Μά, νὰ μὴ μιλᾶμε; – Πρωτ. Ἀνδρέα Ἀγαθοκλέους.

Δὲν εἶναι ἡ ἐποχή μας μόνο του πληθωρισμοῦ τοῦ λόγου. Εἶναι καὶ ἡ ἐποχὴ τῆς σιωπῆς. Οἱ ἀντιθέσεις βρίσκονται καὶ σὲ αὐτὸ τὸ θέμα: ἀπὸ τὴ μιὰ πολλὰ ἀκοῦμε ἀπὸ τὰ μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης, πολλὰ διαβάζουμε, ἔντυπα καὶ ἠλεκτρονικά, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη δὲν μιλοῦμε μεταξύ μας. Μιὰ σιωπὴ κυριαρχεῖ στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις, ποὺ ἀφήνει τὴν ἐπικοινωνία ἀδρανῆ.

Ἂν ὁ λόγος, μᾶς δόθηκε «γιὰ νὰ φανερώνουμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὶς σκέψεις τῶν καρδιῶν καὶ νὰ μεταδίδουμε ὁ καθένας στὸν πλησίον, λόγῳ τῆς κοινωνικότητας τῆς φύσεως, σὰν ἀπὸ κάποια ταμεῖα, προσφέροντας τὶς σκέψεις ἀπὸ τὰ κρυπτὰ τῆς καρδιᾶς»[1], κατὰ τὸ Μ. Βασίλειο, ἡ σιωπὴ ἀποδεικνύει τὴν ἀπόσταση τῶν καρδιῶν. Οἱ λόγοι ποὺ θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ μὴν θέλει νὰ μοιραστεῖ τὰ βαθύτερα βιώματά του ή νὰ μὴν τολμᾷ νὰ μιλήσει γιὰ ὅσα τὸν στενοχωροῦν, ἐνδεχομένως νὰ σημαίνει ὅτι:

Ἀμφιβάλλει ὅτι θὰ βρεῖ κατανόηση

Φοβᾶται τὴν ἀντίδραση

Δὲν θέλει νὰ ἀπογοητευτεῖ

Προτιμᾷ νὰ καλύπτει τα «κακῶς ἔχοντα»

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάθε προσπάθεια νὰ μιλήσεις γιὰ κάτι ποὺ σὲ ἀπασχολεῖ, ποὺ θεωρεῖς οὐσιαστικὸ γιὰ σένα, εἶναι ρίσκο. Δὲν ξέρεις πῶς θὰ τὸ πιάσει καὶ πῶς θὰ τὸ χειριστεῖ ὁ ἄλλος. Ποιός μπορεῖ νὰ πείσει γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ ρίσκου, ὥστε νὰ τὸ τολμήσει κάποιος, ἀκόμα καὶ ἂν πονέσει; Πῶς θὰ πείσεις αὐτὸν ποὺ διστάζει νὰ βγάλει ὅ,τι ἡ καρδιά του κρύβει, ὅταν ἔμαθε μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο νὰ ζεῖ;

Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θέσπισε τὴν ἐξομολόγηση μπροστὰ σὲ ἄνθρωπο ποὺ μᾶς βλέπει καὶ τὸν βλέπουμε, ποὺ μᾶς ἀκούει καὶ τὸν ἀκοῦμε. Ὁ τρόπος αὐτὸς εἶναι θεραπευτικός, γιατί ξέρουμε πόσο συμβάλλει στὴ ψυχοσωματική μας ὑγεία καὶ πόσο ἡ σιωπή, ἡ μὴ ἔκφραση τοῦ πόνου καὶ τῆς στενοχώριας, προκαλεῖ παρενέργειες, δηλαδὴ ψυχοσωματικὲς ἀσθένειες.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔμαθε νὰ λέει ὅ,τι τὸν βασανίζει, νὰ ἐκφράζει τὸν πόνο, τὴ χαρά του, τὴν ἀγωνία του, τὴ λαχτάρα του, σὲ κάποιον πού, βέβαια, ἐμπιστεύεται, πῶς θὰ τὸ κάνει σὲ πνευματικὸ πατέρα;

Ἡ Ἐκκλησία, διατηρῶντας τὸ Θεανθρώπινο χαρακτῆρα τοῦ Ἱδρυτῆ Της, δὲν διαχωρίζει τὴν καθημερινότητα ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα, οὔτε τὸ πρακτικὸ ἀπὸ τὸ θεωρητικό. Ὅποιος δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργήσει σχέση μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βλέπει, πῶς θὰ τὸ κάνει μὲ τὸν ἀόρατο Θεό; Ὅποιος δὲν ἔμαθε νὰ μιλᾶ στοὺς γύρω του, πῶς θὰ μιλήσει στὸν Χριστὸ ποὺ δὲν εἶδε ποτέ του μὲ τὰ σωματικὰ μάτια;

Τὸ νὰ μιλοῦμε, νὰ μοιραζόμαστε, νὰ ἐξηγούμαστε καὶ νὰ ἐπικοινωνοῦμε μεταξύ μας, εἶναι ἕνα σημαντικὸ δῶρο ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς ὡς εἰκόνες Του. Ἡ χρήση του μᾶς φέρνει πληρότητα, ὑγεία, εὐλογία. Πρόγευση ζωῆς αἰωνίου.

[1] Εἰς τὸ “Πρόσεχε σεαυτῷ” 1, P.G 31, 1976 – ΕΠΕ 6, 2115

www.isagiastriados.com 

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Γενικά, Ιστορικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.