τις προσπάθειες για την ίδρυση ιωνικού κράτους, το οποίο θα περιλάμβανε τη Σμύρνη και ένα σημαντικό κομμάτι των μικρασιατικών παραλίων.
Η εορτή του Πάσχα το 1922 φαίνεται πως έδωσε στους ομογενείς νέες ελπίδες για την τελική έκβαση του εθνικού ζητήματος. Ο τύπος της εποχής παρομοίαζε τον Γολγοθά του Εσταυρωμένου Ιησού με τον Γολγοθά που ανέβαινε για πέντε αιώνες ο Μικρασιατικός Ελληνισμός, υπενθυμίζοντας, ωστόσο, πως από τον τόπο του Κρανίου θα μπορούσε ο πιστός να αντλήσει παρηγοριά, ανακούφιση και ελπίδα.5
Την Κυριακή του Πάσχα 3 Απριλίου 1922 ο Χρυσόστομος απέστειλε στον οικουμενικό πατριάρχη το ακόλουθο λιτό, αλλά περιεκτικό σε νοήματα, τηλεγράφημα: «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί ημών», στο οποίο ο Μελέτιος Δ’ απάντησε: «Υπό το φως της Αναστάσεως του Λυτρωτού βλέπομεν καθαρώτερον τον όγκον του αδικήματος της εκ νέου υπαγωγής εις τον ζυγόν της δουλείας των μετά αιώνας πολλούς ελευθερωθέντων Χριστιανών. Άλλ’ εν τη αναστάσει του καθαιρέτου του Άδου κατέχομεν βεβαίωσιν ότι καλούμεθα εις την ελευθερίαν των τέκνων του Θεού.6
Επίσης, με αφορμή τη μεγαλύτερη εορτή της χριστιανοσύνης, ο μητροπολίτης Σμύρνης απέστειλε στον Πάπα της Ρώμης Πίο ΙΑ’ επιστολή,7 την οποία συνυπέγραψε ο Αρμένιος Αρχιεπίσκοπος Σμύρνης Τουριάν.8 Ο Χρυσόστομος ενημέρωνε τον Πάπα για τα δεινά που υπέμειναν επί πέντε αιώνες οι χριστιανοί της Ανατολής, καθώς και για τα αποτελέσματα της διασυμμαχικής συνδιάσκεψης των Παρισίων, σύμφωνα με τα οποία λαοί και περιοχές που είχαν ελευθερωθεί με ποταμούς αιμάτων και δακρύων επανέρχονταν και πάλι στον ζυγό της τουρκικής τυραννίας και καταδικάζονταν σε παντελή αφανισμό.
Ο ιεράρχης προέβλεπε ότι με τις αποφάσεις που είχαν λάβει λίγες μέρες νωρίτερα οι Ευρωπαίοι ηγέτες για την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τις δυνάμεις του ελληνικού στρατού, επίκειτο ένα νέο ανοσιούργημα κατά της ιστορίας και του Χριστιανισμού, το οποίο θα θύμιζε την 29ην Μαΐου 1453. Σκοπός της επιστολής αυτής εκ μέρους του μητροπολίτη Σμύρνης ήταν η ευαισθητοποίηση του Πάπα της Ρώμης για το μέγεθος της καταστροφής που επρόκειτο να ακολουθήσει, για την αποτροπή της οποίας ζητούσε την παρέμβασή του στους ισχυρούς της γης.
Στις 7 Απριλίου 1922 ο Χρυσόστομος κάλεσε εκ νέου στη Σμύρνη τους ιεράρχες της Ιωνίας και επιφανείς κοινοτικούς άρχοντες σε ευρεία σύσκεψη των μελών της Μικρασιατικής Άμυνας, για να εξετάσουν τα δεδομένα που είχαν διαμορφώσει τόσο οι αποφάσεις των μεγάλων δυνάμεων όσο και η αδυναμία της πολιτικής ηγεσίας της Ελλάδας να επιτύχει λύση στο εθνικό ζήτημα.
