Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης μεταξύ των αγίων και Εθνομαρτύρων (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Στην ιστορία κάθε έθνους υπάρχουν πρόσωπα τα οποία ξεχωρίζουν για τον ηρωισμό και την αυτοθυσία τους, υπερασπιζόμενα τα δίκαια ενός λαού και την ελευθερία της πατρίδας τους. μια τέτοια θρυλική μορφή του Γένους και της Εκκλησίας υπήρξε ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος.

Ο νέος ιερομάρτυρας, ως ιεράρχης του οικουμενικού Πατριαρχείου στη Δράμα της Ανατολικής Μακεδονίας και στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, συνδέει δύο σημαντικές χρονικές περιόδους στη νεότερη ελληνική ιστορία: τον Μακεδονικό αγώνα και τη Μικρασιατική εκστρατεία. Οι αγώνες του έθνους στη Μακεδονία και τη Μικρά Ασία κινητοποίησαν με έναν πρωτοφανή για τα δεδομένα της εποχής τρόπο όλο τον Ελληνισμό σε πολιτικό, στρατιωτικό και εκκλησιαστικό επίπεδο. Η εξιστόρηση της ζωής του Χρυσοστόμου αποδεικνύει ότι και στις δύο αυτές κρίσιμες περιόδους του εθνικού βίου ο ιεράρχης είχε πρωταγωνιστικό ρόλο και έντονη δράση, αγωνιζόμενος για την προστασία των διωκόμενων χριστιανικών πληθυσμών από τη βουλγαρική και την τουρκική τυραννία.

Ειδικότερα, ο Χρυσόστομος, ως Μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών, συνέβαλε στη διάσωση της ελληνικότητας της Μακεδονίας και αργότερα, ως Μητροπολίτης Σμύρνης, εργάστηκε για τη διατήρηση της ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία. Ωστόσο, ο καταστροφικός εθνικός διχασμός που μεσολάβησε και οι διεθνείς πολιτικοί συσχετισμοί δεν επέτρεψαν την εκπλήρωση των εθνικών οραματισμών του ιεράρχη, οι ενέργειες του οποίου ξεπέρασαν κάθε άλλη πολιτική και εκκλησιαστική δράση για τη διάσωση της εθνικής, γλωσσικής και πληθυσμιακής ελληνικής υπεροχής στη Σμύρνη και τα μικρασιατικά παράλια.

Επίσης, η δράση του Χρυσοστόμου ως μητροπολίτη Δράμας υπήρξε καθοριστική για την αποτροπή σχεδίου των Εξαρχικών με στόχο τη δημιουργία βουλγαρικής κοινότητας στη Δράμα. Ο ιεράρχης επαναφέροντας στις τάξεις των πατριαρχικών τα περισσότερα από τα χωριά της μητροπολιτικής του περιφέρειας που είχαν προσχωρήσει πολλά χρόνια νωρίτερα στη βουλγαρική εξαρχία, αποτέλεσε τον μεγαλύτερο εχθρό των κομιτατζήδων στην Ανατολική Μακεδονία. Ταυτόχρονα, ιδρύοντας σε κάθε γωνιά των επαρχιών Δράμας και Ζιχνών σχολεία, εκκλησίες, γυμναστήρια, συλλόγους και άλλα ευαγή ιδρύματα και διορίζοντας σε αυτά νέους ιερείς και δασκάλους που εμφορούνταν από τον ίδιο αγωνιστικό φρόνημα, προκαλούσε στους εξαρχικούς ένα ακόμα πλήγμα στην προσπάθειά τους να εδραιώσουν με βίαιο τρόπο την παρουσία τους στην ευρύτερη περιοχή.

Από το 1914, έτος έναρξης των ανθελληνικών διωγμών στη Μικρά Ασία, το ελληνικό κράτος προσβλέπει στη συνεργασία με τον χαρισματικό ιεράρχη της Ιωνίας, ο οποίος πολλές φορές δεν διστάζει να εναντιωθεί στις αποφάσεις του εθνικού κέντρου, όταν η Αθήνα δεν εκφράζει τη βούληση και τα συμφέροντα των Ελλήνων ομογενών.

