Εκ των Πέτρου επιδημιών κηρυγμάτων επιτομή: Ομιλία ΙΖ’ (Κεφ. 1-8) – Αγίου Ιερομ. Κλήμεντος, Επισκόπου Ρώμης.

1.Την άλλη μέρα λοιπόν ο Πέτρος, προκειμένου να συζητήσει με τον Σίμωνα, αφού ξύπνησε πολύ πρωί προσευχήθηκε, και μόλις σταμάτησε μπήκε ο Ζακχαίος λέγοντας˙ Ο Σίμωνας κάθεται έξω μαζί με μερικούς δικούς του, περίπου τριάντα, και συζητάει.

Και ο Πέτρος είπε˙ Αφήστε τον να μιλάει μέχρι να έρθει κόσμος και τότε θα αρχίσουμε να συζητούμε, ώστε, αφού εμείς ακούσουμε αυτά που λέει και προσαρμοσθούμε σ’ αυτά, να βγούμε και να συζητήσουμε. Και έτσι ακριβώς έγινε. Αφού λοιπόν ο Ζακχαίος βγήκε έξω και επέστρεψε ύστερα από λίγο, μετέφερε στον Πέτρο τα λόγια που είπε ο Σίμωνας εναντίον του Πέτρου.

2. Έλεγε λοιπόν˙ Σε κατηγορεί, Πέτρε, ότι είσαι υπηρέτης της κακίας, ότι έχεις μεγάλη μαγική δύναμη, και ότι γεμίζεις τις ψυχές των ανθρώπων με φαντασιώσεις χειρότερα από την ειδωλολατρία. Για το ότι είσαι μάγος νομίζω πως έφερε την εξής απόδειξη, λέγοντας˙ Έχω διαπιστώσει, ότι αυτά που σκέπτομαι μέσα μου, όταν έρχομαι να συζητήσω με αυτόν, δεν θυμάμαι κανένα λόγο. Διότι, όταν μιλάει αυτός, εγώ απασχολώντας τον νου μου με το να αναπολώ ποια είναι εκείνα που είχα σκεφτεί να του πω όταν έρθω, δεν ακούω το παραμικρό από αυτά που λέει. Επειδή λοιπόν με κανέναν άλλο δεν παθαίνω κάτι τέτοιο, παρά μόνο μ’ αυτόν, πώς δεν είμαι μαγεμένος από αυτόν; Και το ότι αυτά που διδάσκει είναι χειρότερα από την ειδωλολατρία, γι’ αυτόν που έχει μυαλό, έγινε σαφές με τη δική μου επισήμανση. Διότι τίποτε άλλο δεν μπορεί να ωφεληθεί, παρά μόνο να ελευθερωθεί η ψυχή από τα κάθε είδους είδωλα.

Διότι, καθώς φαντάζεται τη μορφή της, δεσμεύεται από τον φόβο, και στην αγωνία της μήπως πάθει κάτι μαραίνεται, και καθώς παραμορφώνεται δαιμονίζεται, και όντας δαιμονισμένη φαίνεται στους πολλούς ότι είναι συνετή.

3. Αυτό σας δίνει ο Πέτρος με την υπόσχεση ότι θα γίνετε σώφρονες. Διότι, με την πρόφαση του ενός Θεού, δίνει την εντύπωση ότι σας απαλλάσσει από πολλά άψυχα είδωλα, τα οποία δεν αδικούν καθόλου εκείνους που τα σέβονται, με το να τα βλέπετε με τα ίδια σας τα μάτια επειδή είναι λίθινα ή χάλκινα ή χρυσά ή και από κάποια άλλη άψυχη ύλη. Γι’ αυτό με το να γνωρίζετε ότι αυτό που βλέπετε δεν είναι τίποτε, δεν μπορεί η ψυχή να καταλαμβάνεται από όμοιο με το ορατό είδωλο φόβο. Με δόλια δηλαδή διδασκαλία η ψυχή προσηλώνεται σ’ ένα φοβερό Θεό και γκρεμίζει από τα βάθρα τους τους φυσικούς θεούς. Ο Πέτρος νομίζοντας ότι απαλλάσσει τις ψυχές σας από φοβερές μορφές, κάνει τον νου του καθενός από σας να εκστασιάζεται με φοβερότερη μορφή, διότι διδάσκει Θεόν με μορφή, άκρως δίκαιον, με τον οποίο είναι στενά συνδεδεμένο το φοβερό και στην ψυχή που σκέφτεται το τρομερό, που μπορεί να παραλύσει ακόμα και των ορών συλλογισμών τις εντάσεις.