Στο υπόμνημα που ανέγνωσε ο ιεράρχης τόνισε πως το ελληνορθόδοξο στοιχείο της Ανατολής είχε περιέλθει στην πιο δεινή και τραγική θέση, καθώς κάθε προσπάθεια εξεύρεσης πολιτικής και στρατιωτικής λύσης είχε αποτύχει. Για τον λόγο αυτό, επαναλαμβάνοντας ο μητροπολίτης τα μέτρα που είχε εισηγηθεί τον Φεβρουάριο του 1922 περί φορολογίας και στρατολόγησης των ομογενών, πρότεινε την άμεση σύσταση Εθνοσυνέλευσης, με έδρα τη Σμύρνη, στην οποία θα συμμετείχαν οι παράγοντες του τόπο και θα εκπροσωπούσε όλες τις μικρασιατικές επαρχίες.9
Αναφορικά με τα μέλη της εν λόγω εθνοσυνέλευσης, ο Χρυσόστομος πρότεινε, εκτός από τους αντιπροσώπους του μικρασιατικού λαού, να εκπροσωπούνταν σε αυτή οι Έλληνες της Κύπρου, της Αιγύπτου και της Αμερικής, ένας σύμβουλος του πατριαρχείου και οι βουλευτές της Σμύρνης, ώστε από κοινού να αποφάσιζαν την ύστατη ώρα για τις τύχες του Μικρασιατικού Ελληνισμού.
Η πιο σημαντική παράμετρος για τη σύσταση της ιωνικής πολιτείας και τη συγκρότηση εθνοσυνέλευσης ήταν για τον Χρυσόστομο η αποδοχή και στήριξή τους από την Ελλάδα. Ο ιεράρχης θεωρούσε πως μόνο με τη βοήθεια της ελληνικής κυβέρνησης οι προσπάθειες για την αυτονόμηση της Σμύρνης θα μπορούσαν να πετύχουν τον σκοπό τους, που δεν ήταν άλλος από την προστασία των ελληνικών πληθυσμών από μια πιθανή απομάκρυνση του ελληνικού στρατού. Στο ενδεχόμενο αυτό της κατάρρευσης του μικρασιατικού μετώπου, ο άγιος ανέφερε πως η φυγή των Ελλήνων θα έπαιρνε τη μορφή πανικού, ενώ ύστερα θα ακολουθούσε άγρια σφαγή από τις δυνάμεις του Κεμάλ και τα μουσουλμανικά στίφη άτακτων ληστών, τους Τσέτες.
Μια ακόμα παράμετρος που θα μπορούσε να διασφαλίσει την επιτυχία ίδρυσης ενός αυτόνομου κράτους της Ιωνίας ήταν η διακήρυξη εκ μέρους του Χρυσοστόμου πως το εν λόγω εγχείρημα δεν είχε καμία πολιτική ή κομματική χροιά και πως μοναδική αποστολή και έργο είχε τη σωτηρία του ελληνικού μικρασιατικού λαού. Με την αναφορά αυτή, ο μητροπολίτης Σμύρνης προσπαθούσε να κρατήσει αποστάσεις από τις διασπαστικές και καταστροφικές δυνάμεις που είχαν οδηγήσει την Ελλάδα στον εθνικό διχασμό και που την κρίσιμη εκείνη περίοδο συνέχιζαν να υπονομεύουν η μία την άλλη εις βάρος της εθνικής ενότητας.
Αναλύοντας ο ιεράρχης το σχέδιο για την ίδρυση της αυτόνομης πολιτείας της Ιωνίας, ανέφερε πως η εθνοσυνέλευση θα έπρεπε να καταρτίσει άμεσα μια επιτροπή που θα μετέβαινε στην Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και το Λονδίνο, αφ’ ενός για να ενημερώσει την διεθνή κοινότητα για τη δημιουργία του μικρασιατικού κράτους, αφ’ ετέρου για να καταβάλει προσπάθειες για την επίλυση του εθνικού ζητήματος.
Ο Χρυσόστομος μίλησε για μια πανστρατιά με στόχο την εξουδετέρωση του προαιώνιου εχθρού του γένους, εισηγούμενος δυναμικές πρωτοβουλίες σε οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο. Ιδιαίτερη ήταν η αναφορά του ιεράρχη στη συνδρομή της ομογένειας στην Ευρώπη και την Αμερική, αναγνωρίζοντας τις μεγάλες δυνατότητες του Ελληνισμού της διασποράς στην προώθηση και επίλυση των εθνικών θεμάτων.
