Το ΜΑΡΤΥΡΙΟ του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης (Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

SONY DSC

Η νέα εντολή

» Ο δρόμος προς το Κονάκι είχε γεμίσει από κόσμον, όταν εγώ, ακολουθών εις απόστασιν ολίγων μόνον μέτρων τον δημαγωγόν μπαρμπέρην και προηγούμενος μερικά βήματα από τον Δεσπότην, ευρέθην κοντά εις την έξοδον… Δύο κύριοι, πολύ καλοντυμένοι, εκ των οποίων ο έτερος ήτο πολύ ηλικιωμένος, διέσχισαν κατ’ αντίθετον διεύθυνσιν το πλήθος και επλησίασαν τον μπαρμπέρην.

» Ο γεροντάκος ηρώτησε:
» Σεις είσθε ο Αλής;
» – Ναι! Εγώ είμαι! Απήτνησεν ο αιμοβόρος δημοκόπος.
» – Ο εξοχώτατος βαλής μας, εξηκολούθησεν ο ηλικιωμένος Τούρκος, ερωτά τί ποινήν ωρίσατε δια τον Μπας – Παπά των γκιαούρηδων;
» – Κόψιμο! Απήντησε ξηρώς ο κουρεύς.
» – Και πότε θα γίνη η εκτέλεσις;
» – Τώρα αμέσως!
» – Πού;
» – Ο κυρίαρχος λαός μας απεφάσισε να τον θανατώση εις το Καϊ, κοντά στας συνοικίας των γκιαούρηδων!
» – Όχι, απεκρίθη ζωηρώς ο ηλικιωμένος βέης, δαγκώνων τα χείλη του.
» – Γιατί;
» – Διότι δεν πρέπει να γίνη!… Να διαλέξετε ένα άλλο μέρος!
» Ο μπαρμπέρης εφάνη σκεπτόμενος. Έπειτα εφώναξε:

» – Λοιπόν… θα γίνη στου Μπαχρή – Μπαμπά!
» – Στου Μπαχρή – Μπαμπά! Εβρυχήθη όλος εκείνος ο μαινόμενος όχλος!
» – Όχι, όχι! Διέκοψε πάλιν ο βέης.
» Και υψώνων την φωνήν του, εις τρόπον ώστε να ακούεται από όλους τους πλησιεστέρους προς αυτόν, εξηκολοόυθησεν:

» – Ο βαλής μας, Νουρεδδίν πασάς, χωρίς να θέλη να φέρη καμμίαν αντιίρρησιν προς την λαϊκήν ετυμηγορίαν, την οποίαν σέβεται, και χωρίς να επιζητή να θέση κανένα φραγμόν εις την δικαίαν οργήν του λαού, ενώπιον της οποίας υποκλίνεται, μου είπε να σας συστήσω – εάν δηλαδή θέλετε – να μεταφέρετε τον Δεσπότην των γκιαούρηδων εις τας συνοικίας του Ική – Τσεσμελίκ, ή του Επάνω Μαχαλά, ή του Τιρκιλήκ, δια να απολαύσουν το θέαμα της εκτελέσεως όλοι οι μουσουλμάνοι πατριώτες. Πρέπει η εκτέλεσις να γίνη αντικείμενον ευχαριστήσεως μόνον εμπρός εις τους οφθαλμούς των ιδικών μας – οι οποίοι δικαίως διψούν δια την εκδίκησιν – όχι όμως και εις τα όμματα των ξένων!

» Ο κουρεύς – μοναδικός εκπρόσωπος του κυρίαρχου λαού κατ’ εκείνην την στιγμήν – έστρεψε το βλέμμα του προς τον όχλον και όταν αντελήφθη ότι κανείς δεν είχε την διάθεσιν να παραβή την υπό τύπον παρακλήσεως διαβιβασθείσαν εντολήν του Βαλή πασά, Νουρεδδίν, εστράφη προς τον γηραλέον βέην και απήντησεν:

» -Έστω! Θα πάμε στο Τιρκιλήκ! Δεν είνε ανάγκη όμως, προσέθεσε με ύφος θρασύ, να μας διακόπτουν κάθε τόσον αι ανώτεραι εντολαί την διασκέδασίν μας! Αφήστε μας να πιούμε το αίμα αυτού του βρωμοπαπά, ο οποίος, χρόνια τώρα, μας ετυράννησε!…1

» Η παρατήρησις εκείνη – συνεχίζει ο Οσμάν Φεϊζή – συνετάραξε τον γηραλέον Τούρκον, ο οποίος έκαμε μίαν απότομον χειρονομίαν δικαιολογίας και προσέθεσεν:
» – Έχω εντολήν να σας παρακαλέσω να μη παρεξηγήσετε καθόλου την επέμβασιν ταύτην του Νουρεδδίν πασά, η οποία αποβλέπει, απλούστατα, εις την προάσπισιν των συμφερόντων των κατοίκων, χωρίς να θεωρηθή ως αξίωσις, εκ μέρους του, ή διαταγή. Κάθε άλλο! Δεν πρέπει, οπωσδήποτε να εκτεθώμεν εις τα μάτια των ξένων… Δεν βλέπετε πόσα πολεμικά είναι στο λιμάνι!… Όταν θα ξεκουμπισθούν να φύγουν, τότε, θα χορέψουμε και τους γιουνάνηδες και τους λεβαντίνους, που άρχισαν να ξαναονειρεύωνται προνόμια και καπιτουλασιόνες! Καταλάβατε; Μ’ εννοήσατε;… Αυτό μόνον! Κατά τα άλλα, ο λαός είναι κυρίαρχος να κάμη ό,τι θέλει!… Και, πάλιν, αν θέλη να κάμη το σεΐρι του (την διασκέδασίν του) στο Καϊ, ας κοπιάση…

» Καταλαβαίνετε ποιά ήτο η πραγματική σημασία των λόγων αυτών του αντιπροσώπου του αιμοβόρου βαλή.

» Σε κάποια στιγμή, μάλιστα, ευρήκε την ευκαιρίαν να μισοκλείση εκδηλωτικώτατα, το μάτι του προςτον φοβερόν μπαρμπέρην. Εκείνος, αντελήφθη αμέσως… Α! ήταν δαιμόνιος ο ανθρωπάκος εκείνος, καταχθόνιον όργανον της κτηνωδίας και του αίματος… Αντελήφθη αμέσως και, χαμογελώντας, απήντησεν:
» – Έστω!… Θα πάμε για το Τιρκιλίκι, αλλά, με τη συμφωνία πως δεν θα μας ενοχλήσετε πλέον!
» -Όχι, όχι! Εκραύγασεν ο βέης, σπεύδων να εξαφανισθή, μαζί με τον συνοδόν του.

» Τότε, ο Αλή Νταημεμετάκης εστράφη προς τα αιμοδιψή πλήθη και αφήκε μίαν βραχνήν και μακρόσυρτη κραυγήν, όπως οι ντελάληδες εις τα παζάρια του Τσαρσιού:
» – Α ντι κιντελίμ Τιρκιλίκ ταραφηνδά! (Εμπρός, πάμε προς την περιφέρειαν του Τιρκιλίκ!)
» – Τιρκιλίκδα! Τιρκιλίκδα…
» – Πάμε για το Τιρκιλίκ! Εβρυχήθη το πλήθος, οργιάζον από ανυπομονησίαν και ικανοποίησιν. Το τι εγίνετο εκείνην την στιγμήν, δεν ειμπορώ να σας το περιγράψω… Αλλαλαγμοί, φωνές, μαντήλια στον αγέρα… και, ο όχλος εκινήθη σαν ένα πελώριον κύμα, ενώ η ατμόσφαιρα εξηκολούθει να δονήται από ορυγμούς και ανάρθρους φράσεις, ύβρεων και βλασφημιών εναντίον του μάρτυρος δεσπότη και παντός ελληνικού, ανά παν βήμα, αντηχούσαν και διάτοροι ζητωκραυγαί υπέρ του Κεμάλ, της Τουρκίας και του Νουρεδδίν πασά…

Η θλιβερά κουστωδία.

» Εις το σημείον αυτό διακόπτεται η αφήγησις του Οσμάν Φεϊζή, ως αυτόπτου μάρτυρος, δια να επαναληφθή μετά είκοσι λεπτά της ώρας, επάνω εις το Ική – Τσεσμελίκ.
» Τα γεγονότα που εμεσολάβησαν κατά τα είκοσι αυτά λεπτά της μαρτυρικής κουστωδίας, είναι τα μόνα που δεν είδε με τα μάτια του. Διότι, όταν ήκουσεν ότι το μαρτύριον του Χρυσοστόμου θα ελάμβανε χώραν εις τας τουρκικάς συνοικίας του Τιρκιλίκ (προς τα υπερκείμενα δηλαδή υψώματα του Βασμαχανέ, επί των κατωκημένων κλιτύων του Πάγου), έκρινε καλόν να ξεφύγη από την οχλαγωγίαν, να χωθή εις ένα αμάξι και να προλάβη να ευρεθή, μεταξύ των πρώτων, εις το θέατρον της αγριωτέρας και βαναυσοτέρας και βαρβαροτέρας εκδικήσεως, και από την οποίαν κανείς δεν ηδύνατο πλέον, να ανακόψη την λαϊκήν λαίλαπα των Τούρκων.

