Μαρτυρίες διαφόρων προσώπων για τον παπά -Φώτη τον Λαυριώτη (Μέρος 8ον) – π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου.

Μια Μεγάλη Παρασκευή ο παπά –Φώτης περνούσε από την Παναγούδα και είδε κάποιον με την οικογένειά του να τρώνε μπριζολάκια σε μια ταβέρνα. Τους πλησίασε και τους έκανε παρατήρηση για το αιδέσιμον της ημέρας. Εκείνοι τον αποπήραν και τον κορόιδεσαν. Κουβέντα στην κουβέντα ο παπά –Φώτης πέταξε τα φαγιά μαζί με το τραπεζομάντηλο, οπότε ο ενοχλημένος οικογενειάρχης σηκώθηκε και τον πλάκωσε στο ξύλο. Ο παπά –Φώτης υπέμεινε το ξύλο αγογγύστως. Φεύγοντας ο παπά –Φώτης του είπε: «Εγώ το ξύλο το ‘φαγα, αλλά συ δεν πιστεύω να ξαναφάς μπριζόλες Μεγάλη Παρασκευή».

Μια άλλη Μεγάλη Πέμπτη βράδυ στον Ταξιάρχη στο Καγιάνι βγήκε στην Ωραία Πύλη ο παπά –Φώτης, κοντός με το κοντό παλιόρασό του, ακάλτσωτος, με τεράστια παλιοπάπουτσα, φορώντας ωστόσο το πετραχήλι του και το κουκούλι του, πανώριος σαν τον Ταξιάρχη μας φαινόταν, και μίλησε κλαίγοντας σχεδόν για ένα καϋμενούλη κοντούτσικον Αντίχριστο που είχε φανεί εκείνες τις ημέρες και είχε γράψει ένα βλάσφημο βιβλίο για τον Χριστό μας. Βλέπετε, ο παπά –Φώτης εκτός από αέρινος ήταν και βαθύς εραστής της φιλοκαλίας, γλυκύς στον καρπό αλλά τραχύς στο περίβλημα.

Κάποτε καθόταν απέναντι από έναν επίσκοπο στο τραπέζι μιας βάπτισης. Πήρε ένα πλαστικό πιάτο μιας χρήσης και το έβαλε στο στήθος του. Του λέει ο δεσπότης: «Τί είναι αυτό που κάνεις παπά –Φώτη;». Εκείνος δείχνοντάς του το εγκόλπιο του λέει: «Εσύ γιατί έχεις;» (ενν. το εγκόλπιο).

Διηγείται κάποιος ότι τον παπά –Φώτη τον γνώριζε από μικρό παιδί. «Τον συναντούσα μια δυο φορές το χρόνο τυχαία. Πάντα ξεκίναγε από το Πλωμάρι με τα πόδια για τα Πάμφιλα, απόσταση περίπου 50 χιλιομέτρων. Αν βρισκόταν κανένας χριστιανός τον μάζευε στο δρόμο. Ο παπά –Φώτης έχει γυρίσει με τα πόδια τον μισό κόσμο. Απ’ Αθήνα έχει πάει στο Άργος. Πριν καμιά εικοσαριά περίπου χρόνια είχε πέσει πολύ χιόνι. Ο ιερέας που λειτουργούσε σ’ ένα ξωκκλήσι στον Υμηττό μια φορά τη βδομάδα, άλλος – με την καλή έννοια – τρελός, ο παπά –Βαγγέλης Βουλγαράκης από την Ικαρία, δεν μπορούσε να πάει. Σαν το μάθε ο παπά –Φώτης πήγε μόνος του κι ας μην μπορούσαν να ανέβουν ούτε τα γκρέιντερ».

