1.Το πρωί λοιπόν, ενώ προχώρησε ο Πέτρος για να μιλήσει, προλαβαίνοντάς τον ο Σίμωνας είπε˙ Χθες φεύγοντας σου υποσχέθηκα επανερχόμενος σήμερα και συζητώντας να σου δείξω, ότι εκείνος που δημιούργησε τον κόσμο δεν είναι ο ανώτερος Θεός, αλλά άλλος, ο οποίος είναι ο μόνος αγαθός και μέχρι τώρα παραμένει άγνωστος. Ισχυρίζεσαι λοιπόν τώρα ότι ο ίδιος ο Δημιουργός είναι και νομοθέτης, ή όχι; Εάν μεν είναι νομοθέτης, είναι δίκαιος, και εφόσον είναι δίκαιος, δεν είναι αγαθός. Εάν δε δεν είναι αγαθός, άλλον κήρυττε ο Ιησούς όταν έλεγε «μη με λες αγαθόν. Διότι ο αγαθός είναι ένας, ο Πατέρας ο ουράνιος».1 Δεν ταιριάζει όμως στον νομοθέτη που είναι δίκαιος να είναι και αγαθός.
Και ο Πέτρος είπε˙ Πες μας πρώτο, σε ποιές πράξεις νομίζεις ότι φαίνεται ο αγαθός και σε ποιές ο δίκαιος ώστε έτσι να κατευθύνουμε τους λόγους μας στον στόχο.
Και ο Σίμωνας είπε˙ Πρώτα πες μας εσύ, τί νομίζεις ότι είναι το αγαθό και τί το δίκαιο.
2. Και ο Πέτρος είπε˙ Για να μη σπαταλώ τον χρόνο προκαλώντας αντιρρητικές συζητήσεις, απαιτώντας δίκαια να απαντάς στις δικές μου προτάσεις, θα δώσω εγώ απαντήσεις στις δικές σου απόψεις τις οποίες ρώτησα και έμαθα. Εγώ λέω ότι αγαθός είναι εκείνος που παρέχει αγαθά, όπως βλέπω να κάνει ο ίδιος ο Δημιουργός, ο οποίος παρέχει τον ήλιο στους αγαθούς και τη βροχή σε δίκαιους και άδικους.2
Και ο Σίμωνας είπε˙ Αυτό είναι πάρα πολύ άδικο, το ότι δηλαδή παρέχει τα ίδια αγαθά σε δίκαιους και άδικους.
Και ο Πέτρος είπε˙ Πες μας λοιπόν εσύ, πώς έπρεπε να ενεργεί για να είναι αγαθός;
Και ο Σίμωνας˙ Εσύ πρέπει να πεις.
Και ο Πέτρος˙ Εγώ θα πω. Εκείνος που παρέχει τα ίδια σε αγαθούς και δίκαιους, καθώς και στους κακούς και άδικους, κατά τη γνώμη σου δεν είναι ούτε δίκαιος, ενώ αν χορηγούσε στους αγαθούς αγαθά και στους κακούς κακά, θα τον έλεγες εύλογα δίκαιο. Ποια πράξη όμως θα έκανε επί πλέον, εάν δεν ακολουθεί αυτό τον δρόμο, παρέχοντας στους μεν κακούς τα πρόσκαιρα, μήπως και αλλάξουν, στους δε αγαθούς τα αιώνια, εάν φυσικά μείνουν σταθεροί; Και έτσι το να παρέχει σε όλους και να χαρίζει σε διαφορετικούς τη δικαιοσύνη του, είναι έτσι προ πάντων αγαθός και μακρόθυμος, εφόσον στους αμαρτωλούς που μετανοούν συγχωρεί τα αμαρτήματά τους, και εάν κάνουν αγαθοεργίες τους υπόσχεται και αιώνια ζωή. Κρίνοντας δε στο τέλος και απονέμοντας στον καθένα ό,τι του αξίζει, είναι δίκαιος. Εάν λοιπόν αυτά είναι ορθά, ομολόγησέ τα, εάν όμως νομίζεις ότι δεν είναι σωστά, απόδειξέ το.