Τις επόμενες μέρες ο Χρυσόστομος πρότεινε σε διάφορα πρόσωπα του πολιτικού και στρατιωτικού κόσμου την ανάληψη της αρχηγίας της μικρασιατικής άμυνας.10 Στην κατεύθυνση αυτή, η διοικούσα επιτροπή επισκέφθηκε τον ύπατο αρμοστή της Σμύρνης με στόχο την ενημέρωσή του για τα σχέδια αυτονόμησης της Ιωνίας και το ενδεχόμενο να τεθεί ο ίδιος επικεφαλής της εν λόγω προσπάθειας. Ο Αριστείδης Στεργιάδης, ωστόσο, αρνήθηκε να συμμετάσχει στις ενέργειες των μελών της μικρασιατικής άμυνας και απαγόρευσε κάθε σχετική πρωτοβουλία στις περιοχές που ήλεγχε η ύπατη Ελληνική αρμοστεία.11
Η αδυναμία εύρεσης προσώπου για την ανάληψη της προεδρίας της Μικρασιατικής άμυνας, σε συνδυασμό με τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε το σχέδιο για την ίδρυση αυτόνομης ιωνικής πολιτείας, οδήγησαν τον Χρυσόστομο στην ανάληψη μιας ακόμα πρωτοβουλίας για τη διάσωση του Μικρασιατικού Ελληνισμού σε περίπτωση κατάρρευσης του μετώπου στα βάθη της Ανατολίας.
Στις 16 Απριλίου 1922 τριμελής επιτροπή της Μικρασιατικής Άμυνας, αποτελούμενη από τους Απόστολο Ψαλτώφ, Μιχαήλ Αργυρόπουλο και Κωνσταντίνο Χατζηαποστόλου, επισκέφτηκε την Αθήνα και συναντήθηκε με τον Δημήτριο Γούναρη. Στη συνάντηση αυτή εκτέθηκαν οι κίνδυνοι που διέτρεχε ο μικρασιατικός Χριστιανισμός, όπως χαρακτηριστικά ανέφεραν οι αντιπρόσωποι, στην περίπτωση που ο ελληνικός στρατός εγκατέλειπε τα εδάφη που είχε μέχρι τότε καταλάβει στα μικρασιατικά παράλια και το εσωτερικό.
Υποσημειώσεις.
1. Οικονόμου, 1978, σ’. 170
2. Γιαννουλόπουλος, ό. π., σ. 186
3. Βασιλόπαιδος Ανδρέου, ό. π., σ. 88
4. Ημερολόγιο Ιωάννου Μεταξά 1921 – 1932, τόμος Γ’, επιμέλεια Παν. Σιφναίος, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήναι 1964, σ. 27
5. Αμάλθεια, αρ. 19188/31(13). 3.1922
6. Σολομωνίδη, ό. π., σ. 399
7. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 232-233. (Η εν λόγω επιστολή του Χρυσοστόμου Σμύρνης κοινοποιήθηκε στον Αγγλικανό αρχιεπίσκοπο Κανταουρίας και δημοσιεύθηκε στον ημερήσιο τύπο της Σμύρνης κατά τη διάρκεια της Μεγάλης εβδομάδας του 1922, βλ. Αμάλθεια, αρ. 19189/(14). 4.1922
8. Πρόκειται για τον αρχιεπίσκοπο της Αμερικής κοινότητας της Σμύρνης Γεβόντ Τουριάν, ο οποίος, μετά την είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων στην πόλη, αναζήτησε καταφύγιο σε καθολικό ίδρυμα, για να διαφύγει τελικά στην Αμερική. Κατά την άφιξή του, όμως, εκεί δολοφονήθηκε από Αρμενίους ομοεθνείς του, επειδή εγκατέλειψε το ποίμνιό του, αποφεύγοντας να θυσιαστεί μαζί του, όπως έπραξε ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος.
9. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 240-246
10. Ό. π., σ. 247
11. Αγγελομάτη, ό. π., σσ’. 124-127
***
Στην προσπάθεια του Έλληνα πρωθυπουργού να καθησυχάσει τα μέλη της επιτροπής, οι Σμυρναίοι ανέφεραν ευθέως πως, εάν η ελληνική κυβέρνηση έκρινε για οποιοδήποτε λόγο ότι η Μικρασιατική Εκστρατεία επρόκειτο να καταλήξει σε αποτυχία, οι ομογενείς θα ήταν ευγνώμονες εάν η Αθήνα ενημέρωνε σχετικά τους αρμοδίους, ώστε κατά τον χρόνο της ελληνικής κατοχής να μετέφεραν την κινητή περιουσία και τον πλούτο του Μικρασιατικού Ελληνισμού στην Ελλάδα. Στόχος της επιτροπής ήταν αφ’ ενός να ενημερώσει για την πρόθεση των Μικρασιατών να διασώσουν ό,τι πολυτιμότερο υπήρχε και μπορούσε να μεταφερθεί εντός κιβωτίων στην Ελλάδα και αφ’ ετέρου να πληροφορήσει για την επιθυμία τους να οικοδομήσουν μια νέα πόλη αντάξια του ονόματος της Σμύρνης, η οποία θα εκτείνετο από το Σούνιο μέχρι το Παλαιό Φάληρο. Ο Δημήτρης Γούναρης διαβεβαίωσε και πάλι πως, παρά τις πολιτικές και στρατιωτικές δυσκολίες, η ελληνική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να συνεχίσει τον αγώνα για την προστασία των ελληνοκρατούμενων περιοχών στη Μικρά Ασία.2
Τα ίδια επανέλαβε στους εκπροσώπους της Μικρασιατικής άμυνας και ο Νικόλαος Στράτος (1872-1922) ηγετικό στέλεχος των κυβερνήσεων μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και για λίγες μέρες πρωθυπουργός της Ελλάδας λίγο πριν τη Μικρασιατική τραγωδία: «Η εκκένωσις της Μικρασίας υπό του Ελληνικού στρατού σημαίνει ολοκληρωτικήν εξόντωσιν του Ελληνικού πληθυσμού υπό των ορδών του Κεμάλ, και τούτο δεν είναι δυνατόν να γίνη».2
Στις 3 Μαΐου 1922, υπό το βάρος της αποτυχίας εξόδου της Ελλάδας από τη μικρασιατική περιπέτεια, παραιτήθηκε η κυβέρνηση Γούναρη και την ίδια μέρα σχηματίσθηκε κυβέρνηση υπό τον Νικόλαο Στράτο. Στις 9 Μαΐου όμως η κυβέρνηση Στράτου καταψηφίστηκε από τη Βουλή και αντικαταστάθηκε από νέο κυβερνητικό σχήμα υπό τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη (1860- 1922). Λίγο αργότερα παραιτήθηκε ο αρχηγός του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία Αναστάσιος Παπούλας και στη θέση του διορίστηκε ο αντιστράτηγος Γεώργιος Χατζηανέστης (1863-1922).
Το πολιτικό αδιέξοδο στην Αθήνα και οι συνεχείς αλλαγές των στρατιωτικών διοικήσεων στο μικρασιατικό μέτωπο ανάγκασαν τον Μητροπολίτη Σμύρνης να αναλάβει μια ακόμα πρωτοβουλία για την εξεύρεση λύσης στο Μικρασιατικό ζήτημα. Συγκεκριμένα τον Μάιο του 1922 ο Χρυσόστομος ζήτησε από το οικουμενικό πατριαρχείο να ηγηθεί αποστολής που θα μετέβαινε στην Αγγλία και την Αμερική, με στόχο τη διαφώτιση της διεθνούς κοινότητας για τους διωγμούς που υφίσταντο οι μη μουσουλμανικές μειονότητες στην οθωμανική επικράτεια και κυρίως τη διεθνοποίηση του επερχόμενου κινδύνου που αντιμετώπιζε ο Μικρασιατικός Ελληνισμός.