» Παρά την θέλησίν του, όμως, δεν ηδυνήθη να ξεφύγη, αμέσως, ο Οσμάν Φεϊζή και συρόμενος, μαζί με τον μαινόμενον πλήθος, εν μέσω αγρίων διαγκωνισμών και ορυγμών εκκωφαντικών και διαπληκτισμών, ακόμη, έφθασεν έως την άκρην του δρόμου, μπροστά εις το κεντρικόν τζαμί, εκεί όπου, ακριβώς ο δρόμος ηνοίγετο εις δύο σκέλη εκ των οποίων, το μεν ένα – προς τα δεξιά – έφερε προς το Λαχανοπάζαρον, το δε άλλο – αριστερά – προς το Τσαρσί…
» Ο Οσμάν, κατώρθωσε να ξεφύγη προς τα αριστερά, εχώθη μέσα εις τον σκεπαστόν και σκοτεινόν δαίδαλον του Τσαρσιού, έφτασε στο Μπεζεστένι και, πριν βγη εις τα Γυαλιάδικα, έπειτα, εις το Μικρόν – Βεζύρ Χάνι, όπου είχεν οχήματα και βγήκε το φαρδύ του αγίου Γεωργίου. Τα μαγαζιά ήταν κατάκλειστα και μια βωβή ερημία θανάτου εβασίλευε παντού… Ζητούσεν ένα αμάξι, αλλά, κατά τας φοβεράς εκείνας στιγμάς, παρομοία πολυτέλεια ήτο αδύνατον να ευρεθή! Οι Έλληνες αμαξάδες είχαν εξαφανισθή και, αν υπήρχαν μερικοί Τούρκοι αραμπατζήδες, αυτοί, ακολουθούσαν την θλιβεράν πομπήν του Δεσπότη εις το οικτρόν μαρτύριόν του…

» Τότε, ο Φεϊζή επετάχυνε το βήμα του, έφθασε την Αρμενιάν, επέρασε τρέχων τους δρομάκους προς τον Βασμαχανέν και διέσχισε διαγωνίως το ατελείωτον, ακόμη, βουλεβάρ (!) του, προς τα ανηφορικά σκαλάκια του Επάνω – Μαχαλά και του Τιρκιλίκ…

Προς τον Γολγοθάν!…

» Εν τούτοις, από πληροφορίας φίλων του, τας οποίας, αργότερον, εσταχυολόγησε και συνηρμολόγησεν, ο Οσμάν Φεϊζή, μου ανέφερεν ότι ολόκληρος η διαδρομή της λυσσαλέας και μαινομένης εκείνης οχλαγωγής, από την έξοδον του καφενείου, που εχρησίμευσεν ως αίθουσα του προχείρου Δικαστηρίου Ανεξαρτησίας, έως τας συνοικίας του Ική – Τσεσμελήκ, υπήρξε μία πορεία πραγματικής αγωνίας και τραγικού μαρτυρίου δια τον μεγαλομάρτυρα Μητροπολίτην Χρυσόστομον.

» Είκοσι ρωμαλέοι χαμάληδες, βαρκάρηδες, αραμπατζήδες και γιουβρεκτσήδες, κουρελιασμένοι και βρωμεροί και ανυπόδυτοι, απαίσιοι και ειδεχθείς την όψιν, περιεκύκλουν τον μάρτυρα και τον έσπρωχναν διαρκώς, βλασφημούντες και υβρίζοντες και αλαλάζοντες, περισσότερον από όλους τους άλλους…

» Επέρασαν το Λαχανοπάζαρον, εισέδυσαν μέσα εις τον λαβύρινθον της Εβραϊκής συνοικίας και ήρχισαν να ανεβαίνουν προς τα υψώματα των τουρκομαχαλάδων. Ο Δεσπότης ήτο καταβεβλημένος. Η μαρτυρική εκείνη πορεία τον είχεν εξαντλήση… άλλ’ οι απαίσιοι δήμιοί του εξηκολούθουν να τον σύρουν ως άχρηστον ράκος, εις τον δρόμον του μαρτυρίου και του εξευτελισμού.

» Και, ο δρόμος εκείνος του μαρτυρίου του, έμοιαζε με πραγματικόν Γολγοθάν!… Νέοι υβρισταί, νέοι εχθροί, νέαι ορδαί βαρβάρων προσετίθεντο, διαρκώς, καθ’ όλην την διαδρομήν και το κύμα ωγκούτο, ολοέν, απειλητικώτερον και εμεγάλωναν τα βάσανα του σεβασμίου Γέροντος.

» Μαί με τους άνδρας, είχον αρχίση, τώρα, να συρρέουν και γυναικόπαιδα, χανουμάκια πάσης τάξεως και ηλικίας, γρηές χανούμισσες, χωρίς φερετζέδες, και τουρκόπαιδα, μισούντα, εκ γενετής, παν μη τουρκικόν, και αφήνοντα διαπεραστικές και στριγκλιάρικες φωνές, ακατανοήτων επιφωνημάτων, μαζί με πέτρες που εκσφενδονούσαν προς όλας τας διευθύνσεις…

» Οι χαμάληδες και οι αραμπατζήδες, οι στραγαλατζήδες και οι βαρκάρηδες, που αποτελούσαν τον ρακένδυτον κλοιόν του μάρτυρος Μητροπολίτου, εκουράσθησαν πλέον να τον σπρώχνουν και ήρχισαν να του τραβούν τα ράσα, να τον τσιμπούν, να τον γρονθοκοπούν και να τον μαστίζουν, κατά τον χειρότερον τρόπον…

» Ένας από τους χαμάληδες, που έτυχε να έχη εις το ζωνάρι του, τον γνωστόν απαίσιον σιδερένιον γάντζον του, τον εκάρφωσε, δις, ανάμεσα εις τα δεμένα χέρια του Δεσπότη και, δις, τον έσυρε, με απότομον ορμήν προς τα οπίσω – τόσον απότομον, ώστε, την δευτέραν φοράν, επέτυχε να ανατρέψη το ηράκλειον εκείνο σώμα του Ιεράρχου… Τούρκοι, τουρκάλες και τουρκόπαιδα εις την θέαν του ανοσίου εκείνου παιαχνιδιού, εξερράγησαν εις σπαρακτικούς καγχασμούς και εις αλλόφρονα ξεφωνήματα…

» Επί τέλους –αντί να φθάσουν εις το Τιρκιλίκ – ηναγκάσθησαν να σταματήσουν, οριστικώς, εις την πλατείαν του Ική – Τσεσμελίκ (ένα είδος συνοικισμένου οροπεδίου, εις τα μισά, περίπου, των κλιτύων του Πάγου, όπου κατοικούσαν οι αρχαιότεροι και φανατικώτεροι τουρκοσμυρνιοί, και όπου υψούτο ένα από τα καλύτερα και μεγαλύτερα τουρκικά σχολεία)…

Υποσημειώσεις

1. Σταύρος Κουκουτσάκης, Ακρόπολις, αρ. φύλλ. 301, Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 1929, σσ’. 1 και 6

****

Στο Ική – Τσεσμελίκ

» Εκεί, ο Οσμάν Φεϊζή, ήταν εκ των πρώτων και μου συνέχισε, και πάλιν ως αυτόπτης μάρτυς, την αφήγησίν του ως εξής:

» Όταν έφθασα, τρίχων και ασθμαίνων, στο Τιρκιλίκ, είδα πως δεν υπήρχε κανένα κατάλληλον μέρος δια το σεΐρι (την διασκέδασιν) που επεζήτουν οι συμπατριώτες και ομοεθνείς μου! Αντελήφθην, όμως, ότι σε κάθε τουρκόσπιτο, ολόγυρά μου, εγίνετο μία τρομακτική κίνησις και μία πραγματική αναστάτωσις… Φωνές ηκούοντο πανταχόθεν, άνδρες, παιδιά και χανούμισσες, έκλειον, βιαστικά, τα σπίτια των και έτρεχον προς τους Δύο – Τσεσμέδες.1

» Όλοι ακολουθούσαν την ιδίαν διεύθυνσιν… Είπα σε κάποιον ότι, αν τρέχη για το Δεσπότη, πηγαίνει άδικα, γιατί η απόφασις, πο ελήφθη, ορίζει ως τόπον εκτελέσεως το Τιρκιλίκ!… Εκείνος χαμογέλασεν ειρωνικά κι έφυγε φωνάζοντας:
» – Εγώ ξέρω καλλίτερα από σένα Μπιν – Μπασή μου! (Ταγματάρχα μου).
» Τότε, επήρα και γω τον ίδιον δρόμον και βγήκα στην πλατεία του Ική – Τσεσμελίκ…

» Ήταν καιρός! Διότι όλη η πλατεία είχε καταληφθή από κόσμον, αλλόφρονα και ανυπομονούντα να ίδη το φρικιαστικόν θέαμα. Μετά δύο λεπτά, έφθασαν τα πρώτα μπουλούκια της εμπροσθοφυλακής της θλιβεράς κουστωδίας. Ήτανε σμήνη από τουρκόπαιδα, που εξελαρυγκίζοντο σαν δαιμονισμένα, χοροπηδούσαν, εμαλλιοτραβούντο και περνούσαν κάτω από τα σκέλη των αρρένων και των θηλέων, δια να καταλάβουν μίαν επίκαιρον θέσιν. Μερικά από αυτά ανέβηκαν εις τους κλώνους των 4 – 5 δένδρων της πλατείας, της πλατείας του Ική – Τσεσμελίκ, που έλαβε την όψιν πανηγυρικού αμφιθεάτρου… Εγώ, κατώρθωσα να πάρω μίαν εξαιρετικήν θέσιν εις την μαρμαρένια σκάλα του δημοτικού σχολείου…

» Σε λίγο, η πομπή έφθασε και η πλατεία εγέμισεν ασφυκτικώς… » Ο όχλος συνεσπειρούτο προς όλας τας διευθύνσεις και έκαμνε μακράν ουράν εις τας πέριξ παρόδους, δηλαδή τους δύο δρομάκους που κατηφορούσαν προς τας συνεχομένας τουρκικάς συνοικίας και την «Οβρεακή», και από το άλλο μέρος τον φαρδύν δρόμον που ήρχετο από τα υπερκείμενα του Μπαχρή – Μπαμπά υψώματα και έφθανεν έως το Τιρκιλίκ.