Μας αφηγείται ο Ευστράτιος Πετρέλλης από τον Τρίγωνα ότι ο παπά –Φώτης ως λειτουργός δεν έδωσε ποτέ δικαίωμα για σχόλια. Αλλά και ως μοναχός που ήταν και μάλιστα μέσα στον κόσμο κανείς δεν τον κατηγόρησε για τίποτα, ούτε για ηθικά ούτε για τίποτα άλλο. Ήταν πτωχός εργάτης της Εκκλησίας με μεγάλη κοινωνική και φιλανθρωπική δράση. Ιδιαιτέρως ήταν ο πατέρας των ορφανών, των καταφρονημένων. Όλους τους βοηθούσε. Μάλιστα σπούδασε και δύο νέα παιδιά από τη Μπετζαχούρ της Βηθλεέμ στο Πανεπιστήμιο της Ελλάδας. Το κύριο μέλημά του ήταν να φροντίζει τους φτωχούς και τους ενδεείς. Είχε τον τρόπο του να εξασφαλίσει τα αναγκαία για όλους τους έχοντας ανάγκην.

Κάποτε ο παπά –Δημήτρης Αφαλωνιάτης, ο διάδοχος του παπά –Φώτη στο χωριό Τρίγωνας πήρε ένα κανδήλι ασημένιο από το μικρό εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων και το κρέμασε στο μεγάλο ναό του αγ. Αντωνίου. Κάθε φορά που επισκεπτόταν το χωριό ο παπά –Φώτης έβλεπε να λείπει το κανδήλι από το ναό των αγίων Αποστόλων και έλεγε στον παπά –Δημήτρη: «Παπά –Δημήτρη αυτό το κανδήλι να το βάλ’ς στη θέση του δεν ανήκει εδώ. Είναι των αγίων Αποστόλων». Τέτοια ήταν η τυπικότητά του για τα πράγματα του κάθε ναού. Κάθε πράγμα που έπαιρνε για κάποιο ναό το ονομάτιζε και δεν επέτρεπε να μεταφερθεί σε άλλο ναό.

Ο παπά –Δημήτρης Αφαλωνιάτης, εφημέριος του Ι. Ν. Αγ. Αντωνίου Τρίγωνος Μυτιλήνης μας διηγήθηκε ότι κάποτε ο παπά –Φώτης φιλοξενήθηκε στο σπίτι του. Το πρωί όταν σηκώθηκαν είδαν το σπίτι τους γεμάτο καρυδόφλουδα. Ήταν το σπίτι του σαν χιονισμένο τοπίο. Όταν του είπαν: «Τί έγινε παπά –Φώτη εδώ πέρα;» ο ίδιος απήντησε ήρεμος και ατάραχος: «Είχα γεμάτες τις τσέπες μου με καρύδες!».

Κάποτε του πρόσφεραν να φάει κεράσια. Ο παπά –Φώτης τα έτρωγε με τα κουκούτσια. Τότε του είπαν: «Παπά –Φώτη τρως και τα κουκούτσια;». Κι ο παπά –Φώτης απήντησε: «Κι αυτά τόπο πιάνουν!».

Ήταν ολιγαρκής ιδιαιτέρως στα φαγητά. Συνέβαινε πολλοί άνθρωποι να του κάνουν τραπέζι. Συνήθως τα εδέσματα ήταν πολλά και διάφορα. Ο παπά –Φώτης ποτέ δεν μπέρδευε τα φαγητά. Έτρωγε κάτι από ένα είδος. Ήταν κι αυτό μέρος της μοναχικής ασκητικής του. Τις χαρτοπετσέτες που του έβαζαν στα τραπέζια τις θεωρούσε σπατάλες. Άλλοτε τις μάζευε για να τις χρησιμοποιήσει για το τραπέζι της γιορτής του.

Στο ναό του Τρίγωνα όταν πλησίαζε η Μεγάλη Εβδομάδα ήθελε τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής να τα ψάλλουν τα παιδιά του χωριού. Για τον λόγο αυτό και τα μάζευε όλα τα παιδιά από μέρες πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα και τα έβαζε να κάνουν πρόβες. Συνήθως τα παιδιά ήταν ανήσυχα. Τότε ο παπά –Φώτης τα χτυπούσε για να παραμένουν ήσυχα και να μαθαίνουν τα Εγκώμια. Κι αυτό το έκανε γιατί ήθελε να λέγονται όλα τα εγκώμια και να μην τα λένε αποσπασματικά. Ο δε ρυθμός που ήθελε ήταν ο σύντομος. Μέχρι σήμερα στον Τρίγωνα τα εγκώμια τα ψάλλουν αυτά τα παιδιά. Τελευταίως τα εγκώμια τα λένε οι κοπέλες μαζί με τους άνδρες.