Πράγματι, στις 24 Μαΐου 1922 η σύνοδος του Φαναρίου ενέκρινε το αίτημα του Χρυσοστόμου για τη μετάβασή του στο Λονδίνο και την Αμερική, συνοδευόμενος από επιτροπή Ελλήνων Μικρασιατών και τον Αρμένιο αρχιεπίσκοπο Σμύρνης, προκειμένου να συμβάλλει στην ενημέρωση των ισχυρών της γης για το Μικρασιατικό ζήτημα.3
Άγνωστο παραμένει όμως για ποιο λόγο ο ιεράρχης ενώ έλαβε την άδεια από το πατριαρχείο για να μεταβεί στο Λονδίνο, ανέβαλε τελικά την αναχώρησή του. Είναι προφανές πως εάν ο Χρυσόστομος είχε πραγματοποιήσει το υπερπόντιο αυτό ταξίδι στην Αγγλία και την Αμερική, δεν θα ήταν στη Σμύρνη τις μέρες της κατάρρευσης του μικρασιατικού μετώπου και της καταστροφής που ακολούθησε.
Τους επόμενους μήνες δύο καθοριστικής σημασίας γεγονότα επρόκειτο να τερματίσουν τη Μικρασιατική εκστρατεία και να οδηγήσουν τον Μικρασιατικό Ελληνισμό στην καταστροφή.
Το πρώτο ήταν το σχέδιο του Ύπατου αρμοστή της Σμύρνης για τη δημιουργία Μικρασιατικού κράτους υπό την ψιλή επικυριαρχία του Σουλτάνου και την προστασία των Ξένων δυνάμεων. Επρόκειτο για πράξη απελπισίας μπροστά στον όλεθρο που έμελλε να ακολουθήσει. Ο Στεργιάδης, αγνοώντας για μεγάλο χρονικό διάστημα τις εκκλήσεις του Χρυσοστόμου και των μελών της Μικρασιατικής άμυνας για την αναγκαιότητα ίδρυσης αυτόνομης ιωνικής πολιτείας, προσπάθησε το καλοκαίρι του 1922 να κινητοποιήσει την κυβέρνηση των Αθηνών και τους Έλληνες ομογενείς στη διεκδίκηση του αιτήματος για τη δημιουργία Μικρασιατικού κράτους. Ωστόσο, ο τρόπος διοίκησης και η εν γένει πολιτεία του είχαν δημιουργήσει ένα χάσμα ανάμεσα στον ίδιο και το ελληνικό στοιχείο της Σμύρνης, γεγονός που ματαίωσε εν τη γενέσει τις προσπάθειες για το φιλόδοξο αυτό εγχείρημα. Το συλλαλητήριο που διοργάνωσε στις 17 Ιουλίου 1922 στη Σμύρνη, παρά τα αναγκαστικά μέτρα που έλαβε για την πραγματοποίησή του, γνώρισε παταγώδη αποτυχία.
Λίγες μέρες αργότερα, οι συμμαχικές δυνάμεις γνωστοποίησαν στην ελληνική κυβέρνηση την άρνησή τους να δεχθούν τη δημιουργία αυτόνομου ιωνικού κράτους, υποστηρίζοντας πως το καθεστώς της δυτικής Μικράς Ασίας θα το καθόριζε το επικείμενο συνέδριο της Ειρήνης.4
Το δεύτερο γεγονός ακόμα μεγαλύτερης σπουδαιότητας ήταν το σχέδιο κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τμήματα του ελληνικού στρατού. Η ιδέα ανήκε στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις εισηγήσεις του αρχηγού της Στρατιάς Γεωργίου Χατζηανέστη, διέταξε την απόσυρση 22.000 στρατιωτών από τις τάξεις του μικρασιατικού μετώπου και την ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων στη Θράκη. Το εγχείρημα προέβλεπε αιφνιδιαστική κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, με στόχο την επιβολή των όρων της συνθήκης των Σεβρών και τη συνθηκολόγηση εκ μέρους του Κεμάλ.5
Πράγματι, η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, μιας πόλεως με μεγάλη στρατηγική σημασία για τους διεθνείς συσχετισμούς της εποχής, θα προσέδιδε στην Ελλάδα ένα σημαντικό πλεονέκτημα, που θα αξιοποιούσε έπειτα σε διπλωματικό επίπεδο για την κατοχύρωση των διεκδικήσεών της προς ανατολάς. Επίσης, η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, Πόλης – συμβόλου για τις προσδοκίες και τα οράματα του Γένους, θα αναπτέρωνε το ηθικό των Ελλήνων για την τελική επικράτησή τους στον πόλεμο της Μικράς Ασίας.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι το σχέδιο αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει τη μοναδική ίσως ευκαιρία να πετύχει η Ελλάδα ένα αποφασιστικό πλήγμα κατά των Κεμαλικών, προσέκρουσε στην κατηγορηματική άρνηση των συμμάχων, οι οποίοι απείλησαν με απώθηση του ελληνικού στρατού εάν επιχειρείτο η είσοδός του στην Κωνσταντινούπολη.