Διότι ο νους, ευρισκόμενος σε τέτοια τρικυμία, θολώνεται η λάμψη του, όπως ο βυθός της θάλασσας από δυνατό άνεμο. Γι’ αυτό, εάν έρχεται για την ωφέλειά σας, νομίζοντας ότι διαλύει τους φόβους σας που προκαλούνται από τις άψυχες μορφές, να μη σας αντιπροσφέρει φοβερή μορφή Θεού. Αλλά έχει μορφή ο Θεός; Εάν έχει, τότε έχει και σχήμα. Εάν όμως βρίσκεται σε σχήμα, τότε δεν είναι περιορισμένος; Εάν όμως είναι περιορισμένος βρίσκεται σε τόπο. Και εάν βρίσκεται σε τόπο, είναι κατώτερος του τόπου που τον περιέχει. Εφόσον όμως είναι κάποιου, τότε πώς είναι ο μεγαλύτερος, ο καλύτερος και ο ανώτατος όλων; Και αυτά βέβαια έχουν έτσι.

1.Της μεν ουν άλλης ημέρας ο Πέτρος προς Σίμωνα ζητείν μέλλων ορθριαίτερον εξυπνισθείς ηύξατο, και άμα τω παύσασθαι, ο Ζακχαίος εισήει λέγων˙ Σίμων έξω καθέζεται μετά ιδίων αυτού τινών ως τριάκοντα διαλεγόμενος.

Και ο Πέτρος έφη˙ Εάσθω λαλείν, μέχρις ότε πλήθος γέγηται, και τότε ζητείν αρξώμεθα, ίνα ούτως ημείς τα υπ’ αυτού λεγόμενα ακούσαντες, προς αυτά αρμοσάμενοι, εξελθόντες διαλεχθώμεν.

Και δη ούτως εγένετο. Εκβάς ουν και μετ’ ου πολύ πάλιν εισελθών ο Ζακχαίος αντέβαλλε τω Πέτρω τους υπό Σίμωνος κατά Πέτρου ρηθέντας λόγους.

2. Έλεγε δε˙Αιτιάταί σε, Πέτρε, ως κακίας όντα υπηρέτην, και μαγεία πολύ δυνάμενον, και ειδωλολατρίας χείρον τας των ανθρώπων φαντασιούντα ψυχάς. Εις το μεν ουν μάγον είναί σε ταύτην εδόκει φέρειν απόδειξιν, λέγων˙ Σύνοιδα εμαυτώ, ότι ων κατ’ εμαυτόν σκέπτομαι, ελθών συζητείν αυτώ, ουδέ ένα μνημονεύω λόγον. Αυτού γαρ διαλεγομένου, καμού τον νουν ασχολούντος εις το αναπολήσαι τίνα εστίν α ελογισάμην ελθών λέγειν προς αυτόν, ουδ’ οτιούν ων λέγει επακούω. Επεί ουν επ’ άλλου τινός τοιούτό τι ου πάσχω, ή επ’ αυτού μόνου, πώς ουχί μαγευόμενος υπ’ αυτού τυγχάνω; Το δε ότι, α αν διδάσκη, ειδωλολατρίας χείρονά εστίν, τω γε νουν έχοντι, εμού μηνύσαντος σαφές έσται. Ουθέν γαρ έτερον ωφεληθήναί εστίν, ή το την ψυχήν ειδώλων παντοδαπών ελευθέραν γενέσθαι. Φανταζομένη γαρ είδος δεσμείται φόβω, και φροντίδα του παθείν τι μαραίνεται, και αλλοιουμένη δαιμονά και δαιμονώσα τοις πολλοίς σωφρονείν δοκεί.

