Την περίοδο αυτή επαληθεύτηκε στο πρόσωπο του αγίου ο λόγος του Ψαλμωδού: «ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων, εξεχύθη η χάρις εν χείλεσί σου˙ δια τούτο ευλόγησέ σε ο Θεός εις τον αιώνα» (Ψαλμ. μδ’ 3). Ο Χρυσόστομος νεότατος στην ηλικία ως μητροπολίτης Δράμας, είχε το χάρισμα να μεταστρέφει και να οικοδομεί συνειδήσεις, γι’ αυτό και ο Θεός τον ευλόγησε, ώστε να έχει ξεχωριστή δύναμη και επιρροή.1 Με τον εμπνευσμένο λόγο του, ως άλλος ιερός Χρυσόστομος, έγινε κήρυκας της μετανοίας, επαναφέροντας στην εκκλησιαστική κανονικότητα πλήθος σχισματικών στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ανατολικής Μακεδονίας.
Κατά συνέπεια, ο Χρυσόστομος ενεργούσε στην εκτεταμένη τότε μητρόπολη Δράμας ως Επίσκοπος της Εκκλησίας και όχι ως πολιτικός ταγός. Ανεξάρτητα από το εάν η προσφορά του στην Εκκλησία είχε αναμφίβολα και θετικά αποτελέσματα για το Έθνος, η δράση του είχε σαφώς εκκλησιαστικό και πνευματικό περιεχόμενο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σε κάθε επίσκεψή του σε πόλεις και χωριά της δικαιοδοσίας του τελούσε τη Θεία Λειτουργία, ως επιστέγασμα της εκεί υψηλής παρουσίας και της πολύπλευρης προσφοράς του.
Στην κατεύθυνση αυτή κινείτο την εποχή εκείνη και το εκκλησιαστικό – εθνικό κέντρο του υπόδουλου Ελληνισμού, η Κωνσταντινούπολη. Με αλλεπάλληλα γράμματα και πατριαρχικές εγκυκλίους, το οικουμενικό Πατριαρχείο, επί Ιωακείμ Γ’, καλούσε τους ιεράρχες της Μακεδονίας να προασπίσουν το ευσεβές ποίμνιο και να διαφυλάξουν την πατρώα πίστη και εκκλησιαστική τάξη απέναντι στον ρουμανικό και βουλγαρικό εθνοφυλετισμό που απειλούσε την ενότητα της ορθοδοξίας στη Χερσόνησο του Αίμου.2 Την ίδια περίοδο, η Μεγάλη Εκκλησία και ο απανταχού Ελληνισμός τελούσαν πάνδημα μνημόσυνα για τα θύματα του Μακεδονικού Αγώνα, προσευχόμενοι για τη «μνήμη των εν ευσεβεί τη πίστει τελειωθέντων».3 Με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπισε το Φανάρι τις βουλγαρικές θηριωδίες στη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου (1913), όταν τελούνταν στις επαρχίες του οικουμενικού θρόνου μνημόσυνα «των υπέρ πίστεως σφαγιασθέντων».4
Για τον λόγο αυτό παρέλκει κάθε απάντηση στις ενστάσεις ότι ο Χρυσόστομος είναι ένας εθνικός άγιος, επειδή ταύτισε δήθεν την αρχιερατική του διακονία με τους αγώνες του Ελληνισμού στη Μακεδονία.5 Ο άγιος, ως Μητροπολίτης Δράμας, πολέμησε τις δυνάμεις του πανσλαβισμού, Ρωσία, Βουλγαρία και Ρουμανία, ακριβώς επειδή είχαν υποπέσει στην αίρεση του εθνοφυλετισμού, γεγονός που προκαλούσε στο σώμα της Εκκλησίας μία πληγή η οποία επηρέαζε έκτοτε την ταυτότητα και την ενότητα της ορθοδοξίας.