1.Όρθρου δε, προελθόντος του Πέτρου εις το διαλεχθήναι, ο Σίμων προλαβών έφη˙ Εχθές απαλλασσόμενος εις την σήμερον υπεσχόμην σοι επανελθών και συζητήσας δείξαι, ότι ουκ έστιν ο τον κόσμον δημιουργήσας ανώτατος Θεός, άλλ’ έτερος, ος και μόνος αγαθός ων και μέχρι του δεύρο άγνωστός εστίν. Αυτίκα γουν τον Δημιουργόν αυτόν και νομοθέτην φης είναι ή ου; Ει μεν ουν νομοθέτης εστίν, έτερον εκήρυσσεν ο Ιησούς τω λέγειν˙ «μη με λέγε αγαθόν. Ο γαρ αγαθός εις εστίν, ο Πατήρ εν τοις ουρανοίς». Ου συμφωνεί δε τω νομοθέτη δικαίω όντι και αγαθώ.
Και ο Πέτρος έφη˙ Πρώτον ημίν ειπέ, επί ποίαις πράξεσι δοκεί σοι ο αγαθός είναι, επί ποίαις δε και ο δίκαιος, ίνα ούτω κατά σκοπού τους λόγους πέμπωμεν.
Και ο Σίμων˙ Συ πρώτον ειπέ, τί σοι δοκεί το αγαθόν ή και το δίκαιον.
2. Και ο Πέτρος˙ Ίνα μη εριστικώτερον διαλεγόμενος δαπανώ τους χρόνους, απαιτών δικαίως των εμών προτάσεών σε τας αποκρίσεις ποιείσθαι, ως σοι δοκεί αυτός ων επυθόμην ποιήσομαι τας αποκρίσεις. Εγώ φημί αγαθόν είναι τον παρεκτικόν εκείνον εν τοιούτοις, οίον ως αυτόν ορώ ποιούντα τον Δημιουργόν, παρέχοντα τον ήλιον αγαθοίς και τον υετόν δικαίοις και αδίκοις.
Και ο Σίμων έφη˙ Τούτο αδικώτατον, ότι τα αυτά δικαίοις και αδίκοις παρέχει.
Και ο Πέτρος˙ Συ ουν ημίν του λοιπού λέγε, πώς ποιών αγαθός αν ην.
Και ο Σίμων˙ Σε δει λέγειν.
Και ο Πέτρος˙ Εγώ λέξω. Ο με τα αυτά παρέχων αγαθοίς και δικαίοις, έτι τε κακοίς και αδίκοις, κατά σε ουδέ δίκαιός εστίν, και ει αγαθοίς αγαθά παρείχεν, κακοίς τε κακά, δίκαιον αν αυτόν ευλόγως έλεγες. Ποία ουν έτι πράξει χρώμενος αν ην, ει μη ταύτη χρήται οδώ, κακοίς μεν παρέχων τα πρόσκαιρα, εάν άρα μεταβάλλωνται, αγαθοίς δε αιώνια, εάν γε εμμείνωσιν; Και ούτω τω μεν πάσι παρέχειν, διαφόροις δε χαρίζεσθαι το δίκαιον αυτού αγαθόν εστίν, και μακρόθυμον ταύτη μάλλον, ει αμαρτωλοίς μεν μετανοούσι χαρίζεται τα αμαρτήματα, ευ πράξασι δε και ζωήν αιώνιον υπογράφει. Κρίνων δε εις τέλος, και το κατ’ αξίαν απονέμων εκάστω δίκαιός εστίν. Ει μεν ουν ταύτα ορθώς ούτως έχει, ομολόγησον, ει δε ου δοκεί σοι ορθώς έχειν, διέλεγξον.
Υποσημειώσεις.
1. Ματθ. 19, 17
2. Πρβλ. Ματθ. 5, 45
***
3. Και ο Σίμωνας είπε˙ Το είπα μια και καλή˙ κάθε νομοθέτης, επειδή αποβλέπει στο δίκαιο, είναι δίκαιος.
Και ο Πέτρος˙ Εάν του αγαθού γνώρισμα είναι να μη θεσπίζει νόμο, και του δικαίου το να νομοθετεί, και έτσι πάλι ο Δημιουργός είναι αγαθός και δίκαιος. Αγαθός είναι διότι από τα χρόνια του Αδάμ μέχρι του Μωυσή δεν φαίνεται να έχει θεσπίσει γραπτό νόμο, ενώ από τα χρόνια του Μωυσή μέχρι τώρα, όπως έχει γραφεί, είναι και δίκαιος.