» Η συνοδεία των βρομερών χαμάληδων, των αραμπατζήδων και των βαρκαρέων, εσταμάτησεν εμπρός εις τα κατώφλια του τουρκικού σχολείου και είδα τότε τον ατυχή Δεσπότην να σηκώνη τα μάτια του προς τον ουρανόν, σαν νάκανε κάποια μυστική προσευχή, θερμή, ολόθερμη, κατανυκτική, μέσα από τα κατάβαθα της ψυχής του.
» Το χρώμα του ήταν κάπως χλωμόν, αλλά το παράστημά του ήταν ευθυτενές, αλύγιστον, κάτι – τί να σας ειπώ! – σαν ηρωϊκόν και σαν φάντασμα. Τέτοια εντύπωσι μου έκανε, που δεν θα την ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου!…
» Το καλυμαύχι του το είχαν κομματιάσει στο δρόμο οι δήμιοί του και ήταν τώρα ασκεπής, με τα ψαρρόξανθα μαλλιά του, που έμοιαζαν σαν κλωστές από μετάξι, να πέφτου προς τα οπίσω σε μια απαλή και μικρή κοτσίδα… Ο τράχηλός του είχε κάτι μεγάλες και βαρειές κοκκινίλες από τα πρόσφατα κτυπήματα (των ιεροσύλων καννιβάλων). Τα μάτια του στυγνά και απλανή, έβγαζαν από καιρό σε καιρό κάποια φλόγα υπερηφανείας και καρτερικότητος. Αλλά τα χείλη το ήσαν κολλημένα, ακίνητα… Η στάσις του είχε κάτι το περιφρονητικόν μέσα εις την αγιωτικήν του απάθειαν και την μαρτυρικήν υπομονήν του. Εφαίνετο ότι είχε (πάρει) την απόφασιν να δεχθή όλας τας ύβρεις και όλους τους μπάτσους και να υποστή όλα τα βάσανα, ωσάν να έλεγε σιωπηρώς προς τους δημίους του: «Γιατί με δέρνετε; Γιατί με χτυπάτε; Το σώμα μου σας ανήκει αυτή τη στιγμή… Αλλά η ψυχή μου δεν σας ανήκει και κανείς ποτέ δεν μπορεί να την μολύνη!…»

Στιγμαί φρίκης.

» Εν τω μεταξύ, ο όχλος εμυκάτο και ωρύετο σαν δαιμονισμένος. Αλλαλαγμοί και ύβρεις εγέμιζαν την ατμόσφαιραν αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε μια λέξιν, από όσα έλεγαν, από όσα ήθελαν να είπουν, από όσα εστρίγκλιζαν, ένας – ένας και όλοι μαζί.
» Αίφνης, ανάμεσα από τον ρακένδυτον όμιλον των χαμάληδων, η φωνή του Αλή Νταημεμετάκη, του στυγερού αυτού κουρέως, αντήχησε, διάτορος, υπεράνω όλων των άλλων κραυγών και των ανάρθρων και ασυναρτήτων επιφωνημάτων:

» – Μπιραντέρια! Εμσερήδες! Το κάθαρμα αυτό – είπε δεικνύων τον Μητροπολίτην Χρυσόστομον – είνε δικό σας!
» – Γιασσάν! Εβρυχήθη το πλήθος. Δικό μας! Δικό μας!

» – Άλλ’ επειδή – εξηκολούθησεν ο μπαρμπέρης – δεν είνε δυνατόν να λάβωμεν όλοι μαζί την εκδίκησιν της μεγάλης προδοσίας και ατιμίας, την οποίαν έκαμεν εις το έθνος μας αυτός ο εντεψίζης, δια τούτο, θα αρχίσω εγώ και θα ακολουθήσετε όλοι, με την σειράν, έως ότου πιούμε και την τελευταίαν σταγόνα του ατίμου αίματός του!
» Το τι έγινεν εκείνην την στιγμήν, δεν περιγράφεται!,… Σωστό πανδαιμόνιον! Πραγματικό φρενοκομείον!
» Τα κύματα του πλήθους ήρχισαν να κινούνται με βοήν, με αλλοφροσύνην, με δαιμονιώδη ξελαρυγγίσματα από όλας τας διευθύνσεις και αι μάζαι συνωθούντο απειλητικώς, με τρομακτικήν αγριότητα, προς τα κατώφλια της σχολής.

» Ξαφνικά, ο στυγερός μπαρμπέρης, σχίζων το πλήθος, με μίαν και μόνην χειρονομίαν, με ένα και μόνον βήμα ατελείωτον εις μήκος, δια μέσου της συμπαγούς μάζης των κορυβαντιώντων, έπιασε τον Δεσπότην από το ράσον και τον έσυρε με ορμήν προς το μέρος του, φωνάζων:
» – Οπίσω, όλοι! Οπίσω!… Άϊντε, η εκδίκησις του αθώου αίματος των αδελφών μας αρχίζει!… Λύστε του τα χέρια…
» Οι χαμάληδες εξετέλεσαν αμέσως την εντολήν του και ο μπαρμπέρης, με μίαν και μόνην κίνησιν μανιώδους ορμής, έσπρωξε τον δεσπότην προς την κλίμακα της σχολής και τον ανέβασε στους τέσσαρας πρώτας, βαθμίδας…
» -Εδώ! Είπεν. Εδώ! Για να τον βλέπουν όλοι!

» Έπειτα στρεφόμενος προς τον μητροπολίτην, εξηκολούθησε:
» -Παπά – γρουσούζη! Παπά – εντεψίζη! Καταραμένε παπά! Θα πεθάνης!…

» Ο Δεσπότης έκλεισε τους οφθαλμούς του και με απάθειαν στωικήν και ψυχραιμίαν, που έκανε και αυτών των αγριωτέρων ακόμη το αίμα να παγώση μέσα εις τας φλέβας των, απήντησε:
» – Το ξεύρω! Αλλά δεν με μέλει!
» – Θα ψοφήσης!… επανέλαβεν ο μπαρμπέρης, αφρίζων κυριολεκτικώς και με μίαν χειρονομίαν κατέφερεν ισχυρόν κόλαφον εις την παρειάν του μάρτυρος Μητροπολίτου Χρυσοστόμου…
» Ο όχλος εξέσπασεν εις ένα μανιώδη καγχασμόν, αλλά, σχεδόν ταυτοχρόνως, ο Δεσπότης, που ο μπάτσος του είχε πορφυρώσει το μάγουλο, ύψωσε το χέρι του και αρπάζων το κεφάλι του μπαρμπέρη, το έσπρωξε με βίαν προς τα οπίσω…

» Έγινε τότε μία τρομερά κίνησις ανάμεσα εις το πλήθος και ο μπαρμπέρης, που είχεν εξαφανισθή για μια στιγμή, ξαναφάνηκε στην επιφάνειαν, στριγγλιάζων γοερώς:
» – Θα μου το πληρώσης αυτό, βρωμόπαπα! Γρουσούζη! Καταραμένε!
» Αίφνης, από το κέντρον της πλατείας, μία χειρ καννιβάλου, μία χειρ ανθρώπου, που δεν εφαίνετο, διότι ήταν χωμένος πίσω από τα σώματα των άλλων, ύψωσεν εις τον αέρα ένα χονδρό πανί, μαύρο, κατάμαυρο και, με ένα παλμόν δαιμονιώδη, το εξεσφενδόνισε προς την διεύθυνσιν του Δεσπότη.
» Ο Χρυσόστομος, σαν να είδε το εκτοξευόμενον πανί, έστρεψεν ελαφρώς την κεφαλήν του προς τα δεξιά… Το πελώριον μαύρο πανί τον εκτύπησεν εις την παρειάν και έπεσε κατά γης, αφού έβαψε με πυκνόν στρώμα μαύρου «φούμου» την αριστεράν παρειάν, τα γένεια, τον λαιμόν και την πολιάν κόμην του μάρτυρος…
» Ο όχλος εξερράγη εις ουρανομήκεις ζητωκραυγάς και επιδοκιμασίας δια την απροσδόκητον ευφυΐαν και καγχασμοί βανδάλων υψώθησαν εις τον αέρα…

» Άλλ’ αίφνης, ένας άλλος, με αγρίαν φυσιογνωμίαν χιμπαντζή, επλησίασε τώρα από τα ψηλότερα σκαλοπάτια της σχολής τον Δεσπότην και με το μπαστούνι του, εις την άκραν του οποίου είχε καρφώσει δύο μυτερά καρφιά, ήρχισε να κεντά τον Μάρτυρα εις όλας τα μέλη του σώματός του…
» Ελαφροί σπασμοί ετάραξαν το άγιον σώμα του μητροπολίτου και θρόμβοι αίματος ήρχισαν να ρέουν από τον τράχηλόν του…
» Ο όχλος εκάγχαζε θορυβωδώς και απαισίως, εις κάθε κίνησιν της δαιμονίας ράβδου, ενώ το αίμα εξηκολούθει να ρέη από τας σάρκας του Χρυσοστόμου…