Η κανονική και υπερεθνική διακονία του Χρυσοστόμου αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο ιεράρχης μπορούσε αφ’ ενός μεν να υπερβαίνει, χωρίς να καταργεί, τα εθνικά και φυλετικά όρια των κατοίκων της επαρχίας του, αφ’ ετέρου δε να αποσυνδέει την ελληνική γλώσσα από την εκκλησιαστική συνείδηση, γεγονός που του επέτρεπε να προσεγγίζει και να ενσωματώνει στο πατριαρχείο πολλά από τα σλαβόφωνα χωριά της επαρχίας του.6
Η εκκλησιαστική συνείδηση και μαρτυρία του αγίου στη Μακεδονία προκύπτει ασφαλώς και από τα κείμενα των επιστολών του, όταν έγραφε το 1904: «Δεν έμειναν πλέον λόγοι και παρηγορίαι εις το στόμα ημών, τας οποίας να μη εξηντλήσαμεν διδάσκοντες την του τιμιωτάτου των αγαθών της πατρώας θρησκείας μας»7 και το 1907: «Πίστις δε είνε «ελπιζομένων υπόστασις και έλεγχος πραγμάτων μη βλεπομένων» ό εστί η πίστις ημών ου μη καταισχυνθή και κατά την πίστιν ημών γενήσεται ημίν. Το μέλλον ανήκει τοις πιστεύουσι…»8 και λίγο αργότερα, όταν έλεγε: «ο Κύριος είνε μεθ’ ημών, οφθαλμοφανώς το βλέπομεν. Γεννηθήτω το άγιον και δίκαιον θέλημά του».9
Με το ίδιο εκκλησιαστικό φρόνημα λειτούργησε ο Χρυσόστομος και στη μητρόπολη Σμύρνης. Τα δεδομένα στη νέα διακονία του ήταν βέβαια πολύ διαφορετικά, ωστόσο, και τότε ο ιεράρχης είχε να αντιμετωπίσει την εχθρότητα και τις διώξεις του νεοτουρκικού καθεστώτος απέναντι στο ελληνορθόδοξο στοιχείο της οθωμανικής επικράτειας. Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι οι διωγμοί εναντίον των Ελλήνων Μικρασιατών τόσο κατά τη διάρκεια του πρώτου ξεριζωμού (1914) όσο και κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914 – 1918), σχεδιάστηκαν και πραγματοποιήθηκαν με στόχο την εξόντωση των ελληνικών πληθυσμών, «ων το μόνον έγκλημα ήτο ότι ήσαν Χριστιανοί και όχι Μουσουλμάνοι».10
Η απόδειξη για τον διωγμό των Ελλήνων, λόγω της πίστεώς τους, δίνεται από τους ίδιου στους ηγέτες του νεοτουρκικού κομιτάτου Ένωση και Πρόοδος στις εντολές που έδιναν στους τοπικούς άρχοντες της τουρκικής διοίκησης στα μικρασιατικά παράλια: «Εκδιώξατε δια ροπάλων τους Χριστιανούς, εξοντώσατε, ληστεύσατε και ατιμάσατε τους απίστους».11 Με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπισαν τους Έλληνες των περιοχών αυτών οι τουρκομουσουλμανικοί πληθυσμοί, οι οποίοι, ακολουθώντας τα παραγγέλματα της πολιτικής και στρατιωτικής τους ηγεσίας στη διάρκεια των διωγμών του 1914, έλεγαν στους Χριστιανούς: «Να φύγετε απ’ εδώ, διότι θα πάθετε μεγάλα κακά, εκτός εάν τουρκέψητε».12
Την περίοδο αυτή εντάθηκαν οι βίαιοι εξισλαμισμοί και αποτέλεσαν ένα ακόμα μέτρο για την εξόντωση ή απομάκρυνση μεγάλου τμήματος του ελληνικού πληθυσμού από την οθωμανική επικράτεια.13 Εξαιτίας αυτού του σκληρού μέτρου, πολλοί ασπάζονταν το Ισλάμ.14
Αναμφίβολα, στην περίπτωση των θυμάτων της Μικρασιατικής Καταστροφής και ειδικότερα του Χρυσοστόμου Σμύρνης, τα όρια ανάμεσα στη θυσία για χάρη του Χριστού και τη θυσία για χάρη του έθνους συγχέονται.15 Είναι γεγονός ότι και στους Νεομάρτυρες και στους Εθνομάρτυρες ενυπάρχει και η ελληνική και η ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση, με τη διαφορά ότι στους Νεομάρτυρες κυριαρχούσε και τελικά επικρατούσε η μία, η θρησκευτική, ενώ στους Εθνομάρτυρες η ελληνική.16 Για τον λόγο αυτό δεν ανακηρύχθηκαν άγιοι της εκκλησίας οι εθνομάρτυρες του Ελληνισμού, ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες όπου τους ζητήθηκε, πριν από το μαρτύριο, να αρνηθούν την πίστη τους, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Αθανάσιο Διάκο (1788 – 1821) και την ομολογία του ενώπιον του Ομέρ Βρυώνη.