Και ο Σίμωνας˙ Απόδειξε από τις μαρτυρίες του Δασκάλου σου, ότι στον ίδιο ανήκει το να είναι αγαθός και δίκαιος. Διότι σε μένα φαίνεται αδύνατο, ο νομοθέτης που είναι αγαθός, ο ίδιος να είναι και δίκαιος.
Και ο Πέτρος˙ Ότι το ίδιο το αγαθό είναι και δίκαιο, άκουσε αυτό καλά. Ο ίδιος ο Δάσκαλός μας στον Φαρισαίο που τον ρώτησε, «τί να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή».1 πρώτα είπε, «μη με λες αγαθόν˙ γιατί ο αγαθός είναι ένας, ο Πατέρας ο ουράνιος»˙ και αμέσως πρόσθεσε λέγοντας˙ «εάν όμως θελήσεις να μπεις στη ζωή, τήρησε τις εντολές».2 Και όταν εκείνος ρώτησε˙ Ποιές; Τον παρέπεμψε στις εντολές του Νόμου. Εάν όμως εννοούσε άλλον αγαθόν, δεν θα τον παρέπεμπε στις εντολές του δικαίου. Ότι βέβαια το δίκαιο είναι άλλο και το αγαθό άλλο, και εγώ το ομολογώ, αλλά αγνοείς ότι ο ίδιος είναι αγαθός και δίκαιος. Αγαθός δηλαδή είναι επειδή τώρα δείχνει μακροθυμία και δέχεται εκείνους που μετανοούν, ενώ δίκαιος είναι επειδή κρίνοντας απονέμει στον καθένα ό,τι του αξίζει.
4. Και ο Σίμωνας είπε˙ Τότε γιατί, εφόσον ο Δημιουργός ήταν γνωστός και έπλασε τον Αδάμ, και ήταν γνωστός και στους σύμφωνα με τον Νόμο δίκαιους, και επί πλέον και σε δίκαιους και άδικους και σ’ όλο τον κόσμο, γιατί ο Δάσκαλός σου, που ήρθε ύστερα από όλους αυτούς, λέει, «κανένας δεν γνωρίζει τον Πατέρα, παρά μόνο ο Υιός, όπως και τον Υιό κανένας δεν τον γνωρίζει, παρά μόνο ο Πατέρας και εκείνοι στους οποίους θέλει ο Υιός να τον αποκαλύψει;» Αυτά βέβαια δεν θα τα έλεγε, εάν δεν κήρυττε κάποιον Πατέρα που είναι άγνωστος, τον οποίο ο Νόμος τον ονομάζει Ύψιστο, από τον οποίο δεν ακούστηκε ούτε αγαθή ούτε κακή φωνή (όπως το μαρτυρεί στους θρήνους και ο Ιερεμίας),3 ο οποίος σύμφωνα με τον αριθμό των Ισραηλιτών, που μπήκαν στην Αίγυπτο και που είναι εβδομήντα, στον Υιό του, που λέγεται και Κύριος και διακόσμησε τον ουρανό και τη γη, έδωσε ως μερίδιο τους Εβραίους και τον όρισε να είναι Θεός των θεών, και λέγοντας θεούς εννοώ εκείνους που πήραν τα άλλα μερίδια των εθνών.
Νόμοι λοιπόν θεσπίστηκαν και από όλους τους ονομασθέντες θεούς στα μερίδιά τους, που είναι τα υπόλοιπα άλλα έθνη. Κατά τον ίδιο τρόπο από τον Υιό του Κυρίου των όλων προήλθε ο Νόμος που υπάρχει στους Εβραίους. Και αυτό ορίστηκε να είναι έτσι, ώστε, εάν κάποιος προσφύγει στον νόμο κάποιου, να ανήκει στο μερίδιο εκείνου, του οποίου δέχθηκε να εφαρμόζει τον νόμο. Κανένας δεν γνωρίζει τον Ύψιστο Πατέρα ο οποίος είναι απόρρητος, όπως δεν γνωρίζει και τον Υιό του, ότι είναι Υιός του. Αποδίδοντας λοιπόν εσύ τώρα τα γνωρίσματα του απορρήτου Υψίστου στον Υιό, δεν γνωρίζεις ότι είναι Υιός, όντας Πατέρας του Ιησού, που από σας λέγεται Χριστός.
3. Και ο Σίμων έφη˙ Άπαξ έφην˙ πας νομοθέτης, εις το δίκαιον αφορών, δίκαιός εστίν.