Το χρονικό διάστιμα 1920 – 1922, οι σχέσεις του Χρυσοστόμου με την πολιτική ηγεσία της Ελλάδας παρουσιάζουν έντονες διακυμάνσεις, αφ’ ενός λόγω των συχνών κυβερνητικών αλλαγών, αφ’ ετέρου λόγω της σύγχυσης και της αλλοπρόσαλλης πολιτικής των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων στη διαχείριση του Μικρασιατικού Ζητήματος.1

Σε επίπεδο προσώπων, ο Χρυσόστομος, αν και θαύμαζε τις επιτυχίες του Ελευθερίου Βενιζέλου στα διεθνή διπλωματικά φόρουμε, δεν ανήκε σε καμία πολιτική ή κομματική παράταξη. Απεναντίας, υπερβαίνοντας τα πολιτικά μίση και πάθη της εποχής, αξιοποιούσε τα δεδομένα που είχε σε εκκλησιαστικό και πολιτικό επίπεδο για να υπερασπίζεται τη ζωή και τα συμφέροντα του ελληνορθόδοξου ποιμνίου του.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο ιεράρχης εναντιώθηκε με σφοδρότητα στη συμφωνία Βενιζέλου – Γκαλήπ Κεμαλή, το 1914, η οποία προέβλεπε την ανταλλαγή Ελλήνων της επαρχίας Αϊδινίου με Μουσουλμάνους της Μακεδονίας και της Ηπείρου, σχέδιο το οποίο επρόκειτο να εφαρμοστεί μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και την αναδιανομή των ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Η εθνική στάση του Χρυσοστόμου φάνηκε και στον διορισμό και την εν γένει πολιτεία του Αριστείδη Στεργιάδη ως Ύπατου αρμοστή της Ελλάδας στη Σμύρνης. Ο μητροπολίτης θεωρούσε πως ο Στεργιάδης ήταν το πιο ακατάλληλο πρόσωπο για τη θέση αυτή, δεδομένου ότι οι Έλληνες ομογενείς επιθυμούσαν την απαλλαγή τους από τον τουρκικό ζυγό και, ει δυνατόν, την ενσωμάτωση της δυτικής Ανατολίας στον εθνικό κορμό, και ασφαλώς όχι την πολιτική των ισορροπιών, η οποία λειτουργούσε εις βάρος της ελληνικής παρουσίας στα μικρασιατικά εδάφη.

Στο ζήτημα αυτό οι ανησυχίες του Χρυσοστόμου για τις διαθέσεις των Κεμαλικών έμελλε να επιβεβαιωθούν με τον ποιο δραματικό τρόπο για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό. Ο ιεράρχης, ο οποίος ως μητροπολίτης Δράμας είχε ζήσει τις συνέπειες της επανάστασης των Νεότουρκων στη Μακεδονία και αργότερα ως Μητροπολίτης Σμύρνης είχε αντιμετωπίσει τους διωγμούς του 1914, γνώριζε πως τελικός στόχος των εθνικιστών του Κεμάλ ήταν η εξόντωση ή η απομάκρυνση όλων των εθνοθρησκευτικών μειονοτήτων από την οθωμανική επικράτεια.

Κατά συνέπεια, η πολιτεία του Στεργιάδη ήταν κατά τον μητροπολίτη Σμύρνης απολύτως καταστροφική και επιζήμια για τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας στη Μικρά Ασία. Όπως αποδείχτηκε, η προσπάθεια του Έλληνα αρμοστή για τον προσεταιρισμό του τουρκικού στοιχείου της Σμύρνης και η σκληρή και άτεγκτη στάση του απέναντι στο αντίστοιχο ελληνορθόδοξο στοιχείο της πόλης μόνο ερωτήματα μπορούν να εγείρουν για τις πραγματικές προθέσεις και την ψυχοσυναισθηματική συγκρότησή του, δεδομένου ότι ο Στεργιάδης είχε λόγω θέσεως πλήρη εικόνα των πολιτικών και στρατιωτικών εξελίξεων στο Μικρασιατικό Ζήτημα και παρ’ όλα αυτά όχι μόνο δεν έπραξε το παραμικρό για τη διάσωση των Ελλήνων ομογενών, αλλά συνέλαβε με τον πιο προκλητικό τρόπο στον εγκλωβισμό και τον αφανισμό πολλών εξ αυτών στα μικρασιατικά παράλια.