Παρ’ όλα αυτά, οι υπόδουλοι Έλληνες είχαν στερεωμένη μέσα τους τη συνείδηση ότι άρνηση της πίστεως σήμαινε άρνηση της Ελλάδας και θάνατος υπέρ της πίστεως σήμαινε προσφορά στον αγώνα της ελευθερίας. Γι’ αυτό και οι Νεομάρτυρες αναγνωρίζονται ως προάγγελοι της αναστάσεως του Γένους. Κατά συνέπεια, την προθυμία για το μαρτύριο ενέπνεε στους Νεομάρτυρες και τους Εθνομάρτυρες όχι μόνο ο θρησκευτικός ζήλος αλλά και το πνεύμα αντίστασης απέναντι στη μισαλλοδοξία, τη βία και την τυραννία των Οθωμανών.
Ενδεικτικό παράδειγμα και πρότυπο ιεραποστόλου και εθναποστόλου υπήρξε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος συχνά μετέτρεπε τα κηρύγματά του σε εγερτήριο σάλπισμα για την πνευματική αφύπνιση του Γένους και την προετοιμασία της μεγάλης εξέγερσης που θα οδηγούσε στην εθνική αποκατάσταση της σκλαβωμένης Ελλάδας. Έτσι, δίκαια ο πατρο – Κοσμάς μνημονεύεται ως διδάσκαλος του Γένους και πρόδρομος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο έζησε ο Χρυσόστομος διαμόρφωσε ανάμεσα στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και το Ελληνικό Έθνος μία αρμονική και «αδιάσπαστον συζυγίαν»,17 γεγονός που επέτρεπε στην εκκλησία να καλλιεργεί και να αφυπνίζει στα χρόνια της δουλείας τη συνείδηση του Γένους.
Κατηγορείται ο ιεράρχης ότι η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, τον Μάιο του 1919, αποτέλεσε για γον ίδιο την πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του,18 ήταν το «Χριστός Ανέστη» του Χρυσοστομου,19 αφήνοντας να εννοηθεί πως η στάση αυτή καταδεικνύει την ολοκληρωτική αφιέρωση του Μητροπολίτη Σμύρνης στις επιδιώξεις και τα συμφέροντα του Έθνους.20
Και εδώ όμως αγνοείται συνειδητά ή ανεπίγνωστα το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο έζησε ο άγιος, δεδομένου ότι το «Χριστός Ανέστη» ήταν για τον υπόδουλο Ελληνισμό το άσμα της ελευθερίας. Η αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού ταυτιζόταν με την ανάσταση του Γένους, γι’ αυτό και οι ραγιάδες πανηγύριζαν κάθε αντίστοιχο γεγονός ψάλλοντας το «Χριστός Ανέστη». Με το «Χριστός Ανέστη» γιόρτασαν οι Ρωμηοί την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και με τον ίδιο ύμνο επισφράγιζαν κάθε πράξη ενάντια στην τουρκική τυραννία.21 Άλλωστε, αυτό αποδεικνύει και η καταληκτική φράση του αγίου στον ενθρονιστήριο λόγο του, ως Μητροπολίτης Δράμας, στην τουρκοκρατούμενη τότε Μακεδονία: «Πάσχα Κυρίου ευαγγελίζομαι υμίν, αγαπητά τέκνα, με την ποιμαντορικήν ράβδον, δάδα της Ορθοδοξίας».22
Στα ανωτέρω, που αποδομούν ούτως ή άλλως την κατηγορία ότι ο Χρυσόστομος έψαλε ως μη ώφειλε το «Χριστός Ανέστη» κατά την άφιξη του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, απαραίτητο είναι να προστεθεί και κάτι ακόμα. Η 2α Μαΐου 1919 συνέπεσε τη χρονιά εκείνη με την Πασχάλια περίοδο, καθώς ήταν Πέμπτη μετά την εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Συνεπώς η δέηση που τέλεσε ο Χρυσόστομος την ημέρα εκείνη θα έκλεινε έτσι και αλλιώς με το «Χριστός Ανέστη», όπως συμβαίνει σε κάθε ακολουθία την Αναστάσιμη περίοδο του Πεντηκοσταρίου, ανεξάρτητα από το εάν ο ύμνος αυτός εξέφραζε τους πόθους των υπόδουλων Ελλήνων για την ανάσταση του Γένους και την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.