3. Τούτο υμίν Πέτρος υποσχέσει του σωφρονίζειν παρέχει. Προφάσει γαρ ενός Θεού δοκεί μεν υμάς πολλών αψύχων απαλλάσσειν ειδώλων, α ου πάνυ τους σέβοντας αδικεί, τω αυτοίς οφθαλμοίς οράσθαι λίθινα όντα ή χάλκεα ή χρύσεα ή και εξ άλλης τινός αψύχου ύλης. Διο τω ειδέναι, ότι το βλεπόμενον ουδέν εστίν, ουχ ομοίως τω ορατώ υπό φόβου φαντασιούσθαι δύναται η ψυχή. Πλάνω δε διδασκαλία εις φοβερόν Θεόν αποβλέπουσα των κατά φύσιν εκβαθρεύεται. Και ταύτα εγώ λέγω, ουχ ότι υμάς είδωλα σέβειν παραινώ, άλλ’ ότι Πέτρος φοβερών ιδεών δοκών απαλλάσσειν υμών τας ψυχάς, φοβερωτέρα ιδέα τον έκαστον υμών ενθουσιάν ποιείν νουν, Θεόν εν μορφή εισηγούμενος, και ταύτα άκρως δίκαιον, ω έπεται το φοβερόν και τη συννοούση ψυχή το φρικώδες, δυνάμενον και των ορθών λογισμών εκλύσαι τους τόνους. Εν γαρ τοιούτω καθεστώς χειμώνι ο νους, ως βυθός υπ’ ανέμου σφοδρού θολούται το λαμπρόν. Διο, ει επ’ ωφελεία υμών προσέρχεται, μη υμών τους εξ αψύχων μορφών ηπίως γινομένους φόβους εκλύειν δοκών φοβεράν Θεού αντεισφερέτω μορφήν.

Μορφήν δε έχει Θεός; Ει δε έχει, εν σχήματί εστίν. Εν σχήματι δε ων, πώς ου περιοριστός εστίν; Περιοριστός δε ων, εν τόπω εστίν. Εν τόπω δε ων, ήττων εστί του περιέχοντος αυτόν τόπου. Ήττων δε τινός ων, πώς πάντων εστίν ο μείζων ή κρείττων ή ανώτατος; Και ταύτα μεν ούτως.

***

4. Ότι όμως αληθινά δεν πιστεύει ούτε αυτά που ειπώθηκαν από τον Δάσκαλό του, είναι φανερό. Διότι κηρύττει τα αντίθετα με εκείνον. Γιατί, όπως ακούω, εκείνος είπε σε κάποιον˙ «μη με λες αγαθόν, διότι ο αγαθός είναι ένας».1 Λέγοντας «αγαθόν», δεν εννοεί εκείνον τον δίκαιο, τον οποίο κηρύσσουν οι Γραφές, «ο οποίος σκοτώνει και ξαναδίνει ζωή»,2 σκοτώνει δηλαδή τους αμαρτωλούς και ξαναδίνει ζωή σ’ εκείνους που ζουν σύμφωνα με την γνώμη του. Το ότι πραγματικά δεν εννοούσε τον Δημιουργό αγαθόν, είναι σαφές σ’ εκείνον που μπορεί να σκεφθεί. Διότι, ενώ ο Δημιουργός ήταν γνωστός και στον Αδάμ που πλάστηκε, και στον Ενώχ που τον ευαρέστησε, και στον Νώε που κρίθηκε από αυτόν δίκαιος, καθώς επίσης και στον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, αλλά και στον Μωυσή και στον λαό και σε όλο τον κόσμο, ο Δάσκαλος του Πέτρου Ιησούς όταν ήλθε έλεγε˙ «κανένας δεν γνωρίζει τον Πατέρα, παρά μόνο ο Υιός, όπως κανένας δεν γνωρίζει τον Υιό, παρά μόνο ο Πατέρας, και εκείνοι στους οποίους θέλει ο Υιός να τον φανερώσει».3

Εάν λοιπόν Υιός ήταν αυτός ο παρών, με την παρουσία του φανέρωνε σε όποιους ήθελε τον άγνωστο σε όλους, και έτσι ο άγνωστος σε όλους τους πριν από αυτόν ήταν ο Πατέρας, και δεν ήταν αυτός που ήταν γνωστός σε όλους.

5. Αλλά, αν και είπε αυτό ο Ιησούς, ούτε αυτός συμφωνεί με τον εαυτό του. Διότι μερικές φορές, σε άλλες μαρτυρίες των Γραφών, παρουσιάζει τον Θεό φοβερό και δίκαιο λέγοντας˙ «μη φοβάστε από εκείνον που σκοτώνει το σώμα, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτε στην ψυχή˙ να φοβάστε μάλλον εκείνον που μπορεί να ρίξει και το ώμα και την ψυχή στην γέεννα του πυρός. Αλήθεια σας λέω˙ αυτόν να φοβάστε».4 Το ότι πραγματικά έλεγε να φοβούνται αυτόν τον δίκαιο Θεό, στον οποίο μάλιστα λέει όταν αδικούνται να φωνάζουν, αφού είπε για το θέμα αυτό μια παραβολή, πρόσθεσε την ερμηνεία της λέγοντας˙ «εφόσον λοιπόν ο κριτής της αδικίας έκανε έτσι, επειδή κάθε φορά φώναζαν, πόσο μάλλον θα αποδώσει δικαιοσύνη ο Πατέρας σ’ εκείνους που φωνάζουν μέρα και νύχτα; Ή μήπως, επειδή ανέχεται τα σφάλματά τους, νομίζετε ότι δεν θα το κάνει αυτό; Ναι, σας λέω, θα το κάνει και μάλιστα γρήγορα».5