Σε επίπεδο προσώπων, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η στάση του Χρυσοστόμου απέναντι στον βασιλιά των Ελλήνων Κωνσταντίνο, το αντίπαλον δέος του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο ιεράρχης ουδέποτε στράφηκε εναντίον του Κωνσταντίνου, τον οποίο θεωρούσε διάδοχο των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων στη διεκδίκηση των δικαίων του υπόδουλου Ελληνισμού. Δεν θα πρέπει να λησμονείται πως η αγάπη αυτή του Χρυσοστόμου προς τον θεσμό της βασιλείας είχε δυσαρεστήσει πολλούς εκκλησιαστικούς και πολιτικούς παράγοντες της εποχής,2 οι οποίοι στην πλειοψηφία τους θεωρούσαν τον Βενιζέλο εθνικό σωτήρα και τον Κωνσταντίνο με το περιβάλλον του συνώνυμο της εθνικής προδοσίας.

Το αποκορύφωμα της δίκαιης αποτίμησης του έργου των δύο πρωταγωνιστών της Μικρασιατικής εκστρατείας εκ μέρους του Χρυσοστόμου αποτυπώθηκε στις δύο τελευταίες επιστολές του, λίγες μέρες πριν το μαρτυρικό του τέλος. Στην πρώτη, με ημερομηνία 21 Αυγούστου 1922, ο Μητροπολίτης Σμύρνης καλούσε τον Βασιλέα των Ελλήνων να αναλάβει όλες τις αναγκαίες πρωτοβουλίες και αποφάσεις για την αποτροπή της διαφαινόμενης Μικρασιατικής τραγωδίας, χωρίς, ωστόσο, να αποδίδει στον Κωνσταντίνο καμία κατηγορία για όσα είχαν προηγηθεί της κατάρρευσης του μικρασιατικού μετώπου και της υποχώρησης του ελληνικού στρατού από τα υψίπεδα της Μικράς Ασίας.3

Αντίθετα, στην επιστολή του προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με ημερομηνία 25 Αυγούστου 1922, ο ιεράρχης απέδιδε μεγάλο μέρος της ευθύνης για τη Μικρασιατική Καταστροφή – όρος που αποδίδεται στον Χρυσόστομο Σμύρνης – προσωπικά στον ίδιο τον Βενιζέλο, ο οποίος με δύο αποφάσεις του οδήγησε αρχικά στη μικρασιατική περιπέτεια και έπειτα στην τραγωδία του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Η πρώτη απόφαση ήταν η αποστολή του Στεργιάδη ως ύπατου αρμοστή στη Σμύρνη και η δεύτερη πιο ολέθρια απόφασή του ήταν η προκήρυξη εθνικών εκλογών το φθινόπωρο του 1920, εν μέσω πολέμου, γεγονός που άλλαξε τους διεθνείς πολιτικούς συσχετισμούς εις βάρος της Ελλάδας στον Πόλεμο της Μικράς Ασίας.4

Η ευθύνη της βενιζελικής παράταξης στο Μικρασιατικό δράμα ομολογήθηκε όμως και από τον Πατριάρχη Μελέτιο Δ’. Ο Μεταξάκης, ο οποίος είχε ταυτιστεί με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και την πολιτική του τόσο ως Μητροπολίτης Αθηνών όσο και ως οικουμενικός πατριάρχης, όταν πληροφορήθηκε από ιεράρχη του Φαναρίου το μαρτύριο του Χρυσοστόμου, έσκυψε το κεφάλι και, κρατώντας αυτό με τα δυο του χέρια, είπε: «Ημάρτομεν πάντες άγιοι αδελφοί». Επρόκειτο για εκδήλωση αναγνώρισης της ευθύνης που του αναλογούσε ως πνευματικού ηγέτη στο Μικρασιατικό ζήτημα για την εμπλοκή του στις δυνάμεις που είχαν οδηγήσει το Έθνος και την εκκλησία στο βάραθρο της καταστροφικής διχόνοιας.5