Ο ΠΥΡΡΟΘΡΙΞ ΓΑΤΟΣ

» Άλλ’ έξαφνα, οι καγχασμοί και ο φρενιτιώδης αλαλαγμός έπαυσαν αποτόμως… Μια νεκρική σιωπή επεκράτησε για λίγα δευτερόλεπτα και μία κίνησις πρωτοφανής συνεκλόνισε τα πλήθη που κατέκλυζον την πλατείαν… Η κίνησις εκείνη έμοιαζε μάλλον σαν ένα ρίγος φρίκης, που έκαμνε τον όχλον να χαμηλώνη τα κεφάλια με τρόμον και να υψώνη τα μάτια, γουρλωμένα και γεμάτα φόβον, προς ένα ωρισμένον σημείον του αιθέρος, εις αρκετόν ύψος επάνω από την κεφαλήν του Δεσπότη…
» Ένα σατανικόν φαινόμενον ηωρείτο εις το κενόν. Είχεν εμφανισθή μία πελωρία ράβδος, από ξύλον ελάτης, μήκους 2 – 3 μέτρων, από το άκρον της οποίας εκρέματο, δια χονδρού σχοινίου, ένας γάτος πυρρόθριξ, με μάτια άγρια, βλοσσυρά, γουρλωμένα… Ήτο δεμένος από την μέσην τόσον σφικτά, ώστε οι πόδες του, οι οποίοι επρόβαλλαν εις το κενόν, άφιναν τους γαμψούς όνυχας να εξέχουν, αιχμηροί και φρικώδεις, με μίαν λυσσαλέαν επιθυμίαν να αρπάξουν το πρώτον τυχόν αντικείμενον που θα εύρισκον μπροστά των, το πρώτον σώμα που θα συναντούσαν, ή την σάρκα που θα ήγγιζον, έτοιμοι να κατασπαράξουν το παν, αποφασισμένοι να κολληθούν οπουδήποτε, να μπηχθούν, με λύσσαν, δια να απαλλαχθή το σώμα από το τρομερόν εκείνο σφίξιμον των χονδρών σχοινίων…

» Εις τας αρχάς – εξηκολουθεί ο Οσμάν Φεϊζή – φρίκη διέδραμε τα σώματα των παρισταμένων. Άλλ’ όταν το εξηγριωμένον και φρίσσον από τους πόνους ζώον έφθασεν ακριβώς επάνω από το κεφάλι του Δεσπότη και κατήρχετο σιγά – σιγά προς την σεβασμίαν και ασκεπή κεφαλήν του, η φρίκη μετεβλήθη εις αλαλαγμούς επιδοκιμασίας…2
» Ο φόβος – εξηκολούθησεν ο Οσμάν Φεϊζή – είχε διαλυθή ως δια μαγείας και όλοι εξέσπασαν εις μίαν ενθουσιαστικήν φρενίτιδα, ωσάν να παρεκίνουν τον κρατούντα την ράβδον να κατεβάση μίαν ώραν γρηγορώτερον το «ιπτάμενον» ζώον (που εξηκολούθει να αφίνη κάτι φρικιαστικά νιαουρίσματα και έμοιαζαν μάλλον με ουρλιάσματα τίγρεως, σπαρακτικά και αποτρόπαια) και να γίνη η επαφή των τρομερών ονύχων του με το πρόσωπον του μάρτυρος, η επαφή την οποίαν – όλοι ανεξαιρέτως – επερίμεναν με αγωνίαν…
» Αι λυσσαλέαι φωναί του γάτου και οι αλαλαγμοί του όχλου έδιδαν εις την ατμόσφαιραν μίαν τραγικήν ανάπαλσιν, που προκαλούσε την διαρκή φρικίασιν του σώματός μου…

» Αίφνης, το ζώον – ή μάλλον το ανήμερον εκείνο θηρίον – που είχε πλησιάσει την κεφαλήν του Χρυσοστόμου, εις απόστασιν μιας μόλις, πιθαμής, έκανε μίαν απότομον κίνησιν με το λαστιχένιο κορμί του για ν’ αρπάξη το γυμνόν κρανίον και την κόμην του μάρτυρος… Άλλ’ η ορμή του έδωσεν ένα ισχυρόν παλμόν εις το σχοινίον και αντί της κεφαλής, έμπηξε τους γαμψούς του όνυχας εις τους ώμους του Δεσπότη…
» Το ράσον εσχίσθη με έναν φρικαλέον συριγμόν και μαζί με αυτό κάποιο ματωμένο κομμάτι σαρκός ανεπήδησεν εις τον αέρα…
» Το αίμα του μάρτυρος έβαψε τα πρόσωπα των πλησιέστερον ισταμένων και, ευθύς αμέσως, μία βοή τρόμου αντήχησε, κάτι που έμοιαζε σαν σφύριγμα δαιμόνων… Όλοι μαζί οι δήμιοι έκαμαν μίαν ανατριχιαστικήν κίνησιν και διάφορα επιφωνήματα φρίκης εξέφυγαν από τα χείλη των… Άλλ’ οι αλαλαγμοί της χαράς και της επιδοκιμασίας είχον παύσει πλέον.

« Μετά την επίθεσιν εκείνην, η ράβδος είχεν ανυψωθή και πάλιν και ο γάτος ωρυόμενος, εκίνει σπασμωδικώς την κεφαλήν και τους πόδας του, κρατών στα νύχια ένα μακρύ τεμάχιον μαύρου ράσου και ένα μικρόν κομμάτι σαρκός, από την οποίαν έσταζε το αίμα του μάρτυρος επί των κεφαλών των βαρβάρων δημίων του.
»Η φρικαλέα σκηνή, την οποίαν παρακολουθούσα δαγκάνοντας με λύσσαν τα χείλη μου, με έκανε να κρατώ στυλωμένα τα βλέμματά μου προς το άγιον πρόσωπον του μάρτυρος μητροπολίτου. Και σας βεβαιώνω – σας ορκίζομαι σαν καλός στρατιώτης που υπήρξα πάντοτε – ότι δεν είδα ούτε κανένα μορφασμόν οδύνης, ούτε καμμίαν σύσπασιν φόβου να κάμη το πρόσωπον του Χρυσοστόμου, καθ’ όλην την διάρκειαν που το εξηγριωμένον και λυσσαλέον ζώον εστριφογύριζεν επάνω από το κεφάλι του, απειλών να τον κατασπαράξη… Ώ! πόσην εντύπωσιν μου έκαμεν η στάσις του αγίου εκείνου ανθρώπου! Εφαίνετο ότι ήτο αποφασισμένος να πληρώση με το αίμα του και με όλα τα μαρτύρια του κόσμου την εξαγοράν του αίματος ολοκλήρου του ποιμνίου του και όλων των γιουνάνηδων της Σμύρνης και της Μικράς Ασίας –χωρίς να γνωρίζη, βεβαίως, ότι και εκείνων η τύχη ήτο προδιαγεγραμμένη όπως και η ιδική του…

» Άλλ’ αίφνης, ο κουρεύς, ο μυσαρός εκείνος Νταημεμετάκης – αποφασισμένος να πιη πρώτος αυτός το αίμα του Δεσπότη, εννοών να διεκδικήση μέχρι τέλους αυτό το δικαίωμά του – έμπηξε μίαν αγρίαν φωνήν:
» – Σταθήτε! Σταθήτε!
» Ο γάτος απέμεινε κρεμασμένος εις το κενόν, επάνω από τα κεφάλια του θύματος και των δημίων, οι οποίοι, άναυδοι μέχρις εκείνης της στιγμής, έστρεψαν τώρα με κάποιαν ιαχήν ανακουφίσεως την προσοχήν των προς τον μπαρμπέρην.
» – Προτείνω!… εβρυχήθη εκείνος, προσπαθών να επιβάλη την σιωπήν και να γίνη ακουστός παρ’ όλων.
» Λέγε! Λέγε! Εφώναξαν μερικοί.
» – Προτείνω! Επανέλαβεν ο μπαρμπέρης, διεκδικών επιμόνως τα πρωτεία του δολοφόνου.
» – Τί προτείνεις, λοιπόν;
» – Προτείνω να ξουρίσωμε πρώτα τον Γουρσούζ – παπά, όχι για άλλο λόγο, αλλά για να πάρουμε μια ιδέα, μπιραντέρια μου, τι σόι θάνε γουλί το κεφάλι του και η χοντρομουτσουνάρα του, χωρίς αυτή τη σκούπα, τα γένεια!
» Άγριοι καγχασμοί αντήχησαν.
» – Άφεριμ! Άφεριμ! Μπράβο! Αλλάλαξεν ο μεθυσμένος από αιμοδιψή φανατισμόν όχλος. Άϊντε μπακαλούμ, γκιορετζέγκζ! (Εμπρός, λοιπόν, να το ιδούμε!) Εμπρός! Εμπρός! Λοιπόν!

» Με μίαν κίνησιν της χειρός του, που είχε κάτι μελοδραματικόν και καταχθόνιον συνάμα, ο μπαρμπέρης έκαμε να αστράψη εις τον ορίζοντα ένα πελώριο ξυράφι…
» Νέοι γέλωτες και νέαι κραυγαί θριάμβου ηκούοντο τώρα από όλα τα σημεία και οι ευρισκόμενοι εις σχετικήν απόστασιν από τον τόπον του δράματος εσηκώνοντο στις μύτες των ποδαριών των δια να βλέπουν καλύτερον. Αλλά ο γάτος εξηκολούθει να αιωρήται εις το κενόν, ουρλιάζων και τεντώνων διαρκώς τα νύχια του, επάνω εις τα οποία εκρέματο ακόμη η μαύρη λωρίδα του μητροπολιτικού ράσου, σαν κανένα πένθιμο σινιάλο…
» Ο μπαρμπέρης, εν τω μεταξύ, βοηθούμενος από την ρυπαράν ομήγυριν των χαμάληδων και των αραμπατζήδων, επροχωρούσε ταχύς εις το έργον του, χωρίς να βλέπη τι συνέβαινε τριγύρω του.
» Έπιασε με το αριστερό χέρι του τα μαλλιά του Δεσπότη, τα τράβηξε δυνατά και με ισχυράν ορμήν προς τα κάτω και έκαμε την υπερήφανον κεφαλήν να κύψη υπό την πίεσιν και τον πόνον.
» – Σκύψε, εντεψίζη! Προδότη! Σκύψε.
» Το ξυράφι εκινήθη με λύσσαν επάνω στο κεφάλι του μάρτυρος και η πρώτη τούφα μαλλιών επετάχθη εις τον αέρα, εν μέσω γενικής θυμηδίας, καγχασμών αλλοφροσύνης και ιαχών θριάμβου.
» Στη δεύτερη ξυραφιά, όμως, το γυαλιστερό λεπίδι παρέσυρε μαζύ του και ολίγον δέρμα, κάτω από το οποίον το αίμα ανεπήδησε και έβαψεν όλο το πρόσωπον του Δεσπότη…
» Ώ! ώ! εφρύαξεν ο όχλος με αλαλαγμόν.
» Ζαράρ γιοκ! (Δεν πειράζει!) Ζαράρ γιόκ! Εφώναξεν ο μπαρμπέρης, χασκογεών σατανικώς, επί τη θέα του ανδραγαθήματός του.
» – Άφεριμ! Άφεριμ, ουστά! (Μπράβο μαέστρο!) του εφώναξαν οι χαμάληδες ενθουσιασμένοι.
»- Και η τρίτη όμως ξυραφιά παρέσυρε νέαν λωρίδα δέρματος.
» – Σίμδη, γιαγνίς ολδού! (Τώρα έγινε λάθος!) εφώναξεν ο μπαρμπέρης, κάμνων ένα σατανικόν μορφασμόν ειρωνίας.
» -Γιαγνίς! Γιαγνίς! Άφεριμ γιαγνίς! Εφώναξαν όλοι σαν τρελλοί, ενώ ο μπαρμπέρης εξηκολούθει το έργον του με ταχύτητα αστραπής.