Εκείνος όμως που λέει ότι ο Θεός εκδικείται και ανταμείβει, τον συνιστά δίκαιο και όχι αγαθόν, και επίσης δοξολογεί τον Κύριο του ουρανού και της γης. Εάν όμως είναι Κύριος του ουρανού και της γης, ανακηρύσσεται δημιουργός, και εφόσον είναι δημιουργός, είναι δίκαιος. Όμως ονομάζοντάς τον άλλοτε αγαθόν και άλλοτε δίκαιον, ούτε ο ίδιος συμφωνεί. Και τρίτο˙ ο σοφός του μαθητής χθες ισχυριζόταν ότι αυτό που βλέπεται με τα μάτια έχει πιο μεγάλη αποδεικτική δύναμη από την οπτασία, μη γνωρίζοντας ότι η ενάργεια (η θέα με τα μάτια) μπορεί να είναι ανθρώπινη, ενώ η οπτασία ομολογείται ότι είναι θεϊκή.

6. Αυτά και άλλα όμοια μ’ αυτά, Πέτρε, στέκεται και λέει ο Σίμωνας στο πλήθος, προξενώντας, κατά τη γνώμη μου, σύγχυση στους περισσότερους. Γι’ αυτό βγες αμέσως έξω και διάλυσε με τη δύναμη της αλήθειας τους ψεύτικους λόγους του.

Αφού είπε αυτά ο Ζακχαίος, ο Πέτρος έκανε τη συνηθισμένη προσευχή και βγήκε, και αφού στάθηκε στον τόπο της προηγούμενης μέρας και χαιρέτησε το πλήθος σύμφωνα με το έθιμο της θεοσέβειας, άρχισε να μιλάει ως εξής˙ Όντας αληθινός προφήτης ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, όπως θα σας πληροφορήσω και γι’ αυτό στην κατάλληλη ευκαιρία, για τα θέματα που ενδιέφεραν την αλήθεια, έδινε σύντομες απαντήσεις, για δύο λόγους˙ πρώτον, επειδή μιλούσε σε ευσεβείς οι οποίοι γνώριζαν να πιστεύουν αυτά, που με τη δική του απάντηση φανερώνονταν˙ γιατί αυτά που λέγονταν δεν ήταν ξένα προς τη δική τους συνήθεια. Και δεύτερον˙ επειδή είχε προορισμένο χρόνο να κηρύξει, δεν χρησιμοποιούσε αποδεικτικό λόγο, για να μη ξοδεύει όλο τον χρόνο της προθεσμίας που είχε σε λόγους, και συμβεί έτσι, ασχολούμενος με την επίλυση λίγων θεμάτων, εκείνων που μπορούν να κατανοηθούν από τον τόπο της ψυχής, να μην ασχοληθεί περισσότερο με τους λόγους που ενδιαφέρουν την αλήθεια.

Επειδή μιλούσε για όποια θέματα ήθελε, σε λαό που μπορούσε να καταλάβει, από τον οποίο προερχόμαστε και εμείς, αυτοί που σπάνια δεν καταλαβαίναμε κάτι από αυτά που έλεγε, ρωτούσαμε ιδιαιτέρως, για να μη μείνει ακατανόητο κάτι από αυτά που είχαν λεχθεί από εκείνον.

4. Ότι δε αληθώς ουδέ τα υπό του Διδασκάλου αυτού ρηθέντα πιστεύει, φανερόν εστίν˙ τα γαρ εναντία αυτώ κηρύσσει. Εκείνου γαρ ειπόντος τινί, ως μανθάνω, «μη με λέγε αγαθόν, ο γαρ αγαθός εις εστί». Αγαθόν δε ειπών ουκ έτι εκείνον λέγει τον δίκαιον, ον αι Γραφαί κηρύσσουσιν, «ος αποκτείνει και ζωοποιεί», αποκτείνει μεν τους αμαρτάνοντας, ζωοποιεί δε τους κατά γνώμην αυτού βιούντας. Ότι δε όντως ου τον Δημιουργόν έλεγεν αγαθόν, τω διανοηθήναι δυναμένω σαφές εστίν. Του γαρ Δημιουργού εγνωσμένου και τω πλασθέντι Αδάμ, και τω ευαρεστήσαντι αυτώ Ενώχ, και τω υπ’ αυτού δικαίω οραθέντι Νώε, ομοίως και τω Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, αλλά και Μωυσή και λαώ και όλω τω κόσμω, ο Διδάσκαλος αυτού Πέτρου Ιησούς ελθών έλεγεν˙ «ουδείς έγνω τον Πατέρα, ει μη ο Υιός, ως ουδέ τον Υιόν τις οίδεν, ει μη ο Πατήρ και οις αν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι».