Ο παπά –Δημήτρης Καρβούνης μας ανέφερε ότι ήταν τόσο αυστηρός τηρητής της νηστείας που την εορτή του Ευαγγελισμού κάποτε του έκαναν το τραπέζι αλλά δεν κατέλυσε ψάρι. Έλεγε ότι η ημέρα αυτή είναι ημέρα αυστηράς νηστείας. «Φυσικά δεν άφησε κι εμάς να καταλύσουμε το ψάρι», μας ανέφερε ο παπά –Δημήτρης. Κάποια άλλη φορά που τον προσκάλεσαν σ’ ένα σπίτι ημέρα νηστείας και είχαν αρτύσιμο φαγητό, συγκεκριμένα κρέας, ο παπά –Φώτης πήρε την κατσαρόλα και την πέταξε στην αυλή, (ενν. μαζί με το περιεχόμενό της), για να τους διδάξει την αξία της νηστείας!

Κάποτε ο παπά –Φώτης κλήθηκε να πάει να μεταλάβει μια γριά ενορίτισσά του ασθενούσα και κατάκοιτη. Ο παπά –Φώτης λειτούργησε και πήγε να την κοινωνήσει στο σπίτι της. Όμως η γριά από απροσεξία του έριξε την θεία Κοινωνία πάνω σε μουσαμάδες και η ακαθαρσία ουκ ολίγη. Τότε ο παπά –Φώτης έσκυψε και έγλειψε κυριολεκτικά την Θεία Κοινωνία από τις βρωμιές. Στο τέλος φανερά ταραγμένος από το απρόσμενο γεγονός χτύπησε τη γριά, για να θυμάται την αμαρτία της!

Πάντα μα πάντα έκανε το μπάνιο, χειμώνα καλοκαίρι βράδυ μέσα σε ένα βαρέλι κρύο νερό. Αυτό το θέαμα το έβλεπαν όσοι περνούσαν από το προαύλιο του ναού. Άλλες πάλι φορές πήγαινε σε ποταμάκια ή στη θάλασσα κι έκανε το μπάνιο του.

Κατά την ημέρα των Θεοφανείων ο παπά –Φώτης συνήθιζε να ρίχνει το σταυρό στο ποτάμι με το όνομα «Τα δύο γιοφύρια» έξω από τον Τρίγωνα. Τότε πείραζε τα νέα παιδιά να πηδήξουν μέσα στα νερά να πιάσουν το σταυρό. Ο παπά –Φώτης όμως είχε δεμένο το σταυρό με ένα σχοινί. Το τι γινόταν δεν περιγράφεται. Χαιρόταν να πετάει το σταυρό, να πέφτουν τα παιδιά μέσα κι εκείνος να τραβά με τέχνη το σχοινί και τα παιδιά να παιδεύονται να πιάσουν το σταυρό. Ήταν το πανηγύρι του και το χαιρόταν πάρα πολύ!

Κάποτε τον κάλεσε η Βασιλική Παλάσκα –Πετρέλλη στη Μυτιλήνη να της κάνει αγιασμό. Ο παπά –Φώτης πήγε μετά χαράς. Αφού έκανε τον αγιασμό, μετά ζήτησε και πήγε στο μπάνιο. Όταν βγήκε έσταζε ολόκληρος νερά, είχε κάνει το μπάνιο του. Φυσικά δεν λέγεται το πώς η νοικοκυρά αντίκρυσε το μπάνιο της, ήταν σε άθλια κατάσταση! Το γεγονός αυτό σίγουρα το έκανε για κάποιο λόγο. Εικάζουμε ότι η οικογένεια ήταν υπέρ το δέον προσκολλημένη στα της καθαριότητας του σπιτιού τους, πράγμα εντελώς γήινο, ενώ κατ’ ουσίαν δεν έκαμναν προκοπή για την καθαριότητα της ψυχής τους! Ο παπά –Φώτης τους έδωσε ένα καλό μάθημα πνευματικής ζωής από τη σαλότητά του.