Η εκκλησιαστική συνείδηση και διακονία του μητροπολίτη Σμύρνης ήταν τα κύρια γνωρίσματα της προσωπικότητάς του καθόλη τη διάρκεια των διωγμών που υπέστη ο Μικρασιατικός Ελληνισμός, αποδεικνύεται δε σε κάθε περίσταση και δυσκολία, γεγονός που αντικρούει τα έωλα επιχειρήματα για την περί του αντιθέτου άποψη.
Πώς μπορεί, για παράδειγμα, να μην είναι λόγια αγίου ιεράρχη η προτροπή του Χρυσοστόμου προς τους διωκόμενους χριστιανούς της Μικράς Ασίας το 1914 για την εκπλήρωση του θελήματος του Θεού στη ζωή τους; «Και δια τούτο», προέτρεπε ο μητροπολίτης, «ας αφεθώμεν καθ’ ολοκληρίαν εις την χειραγωγίαν του Αγ. Πνεύματος, ας μη προτρέχωμεν των βουλών της Θείας Προνοίας, και ας αφήσωμεν να ηγηθή ημών ο Θεός, και να τελεσθή το Άγιον και Δίκαιον Αυτού θέλημα».22
Υποσημειώσεις.
1. Παν. Ν. Τρεμπέλα, το Ψαλτήριον μετά συντόμου ερμηνείας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήναι 2013, σ’. 174
2. ΕΑ ΚΔ (1904) 17 & ΕΑ ΚΣΤ (1906) 378 – 380
3. ΕΑ ΚΣΤ (1906) 383, 399, 415-416, 426- 427, 438, 462-46, 480-481, 489, 500-501, 512-513, 530, 542, 550-551, 568-569, 581, 597, 613-614, 627, 653
4. ΕΑ ΛΓ (1913) 226-227, 237, 243, 254, 271, 283, 325
5. Ευθυμίου Τρικαμηνά, ό. π., σσ’. 261, 309
6. Ανδρέας Νανάκης, 2000, σ’. 176
7. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 55-56
8. Ό. π., σ. 346
9. Ό. π., σ. 354
10. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 21, 238
11. Το αρχείον, τ. Β’, σ. 108
12. Ό. π., σσ’. 142, 139
13. Ενδεικτικά βλ. ΕΑ ΛΗ (1918) 168, 190-191
14. Μπομπουγιατζή, ό. π., σ. 200
15. Γεωργίου Αντ. Γαλίτη, «Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος», ανάτυπο από τον τόμο του θεολογικού συνεδρίου της ιεράς μητροπόλεως Θεσσαλονίκης εις τιμήν και μνήμην των Νεομαρτύρων (Θεσσαλονίκη 17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1988, σ. 462
16. Ιωάννου Φ. Αθανασοπούλου, «Η συμβολή των Νεομαρτύρων εις την ανάστασιν του Γένους», πρακτικά Διορθοδόξου επιστημονικού συνεδρίου Κωνσταντίνος ο Υδραίος – Νεομάρτυρες προάγγελοι της Αναστάσεως του Γένους – Ύδρα 10 – 14 Νοεμβρίου 2000, Ύδρα 2007, σ. 71
17. ΕΑ ΜΑ (1921) 166- 167
18. Λοβέρδος, ό. π., σ. 181
19. Πολίτη, ό. π., σ. 186
20. Ευθυμίου Τρικαμηνά, ό. π., σσ’. 39-41
21. Μητροπολίτης πρ. Ύδρας Σπετσών και Αιγίνης Ιερόθεος, «τα προτεταγμένα», πρακτικά διορθοδόξου επιστημονικού συνεδρίου Κωνσταντίνος ο Υδραίος – νεομάρτυρες προάγγελοι της Αναστάσεως του Γένους, ό. π., σ. 15
22. Λοβέρδος ό. π., σ. 66
***
Την ίδια περίοδο, ο άγιος υπενθύμιζε «δι’ ημάς τους πιστεύοντας ότι ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν και ότι πάροικοί εσμέν εν τη γη ταύτη και το ζην είνε δι’ ημάς Χριστός και το αποθανείν κέρδος» και πως «ημείς πιστεύομεν και διδάσκομεν ότι όπου πλεονάζει η ανομία και η αγριότης εκέι υπερπερισσεύει η χάρις και η μακροθυμία».1