Και ο Πέτρος˙ Ει αγαθοί εστί μη θείναι νόμον, δικαίου δε το θείσθαι, και ούτως ο Δημιουργός αγαθός εστί και δίκαιος˙ αγαθός μεν, ότι από των χρόνων Αδάμ μέχρι Μωϋσέως εγγράφως ου φαίνεται τεθεικώς τον νόμον˙ από δε Μωϋσέως εις τους δεύρο χρόνους, ως γέγραπται, και δίκαιός εστίν.
Και ο Σίμων˙ Από των του Διδασκάλου σου φωνών δείξον, ότι του αυτού εστίν, αγαθόν είναι και δίκαιον. Εμοί γαρ αδύνατον φαίνεται, τον νομοθέτην αγαθόν όντα τον αυτόν και δίκαιον είναι.
Και ο Πέτρος˙ Ότι το αγαθόν αυτό και δίκαιόν εστίν, επάκουσον. Αυτός ο Διδάσκαλος ημών τω ειπόντι Φαρισαίω, «τί ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;», πρώτον έφη˙ «μη με λέγε αγαθόν˙ ο γαρ εις εστίν, ο Πατήρ ο εν τοις ουρανοίς»˙ ευθύς επάξας λέγει˙ «ει δε θελήσεις εις την ζωήν εισελθείν, τήρησον τας εντολάς». Του δε ειπόντος, Ποίας; Επί τα του νόμου παρέπεμψεν. Ουκ αν δε έτερόν τινά αγαθόν σημαίνων επί τας του δικαίου ανέπεμπεν εντολάς. Ότι δε το δίκαιον άλλο εστίν, και το αγαθόν έτερον, και αυτός ομολογώ, άλλ’ ότι του αυτού εστί το αγαθόν είναι και δίκαιον αγνοείς. Αγαθός γαρ έστι μετανοούσι μεν νυν μακροθυμών και υποδεχόμενος αυτούς, δίκαιος δε εστίν, όταν κρίνων τα κατ’ αξίαν εκάστω απονέμη.
4. Και ο Σίμων έφη˙ Πώς ουν εγνωσμένου τω Δημιουργού, του και τον Αδάμ πλάσαντος, και τοις κατά νόμον δικαίους εγνωσμένου, προσέτι δε δικαίοις και αδίκοις και όλω τω κόσμω, ο Διδάσκαλός σου μετά πάντας εκείνους εληλυθώς λέγει, «ουδείς έγνω τον Πατέρα, ει μη ο Υιός, ως ουδέ τον Υιόν τις οίδεν, ει μη ο Πατήρ και οις αν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι;» Ταύτα δε ουκ αν έλεγεν, ει μη Πατέρα τινά εν απορρήτοις όντα ανήγγειλεν, ον και Ύψιστον ο νόμος λέγει, αφ’ ου ούτε αγαθή ούτε κακή ηκούσθη φωνή (ως εν τοις Θρήνοις και Ιερεμίας μαρτυρεί), όστις καταριθμών των υιών Ισραήλ, οί εισήλθον εις Αίγυπτον, οί εισίν εβδομήκοντα, και προς τα όρια των εθνών περιγράψας γλώσσαις εβδομήκοντα, τω αυτού Υιώ τω και Κυρίω λεγομένω, και ουρανόν και γην διακοσμήσαντι, τους Εβραίους έδωκε μερίδα, και αυτόν Θεόν εθνών είναι διώρισεν, θεών δε λέγω, οίτινες τας άλλας των εθνών ειλήφασι μερίδας. Νόμοι ουν προήλθον από τε πάντων των λεχθέντων θεών ταις αυτών μέρισιν, άτινά εστί τα λοιπά άλλα έθνη.
Ομοίως δε και από του Υιού των πάντων Κυρίου ο παρά Εβραίους κείμενος προήλθε νόμος. Τούτο δε ούτως έχειν ωρίσθη, ίνα, εις τις νόμω τινός προσφύγη, από της εκείνου γένηται μερίδος, ου δη και τον νόμον πράττειν ανεδέξατο. Ουδείς έγνω τον εν απορρήτοις ύψιστον Πατέρα όντα, ως ουδέ τον τούτου Υιόν, ότι Υιός εστίν. Αυτίκα γουν συ τα του απορρήτου Υψίστου ίδια διδούς τω Υιώ, ουκ οίδας ότι Υιός εστίν, Πατήρ υπάρχων του Ιησού του καθ’ υμάς λεγομένου Χριστού.
