Τὸν ἔψαχνες, λές, σ’ ὅλα τὰ στρατιωτικὰ νεκροταφεῖα. Ταξίδεψες ἀπὸ τὸ Ζλάτιμπορ ἕως τὴν Κέρκυρα, ἕως τὴν Θεσσαλονίκη. Ἀνέβηκες στὸ Καϊμακτσαλάν, στὴν Πέτρα τοῦ Γάτου. Κατέβηκες στὶς κοιλάδες τῶν νεκρῶν.
Πῆγες ὅπου ἔμαθες ὅτι ὑπάρχει στρατιωτικὸ νεκροταφεῖο. Ἔτρεξες, παρακάλεσες νὰ σοῦ διαβάσουν τὶς λίστες θαμμένων ἐδῶ καὶ ἐκεῖ – διάβαζες καὶ μόνη σου τὰ ὀνόματα στοὺς σταυρούς. Δὲν ὑπάρχει πουθενά.
Μὴν θλίβεσαι, ἀγαπητὴ μητέρα. Ἡ μεγάλη θλίψη εἶναι ἁμαρτία. «Ἰδοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου… ἡ γῆ καὶ πάντα ὅσα ἐστὶν ἐν αὐτῇ» (Δευτ. ι, 14). Ὅπου καὶ νὰ εἶναι ὁ τάφος τοῦ γιοῦ σου, εἶναι στὴ γῆ τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ἀκουμπήσεις τὸ μαῦρο χῶμα μπροστὰ στὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ σου, ἀκούμπησες τὴν ἄκρη τοῦ τάφου τοῦ γιοῦ σου. Ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ Θεοῦ, πού τὰ πάντα ὁρᾶ, ἀναμετρᾷ τὴ γῆ καὶ βλέπει τοὺς νεκροὺς ὅπως καὶ τοὺς ζωντανούς.
Ἐάν ὁ γιός σου κρύφτηκε ἀπὸ σένα, δὲν κρύφτηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς τὸν ἔκρυψε ἀπὸ σένα, γιὰ νὰ καθαρίσει τὴν καρδιά σου μὲ τὴν θλίψη καὶ νὰ σοῦ ἑτοιμάσει χαρούμενη ἔκπληξη, χαρούμενη συνάντηση μὲ τὸν γιὸ στὰ αἰώνια παλάτια Του.
Δὲν εἶναι γνωστοὶ οὔτε οἱ τάφοι πολλῶν μεγάλων καὶ ἁγίων ἀνθρώπων. Ἔμεινε ἄγνωστος ὁ τάφος τοῦ προφήτη Μωυσῆ καὶ οἱ τάφοι πολλῶν ἀποστόλων καὶ μαρτύρων τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ τάφοι πολλῶν ἐρημιτῶν καὶ ἀσκητῶν.
Τὰ ὀνόματά τους εἶναι γραμμένα μὲ κόκκινα γράμματα στὸ ἡμερολόγιο. Γιορτάζουμε τὴ μνήμη τους, τοὺς χτίζουμε ναούς, ἀνυψώνουμε τὶς προσευχὲς σ’ αὐτούς. Ἀλλὰ τοὺς τάφους τους δὲν τοὺς γνωρίζουμε.
Μὴ θλίβεσαι λοιπὸν πού καὶ ὁ τάφος τοῦ γιοῦ σου θὰ παραμείνει γνωστὸς μόνο στὸν ὀφθαλμὸ πού τὰ πάντα βλέπει, ὅπως καὶ οἱ τάφοι τόσων ἁγίων.
Ἔθαψαν τὸν στρατιώτη γιὸ μιᾶς μητέρας στὸ Ντέμπρο κάπου σὲ μακρινὴ χώρα. Ἐξ αἰτίας τοῦ γήρατος ἐκείνη δὲν μποροῦσε νὰ πάει στὸν τάφο του. Καὶ σκέφθηκε ἡ γέρικη ψυχὴ πῶς νὰ βρέξει τὸν τάφο τοῦ γιοῦ της.
Κάθε Σάββατο πήγαινε στὸ στρατιωτικὸ νεκροταφεῖο στὸ Ντέμπρο. Ἐκεῖ κείτονταν νεκροὶ στρατιῶτες. Σ’ αὐτοὺς τοὺς τάφους ἐκείνη ἄναβε κεριὰ καὶ ψιθύριζε προσευχές.