Και ενώ οι διώξεις εναντίον των Ελληνορθόδοξων στα μικρασιατικά παράλια έπαιρναν εκρηκτικές διαστάσεις ο ιεράρχης έλεγε: «Ημείς παρ’ όλα ταύτα αναβλέπομεν ιλαρώς προς τον Κύριον και εμπιστευεόμεθα ημάς ημάς αυτούς τω Παντοδυνάμω χωρίς να γογγύζωμεν ποσώς κατά των αυστηρών βουλών της πανσόφου Αυτού Προνοίας. Μακράν αφ’ ημών ο ασεβής ενδοιασμός περί της χρησιμότητος των διατάξεων τούτων και βουλών, τας οποίας εις τας τύχας του Γένους μας εφαρμόζει και νυν η Θεία Πρόνοια, ίνα μας καταστήση τελείους από ατελών και ελευθέρους από δούλων. Εν τη ακμή και τη πτώσει του ημετέρου Γένους κατά τους πρότερον αιώνας μυριάκις και μυριοτρόπως δια τοιούτων διατάξεων και βουλών μας ωδήγησε. Γενέσθω και νυν το άγιον Αυτού θέλημα».3
Πώς εξηγείται η κραυγή αγωνίας και απελπισίας του αγίου κατά τη διάρκεια των διωγμών όταν, υψώνοντας τα βλέμματα προς τον ουρανό, έλεγε: «έως πότε, Κύριε, επιλήσει (λησμονήσει) ημών εις τέλος; Ψαλμ. ιβ’ 2»4
Ποια σχέση μπορεί να έχει η δράση ενός κοσμικού ηγέτη με αυτή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης, ο οποίος, δημοσιεύοντας στις 18 Ιουλίου 1914 εκγύκλιο, καλούσε τον ορθόδοξο λαό της Ιωνίας να καταφύγει με θέρμη στο κύριο και πρωταρχικό έργο κάθε Χριστιανού, την προσευχή; «Πεποίθαμεν δε ότι ο Ορθόδοξός μας λαός θέλει πιστώς συμμορφωθή προς τα εν αυτή διαλαμβανόμενα και θα κηρύξη μετάνοιαν και θα στραφή προς τον Θεόν και ίσως και ο Θεός δεν αποστρέψη το πρόσωπόν του αφ’ ημών εις τέλος και μετανοήση, ως λέγει η Γραφή, και μνησθή του λαού αυτού και ου μη απολώμεθα».5 Πότε ένας εθνικός ηγέτης, κάλεσε τον λαόν του σε μετάνοια και στροφή προς τον Θεό για τα δεινά που υπέφερε;
Με αφορμή την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο άγιος κάλεσε τον Πατριάρχη να προβεί στην άρση του μέτρου κήρυξης της Εκκλησίας σε κατάσταση διωγμού με στόχο το άνοιγμα των εκκλησιών, ώστε «ο λαός του Θεού εισέλθη εις τα σκηνώματα του Κυρίου, και πέση επί των γονάτων και καθοσιωθή εις αδιάλειπτον και ολοκάρδιον προσευχήν, ίνα επίδη ιλέω όμματι ο Κύριος επί την Οικουμένην».6
Η αγάπη και η πίστη στου Χρυσοστόμου στη δύναμη της προσευχής διασώζεται σε ένα ακόμα περιστατικό από την περίοδο του πρώτου ξεριζωμού του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Από τις πρώτες μέρες των ανθελληνικών διωγμών τον Μάιο του 1914, ο άγιος είχε συνεχή επαφή και συνεργασία με τους ιεράρχες της Ιωνίας, τους οποίους καλούσε στη Σμύρνη για να συντονίζουν από κοινού τις ενέργειές τους. Σε μια από αυτές τις συναντήσεις στην αίθουσα του μεγάλου συνοδικού της ιεράς μητροπόλεως Σμύρνης, στην οποία συμμετείχαν οι ιεράρχες των μικρασιατικών παραλίων και Έλληνες πρόκριτοι, συνέβη το εξής περιστατικό. Αφού μίλησαν όλοι και εξέφρασαν τις σκέψεις τους για τα συμβαίνοντα τότε εις βάρος των Ελλήνων Μικρασιατών, ήρθε η σειρά του Χρυσοστόμου για να μιλήσει και να προτείνει τα αναγκαία μέτρα που έπρεπε να ληφθούν για την αντιμετώπιση της ζοφερής εκείνης κατάστασης.