Ει ουν αυτός Υιός ην ο παρών, από της αυτού παρουσίας οις εβούλετο τον πάσιν άγνωστον απεκάλυπτεν, και ούτω τοις προ αυτού πάσιν άγνωστος ην ο Πατήρ, ούχ ούτος ων ο πάσιν εγνωσμένος.

5. Και τούτο ειπών Ιησούς ουδέ αυτός εαυτώ συμφωνεί. Ενίοτε γαρ άλλαις φαναίς των από των Γραφών φοβερόν και δίκαιον συνίστησι Θεόν λέγων˙ «μη φοβηθήτε από του αποκτείνοντος το σώμα, τη δε ψυχή μη δυναμένου τι ποιήσαι˙ φοβήθητε δε τον δυνάμενον και σώμα και ψυχήν εις την γέενναν του πυρός βαλείν. Ναι λέγω υμίν, τούτον φοβήθητε». Ότι δε όντως τούτον φοβηθήναι έλεγεν ως δίκαιον Θεόν, προς ον και αδικουμένους βοάν λέγει, παραβολήν εις τούτο ειπών, επάγει την ερμηνείαν λέγων˙ «ει ουν ο κριτής της αδικίας εποίησεν ούτως, δια το εκάστοτε αξιωθήναι, πόσω μάλλον ο Πατήρ ποιήσει την εκδίκησιν των βοώντων προς αυτόν ημέρας και νυκτός;

Ή δια το μακροθυμείν αυτόν επ’ αυτοίς δοκείτε ότι ου ποιήσει; Ναι, λέγω υμίν, ποιήσει και εν τάχει». Ο δε εκδικούντα και αμειβόμενον λέγων Θεόν δίκαιον αυτόν τη φύσει συνίστησιν, και ουκ αγαθόν. Έτι δε και εξομολογείται τω Κυρίω ουρανού και γης. Ει δε Κύριός εστίν ουρανού και γης, ομολογείται δημιουργός, δημιουργός δε ων δίκαιός εστίν. Ποτέ μεν αγαθόν λέγων, ποτέ δε δίκαιον, ουδ’ ούτω συμφωνεί. Τρίτον δε ο σοφός αυτού μαθητής εχθές διισχυρίζετο, ενάργειαν οπτασίας ικανωτέραν είναι, ουκ ειδώς ότι η ενάργεια ανθρωπεία είναι δύναται, η δε οπτασία θεότητος είναι ομολογείται.

6. Ταύτα και τα τούτοις όμοια, Πέτρε, ο Σίμων τοις όχλοις έξω εστώς και διαλεγόμενος, ταράσσειν μοι δοκεί τους πλείονας. Διο εξαυτής έξιθι, αληθείας δυνάμει τους αυτού ψευδείς εκλύων λόγους.

Ταύτα του Ζακχαίου ειπόντος ο Πέτρος συνήθως ευξάμενος εξήει και εις τον προ μιας τόπον στας και τω της θεοσεβείας έθει προσαγορεύσας τους όχλους, του λέγειν ήρξατο ούτως˙ Αληθής ων προφήτης ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ως επί καιρού και περί τούτου πληροφορήσω, περί των τη αληθεία διαφερόντων συντόμως τας αποφάσεις εποιείτο, δια δύο ταύτα, ότι προς θεοσεβείς εποιείτο τον λόγον, ειδότας τα αποφάσει υπ’ αυτού εκφερόμενα πιστεύειν˙ ουδέ γαρ ην ξένα της αυτών συνηθείας τα λεγόμενα. Δεύτερον δε ότι προθεσμίαν έχων κηρύξαι τω της αποδείξεως ουκ εχρήτο λόγω, ίνα μη εις λόγους τον πάντα της προθεσμίας δαπανά χρόνον, και ούτως αυτώ συμβήσεται, εις ολίγων λόγων επιλύσεις ασχολουμένω των υπό πόνου ψυχής νοείσθαι δυναμένων, τους αληθεία διαφέροντας μη επί πλείον εισφέρειν λόγους. Επειδή περί ων ήθελεν απεφαίνετο, ως λαώ νοείν δυναμένω, αφ’ ων εσμέν και ημείς, οι οπότε κατά το σπάνιον ουκ ενοήσαμέν τι των υπ’ αυτού ρηθέντων, ιδία επυνθανόμεθα, μη ημίν τι των υπ’ αυτού ρηθέντων ανόητον η.