Υποσημειώσεις.
1. Λουκά 18, 18
2. Λουκά 19, 17
3. Θρήνοι 3, 38.
***
5. Αφού ο Σίμωνας είπε αυτά, ο Πέτρος είπε σ’ αυτόν˙ Μπορείς να ομολογήσεις δημοσίως αυτόν ακριβώς, ότι έτσι πιστεύεις, όχι αυτόν που τώρα λες ότι είναι απόρρητος, αλλά αυτόν που εσύ, ενώ τον πιστεύεις, δεν τον ομολογείς; Άλλ’ όμως φλυαρείς λέγοντας άλλα αντ’ άλλων. Γι’ αυτό, εάν ομολογήσεις, ότι αυτά που λες αυτά πιστεύεις, θα σου απαντήσω. Εάν όμως στήθηκες συζητώντας μαζί μου αυτά που δεν πιστεύεις, με αναγκάζεις να χτυπώ στο κενό.
Και ο Σίμωνας είπε˙ Από κάποιον μαθητή σου άκουσα ότι αυτά έτσι έχουν καθοριστεί.
Και ο Πέτρος είπε˙ Μη ψευδομαρτυρείς.
Και ο Σίμωνας είπε˙ Μη με βρίζεις, θρασύτατε.
Και ο Πέτρος˙ Μέχρι να μου αποκαλύψεις αυτόν που το είπε, είσαι ψεύτης.
Και ο Σίμωνας˙ Υπόθεσε ότι τα έπλασα εγώ αυτά, ή ότι τα άκουσα από άλλον˙ απάντησέ μου σ’ αυτά. Διότι, αν δεν καταστεί δυνατόν να ανατραπούν, θα μάθω ότι αυτό είναι η αλήθεια.
Και ο Πέτρος˙ Εάν είναι ανθρώπινη επινόηση, δεν απαντώ σ’ αυτό˙ εάν όμως από υποψία εμμένεις σ’ αυτό, ότι δήθεν είναι αληθινό, ομολόγησέ μου το αυτό, και τότε έχω κι εγώ κάτι γι’ αυτό να σου πω.
Και ο Σίμων˙ Γενικά νομίζω ότι αυτό έτσι είναι. Εάν εσύ έχεις κάτι να πεις γι’ αυτά, απάντησε.
6. Και ο Πέτρος είπε˙ Αν αυτό είναι έτσι, τότε ασεβείς πάρα πολύ. Διότι εάν είναι έργο του Υιού, ο οποίος διακόσμησε τον ουρανό και τη γη, το να αποκαλύπτει σ’ όποιον θέλει τον απερίγραπτο Πατέρα του, εσύ, όπως είπα, ασεβείς πάρα πολύ αποκαλύπτοντάς τον σ’ αυτούς που εκείνος δεν τον φανέρωσε.
Και ο Σίμωνας˙ Όμως αυτός θέλει να τον αποκαλύπτω.
Και ο Πέτρος˙ Δεν καταλαβαίνεις αυτά που λέω, Σίμωνα. Άκουσε λοιπόν να καταλάβεις. Λέγοντας, «Σε όποιους θέλει ο Υιός θα το αποκαλύψει», δεν εννοεί ότι κάποιος θα το μάθει αυτό με διδασκαλία, αλλά μόνο με αποκάλυψη. Αποκάλυψη είναι αυτό που βρίσκεται καλυμμένο σε όλες τις καρδιές των ανθρώπων, και αποκαλύπτεται χωρίς φωνή με τη δική του θέληση. Και έτσι συμβαίνει νε το γνωρίσει, χωρίς να το διδαχθεί, αλλά κατανοώντας το. Σ’ εκείνον λοιπόν που το κατάλαβε δεν είναι δυνατόν να το αποδείξει αυτό σε άλλον, διότι ούτε ο ίδιος είναι ο Υιός, εκτός εάν λέει τον εαυτό του ότι είναι ο Υιός. Συ όμως δεν είσαι ο εστώς Υιός. Διότι, εάν ήσουν Υιός, θα γνώριζες οπωσδήποτε αυτούς που είναι άξιοι αυτής της αποκαλύψεως. Εσύ όμως δεν γνωρίζεις. Διότι, αν γνώριζες, θα έκανες αυτά που κάνουν όσοι γνωρίζουν.