Και ενώ περίμεναν όλοι με ενδιαφέρον τι θα πει ο Χρυσόστομος, εκείνος σηκώθηκε από τη θέση του και τους ζήτησε να τον ακολουθήσουν. Οι παριστάμενοι, χωρίς να γνωρίζουν κάτι, ακολούθησαν τον ιεράρχη σιωπηλοί και απορημένοι. Ο άγιος κατέβηκε στον ιερό ναό της αγίας Φωτεινής και εισήλθε στο ιερό βήμα, ενώ οι υπόλοιποι περίμεναν με ανυπομονησία στον κυρίως ναό. Λίγα λεπτά αργότερα, άνοιξε η Ωραία Πύλη και εμφανίστηκε ο Μητροπολίτης Σμύρνης ενδεδυμένος την αρχιερατική του στολή, απαγγέλλοντας στίχους από την Παλαιά Διαθήκη και προτρέποντας κληρικούς και λαϊκούς σε κοινή δέηση για τη σωτηρία των Χριστιανών της Μικράς Ασίας.
«Ουκ εκλείψει άρχων εκ φυλής Ιούδα ουδέ ηγούμενος εκ των μηρών αυτού. Ελέησον ημάς ο Θεός και σώσον ημάς εκ χειρός Ασσυρίων ίνα γνώσονται πάντα τα έθνη ότι συ βασιλεύς ο Θεός του Ισραήλ».7
Με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπισε ο Χρυσόστομος τους διωγμούς του ελληνορθόδοξου μικρασιατικού λαού το καλοκαίρι του 1914, λίγες μέρες προτού απελαθεί από τη Σμύρνη: «… παρ’ όλα ταύτα ημείς ιλαρώς αναβλέπομεν προς τον Κύριον και επιρρήπτομεν επ’ αυτόν την μέριμναν ημών, καλώς ειδότες ότι ου νυστάζει ουδέ υπνώττει ο φυλάττων τον Ισραήλ και ότι αυτοί συνεποδίσθησαν και έπεσαν, ημείς δε υψώθημεν και ανωρθώθημεν».
Όταν δε ο Νομάρχης Ραχμή μπέης διέταξε τον Αύγουστο του 1914 τη σύλληψη και απομάκρυνσή του από τη Σμύρνη, ο άγιος ζήτησε από το πατριαρχείο να μην παρέμβει, αλλά «να προτιμήση να μ’ αφήση να εκδιωχθώ δια της βίας και της λόγχης και τότε και εγώ θα είμαι ήσυχος διωκόμενος όπου είνε το θέλημα του Θεού».8
Ασφαλώς, όλα αυτά αποκρύπτονται σκόπιμα από αυτούς που κατηγορούν τον Χρυσόστομο ότι δεν είχε ορθόδοξη εκκλησιαστική συνείδηση και ότι το μόνο που τον απασχολούσε ήταν η απελευθέρωση του Μικρασιατικού Ελληνισμού από τον τουρκικό ζυγό και η διάσωσή του στις πατρογονικές του εστίες.9 Ο Χρυσόστομος όσο αγωνιζόταν για την απελευθέρωση της Μικρασιατικής Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό άλλο τόσο επιχειρηματολογούσε για την ανάγκη λύτρωσης των ημετέρων από τη δουλεία των παθών και της αμαρτίας. Για τον λόγο αυτό, ο άγιος ανέφερε πως «η αδιαφορία περί τα ήθη και η επιδοκιμασία πάσης ηθικής παρεκτροπής και αμαρτίας είναι δουλεία ασυγκρίτως υπερτέρα της σωματικής υπό ζυγόν δουλείας, είναι νόσος δηλητηριάζουσα αυτόν τον οργανισμόν και μαραίνουσα αυτήν την ψυχήν του Έθνους».10
Στα ανωτέρω δεν θα πρέπει να λησμονείται πως η αρχιερατική συνείδηση και ευθύνη του Χρυσοστόμου εκδηλώθηκε με τον πιο σαφή τρόπο και στο τέλος της ζωής του. Όταν στον ιεράρχη προσφέρθηκε κατ’ επανάληψη από τον πρόξενο των Ηνωμένων Πολιτειών στη Σμύρνη Τζώρτζ Χόρτον ασφαλής διαφυγή από την ανυπεράσπιστη πρωτεύουσα της Ιωνίας, ο άγιος απαντούσε:
-«Είμαι ποιμένας και οφείλω να μείνω κοντά στο ποίμνιό μου».11
Την ίδια απάντηση έδωσε ο Χρυσόστομος και στον Αρχιεπίσκοπο των Καθολικών, κατά τη συνάντησή τους λίγο πριν την αναχώρηση του τελευταίου από το λιμάνι της Σμύρνης.