Υποσημειώσεις.

1. Ματθ. 19, 17
2. Δευτ. 32, 29
3. Ματθ. 11, 27
4. Ματθ. 10, 28
5. Λουκά 18, 6

***

7. Γνωρίζοντας λοιπόν ότι εμείς γνωρίζαμε όλα όσα είχαν ειπωθεί από αυτόν και μπορούσαμε να δώσουμε αποδείξεις, στέλνοντάς μας στους αμαθείς εθνικούς να τους βαπτίσουμε, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες τους,1 μας έδωσε εντολή πρώτα να τους διδάξουμε, και από τις εντολές εκείνες πρώτη και μεγαλύτερη είναι αυτή, να φοβούνται τον Κύριο και Θεό και να λατρεύουν μόνο αυτόν. Είπε να φοβούνται τον Θεό εκείνο, του οποίου οι άγγελοι των μεταξύ μας ελάχιστων πιστών βρίσκονται στον ουρανό βλέποντας αιώνια το πρόσωπο του Πατέρα.2 Διότι έχει μορφή, εξαιτίας της αρχικής και μοναδικής ωραιότητας, και όλα τα μέλη, όχι για να τα χρησιμοποιεί. Διότι δεν έχει μάτια για τον λόγο αυτό, δηλαδή για να βλέπει με αυτά, αφού βλέπει από παντού, επειδή είναι από τη δική μας οπτική ικανότητα ασύγκριτα πιο λαμπερός στο σώμα και πιο γυαλιστερός από κάθε τι άλλο, ώστε σε σύγκριση μ’ αυτόν το φως του ήλιου να φαίνεται σκοτάδι.

Αλλά ούτε και τα αυτιά τα έχει γι’ αυτό, δηλαδή για να ακούει, διότι ακούει από παντού, σκέφτεται, κινεί, ενεργεί, κάνει. Την ωραιότατη μορφή την έχει για τον άνθρωπο, για να μπορούν όσοι έχουν καθαρή καρδιά να τον δουν,3 για να χαρούν βλέποντας για ποιον υπέφεραν αυτά. Διότι με τη δική του μορφή, σαν με πάρα πολύ μεγάλη σφραγίδα, σχημάτισε τον άνθρωπο, με σκοπό να είναι αρχηγός και κύριος όλων, και όλα να τον υπηρετούν. Γι’ αυτό κρίνοντας ότι αυτός είναι το παν και ο άνθρωπος η εικόνα του, αυτός αόρατος, ενώ η εικόνα του, δηλαδή ο άνθρωπος ορατός, όποιος θέλει να σέβεται αυτόν, τιμά την ορατή εικόνα σου, που είναι ο άνθρωπος. Επομένως, ό,τι και αν κάνει κάποιος σε άνθρωπο, είτε καλό είτε κακό, αποδίδεται σε εκείνον. Γι’ αυτό και η κρίση του θα έρθει για όλους, αποδίδοντας στον καθένα κατά την αξία του. Διότι η εκδίκηση αφορά τη δική του μορφή.

8. Αλλά θα πει κάποιος˙ Εάν έχει μορφή, έχει και σχήμα και βρίσκεται σε συγκεκριμένο τόπο, και αφού βρίσκεται σε κάποιο τόπο και περικλείεται από αυτόν ως κατώτερος, πώς είναι μεγαλύτερος από όλα; Και πώς μπορεί να βρίσκεται παντού, αφού έχει σχήμα; Προς αυτόν που λέγει αυτά μπορούμε να πούμε πρώτον˙ Τέτοια γι’ αυτόν μας πείθουν οι Γραφές να σκεπτόμαστε και να πιστεύουμε, και εμείς γνωρίζουμε ότι είναι αληθινές οι αποφάσεις που επιβεβαιώνονται από τον Κύριός μας Ιησού Χριστό, σύμφωνα με εντολή του οποίου είναι απαραίτητο να σας δώσουμε τις αποδείξεις ότι αυτά έτσι είναι. Και πρώτα θα σας πω για τον τόπο. Τόπος του Θεού είναι το μη ον, ενώ ο Θεός είναι το ον˙ εκείνο λοιπόν που δεν υπάρχει, δεν συγκρίνεται μ’ αυτό που υπάρχει. Διότι πώς, ενώ είναι τόπος, μπορεί να υπάρχει; Εκτός και αν υπάρχει δεύτερη χώρα, όπως ο ουρανός, η γη, το νερό, ο αέρας και ό,τι άλλο σώμα υπάρχει, που και αυτό γεμίζει το κενό, το οποίο γι’ αυτό λέγεται κενό, επειδή δεν είναι τίποτε.