7. Και ο Σίμωνας είπε˙ Ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω τι εννοείς λέγοντας ότι θα έκανες αυτά που κάνουν όσοι γνωρίζουν.
Και ο Πέτρος˙ Εάν δεν κατάλαβες, ούτε τη σκέψη του καθενός να γνωρίσεις μπορείς, και εάν αγνοείς, ούτε γνωρίζεις καλά εκείνου που είναι άξιοι της αποκαλύψεως, και δεν είσαι Υιός, γιατί ο Υιός γνωρίζει˙ γι’ αυτό σε όποιους θέλει, επειδή είναι άξιοι, τον αποκαλύπτει.
Και ο Σίμων είπε˙ Μην απατάσαι˙ γνωρίζω τους άξιους, αλλά δεν είμαι Υιός. Αυτό όμως το, «σε όποιους θέλει τον αποκαλύπτει», τί ακριβώς σημαίνει, δεν το καταλαβαίνω όπως το λες˙ το «δεν καταλαβαίνω», δεν το είπα επειδή δεν καταλαβαίνω, αλλά επειδή καταλαβαίνω ότι οι παρόντες δεν το κατάλαβαν, για να το πεις πιο καθαρά, ώστε να καταλάβουν για ποια πράγματα κάνουμε και τη συζήτηση.
Και ο Πέτρος˙ Εγώ δεν μπορώ να το πω αυτό πιο καθαρά˙ πες το εσύ που το κατάλαβες.
Και ο Σίμωνας˙ Εγώ δεν έχω ανάγκη να πω τα δικά σου.
Και ο Πέτρος˙ Μου φαίνεται, Σίμωνα, ότι δεν το καταλαβαίνεις αυτό, και δεν θέλεις να το ομολογήσεις, για να μην αποδειχθεί ότι βρίσκεσαι σε άγνοια και κατηγορηθείς ότι συ δεν είσαι ο εστώς Υιός. Γιατί αυτό υπαινίσσεσαι, αν και δεν θέλεις να το πεις καθαρά˙ ώστε εγώ μεν, από αυτά που υπαινίσσεσαι, γνωρίζω τις σκέψεις σου, επειδή είμαι μαθητής του αληθινού προφήτη, όχι προφήτης. Ενώ εσύ, αν και δεν καταλαβαίνεις ούτε αυτά που λέγονται με σαφήνεια, θέλεις να ονομάσεις τον εαυτό σου Υιόν, αντικρούοντας εμάς.
Και ο Σίμωνας˙ Θα σου αφαιρέσω κάθε δικαιολογία˙ ομολογώ ότι δεν κατάλαβα τι ακριβώς είναι αυτό, που το αποκαλύπτει ο Υιός σε όποιους θέλει. Πες το λοιπόν αυτό πιο καθαρά.
5. Ταύτα του Σίμωνος ειπόντος ο Πέτρος έφη προς αυτόν˙ Δύνασαι αυτόν εκείνον διαμαρτύρασθαι, ότι ούτω πιστεύεις, ουχ ον νυν εν απορρήτοις λέγεις, άλλ’ ον συ πιστεύων ουχ ομολογείς; Αλλά γαρ αντ’ άλλων ορίζων φλυαρείς. Διο, εάν διαμαρτύρη ότι, α λαλείς, ταύτα πιστεύεις, αποκρίνομαί σοι. ει δε έστηκας συζητών εμοί α μη πιστεύεις, κατά κενού με πταίειν αναγκάζεις.
Και ο Σίμων έφη˙ Παρά τινός των σων μαθητών ακήκοα ταύτα ούτως ορισθήναι.
Και ο Πέτρος έφη˙ Μη ψευδομαρτύρει.
Και ο Σίμων έφη˙ Μη με λοιδόρει, προπετέστατε.
Και ο Πέτρος˙ Μέχρις αν είπης τον ειπόντα, ψεύστης ει.
Και ο Σίμων˙ Νόμιζε εμέ ταύτα πλάσαι ή και παρά άλλου με ακηκοέναι˙ προς ταύτά μοι απόκριναι. Εάν γαρ ανατραπήναι μη δυνηθή, έμαθον τούτο είναι η αλήθειαν.
Και ο Πέτρος˙ Ει ανθρώπινόν εστί πλάσμα, ουκ αποκρίνομαι εις αυτό, ει δε υπονοία αυτού κεκράτησαι ως αληθούς, τούτο αυτό μοι ομολόγησον, και έχω τι και αυτός περί τούτου λέγειν.