Το ερώτημα όμως που γεννάται είναι για ποιο λόγο η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε την άδεια των μεγάλων δυνάμεων για την επιχείρηση κατάληψης της Πόλης, την περίοδο που οι σύμμαχοι είχαν εγκαταλείψει παντελώς τη χώρα στον υπό εξέλιξη τότε Ελληνοτουρκικό πόλεμο και προμήθευαν συνεχώς τον Κεμάλ με όπλα.
Η άρνηση των Ευρωπαίων να συναινέσουν στην είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στην Κωνσταντινούπολη μάλλον διευκόλυνε τις μεγάλες δυνάμεις, καθώς οι πιθανότητες κατάληψης της Πόλης από την Ελλάδα δεν ήταν αμελητέες, γεγονός που θα περιέπλεκε ακόμα περισσότερο τα σχέδια των ξένων δυνάμεων για την οριστική επίλυση του Ανατολικού ζητήματος. Να σημειωθεί πως την περίοδο εκείνη το ενδεχόμενο κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από την Ελλάδα έδειχνε να είναι πολύ πιθανό, δεδομένου ότι μεγάλα τμήματα του τουρκικού στρατού βρίσκονταν στα βάθη της Ανατολίας, ενώ τα περιορισμένα συμμαχικά στρατεύματα της Πόλης δεν ήταν βέβαιο ότι θα μπορούσαν να εμποδίσουν την κατάληψή της από τον ελληνικό στρατό.
Η ματαίωση του σχεδίου κατάληψης της Κωνσταντινούπολης συνέβαλε τόσο στην αποτυχία εξόδου της Ελλάδας από το τέλμα και την καταστροφική απομόνωση στο Μικρασιατικό ζήτημα όσο και στην αποδυνάμωση του μικρασιατικού μετώπου από μια σημαντική δύναμη ανδρών, η οποία ένα μήνα αργότερα κρίθηκε απαραίτητη κατά την τελική επίθεση των κεμαλικών δυνάμεων.6
Στις 13 Αυγούστου 1922 εκδηλώθηκε η από καιρό σχεδιαζόμενη τουρκική επίθεση εναντίον των ελληνικών θέσεων. Παρά τη σθεναρή αντίσταση πολλών τμημάτων του ελληνικού στρατού, λίγες μέρες αργότερα η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου είχε συντελεστεί ολοκληρωτικά. Η Μικρασιατική Εκστρατεία είχε λάβει ένα οριστικό τέλος, ενώ τα ελληνικά στρατεύματα υποχωρούσαν προς τα δυτικά της Ανατολίας για να περάσουν στη νησιωτική και ηπειρωτική Ελλάδα.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η αποχώρηση του ελληνικού στρατού συνοδεύτηκε από την άτακτη φυγή και τον ξεριζωμό χιλιάδων Ελλήνων ομογενών, οι οποίοι, για να αποφύγουν τη σφαγή, κατευθύνονταν προς τη Σμύρνη και τις άλλες πόλεις των μικρασιατικών παραλίων, όπου επρόκειτο να εκτυλιχθούν συγκλονιστικές στιγμές φρίκης και πόνου.
Υποσημειώσεις.
1. Ροδά, ό. π., σσ’. 290-291
2. Ό. π., σ. 291
3. ΕΑ ΜΒ (1922) 243
4. Ροδά, ό. π., σσ’. 313-319
5. Ό. π., σσ’. 321-325
6. Πρβλ. Γιαννουλόπουλος, ό. π., σσ’. 198-200
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης και η Μικρασιατική εκστρατεία (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού. .