Από την άλλη, η εθνικά υπεύθυνη και υπερκομματική στάση του Χρυσοστόμου φάνηκε την περίοδο των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων στην Ελλάδα (1920 – 1922), όταν εκφράστηκε η ιδέα της ανατροπής του Κωνσταντίνου από τις δυνάμεις του Βενιζελισμού, κάτι που είχε επαναληφθεί με την ίδρυση της εθνικής άμυνας στη Θεσσαλονίκη (1916) και την έξωση του Κωνσταντίνου από την Ελλάδα (1917). Ο Χρυσόστομος αρνήθηκε να υποστηρίξει ένα τέτοιο εγχείρημα, καθώς με αυτόν τον τρόπο θα αναβίωναν οι δυνάμεις που είχαν οδηγήσει την Ελλάδα στον εθνικό διχασμό.

Την ίδια στάση κράτησε ο Μητροπολίτης και στο ζήτημα της αυτονόμησης της δυτικής Μικράς Ασίας, χωρίς τη συμμετοχή και στήριξη της Ελλάδας. Ο Χρυσόστομος πίστευε πως η δημιουργία αυτόνομου ιωνικού κράτους θα είχε επιτυχία μόνο εάν απολάμβανε της πολιτικής και στρατιωτικής υποστήριξης της μητέρας πατρίδας και της συγκατάθεσης των Συμμάχων, αποκρούοντας τις συστάσεις για μια αυτονόμηση του Μικρασιατικού Ελληνισμού χωρίς διεθνή πολιτική και διπλωματική αναγνώριση.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η άποψη του Χρυσοστόμου για τους Έλληνες του ελεύθερου και υπόδουλου τότε Ελληνισμού. Με αφορμή πρόσκληση του ιεράρχη εκ μέρους του Νεοκλή Καζάζη (1849 – 1936), προκειμένου να παραστεί σε συνέδριο της εταιρείας «Ελληνισμός» στην Αθήνα, ο άγιος ανέφερε ότι η Ελλάδα είχε απελευθερωθεί, ο Έλληνας όμως δεν είχε ελευθερωθεί ούτε ως άνθρωπος ούτε ως πολίτης του κράτους στο οποίο ζούσε, εξαιτίας της υποδούλωσης στα πάθη και τις αδυναμίες του.

Υποσημειώσεις.

1. Το αρχείον, τ. Γ’, σ’. 390
2. Αναστασιάδης, ό. π., σσ’. 341 – 342
3. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 252 – 253
4. Ό. π., σσ’. 254 – 255
5. Μαυροπούλου, ό. π., σ. 190

***

«Η Ελλάς ηλευθερώθη – ηλευθερώθη όμως πράγματι και ο Έλλην, ο άνθρωπος, ο πολίτης; Άνθρωπος ανεξάρτητος, δούλος όμως εαυτού και των παθών του και της ηθικής ασταθείας του και της αμαρτίας ομοιάζει προς κατάδικον, εκβαλλόμενον μεν και ελευθερούμενον από των φυλακών, εξακολουθούντα όμως να φέρη εις τας χείρας και τους πόδας αυτού τας αλύσεις και πέδας˙ δύναται ούτος να ζήση;»1

Από την άλλη, εξίσου αποκαλυπτική ήταν η στάση του Μητροπολίτη Σμύρνης απέναντι στο οθωμανικό κράτος και το τουρκικό έθνος. Ο Χρυσόστομος, ως ανώτατος αξιωματούχος της ελληνορθόδοξης κοινότητας είχε τιμηθεί από την Υψηλή πύλη με ανώτατα στρατιωτικά παράσημα. Επίσης, καθόλη τη διάρκεια της αρχιερατείας του στη Δράμα και τα πρώτα χρόνια της διακονίας του στη Σμύρνη, παρά τις κατά καιρούς αντιπαραθέσεις του με εκπροσώπους της τουρκικής διοίκησης, αναφερόταν συχνά στην ιδέα της οθωμανικής πατρίδας2 στο πλαίσιο της οποίας το ελληνορθόδοξο στοιχείο μπορούσε να ευημερεί και να διακρίνεται στο εθνολογικά πολυσύνθετο ανθρώπινο μωσαϊκό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ωστόσο, από το 1914, όταν το νεοτουρκικό καθεστώς εφαρμόζει την πολιτική εξόντωσης των εθνοθρησκευτικών μειονοτήτων, ο Χρυσόστομος έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τους εκπροσώπους του κομιτάτου στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Οι ανθελληνικοί διωγμοί το καλοκαίρι του 1914 στα μικρασιατικά παράλια οδηγούν τον ιεράρχη στην αναθεώρηση της μετριοπαθούς μέχρι τότε στάση του απέναντι στο καθεστώς, αγνοώντας τις απειλές της τουρκικής διοίκησης περί ανάκλησής του από τη Σμύρνη.3 Έκτοτε καταγράφεται μια βαθμιαία επιδείνωση των σχέσεών του με το τουρκομουσουλμανικό στοιχείο, καθώς ο Χρυσόστομος εμφανίζεται ο κύριος εκπρόσωπος και υπερασπιστής του Μικρασιατικού Ελληνισμού.