» Καθ’ όλον αυτό το διάστημα – εξηκολούθησεν ο Οσμάν Φεϊζή – ο λυσσασμένος γάτος εξακολοθούσε να αιωρήται εις το κενόν και να ουρλάζη απαισίως. Αλλά, καθώς εκινείτο προς όλας τας διευθύνσεις –συνεπεία των τιναγμών που έδιδεν εις το σχοινίον- εκείνοι, των οποίων αι πολύτιμοι κεφαλαί ευρίσκοντο ακριβώς κάτω να διαβιβάζουν σοβαράς παρατηρήσεις προς τον Τούρκον που κρατούσε τον πελώριον κοντόν της ελάτης, από τον οποίον ήτο κρεμασμένος ο γάτος… Εκείνος, όμως δεν εννοούσε να υποχωρήση, αφ’ ενός μεν διότι δεν ήθελε να χάση το πρωτοφανές θέαμα του μαρτυρίου και αφ’ ετέρου διότι δεν ειμπορούσε να κινηθή από την θέσιν του, συνεπεία του σφιξίματος της ανθρωπομάζης.

» Εν τω μεταξύ αι διαμαρτυρίαι επολλαπλασιάζοντο και εγίνοντο απειλητικώτεραι, έως ότου μερικοί θερμόαιμοι επετέθησαν δι’ ύβρεων και γρονθοκοπημάτων εναντίον του κατόχου του λυσσασμένου γάτου.
» Την ίδια στιγμήν, συνέβη ένα μηδαμινόν επεισόδιον, το οποίον επρόκειτο να δώση μίαν αποτελεσματικήν τροπήν εις παρατεινόμενον μαρτύριον. Οι διάφοροι χαμάληδες, που αποτελούσαν την φρουράν του μητροπολίτη και την τιμητικήν συνοδείαν του μπαρμπέρη Αλή Νταημεμετάκη, φαίνεται ότι από πολλής ώρας έχωναν τα χέρια των κάτω από τα ράσα του Δεσπότη και προσεπάθησαν να αφαιρέσουν όσα χρήματα και ό,τι πολύτιμον είχε μέσα εις τα θυλάκιά του.
» Ξάφνου, ένας από αυτούς ανεκάλυψε το χρυσούν εικόνισμα που εκρέματο δια λεπτής αλύσεως εκ του λαιμού του και το τράβηξε με όλη την δύναμίν του.
» Η αλυσίδα έσπασε και ο χαμάλης περιχαρής ητοιμάζετο να τσεπώση το πολύτιμον εύρημα…
» Αλλά, κατά κακήν του τύχην, τον αντελήφθη ένας αρειμάνιος στραγαλατζή και του έδωσε ένα κτύπημα στο χέρι του δια να του το ρίξη κατά γης και να το οικειοποιηθή…
» Το κόλπον επέτυχεν.
» Αλλά μόλις έπεσε κατά γης το χρυσούν εικόνισμα, δέκα, αμέσως, χαμάληδες έσκυψαν δια να το αρπάξουν… Και τότε, μπρος στα πόδια του Μάρτυρος, έγινεν ένας καυγάς δαιμονιώδης, ένα ταβατούρι, μια οχλοβοή, που κατέληξεν σε γρονθοκοπήματα και αληθή μάχην….
» Οι πλησιέστερον ευρισκόμενοι ωπισθοχώρησαν με αγρίας κραυγάς τρόμου και δεν ήργησαν να μεταδώσουν τον σπινθήρα του πανικού εις τον όχλον που κατέκλυζεν ολόκληρον την πλατείαν.
» Κανείς δεν ήξευρε τι συνέβη, όλοι όμως εφώναζαν, όλοι εκινούντο με απόγνωσιν, όλοι έτρεχον δια να σωθούν από τον απροσδόκητον και αόριστον κίνδυνον… Μήπως ήξευραν οι Τούρκοι, κατ’ εκείνην την στιγμήν, τί έπρεπε να φοβούνται; Και από ποιό σημείον, ακριβώς προήρχετο ο κίνδυνος;

» Ο πανικός όμως είχε λάβει, αυτόχρημα, τρομακτικάς διαστάσεις. Σωροί ολόκληροι ανθρωπίνων σωμάτων είχον υψωθή εις διάφορα σημεία της πλατείας και οι άνθρωποι που έτρεχαν προς τας εξόδους έπεφταν επάνω εις αυτούς, εποδοπατούντο, κατρακυλούσαν, ωλόλυζον, εβρυχώντο και ηλλάλαζαν, σαν δαιμονισμένοι, και μόνον την έξοδον από την πλατείαν δεν ειμπορούσαν να εύρουν…
» -Γιουνανλάρ γκελίορλαρ! (Οι Έλληνες έρχονται!) εκραύγαζον μερικοί φοβιτσιάρηδες και οι χανούμισσες.
» – Είνε φάντασμα! Φάντασμα! Ωρύοντο οι τουρκόπαιδες χωρίς να δυνηθή κανείς να εξιχνιάση από πού προήλθεν αυτό το επιφώνημα.

Υποσημειώσεις.

1. Σταύρος Κουκουτσάκης, Ακρόπολις, αρ. φύλλ. 302, Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 1929, σσ’. 1-2
2. Σταύρος Κουκουτσάκης, Ακρόπολις, αρ. φύλλ. 302 (303), Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 1929 σ. 1.

****

Η θεία δίκη.

» Άλλ’ η πλέον τραγική λεπτομέρεια εις όλο αυτό το «πατιρντί» ήταν η τύχη του τερατώδους γάτου…
» Με την πρώτην εκδήλωσιν του πανικού, ο εφευρέτης της βαρβάρου και απαισίας εκείνης σοφίας, ο άνθρωπος με τον κοντόν και τον λυσσασμένον γάτον, ερρίφθη κατά γης και εποδοπατήθη αγρίως… Ο κοντός εξέφυγεν από τα χέρια του και ο γάτος… ο λυσσασμένος γάτος, έπεσεν, ακριβώς, μέσα εις την ομήγυριν των αλληλοκτυπωμένων κατά γης χαμάληδων, επέρασε κάτω από τα πόδια του μπαρμπέρη και εκαρφώθη επάνω εις την κνήμην του.
» Ο μπαρμπέρης ελύγισε τρομαγμένος και εσωριάσθη κατά γης, παρασύρων και άλλους δημίους μαζί του.
» Κατά την πτώσιν του εκείνην, το μισαρόν τέρας, που κρατούσεν ακόμη ανοικτόν το αιμοβόρον και ανόσιον ξυράφι του, επληγώθη με τον ίδιον όπλον του εις το πρόσωπον και έμεινε κατά γης αναίσθητος…
» Η θεία δίκη είχεν εκπληρωθή κατά τον πανηγυρικώτερον τρόπον. Ο μπαρμπέρης, που ζήτησε τα πρωτεία του δημίου, έσβυσεν υπό τα πλήγματα του ιδίου του όπλου και δεν κατώρθωσε πλέον να συμμετάσχη εις την σφαγήν του μάρτυρος, που επραγματοποιήθη μετ’ ολίγην ώραν…

Η σφαγή

» Κατά την ώραν εκείνην του γενικού πανδαιμονίου και της απεριγράπτου συγχίσεως, μόνον ο μαρτυρικός Δεσπότης δεν εκινήθη από την θέσιν του. Καταματωμένος, με την κεφαλήν ξυρισμένην και τα γένεια ψαλλιδισμένα, εξακολουθούσε να στέκη εις τα μαρμάρινα κατώφλια, σιωπηλός, ακίνητος, σεβάσμιος, σαν ένα θείον όραμα.
» Άλλ’ εις το βλέμμα του, που ελαμπύριζε, με κάποιο παράξενο αστραποβόλημα, εζωγραφίζετο τώρα καθαρά η πλέον ανέφικτος ικανοποίησις. Ά! Αυτό ήταν φανερό… Ενόμιζε πως είχε γίνει κάποιο θαύμα! (Το θαύμα εις το οποίον η μεγάλη του ψυχή δεν θα τολμούσε βεβαίως ποτέ του να πιστεύση, διότι το εύρισκεν ανάξιον του φωτοστεφάνου, όστις περιέβαλλε το λαμπρόν και άσπιλον παρελθόν της μεγάλης εθνικής και θρησκευτικής του δράσεως!)