-«Οι Τούρκοι Σεβασμιώτατε δεν θα σας συγχωρήσουν ποτέ τας εθνικάς σας ενεργείας. Φοβούμαι ότι θα διακινδυνεύσετε τη ζωή σας αν παραμείνετε στη Σμύρνη. Πρέπει να φύγετε!».
Ατάραχος ο Χρυσόστομος απάντησε:
-«Παράδοσις του ελληνικού κλήρου, αλλά και υποχρέωσις του καλού ποιμένος είνε να παραμείνη με το ποίμνιόν του»,12 απάντηση η οποία καταδεικνύει ότι στη συνείδηση του ιερομάρτυρα κυριαρχούσε και τελικά επικράτησε η εκκλησιαστική συνείδηση, όπως συνέβη σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις των νεομαρτύρων.
Στην προοπτική δε και παράκληση του Λεωνίδα Φιλιππίδη, γραμματέα της ιεράς μητροπόλεως Σμύρνης, να φύγει το συντομότερο δυνατό από την πόλη, ο άγιος είπε: «Εγώ να εγκαταλείψω την Σμύρνην και την Μητρόπολίν μου; Ποτέ. θα με καταδιώκη η σκιά του Ιερού Πολυκάρπου ως άνανδρον και του αγίου Γρηγορίου Ε’ ως ανάξιον διάδοχόν του. Είθε μόνον να ηξιούμην τάχιστα να ενωθώ μετ’ αυτού… Θα μείνω λοιπόν και προσμένω αταράχως ό,τι η θεία Πρόνοια μου επιφυλλάσει»,13 απάντηση αγίου ιεράρχη ο οποίος επιθυμούσε να οδηγηθεί στο μαρτύριο και τον θάνατο, χάριν της θυσιαστικής αγάπης για τον ορθόδοξο λαό της επαρχίας του.
Στο σημείο αυτό δεν θα μπορούσε να μην απαντηθεί και η κατηγορία που προσάπτουν στον Χρυσόστομο ότι οδηγήθηκε δήθεν στο μαρτύριο καταναγκαστικά,14 δηλαδή επειδή δεν κατάφερε να σωθεί, δεδομένου ότι μέχρι και την τελευταία στιγμή εκλιπαρούσε για βοήθεια και σωτηρία, τόσο από την πολιτική ηγεσία της Ελλάδας όσο και από τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων στη Σμύρνη.
Πρόκειται ασφαλώς για πλήρη διαστροφή των ενεργειών του αγίου λίγες ώρες πριν από τη φρικτή τελείωσή του. Ο ιεράρχης εκλιπαρούσε για βοήθεια όχι για να σώσει τη ζωή του, αλλά για να εξασφαλίσει προστασία στους χριστιανούς τόσο της Σμύρνης όσο και της μικρασιατικής ενδοχώρας οι οποίοι είχαν κατακλύσει την πόλη. Συνεπώς, ο Χρυσόστομος δεν μαρτύρησε επειδή δεν κατάφερε να σωθεί, αλλά επειδή συνειδητά θέλησε να μείνει μέχρι τέλους κοντά στο ποίμνιό του. Παρέλκει να αναφερθεί και πάλι ότι εάν ο μητροπολίτης Σμύρνης ήθελε να ζήσει, θα μπορούσε να είχε σωθεί, αφού κατ’ επανάληψη του είχαν εξασφαλίσει ασφαλή διαφυγή.