Και ο Σίμων˙ Άπαξ μοι δοκεί τούτο ούτως έχειν. Συ προς ταύτα ει έχεις τί λέγειν, απόκριναι.
6. Και ο Πέτρος έφη˙ Ει τούτο ούτως έχει, τα μέγιστα ασεβείς. Ει γαρ Υιού εστί, του ουρανόν και γην διακοσμήσαντος, το ω βούλεται αποκαλύπτειν τον εν απορρήτοις αυτού Πατέρα, συ μέγιστα, ως έφην, ασεβείς αποκαλύπτων οις εκείνος ουκ απεκάλυψεν.
Και ο Σίμων˙ Αλλά αυτό με βούλεται αποκαλύπτειν.
Και ο Πέτρος˙ Ου νοείς α λέγω, Σίμων. Πλην ακούσας σύνες. Τω ειπείν, «οις αν βούλεται ο Υιός αποκαλύψει», ου διδασκαλία τινά τοιούτον μαθείν λέγει, αλλά αποκαλύψει μόνον. Αποκάλυψίς εστί το εν πάσαις καρδίαις ανθρώπων απορρήτως κείμενον κεκαλυμμένον, άνευ φωνής τη αυτού βουλή αποκαλυπτόμενον. Και ούτω γίνεται γνώναι, ου διδαχθέντα, αλά συνέντα. Τω μέντοι συνιέντι ουκ έξεστιν, άλλω τούτο αποδείξαι, επεί μηδ’ αυτός εδιδάχθη, ούτε αποκαλύψαι δύναται, επεί μη αυτός εστίν ο Υιός, εκτός ει μη εαυτόν λέγει είναι τον Υιόν. Συ δε ουκ ει ο εστώς υιός. Ει γαρ υιός ης, πάντως αν ήδης της τοιαύτης αποκαλύψεως τους αξίους. Συ δε ουκ οίδας. Ει γαρ ηπίστασο, τα των επισταμένων αν εποίεις.
7. Και ο Σίμων έφη˙ Ομολογώ, ου συνήκα πως λέγεις, τα των επισταμένων αν εποίεις.
Και ο Πέτρος˙ Ει ου συνήκας, ουδέ τον εκάστου νουν ειδέναι δύνη, και ει αγνοείς, ουδέ τον τους αξίους της αποκαλύψεως επίστασαι, ουκ ει υιός˙ ο δε Υιός οίδεν˙ διο, οις βούλεται ως αξίοις ούσιν, αποκαλύπτει.
Και ο Σίμων έφη˙ Μη απατώ, οίδα τους αξίους, και υιός ουκ ειμί. Τούτο μέντοι, τι ποτ’ εστίν, οις βούλεται αποκαλύπτει, ου συνήκα ως λέγεις˙ το δε μη συνιέναι ουχ ως μη ειδώς είπον, άλλ’ ως ειδώς ότι οι παρεστώτες ου συνήκαν, ίνα αυτό σαφέστερον είπης, όπως νοήσωσιν ων ένεκεν και την ζήτησιν ποιούμεθα.
Και ο Πέτρος˙ Εγώ σαφέστερον αυτό ειπείν ου δύναμαι, συ αυτός ως νοήσας φράσον.
Και ο Σίμων˙ Εγώ τα σα ουκ ανάγκην έχω λέγειν.
Και ο Πέτρος˙ Φαίνη μοι, Σίμων, μη συνιείς αυτό, και ομολογείν μη θέλων, ίνα μη εν αγνοία φωραθείς ελεγθής μη ων συ ο εστώς υιός. Τούτο γαρ αινίσση, καν σαφώς αυτό ειπείν μη θέλεις˙ ώστε εγώ μεν τας σας βουλάς εξ ων αινίσση επίσταμαι, προφήτου αληθούς μαθητής ων, ου προφήτης, συ δε και τα σαφώς λεγόμενα μη συνιών, υιόν εαυτόν ειπείν θέλεις, ανθιστών ημίν.
Και ο Σίμων˙ Αρώ σου πάσαν πρόφασιν˙ ομολογώ, αυτό ου συνήκα, τί ποτ’ εστίν, «και οις αν βούληται ο Υιός αποκαλύπτει». Λέγε τοίνυν αυτό σαφέστερον.
Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.
Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994
Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Εκ “των Πέτρου επιδημιών κηρυγμάτων επιτομή”: (Εισαγωγή).