» Έξαφνα, ένας στρατιώτης, ένας απλός στρατιώτης, μαυρειδερός και κακοφκιασμένος, που ευρίσκετο εις τα επάνω σκαλοπάτια της σχολής, σχεδόν κοντά εις εμένα, βλέπων την σύγχισιν η οποία παρέφερε τον πανικόβλητον όχλον, επροχώρησε με βήμα σταθερόν προς τον μαρτυρικόν Μητροπολίτην και πριν προφθάση κανείς να αντιληφθή τι είχε κατά νουν και τι επρόκειτο να κάμη, ανέσυρεν αποτόμως την ξιφολόγχην του και με μίαν και μόνην χειρονομίαν έμπηξε τον στίλβοντα χάλυβά της εις την αριστερήν ωμοπλάτην του Χρυσοστόμου…
» Το κτύπημα ήταν τόσον ισχυρόν, ώστε ήκουσα τον υπόκωφον κρότον που έκαμεν η αιχμή επάνω στα πλευρά του. Άλλ’ ο Δεσπότης δεν αφήκε ούτε μίαν κραυγήν οδύνης… Τα χείλη του ήταν κλειστά και τα μάτια του, στυλωμένα προς τον καταγάλανον ουρανόν της Σμύρνης, εφαίνοντο σαν να ευχαριστούσαν τον Θεόν του, διότι ηθέλησεν, επί τέλους, να τον απαλλάξη από την πικρίαν του κόσμου και τα βάσανα του μαρτυρίου… Τα πόδια του εκλονίσθησαν αμέσως και έγειρεν επάνω στα σώματα των ρακενδύτων χαμάληδων, που εγρονθοκοπούντο ακόμη εμπρός εις τα πόδια του δια το πολύτιμον εικόνισμα, ποιος, επί τέλους, θα το κάμη δικό του. Έπειτα, έγειρε πάλιν από την άλλην πλευράν και έμεινεν εκεί, ακίνητος, ενώ το αίμα έρρεεν άφθονον από την βαθείαν πληγήν του.

» Ο στρατιώτης ετράβηξε την ξιφολόγχην του και την εκάρφωσε και πάλιν εις το ίδιον πλευρόν του Δεσπότη. Ειμπορούσα, αν ήθελα, να τον εμποδίσω, αλλά μήπως δεν ήταν αυτό το καλύτερον τέλος δια τον μάρτυρα; Αν δεν του έπαιρνε την ζωήν, μια και καλή, ο στρατιώτης, μήπως δεν θα ξανάπεφτε στα χέρια των καννιβάλων, μόλις θα περνούσεν ο τρόμος της συγχίσεως και του πανικού;…

» Τώρα, όμως, τρία – τέσσερα μαχαίρια άστραψαν, μακρυά στιλέτα και χαντζάρια του σελαχιού και καθένα έδωσε και ένα ισχυρόν πλήγμα στα πλευρά του μάρτυρος. Άλλ’ ήταν πλέον άπνους, με τα μάτια ανοικτά προς τον ουρανόν, ενώ το αίμα ξεχείλιζεν από παντού, άφθονον, κατακόκκινον, ολόθερμον.
» Ούτε ένα «ώχ», ούτε μία «κακή» λέξις, ούτε ένα απλούν βλέμμα μίσους ή απεχθείας εναντίον των δημίων του.

Η διανομή.

» Αίφνης, ενώ η ορμή του πανικού είχε κοπάσει, κάποιος γέρος Τούρκος, πολύ γέρος – θάταν ίσως 90 χρόνων – με κάτασπρα μαλλιά και γένεια επροχώρησε προς τον νεκρόν μάρτυρα, κρατών ένα μεγάλο μαχαίρι της κουζίνας στα χέρια του και ατενίζων τον φονέα – στρατιώτην με ικετευτικά βλέμματα, ωσάν να επρόκειτο να εκλιπαρήση μίαν πελωρίαν χάριν, του είπε:

» – Αμάν εφένδημ! Ριτζά εντέρημ, μπιρ παρτσά αλατζάγημ, τσοτζούκ – ιτσούν! (Σε παρακαλώ, κύριε, να πάρω ένα κομμάτι κι εγώ για το καλό των παιδιών μου;)
» Ο στρατιώτης ύψωσε τους ώμους του και ο γέρος αρπάζει με το ένα χέρι το άκρον του αυτιού του Δεσπότη, το έκοψε με μια μαχαιριά και έφυγεν ενθουσιασμένος, τραυλίζων λέξεις χαράς και ευχαριστίας, διότι είχε κατορθώσει να γίνη κύριος ενός τοιούτου «φυλαχτού».
» Εν διαστήματι ολίγων δευτερολέπτων, δέκα, είκοσι, τριάντα άλλοι Τούρκοι και χανούμισσες, πάσης τάξεως και ηλικίας, ώρμησαν προς τον Μάρτυρα με διάφορα κοφτερά όργανα στα χέρια και καθένας από αυτούς έκοβε και ένα κομμάτι ψαχνό ή ένα κομμάτι ράσσο ή λίγο ρούχο από τα φορέματά του και έφευγαν αλαλάζων από χαράν και ικανοποίησιν…
» Χέρια, πόδια, δάκτυλα, μύτη, κεφάλι, τα πάντα ολίγον κατ’ ολίγον εκόβοντο, ηρπάζοντο, εξηφανίζοντο και οι αξιούμενοι ενός οιουδήποτε τεμαχίου έφευγον με την λαχτάραν ότι είχαν πάρει ένα κειμήλιον δυσεύρετον και ανεκτίμητον για το καλό του σπιτιού των! Τέτοια λύσσα, τέτοια μανία, τέτοια βαρβαρότης είναι ακατανόητος και ανεξήγητος…

Η διαπόμπευσις.

» Εγώ δεν αντέσχον να βλέπω το ευτελές και ανόσιον εκείνο πετσόκομμα του Δεσπότη. Έκλεισα τα μάτια μου, έστρεψα αλλού το πρόσωπόν μου και απεμακρύνθην αρκετά βήματα προς τον κατηφορικόν δρομάκον που έφερνεν εις τας χαμηλοτέρας τουρκικάς συνοικίας και την Εβρεακήν.

» Άλλ’ έως ότου φθάσω εις την αρχήν του δρομάκου, τίποτε πλέον δεν είχε μείνει από το άγιον σώμα του μάρτυρος Χρυσοστόμου.
» Ο χαμάλης με τον σιδερένιο γάντζο είχε καρφώσει το κεφάλι από το μάτι και το σήκωνε ψηλά, ενώ αι ύσταται σταγόνες του αίματος έσταζαν εις τα πέριξ.
» Ένας άλλος Τούρκος με αθλητικόν παράστημα, τρομακτικήν φυσιογνωμίαν και αρειμάνιον μουστάκι, που, όπως έμαθα αργότερα, είχε διατελέσει «κομισσάρης» (διευθυντής αστυνομικού τμήματος) στο Σαμάν – Ισκελεσή, ησχολείτο εις το δέσιμον ενός τμήματος του σώματος του Δεσπότη, επί του οποίου είχεν απομείνη ακόμη ένα κομμάτι ράσο, με την πρόθεσιν να το διαπομπεύση δια των οδών της πόλεως…

» Αυτό ήταν το μαρτυρικόν τέλος του Χρυσοστόμου!
» Η αφήγησις του Οσμάν – Φεϊζή τελειώνει εδώ. Άλλ’ όπως ηδυνήθην να μάθω και από πολλάς άλλας πηγάς, Λεβαντίνων και Εβραίων ταξειδιωτών, εκ Σμύρνης, το ίδιο βράδυ της αποφράδας εκείνης Κυριακής 28 Αυγούστου 1922, ο πρώην κομισσάρης του Σαμάν – Ισκελεσή, επί κεφαλής ενός ομίλου κορυβαντιώντων δημίων, έσυρε το ιερόν λείψανον από τον δρόμον του Βουρνόβα προς το Δαραγάτς, επιστρέφων από μίαν μακράν πορείαν ανοσίου διαπομπεύσεως. Άλλ’ από το ιερόν λείψανον δεν έμενον πλέον ειμή δύο κόκκαλα και ένα μικρόν κομμάτι ράσου…»1

Με αυτόν τον τρόπο ετελειώθη ο νέος ιερομάρτυρας της Εκκλησίας Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Η μελέτη του μαρτυρίου του προσφέρει πολλές πληροφορίες για τις τελευταίες ώρες του ιεράρχη, καθώς και πολλά διδάγματα, αντίστοιχα και εφάμιλλα με αυτά που διασώθηκαν στα μαρτυρολόγια της αρχαίας αλλά και της σύγχρονης εκκλησιαστικής ιστοριογραφίας.

Το πρώτο στοιχείο που περιγράφεται είναι η μέθοδος που ακολουθήθηκε για την εξόντωση του Χρυσοστόμου. Μετά την εγκατάστασή του στη Σμύρνη, ως στρατιωτικός διοικητής και Νομάρχης Αϊδινίου, ο Νουρεντίν πασάς κάλεσε στο διοικητήριο είκοσι περίπου επιφανείς Τούρκους προκρίτους, τους οποίους φανάτισε κατά τέτοιον τρόπο, ώστε την ίδια νύχτα όλες οι γειτονιές της τουρκικής συνοικίας μιλούσαν για τον μεγάλο προδότη της Τουρκίας, Μητροπολίτη Χρυσόστομο.

Ταυτόχρονα, μια δωδεκαμελής επιτροπή φανατικών τουρκοκρητικών Μουσουλμάνων κατάρτισε λίστες «επικίνδυνων γκιαούρηδων», οι οποίοι θα έπρεπε άμεσα να εκτελεστούν. Σε αυτούς τους καταλόγους πρώτος ήταν ο Δεσπότης της Σμύρνης και ακολουθούσαν οι Δημογέροντες, τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, δημοσιογράφοι, δάσκαλοι και επιστήμονες. Η εκδίκηση, ωστόσο, και το μίσος του τουρκομουσουλμανικού στοιχείου στόχευαν, εκτός από την εξόντωση του Χρυσοστόμου, στην εκτέλεση όλων των κληρικών, οι οποίοι, χωρίς καμία εξαίρεση, θα έπρεπε να σφαγούν ή να τυφεκιστούν.