Επίσης, από το 1914 έως το τέλος της ζωής του, σε αντίθεση με την πάγια πρακτική των ιεραρχών του οικουμενικού θρόνου και του ιδίου μέχρι τότε, ο άγιος ουδέποτε φωτογραφήθηκε πάλι με τις τιμητικές διακρίσεις και τα παράσημα που κατά καιρούς είχε λάβει, από την τουρκική κυβέρνηση (παράσημα Μετζηδιέ β’ και γ’ τάξεως4 και Οσμανιέ γ’ τάξεως5), τη ρωσική (παράσημο Αγίου Βλαδίμηρου δ’ τάξεως6) και την περσική κυβέρνηση (παράσημο Λέοντος και Ηλίου β’ τάξεως7), καθώς και τις λοιπές διακρίσεις που είχε λάβει από το ελληνικό κράτος.

Αναφορικά με το τουρκικό έθνος, ο Χρυσόστομος θεωρούσε πως επρόκειτο για έναν λαό, ο οποίος, καθοδηγούμενος από τις εκάστοτε πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες του, ήταν έτοιμος να εκδηλώσει με φανατισμό και μισαλλοδοξία τα πιο βάρβαρα ένστικτα απέναντι σε ό,τι ήταν ξένο προς τη θρησκεία και τον πολιτισμό του.8

Η αγάπη και η προσφορά του Μητροπολίτη Σμύρνης στο έθνος και την πατρίδα έμελλε να επισφραγιστούν με το εκούσιο μαρτύριο και τη μεγάλη αυτοθυσία του. Είκοσι χρόνια πριν, τη Μεγάλη Παρασκευή του 1902, ως Μέγας Πρωτοσύγκελλος του οικουμενικού πατριαρχείου, ο Χρυσόστομος είχε περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο τα έθνη και τα άτομα μεμονωμένα αναδεικνύονται ανά τους αιώνες μέσω των εθνικών συμφορών και των δοκιμασιών.

«… Παναγιώτατε Δέσποτα, ουδένα βεβαίως λανθάνει η μεγάλη ιστορική αλήθεια, ότι πάντα τα εν τω κόσμω, τόσον τα έθνη όσον τα άτομα, εξαγνίζονται τρόπον τινά και εξυψούνται δια των εθνικών συμφορών και των δοκιμασιών των˙ εν τω πυρί και τω χωνευτηρίω των δοκιμασιών εξήστραψαν αληθώς και ενεδυναμώθησαν οι μεγάλοι των εθνών και των μεγάλων ψυχών χαρακτήρες. Και αι ενδοξότεραι σελίδες της ιστορίας του βίου των εθνών και των ατόμων είναι αι αναπολούσαι τα δεινοπαθήματα και τας βαρείας δοκιμασίας, δια των οποίων ο δάκτυλος της θείας προνοίας τα ωδήγησε, και εν μέσω των οποίων ο χαρακτήρ αυτών ο εθνικός ή ο ατομικός δεν εταπεινώθη. Η καρτερία, μεθ’ ης υπέστησαν τα βάσανά των, χωρίς να καταβληθώσιν υπό της συμφοράς, εξησφάλισεν εις αυτά τον θαυμασμόν και τον σεβασμόν των αιώνων».9