Διότι το πιο κατάλληλο γι’ αυτό όνομα είναι το τίποτε. Γιατί αυτό που λέγεται κενό, τί είδους σκεύος είναι αφού δεν έχει τίποτε, εκτός από αυτό το σκεύος; Διότι, όντας κενό, αυτό δε είναι τόπος, αλλά εκείνο μέσα στο οποίο υπάρχει το κενό, εάν βέβαια είναι σκεύος. Διότι είναι απαραίτητο το ον να βρίσκεται μέσα στο μη ον. Αυτό όμως το μη ον, εννοώ αυτό που από μερικούς λέγεται τόπος, δεν είναι τίποτε, και εφόσον δεν είναι τίποτε, πώς συγκρίνεται με το ον. Εκτός εάν συγκρίνεται με τα αντίθετα, ώστε το μεν ον να μην υπάρχει, και το μη ον να ονομάζεται τόπος. Όμως, αν και είναι δυνατόν να παρουσιάσω πολλά παραδείγματα που βιάζονται να βγουν από μένα ως υπόδειξη, θέλω να παρουσιάσω ένα μόνο, για να αποδείξω ότι το περιέχον δεν είναι οπωσδήποτε μεγαλύτερο του περιεχομένου. Ο ήλιος είναι σχήμα κυκλικό και περιβάλλεται ολόκληρος από αέρα, αλλά αυτόν τον αέρα τον κάνει να λάμπει, τον θερμαίνει, τον διασχίζει, και όταν απουσιάζει από αυτόν σκοτεινιάζει, και από όποιο μέρος αυτού απουσιάζει, το μέρος αυτό ψύχεται
και γίνεται σαν νεκρό, με την ανατολή του όμως πάλι φωτίζεται, και όπου ζεσταίνεται από αυτόν, κοσμείται με μεγαλύτερη ομορφιά. Και αυτά τα κάνει με τη συμμετοχή, αν και έχει την ουσία του περιορισμένη. Τί εμποδίζει λοιπόν τον Θεό, ως δημιουργός και δεσπότης αυτού και των όλων που είναι, ο ίδιος βέβαια να έχει σχήμα και μορφή και ωραιότητα, η συμμετοχή όμως σ’ αυτόν να είναι απείρως εκτεταμένη;

7. Ειδώς ουν ημάς πάντα ειδότας τα υπ’ αυτού ρηθέντα και τας αποδείξεις παρασχείν δυναμένους, εις τα αμαθή έθνη αποστέλλων ημάς, βαπτίζειν αυτούς εις άφεσιν αμαρτιών, ενετείλατο ημίν πρότερον διδάξαι αυτούς, αφ’ ων εντολών αύτη πρώτη και μεγάλη τυγχάνει, το φοβηθήναι Κύριον τον Θεόν και αυτώ μόνω λατρεύειν. Θεόν δε φοβείσθαι εκείνον είπεν, ου οι άγγελοι των εν ημίν ελαχίστων πιστών εν τω ουρανώ εστήκασι θεωρούντες το πρόσωπον του Πατρός διαπαντός. Μορφήν γαρ έχει, δια πρώτον και μόνον κάλλος και πάντα μέλη, ου δια χρήσιν˙ ου γαρ δια τούτο οφθαλμούς έχει, ίνα εκείθεν βλέπη˙ πανταχόθεν γαρ ορά, του εν ημίν βλεπτικού πνεύματος απαραβλήτως λαμπρότερος ων το σώμα και παντός στιλπνότερος, ως προς σύγκρισιν αυτού το ηλίου φως λογισθήναι σκότος. Άλλ’ ουδέ δια τούτο ώτα έχει, ίνα ακούη, πανταχόθεν γαρ ακούει, νοεί, κινεί ενεργεί, ποιεί. Την δε καλλίστην μορφήν έχει δι’ άνθρωπον, ίνα οι καθαροί τη καρδία αυτόν ιδείν δυνηθώσιν, ίνα χαρώσι δι’ άτινα ταύτα υπέμειναν.