Για το ίδιο ζήτημα έχει διατυπωθεί και κάτι ακόμα. Λέγεται ότι ο Χρυσόστομος, παρά τις διαβεβαιώσεις που είχε δώσει μετά την κατάρρευσή του μικρασιατικού μετώπου για την παραμονή του στην πόλη εν μέσω των διωκόμενων προσφύγων, τελικά πείσθηκε από τον Αμερικανό πρόξενο Τζώρτζ Χόρτον να επιβιβαστεί σε πολεμικό σκάφος την Παρασκευή 26 Αυγούστου 1922, μία μέρα πριν από την είσοδο του τουρκικού στρατού στη Σμύρνη, ούτως ώστε, εισερχομένων των Τούρκων στην πόλη, να διευκρινίζετο η κατάσταση και να λαμβάνονταν εκ μέρους του ιεράρχη όλα τα περαιτέρω μέτρα για την προστασία του άμαχου πληθυσμού.15
Λέγεται μάλιστα ότι λίγο πριν τη μετάβαση του Χρυσοστόμου στην προκυμαία, προκειμένου να ανέλθει στην ατμάκατο του Άγγλου ναυάρχου που θα τον περίμενε έναντι της Λέσχης των Κυνηγών, ο ιεράρχης συναντήθηκε με τον Στεργιάδη, ο οποίος τον έπεισε να παραμείνει στην πόλη, αναφέροντας ότι αυτό επρόκειτο να πράξει και ο ίδιος. Η συνάντηση των δύο ανδρών έκλεισε με εκατέρωθεν δεσμεύσεις για την οριστική παραμονή τους στην πόλη και την προσπάθεια που θα έπρεπε να καταβάλλει η κάθε πλευρά, Ύπατη Αρμοστεία και Μητρόπολη Σμύρνης, τόσο για την αποτροπή του πανικού που είχε καταλάβει τους πάντες, όσο και για την παραμονή των Ελλήνων ομογενών στις εστίες τους.16
Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν επιβεβαιώθηκε από καμία μέχρι σήμερα μελέτη που αναφέρεται στο μαρτυρικό τέλος του Χρυσοστόμου, ούτε όμως και από αυτόν τον ίδιο τον Τζώρτζ Χόρτον. Στο μνημειώδες έργο του «Η κατάρα της Ασίας», ο Αμερικανός διπλωμάτης παραθέτει τη συνομιλία που είχε με τον μητροπολίτη πριν τη σύλληψή του,17 χωρίς να αναφέρει το παραμικρό για τη δήθεν μεταστροφή του Χρυσοστόμου να επιβιβαστεί σε πολεμικό πλοίο πριν από την είσοδο των Τούρκων στη Σμύρνη. Ασφαλώς, εάν ο Τζώρτζ Χόρτον είχε πείσει τον ιεράρχη να αποχωρήσει από τη Σμύρνη έστω για λίγες μέρες, μέχρι να διαφαίνονταν οι προθέσεις των Τούρκων, θα το έγραφε στη μελέτη του. Αντ’ αυτού, στο τέλος της συνάντησής τους και εμμένοντας ο άγιος στην αμετακίνητη απόφαση για την παραμονή του στην πόλη κοντά στον ελληνορθόδοξο λαό της, ο Αμερικανός Πρόξενος του είπε:
-«Εύχομαι εις τον Θεόν να σας προστατεύση».
Λίγο πριν από το μαρτύριό του ο άγιος είχε γράψει σε ιδιόχειρο σημείωμα τον ψαλμικό στίχο «Κύριος φωτισμός μου και Σωτήρ μου, Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου˙ από τίνος δειλιάσω;» (Ψαλμ. κστ’ 1).19
Υποσημειώσεις.
1. Το αρχείον, τ. Β’, σ. 85
2. Ό. π., σσ’. 98-99
3. Ό. π., σ’. 105
4. Ό. π., σ. 209
5. Ό. π., σ. 255
6. Ό. π., σ. 264
7. Π. Ι. Καψής, «Ο ποιμήν ο καλός {Εις μνήμην του Εθνομάρτυρος Χρυσοστόμου}, βλ. Πατρίς, αριθ. 240/2.9.1922
8. Το αρχείον, τ. Β’, σ. 286
9. Ευθυμίου Τρικαμηνά, ό. π., σσ’. 96-97, 233-234, 325-344
10. Αναγνωστοπούλου – Παλαιολόγου, ό. π., σ. 333
11. Horton, ό. π., σ. 94
12. Λοβέρδος, ό. π., σ. 207
13. Αμάλθεια Σμύρνης, αριθ. 19406/28.6.1923
14. Ευθυμίου Τρικαμηνά, ό. π., σσ’. 77-78, 90-97
15. Εθνικός Κήρυξ, αριθ. φύλ. 1016/13.7.1949, σ. 1
16. Τζανακάρης, ό. π., σσ’. 635-637
17. Horton ό. π., σσ’. 93-94
18. Αγγελομάτη, ό. π., σ. 214
19. Καργάκος, ό. π., σ. 97
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Αγιοκατάτξη του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