Στο απόσπασμα αυτό του εμπνευσμένου και ιστορικού λόγου του, ο Χρυσόστομος φωτογράφιζε με χαρακτηριστική ακρίβεια το μαρτυρικό του τέλος που τον κατέταξε στη χορεία των μεγάλων εθνομαρτύρων και ιερομαρτύρων του Γένους και της Εκκλησίας. Οι αναφορές του αγίου στις δοκιμασίες και τα δεινοπαθήματα, την καρτερία στα βάσανα και τις συμφορές έμελλε να βρουν πιστή εφαρμογή στη ζωή του, καθώς γνώριζε πως η πράξη και εφαρμογή των όσων λέει και διακηρύσσει κάποιος αποτελούν τον πιο ασφαλή τρόπο αφ’ ενός μεν για την καταξίωσή του μεταξύ των ανθρώπων, αφ’ ετέρου δε για τη μετοχή του στην ουράνια ζωή και μακαριότητα, κατά τον αγιογραφικό λόγο «ος δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ε’ 19).

Η Ελλάδα, αναγνωρίζοντας την προσφορά του Χρυσοστόμου στο Έθνος, τίμησε ποικιλοτρόπως τον μητροπολίτη Σμύρνης μετά το μαρτυρικό του τέλος.

Σε πολλές πόλεις της χώρας, κυρίως όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, στήθηκαν δεκάδες μνημεία προς τιμήν του αοίδιμου ιεράρχη, από τα οποία ξεχωρίζουν ο μαρμάρινος ανδριάντας στην πλατεία πίσω από τον μητροπολιτικό ναό των Αθηνών (1936), ο ανδριάντας παραπλεύρως των εκπαιδευτηρίων Δράμας (1959), οι ορειχάλκινοι ανδριάντες στην πλατεία Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη (1960), στην πλατεία Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Νέα Σμύρνη (1965) και στο Περιστέρι Αττικής (20100, οι μαρμάρινοι ανδριάντες στην πλατεία Μικράς Ασίας (Ελευθερίας) στην Πάτρα (1974) και στον προαύλιο χώρο του ιερού ναού Αγίας Τριάδος Γλυφάδας (2014) και το μνημείο του αγίου Χρυσοστόμου Βούναινα Λαρίσης (2015). Επίσης, τα δύο κέρινα ομοιώματα στο Μουσείο Βυζαντινής τέχνης στην Εστία Νέας Σμύρνης και στο πολιτιστικό κέντρο «Μικρασία» στην Καλαμαριά (2002).

Επιπλέον, εις ανάμνηση του Χρυσοστόμου έχουν φιλοτεχνηθεί προτομές στην είσοδο του ιερού ναού αγίας Φωτεινής Πατρών (1963), στην πλατεία Νέας Τρίγλιας Χαλκιδικής (1963) στον προαύλιο χώρο του ιερού ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου (Παντοβασίλισσας) Ραφήνας (1964), στην είσοδο του ιερού ναού αγίου Θεράποντος Μυτιλήνης (1968), στον περίβολο του ιερού ναού Ευαγγελίστριας Νέας Ιωνίας Βόλου (1970), στο Χαϊδάρι (1970), στον περίβολο του κτιρίου του συλλόγου Μικρασιατών Πτολεμαΐδας,10 στην πλατεία Ελευθερίας Σερρών (1982), στην είσοδο του ιερού ναού Εισοδίων της Θεοτόκου Χωριστής Δράμας (2006), στην πλατεία προ του ιερού ναού αγίας Παρασκευής Καλλίπολης Πειραιώς (2004), στην πλατεία Δαβάκη στη Νίκαια Αττικής στην πλατεία του ιερού ναού Αναλήψεως Καλαμάτας (2017) και η εξαιρετική μαρμάρινη προτομή του Χρυσοστόμου εντός του κτηρίου της Εστίας Νέας Σμύρνης.

Ταυτόχρονα, οι περισσότερες πόλεις της Ελλάδας έχουν ονομάσει τουλάχιστον μία οδό προς τιμήν του Χρυσοστόμου Σμύρνης, γεγονός που ζωντανεύει στους πολίτες της περιοχής τη μνήμη του ηρωικού ιεράρχη, ο οποίος με την αυτοθυσία του θα αποτελεί εσαεί πρότυπο εθνικού ήρωα και μάρτυρα.