Τη γαρ αυτού μορφή ως εν μεγίστη σφραγίδι τον άνθρωπον διετυπώσατο, όπως απάντων άρχη και κυριεύη και πάντα αυτώ δουλεύη. Διο κρίνας είναι το παν ατυόν και την αυτού εικόνα τον άνθρωπον, αυτός αόρατος, η δε αυτού εικών ο άνθρωπος ορατός, ο αυτόν σέβειν θέλων, την ορατήν αυτού τιμά εικόνα, όπερ εστίν άνθρωπος. Ό,τι αν ουν τις ποιήση ανθρώπω, είτε αγαθόν είτε κακόν, εις εκείνον αναφέρεται. Διο και η εξ αυτού κρίσις πάσι κατ’ αξίαν απονέμουσα εκάστω προελεύσεται. Την γαρ αυτού μορφήν εκδικεί.

8. Αλλά ερεί τις˙ Ει μορφήν έχει και εν τόπω εστίν, εν τόπω δε ων και υπ’ αυτού περιεχόμενος ως ήττων, πώς υπέρ πάντα εστί μέγας; Πώς δεν και πανταχή είναι δύναται, εν σχήματι ών; Προς τον ταύτα λέγοντα πρώτον εστίν ειπείν˙ Τοιαύτα περί αυτού αι Γραφαί φρονείν πείθουσι και πιστεύειν˙ ημείς δε αληθείς γινώσκομεν τας αποφάσεις μαρτυρουμένας υπό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ου κατά κέλευσιν τας αποδείξεις υμίν του ούτως έχειν ανάγκη παρέχειν. Πρώτον δε περί τόπου ερώ. Και Θεού τόπος εστί το μη ον, Θεός δε το ον˙ το δε μη ον τω όντι ου συγκρίνεται. Πώς γαρ τόπος ων είναι δύναται; Εκτός ει μη δευτέρα χώρα είη, οίον ουρανός, γη, ύδωρ, αήρ, και ει άλλο τι εστί σώμα, ο αν και αυτό πληροί το κενόν, ο δια τούτο κενόν λέγεται, ότι ουδέν εστίν. Τούτο γαρ αυτώ, το ουδέν, οικειότερον όνομα. Το γαρ λεγόμενον κενόν τι ποτ’ ως σκεύος εστίν ουδέν έχον, πλην αυτό το σκεύος˙ κενόν ον ουκ αυτό εστί τόπος, άλλ’ εν ω εστίν αυτό το κενόν, είπερ σκεύος έστιν. Ανάγκη γαρ πάσα το ον εν τω μηδέν όντι είναι.

Τούτο δε, το μη ον, λέγω ο υπό τινών τόπος λέγεται, ουδέν ον. Ουδέν δε ον, το όντι πώς συκρίνεται; Εκτός ει μη εν τοις εναντίοις, ίνα το μεν όν μη η, το δε μη ον τόπος λέγηται. Ει δε και έστι τι, πολλών παραδειγμάτων σπευδόντων εξ εμού προελθείν εις απόδειξιν ενί μόνω χρήσασθαι θέλω, ίνα δείξω, ότι ου πάντως το περιέχειν του περιεχομένου κρείττόν εστίν. Ο ήλιος σχήμά εστί περιφερές και υπό αέρος όλος περιέχεται, αλλά τούτον εκλαμπρύνει, τούτον θερμαίνει, τούτον τέμνει, καν απή αυτού, σκότω περιβάλλεται, και ου αν αυτού μέρους απών γένηται, ως νεκρούμενον ψύχεται, υπό δε της αυτού ανατολής πάλιν φωτίζεται, και όπου αν αυτώ περιθάλπηται, και κάλλει τω μείζονι κοσμείται. Και ταύτα ποιεί τη αυτού μετουσία, την ουσίαν περιωρισμένην έχων. Τί ουν έτι κωλύει τον Θεόν, ως τούτου και πάντων δημιουργόν και Δεσπότην όντα, αυτόν μεν εν σχήματι και μορφή και κάλλει όντα, την απ’ αυτού μετουσίαν απείρως εκτεταμένην έχειν;

Υποσημειώσεις.

1. Ματθ. 28, 19
2. Πρβλ. Ματθ. 18, 10
3. Ματθ. 5,8

Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.

Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994

Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Εκ “των Πέτρου επιδημιών κηρυγμάτων επιτομή”: (Εισαγωγή).

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.