Καὶ παρακαλοῦσε τὸν ἱερέα νὰ διαβάσει τρισάγιο καὶ νὰ μνημονεύσει τὸ ὄνομα πού ἦταν γραμμένο στὸν σταυρό, καὶ μ’ αὐτὸ μαζὶ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ δικοῦ της Ἀθανάσιου. Κι ἐσὺ μπορεῖς ἔτσι νὰ κάνεις. Καὶ ὁ πόνος σου θὰ ἀπαλύνει.
Ὅμως εἶναι πιὸ σημαντικὸ νὰ σκέφτεσαι περὶ τῆς ψυχῆς τοῦ παιδιοῦ σου παρὰ περὶ τοῦ τάφου του.
Ἰδοῦ, ἡ ψυχή του δὲν βρίσκεται σὲ κανένα τάφο ἐπάνω στὴ γῆ. Ἐκείνη βρίσκεται πιὸ κοντὰ σὲ σένα παρὰ σὲ τάφο. Ὑπήρχε ἔτσι μιὰ ἄλλη μητέρα, ἡ ὁποία ταξίδεψε ἐν καὶρῷ πολέμου στὸ πεδίο τῆς μάχης, γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν τάφο τοῦ γιοῦ της. Ὁ τάφος βρισκόταν μέσα στὰ πυρά, ὁπότε δὲν τῆς τὸ ἐπέτρεψαν.
Ἀπαρηγόρητη γύρισε σπίτι. Ξαφνικά, κατὰ τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἐμφανίζεται ὁ γιός της μέσα στὸ δωμάτιο. Ἡ μητέρα ἀναπήδησε καὶ φώναξε:
Ποῦ εἶσαι, γιέ μου;
Ταξίδεψα μαζί σου, μάνα, καὶ γύρισα.
Ἀκόμα τῆς εἶπε ὅτι αὐτὸς εἶναι καλὰ καὶ ὅτι ἐκείνη πρέπει νὰ σταματήσει νὰ θρηνεῖ. Σταμάτα κι ἐσὺ τὰ κλάματα, καὶ ξεκίνα τὴν ἐλεημοσύνη γιὰ τὴ συγχώρηση τῆς ψυχῆς τοῦ γιοῦ σου.
Μὲ τὰ δάκρυα ἀρκετὰ μαλάκωσες τὸ χῶμα τῆς καρδιᾶς, εἶναι καιρὸς νὰ ἀφήσεις νὰ φυτρώσει ὁ σπόρος. Καὶ ὁ πιὸ χρυσὸς καρπός, πού φυτρώνει ἀπὸ τὰ δάκρυα εἶναι ἡ προσευχή, ἡ ἐλεημοσύνη καὶ τὸ νὰ παραδίνεσαι στὴ βούληση τοῦ Θεοῦ.
Ἂς γίνει γιὰ σένα ἡ προσευχὴ τὸ ἕνα σανιδάκι τοῦ σταυροῦ, καὶ ἡ ἐλεημοσύνη τὸ δεύτερο. Ἀπ’ αὐτὰ φτιάξε σταυρὸ στὸν γιό σου. Ἡ προσευχὴ ὑψώνεται στὸ ὕψος, ἐνῶ ἡ ἐλεημοσύνη ἐπεκτείνεται στὸ πλάτος. Καὶ τὸ νὰ παραδίνεσαι στὴ βούληση τοῦ Θεοῦ μὲ πραότητα, ἂς σὲ κάνει σὰν σίδερο, μὲ τὸ ὁποῖο καρφώνεται ὁ σταυρός.
Μὴν χωρίζεις τὴν προσευχὴ ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη. Καὶ ἡ ἁπαλὴ παρηγοριὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ θὰ κατέβει σιγά-σιγά στὴν καρδιὰ σου σὰν δροσιὰ στὸ διψασμένο χόρτο.
Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ εὐλογία Του μαζί σου…
Από το: Δρόμος δίχως Θεὸ δὲν ἀντέχεται…, Ἱεραποστολικὲς ἐπιστολὲς Α’, ἔκδ. Ἐν πλῷ.