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει στο πρώτο μνημείο που κατασκευάστηκε προς τιμήν του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο στην Αθήνα. Ο μαρμάρινος ανδριάντας που βρίσκεται πίσω από τη Μητρόπολη Αθηνών αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου μνημείου για τα θύματα της Μικρασιατικής Καταστροφής και αναπαριστά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον αοίδιμο ιεράρχη τις τελευταίες στιγμές της επίγειας ζωής του.

Ο άγιος βρίσκεται σε στάση προσευχής, με το ένα χέρι να τείνει ικετευτικά και το άλλο στο στήθος να υπενθυμίζει τη σωτήρια ομολογία του λίγο μετά την απόφαση του τουρκικού δικαστηρίου για την εκτέλεσή του: «Γενηθήτω το θέλημα του Κυρίου μου!»11 Το πρόσωπό του, σεβάσμιο και εξαϋλωμένο από την κακοπάθεια, είναι στραμμένο προς τον ουρανό, για να καταδεικνύει πως την ώρα του μαρτυρίου του ο Χρυσόστομος αντλούσε δύναμη και ελπίδα από τον Θεό. Ασκεπής και χωρίς να φέρει κανένα διακριτικό της ιδιότητάς του – επανωκαλύμμαυχο, αρχιερατικό εγκόλπιο ή ποιμαντορική ράβδο – ο ιεράρχης καταξιώνεται στη συλλογική μνήμη, όχι με κοσμικά ενδύματα και σύμβολα εξουσίας, αλλά με την εκούσια και υπέρτατη θυσία του.

Ο ανδριάντας στην πλατεία πίσω από τον μητροπολιτικό ναό των Αθηνών αποτελεί το μοναδικό ίσως έργο που προβάλλει κάτι διαφορετικό από ό,τι παρουσιάζεται σε οποιοδήποτε αντίστοιχο μνημείο του ιεράρχη. Ο εν λόγω ανδριάντας αποτυπώνει στη σεβάσμια μορφή του Χρυσοστόμου την ταπείνωση και την πραότητα, τη συγχώρηση και τη μεγαλοθυμία, στοιχεία που κοσμούσαν τον Μητροπολίτη Σμύρνης στην αρχιερατική του διακονία και τα οποία τον κατέταξαν μετά το μαρτύριό του στη χορεία των μεγάλων αγίων ιεραρχών και μαρτύρων της Εκκλησίας.

Υποσημειώσεις.

1. Θάνου Αναγνωστοπούλου – Παλαιολόγου «Δύο ανέκδοτες επιστολές του Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Σμύρνης προς τον καθηγητή Νεοκλή Καζάζη», Ανάτυπον εκ του ΛΒ’ τόμου (1990) του περιοδικού Παρνασσός, Αθήναι 1990, σ. 334
2. Το αρχείον, τ. Β’, σ. 10. Επίσης στον ενθρονιστήριο λόγο του ο Χρυσόστομος είχε μιλήσει για το πώς το ελληνορθόδοξο στοιχείο της Σμύρνης θα μπορούσε να πρωτοστατήσει «δια την αναγέννησιν της όλης φιλτάτης μας συνταγματικής ταύτης πατρίδος», βλ. Αμάλθεια, αριθ. 9573/12(25).5.1910.
3. Το αρχείον, τ. Β’, σ. xxiii.
4. ΕΑ Κ (1900) 399 & ΕΑ ΙΗ (1898)93
5. Κωνσταντινούπολις, αριθ. 107/18.5.1902
6. ΕΑ ΚΑ (1901) 112 & ΕΑ ΙΘ (1899) 402, 449
7. ΕΑ ΚΒ (1902) 396
8. Ταχυδρόμος Εφημερίς εν Κωνσταντινουπόλει, αριθμ. 1187/18.5.1902
9. ΕΑ ΚΒ (1902) 166.
10. Πρβλ. Σολομωνίδη, 1993, σσ’. 475 – 497 & Μοναχού Μαξίμου Ιβηρίτου (Νικολοπούλου), Ο Πολύαθλος Μητροπολίτης Δράμας – Σμύρνης Χρυσόστομος Ήρως και μάρτυς, άγιον όρος 2010, σσ’. 183 – 188
11. Σταύρος Κουκουτσάκης, Ακρόπολις, αρ. φύλλ. 301, Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 1929, σ. 6

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.