Κατά τα λοιπά, το σχέδιο προέβλεπε τη συγκέντρωση ικανού αριθμού κακοποιών στοιχείων, τα οποία αναζητήθηκαν ση διάρκεια της νύχτας είτε στις κακόφημες συνοικίες της πόλης είτε στις φυλακές, απ’ όπου αφέθηκαν ελεύθεροι πολλοί εγκληματίες, έτοιμοι να εκτελέσουν με κάθε σκληρότητα τα παραγγέλματα του νέου Βαλή της Σμύρνης. Έτσι, η σύλληψη και κράτηση του Χρυσοστόμου το βράδυ της 27ης Αυγούστου συνοδεύτηκε από μια επιχείρηση συγκέντρωσης στην πλατεία του διοικητηρίου ενός πολυάριθμου και εξαγριωμένου πλήθους, το οποίο, καθοδηγημένο και φανατισμένο από τους απεσταλμένους του Νουρεντίν πασά, περίμενε να τιμωρήσει παραδειγματικά τον μεγάλο εχθρό και προδότη του τουρκικού έθνους.

Πράγματι, τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Αυγούστου χίλιοι πεντακόσιοι περίπου Τούρκοι είχαν κατακλύσει το Κονάκι. Μεταξύ αυτών διακρίνονταν άγριες μορφές ρακένδυτων χαμάληδων, αραμπατζήδων και βαρκάρηδων, οι οποίοι, ευρισκόμενοι αποβραδίς σε έξαλλη κατάσταση μέθης, και φανατισμού, ανυπομονούσαν να κορέσουν τα πιο βάρβαρα ένστικτά τους στο σώμα του Μητροπολίτη.

Την Κυριακή 28 Αυγούστου 1922 και ώρα δέκα το πρωί ο Χρυσόστομος, συνοδευόμενος από τους δύο δημογέροντες οδηγείται ενώπιον του Νουρεντίν, ο οποίος μετά από ολιγόλεπτη συνομιλία μαζί του παραδίδει τον μάρτυρα στον τουρκικό όχλο, λέγοντας:

» – Αν σας έκανε καλό, να του το ανταποδώσετε˙ αν σας έκανε κακό, να του κάνετε και σεις κακό!»2
Με τα ίδια περίπου λόγια οδήγησε τον άγιο προς το εξαγριωμένο πλήθος και ο φρούραρχος Σαλήχ Ζακή Εφέντης.
– «Να οι δικαστές σου και οι τζελάτηδές σου (δήμιοι)»3

Αναμφισβήτητα, η εκτέλεση του Μητροπολίτη από τον όχλο δεν ήταν τυχαία. Ο Νουρεντίν επέλεξε να απαλλαγεί το συντομότερο δυνατό από τον Χρυσόστομο, καθώς ήθελε να αποφύγει τη διαδικασία μιας δίκης η οποία ενδεχομένως θα παρείχε τη δυνατότητα στις Μεγάλες Δυνάμεις να παρέμβουν για την αποτροπή της καταδίκης του ιεράρχη.4

Επιπλέον, ο Τούρκος διοικητής κατέφυγε στη μεσαιωνική ιδέα του λιντσαρίσματος, διότι με αυτόν τον τρόπο αποποιείτο ο ίδιος κάθε ευθύνη για τον θάνατο του Χρυσοστόμου και επιπλέον εξασφάλιζε στον μάρτυρα ένα οδυνηρό τέλος. Στο ζήτημα αυτό δεν πρέπει να αγνοείται ότι η ψυχολογία του όχλου αναδεικνύει την πιο επικίνδυνη έξαρση συναισθημάτων και ορμών, γεγονός που επιφέρει στον μάρτυρα έντονο ψυχικό πόνο πριν από αυτό καθαυτό το μαρτύριο.

Παρ’ όλα αυτά, αυτό που προξενεί θαυμασμό στις τελευταίες στιγμές του μαρτυρικού τέλους του Χρυσοστόμου είναι η ηρεμία του απέναντι στις ύβρεις, τους γέλωτες και τους εξευτελισμούς. Έτσι, ενώ στην αρχή της παράδοσής του στον μαινόμενο τουρκικό όχλο προσπαθεί να εξασφαλίσει μια δίκαιη δίκη, έπειτα υπομένει με υποδειγματική καρτερία και ανδρεία τη μαρτυρική πορεία του προς το τέλος. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση του ιεράρχη όταν ανακοινώνεται η απόφαση της δίκης – παρωδίας. Ο άγιος παραμένει γαλήνιος και ατάραχος, ενώ με υπερηφάνεια και ένα αγγελικό μειδίαμα στέκεται ενώπιον των δικαστών που έχουν λάβει την απόφαση για τον θάνατό του.

Η τελευταία πράξη του μαρτυρίου του Χρυσοστόμου λαμβάνει χώρα σε κεντρική πλατεία της τουρκικής συνοικίας, όπου εκτυλίσσονται συνταρακτικές σκηνές φρίκης και αποτροπιασμού. Και τότε όμως ο ιερομάρτυρας δε εκδηλώνει κανένα μορφασμό οδύνης ή φόβου σε όσα τον υποβάλλουν οι βασανιστές του. «Ω! πόσην εντύπωσιν μου έκαμεν η στάσις του αγίου εκείνου ανθρώπου!» αναφέρει ο Τούρκος αξιωματικός και συνεχίζει: «Εφαίνετο ότι ήτο αποφασισμένος να πληρώση με το αίμα του και με όλα τα μαρτύρια του κόσμου την εξαγοράν του αίματος ολοκλήρου του ποιμνίου του και όλων των γιουνάνηδων της Σμύρνης και της Μικράς Ασίας».

Το τέλος επήλθε από έναν Τούρκο στρατιώτη, ο οποίος, μη μπορώντας να βλέπει τις θηριωδίες των κανιβάλων συμπατριωτών του, κατάφερε με μια ξιφολόγχη δύο θανάσιμα χτυπήματα στην αριστερή ωμοπλάτη του Χρυσοστόμου, δίνοντας ένα οριστικό τέλος στη φρικτή κακοποίησή του. Όταν ο άγιος δέχθηκε τα δύο λυτρωτικά χτυπήματα δεν εξέφρασε κανένα πόνο ή δυσφορία, καμία λέξη και κανένα βλέμμα μίσους ή απέχθειας εναντίον των δημίων του.

Σχετικά με τον στρατιώτη, ο οποίος σκότωσε τον Χρυσόστομο, έχει λεχθεί πως στο παρελθόν είχε ευεργετηθεί από τον άγιο, γι’ αυτό και τη στιγμή του μεγάλου πανικού και της αναστάτωσης, του τουρκικού πλήθους αποφάσισε να τον θανατώσει, ώστε να δώσει ένα τέλος σε αυτά που υπέφερε ο ηρωικός ιεράρχης.5
Για τον συγκεκριμένο στρατιώτη διασώζεται μια ακόμα μαρτυρία, η οποία προέρχεται από τον Μητροπολίτη Κορίνθου Παντελεήμονα Καρανικόλα (1919 – 2006). Ο μεγάλος αυτός ιεράρχης, ως Αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Καρυστίας Παντελεήμονος Φωστίνη (1888 – 1962), μετείχε την περίοδο της Κατοχής στην αντιστασιακή οργάνωση «Μίδας 614».6 Ωστόσο, όταν ανακαλύφθηκε η δράση της οργάνωσης υποχρεώθηκαν να διαφύγουν τόσο ο Μητροπολίτης Καρυστίας όσο και ο διάκονός του στη Μέση Ανατολή μέσω Τουρκίας. Στη Σμύρνη, όπου διέμειναν, έλαβε χώρα το ακόλουθο περιστατικό, το οποίο κατέγραψε ο μακαριστός Παντελεήμων Καρανικόλας:

«Τη δεύτερη ή τρίτη μέρα του Αυγούστου του 1943 έφθασε εις το ξενοδοχείο της Σμύρνης, όπου είχαμε καταλύσει εγώ και ο μητροπολίτης Παντελεήμων Φωστίνης – φυγάδες με όλους τους συνεργάτες μας του κλιμακίου της Κύμης του «ΜΙΔΑΣ 614» – ο εφημέριος του προξενείου Σμύρνης κ. Γεώργιος Γροπέτης λίγο ταραγμένος και σε ασυνήθη ώρα από τη συνήθη ώρα που μας επεσκέπτετο, σχεδόν καθημερινα, και απευθυνόμενος προς τον μητροπολίτη του λέγει τα εξής:

« – Σεβασμιώτατε με συγχωρείτε δια την παράκαιρη επίσκεψή μου αυτή, την κάνω όμως γιατί επανειλημμένως με έχει ενοχλήσει ένας Τουρκοκρής δικηγόρος της Σμύρνης, ο οποίος έμαθε ότι είσθε εδώ και θέλει να τον δεχθήτε, όπως μου είπε, για το εξής ζήτημα: Μου ομολόγησε ότι αυτός είναι που πυροβόλησε από πίσω στο κεφάλι τον εθνομάρτυρα Χρυσόστομο Σμύρνης και μου δικαιολογήθηκε ότι το έκαμε αυτό από οίκτο για να τον λυτρώση από τα συνεχιζόμενα βασανιστήρια που του έκαναν περιφέροντάς τον οι διάφοροι του τουρκικού όχλου, προς τον οποίον τον είχε παραδώσει ο Νουρεντίν. Θέλει να σας δη, να γονατίση, να σας φιλήση το χέρι, κι αν μπορούσατε να του διαβάσετε μια ευχή για να αισθανθή συγχωρεμένος, γιατί από τότε δεν μπορεί να ησυχάσει.

» Ο Μητροπολίτης πολύ συγκινημένος αλλά και με μεγάλη ανατριχίλα απάντησε αυτομάτως:
» – Όχι, όχι δεν μπορώ να τον δεχθώ. Ας ζητήσει το έλεος από τον Θεό και από την ψυχή του Αγίου.
» Ήμουν παρών καθ’ όλην αυτήν την επίσκεψιν του πατρός Γροπέτη, την κατέγραψα τότε, και την παραδίδω δια την Ιστορίαν».7

Αναμφίβολα, πρόκειται για την πιο σημαντική μαρτυρία που αναφέρεται στον στρατιώτη εκείνον ο οποίος αποτελείωσε τον ιερομάρτυρα Χρυσόστομο. Ο πατήρ Γεώργιος Γροπέτης, ιερατικός προϊστάμενος της Ορθόδοξης κοινότητας Σμύρνης από το 1931, ανέφερε ότι ο εν λόγω Τούρκος στρατιώτης ασκούσε στη Σμύρνη το επάγγελμα του δικηγόρου και είχε την καταγωγή του από την Κρήτη. Η επιθυμία του να συναντήσει τον διερχόμενο από τη Σμύρνη Μητροπολίτη Καρυστίας, αποδεικνύει τις τύψεις που ένιωθε για τον θάνατο του Χρυσοστόμου, παρά το γεγονός, ότι η πράξη του αυτή είχε σκοπό τον τερματισμό της απάνθρωπης κακοποίησης του αγίου. Ενδεχομένως, μια συνάντηση του Παντελεήμονα Φωστίνη με τον Τουρκοκρήτα δικηγόρο να έφερνε στο φως και άλλες πληροφορίες για αυτόν, καθώς και για την ευεργεσία που του είχε κάνει ο αοίδιμος μητροπολίτης Σμύρνης.

Μια ακόμα πληροφορία από το τέλος του Χρυσοστόμου είναι η σύγχυση και η σύγκρουση που επήλθε ανάμεσα στο τουρκομουσουλμανικό στοιχείο που συμμετείχε στο μαρτύριο του ιεράρχη. Πρόκειται για την πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτοκαταστροφής και τιμωρίας που συναντάται διαχρονικά στα μαρτυρολόγια της εκκλησίας. Η κατάληξη των δύο πρωταγωνιστών στο μαρτύριο του αγίου επιβεβαιώνει αυτήν την παραδοχή. Ο πρώτος, που κρατούσε τον κοντό με τον λυσσασμένο γάτο, έπεσε κατά γης και ποδοπατήθηκε μέχρι θανάτου από το πλήθος. Ο δεύτερος, που δεν ήταν άλλος από τον αιμοβόρο κουρέα, πληγώθηκε θανάσιμα στο πρόσωπο από το πελώριο ξυράφι που χρησιμοποιούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή εναντίον του Χρυσοστόμου και εξέπνευσε λίγα λεπτά πριν από την σφαγή του ιεράρχη.

Η πληροφορία αυτή για τον τρόπο που πέθαναν οι δύο πρωταγωνιστές στο μαρτύριο του Χρυσοστόμου θυμίζει το τραγικό τέλος που είχαν οι δήμιοι πολλών επιφανών αγίων της εκκλησίας. Έτσι, ενώ οι μάρτυρες του Χριστού υπέμεναν με καρτερία αικισμούς και στρεβλώσεις, οι δήμιοι δέχονταν τις συνέπειες των πράξεών τους, κατά τον λόγο του Κυρίου «πάντες γαρ οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται» (Ματθ. κστ’ 52).

Στην περιγραφή του Τούρκου αξιωματικού για τις τελευταίας ώρες του Χρυσοστόμου Σμύρνης αναφέρεται και κάτι ακόμα. Μετά τη σύγχυση, που επήλθε ανάμεσα στους δημίους και τη θλιβερή κουστωδία του μάρτυρα, τις φωνές και τους αλαλαγμούς του πλήθους για έναν αόρατο κίνδυνο που τους απειλούσε, οι μικροί τουρκόπαιδες άρχισαν να μιλούν για ένα φάντασμα που έβλεπαν. Την ίδια στιγμή ο άγιος, με έκδηλη χαρά και ικανοποίηση, κοιτούσε προς τον καταγάλανο ουρανό της Σμύρνης.

Παρά το γεγονός ότι στη μαρτυρία του αυτόπτη Τούρκου αξιωματικού δεν γίνεται καμία αναφορά σε κάτι υπερβατικό που έβλεπαν τα μικρά τουρκόπουλα και φοβούνταν οι μεγαλύτεροι στην ηλικία μουσουλμάνοι ομοεθνείς του, η σκηνή αυτή επαναφέρει στη συλλογική μνήμη το τέλος των αληθινών τέκνων του Θεού και δη των μαρτύρων, οι οποίοι, κατά την έξοδό τους από την επίγεια ζωή, έβλεπαν κατερχόμενο από τον ουρανό άγγελο Κυρίου, που προσέφερε τον στέφανο της αθλήσεως στον τελειωθέντα μάρτυρα του Χριστού.

Ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει πολλούς μελετητές της ζωής και του μαρτυρίου του Χρυσοστόμου Σμύρνης είναι το πού ετάφη ο άγιος και εάν έτυχε ταφής, καθώς τόσο στην αφήγηση του Τούρκου αξιωματικού Οσμάν Φεϊζή όσο και στην ομιλία του Γεωργίου Μυλωνά στην Ακαδημία Αθηνών δεν γίνεται καμία σχετική αναφορά για το τι απέγινε το κατακρεουργημένο σώμα του ιεράρχη μετά τον διαμελισμό και τη διαπόμπευσή του στους δρόμους της Σμύρνης.

Το 1960 ο τότε μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου Χρυσόστομος Χατζησταύρου, μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών, διέσωσε μαρτυρία Έλληνα στρατιώτη ο οποίος είχε παρακολουθήσει ως αιχμάλωτος στις φυλακές της Σμύρνης το μαρτύριο του αγίου στα σοκάκια της τουρκικής συνοικίας. Ο εν λόγω στρατιώτης, ονόματι Δημήτριος Μπεζεριάνος, διατάχθηκε μαζί με άλλους αιχμαλώτους να μεταβούν στους στρατώνες μπροστά από το διοικητήριο της Σμύρνης, προκειμένου να παραλάβουν το λείψανο του μητροπολίτη και να το ενταφιάσουν.

Ο Μπεζεριάνος, αφού κατάφερε να δραπετεύσει από τις φυλακές της Σμύρνης, ήρθε μετά τη Μικρασιατική καταστροφή στην Ελλάδα και κατέθεσε ενώπιον της επιτροπής εξακριβώσεως των τουρκικών ωμοτήτων τα όσα είχε πράξει σχετικά με την ταφή του ιερομάρτυρα. Στην ένορκη κατάθεσή του ενώπιον της επιτροπής, ανέφερε ότι το μαρτυρικό σώμα του Χρυσοστόμου ετάφη στο Στάδιο όχι του Πανιωνίου, αλλά του Απόλλωνα. Σε ερώτηση δε του Χατζησταύρου εάν ο άγιος είχε κάποιο διακριτικό αντικείμενο επάνω του, ο Δημήτριος Μπεζεριάνος κατέθεσε πως ο αοίδιμος ιεράρχης έφερε έναν χρυσό σταυρό με χρυσή αλυσίδα και πως σκόπιμα τον ενεταφίασαν με τον σταυρό εκείνο, ώστε, όταν και όποτε έλθει το πλήρωμα του χρόνου, να αναγνωριστεί το ιερό λείψανο του Χρυσοστόμου κατά την ανεύρεση και εκταφή του.8

Υποσημειώσεις.

1. Σταύρος Κουκουτσάκης, Ακρόπολις, αρ. φύλλ. 304, Σάββατον 30 Νοεμβρίου 1929, σσ’. 1-2
2. Rene puaux, Ο Θάνατος της Σμύρνης, εκδόσεις ειρμός Αθήνα 1992, σ. 58
3. Κώστα Μισαηλίδη, Η Καταστροφή και οι τελευταίες μέρες της Σμύρνης, Αθήνα 1923, σ. 25
4. Το αρχείον, τ. Γ’, σ. xxxv
5. Δεσποτόπουλος, ό. π., σ. 239
6. Για περισσότερα βλ. + Μητροπολίτου Χίου Παντελεήμονος Φωστίνη, Αγώνες κάτω από τα δεσμά, εκδόσεις Άθως, Πειραιά 1988.
7. Ιδιόχειρο σημείωμα του μακαριστού Μητροπολίτη Κορίνθου Παντελεήμονος Καρανικόλα προς τον γενικό γραμματέα της Ενώσεως Σμυρναίων Νικόλαο Χ. Βικέτο, με αφορμή τον εορτασμό της μνήμης του αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης το 1992.
8. Τιμητικός τόμος επί τω Ιωβηλαίω του σεβασμιωτάτου μητροπολίτου Φιλίππων – Νεαπόλεως – Θάσου Χρυσοστόμου, ό. π., σσ’. 489- 490. – Πρβλ. Αγγελομάτη, ό. π., σσ’. 232- 233. (Τη μαρτυρία αυτή για την ταφή του Χρυσοστόμου στο γυμναστήριο του Απόλλωνα επιβεβαίωσε και ο πρωτοσύγκελλος της ιεράς μητροπόλες Εφέσου αρχιμανδρίτης Κύριλλος Ψύλλας βλ. Μαυροπούλου, ό. π., σσ’. 192 – 193).

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Το ΜΑΡΤΥΡΙΟ του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.