Άλλη πάλι φορά πήγε στο ναό στον Άγιο Αντώνιό Τρίγωνα κάποιος πλούσιος να προσευχηθεί. Εν ώρα Θείας Λειτουργίας πήγε να προσκυνήσει. Προηγουμένως όμως ,πριν ακόμα αρχίσει η θεία Λειτουργία, ο παπά –Φώτης με το θάρρος που είχε του ζήτησε να βοηθήσει τα έργα του ναού. Όμως για κάποιο λόγο δεν ανταποκρίθηκε είτε με νεύμα, είτε με λόγο ο εν λόγω κύριος. Κατά την ώρα που βγήκε ο παπά –Φώτης να θυμιάσει όλον τον ναό, περνώντας από μπροστά του του είπε: «Ο άγιος Αντώνιος θέλ’ παράδες, δεν θέλ’ μετάνοιες!».

Μας διηγήθηκε ο Λευτέρης Γεραγωτέλλης, ηλεκτρολόγος από τον Τρίγωνα, τα ακόλουθα για τον παπά –Φώτη: «Ο παπά –Φώτης γνώριζε κάποιες κυρίες καλά. Κατά κάποιο τρόπο τις εμπιστευόταν. Συνήθιζε να τους ζητάει φαγητό, ζητούσε ακόμη και νερό για το λούσιμό του και μια σκάφη. Και συνήθιζε να πλένεται στις αυλές τους! Εγώ όταν ήμουν μικρός πετούσα πέτρες και φυσικά κάποιες φορές έκαμνα και ζημιές. Ήμουν ανήσυχος. Ο παπά –Φώτης κάποιες φορές με έπιανε και με έβαζε με το κεφάλι κάτω. Ήθελε να μετανοήσω για τις αμαρτίες μου. Όταν ήμουν στρατιώτης παρουσιάσθηκε ο παπά –Φώτης στον διοικητή μου. Ήταν παράξενο πράγμα ο παπά –Φώτης να εμφανίζεται με τον Διοικητή μου στο στρατό και ο διοικητής με την δέουσα συμπεριφορά του να υποκλίνεται κατά κάποιο τρόπο στον παπά –Φώτη. Ο παπά –Φώτης μπροστά στον διοικητή μου του είπε: «Να τον προσέχ’ς αυτόν». Κάποτε σε μια τελετή ήμουν άγημα δίπλα στην εικόνα. Ο παπά –Φώτης συμμετείχε, όπως φυσικά συνέβαινε πάντοτε, σε όλα τα πανηγύρια του νησιού.

Εγώ ντυμένος με την στολή νόμισα ότι ο παπά –Φώτης δεν με εντόπισε. Όμως έκανα λάθος. Όχι μόνο με εντόπισε, αλλά ήρθε κοντά και μου ‘δωσε μια στο κεφάλι με το χέρι του για να καταλάβω ότι και γνώρισε αλλά κι ότι με αγαπάει πολύ».

Μας διηγήθηκε η κ. Αγγέλα Χαρκουσέλλη από τον Τρίγωνα: «Του παπά –Φώτη τα ράσα συνήθως μου τα έδιδε και τα μπάλωνα. Μια μέρα μου έφερε μια μπλούζα με ένα μανίκι για να το μαπλώσω. Στο χωριό μας ήταν κάποιος άρρωστος ονόματι Β. Κ. Κανείς δεν πήγαινε να τον περιποιηθεί. Ο παπά –Φώτης πήγαινε και τον περιποιόταν χωρίς να φοβάται τη σοβαρή ασθένειά του. Οι καλοσύνες του δεν περιγράφονται εύκολα. Κάποτε δεν είχε ράσα και του ‘φτιαξα ένα από μια φούστα μου. Όμως όλα όσα είχε τα μοίραζε σε ιερείς και μοναχούς. Έτσι πάντα ο ίδιος ήταν χωρίς ράσο. Στο ναό ήθελε να ψάλλουμε όλες οι γυναίκες. Εάν καμιά γυναίκα δεν έψαλλε καλά στο ναό μέσα στον κόσμο την αποκαλούσε: «αγαπσανδρούσα (αυτή που αγαπάει τον άνδρα της)»!

Μας διηγήθηκε η κ. Νίκη Ασμάνη – Πετρέλλη από τον Τρίγωνα τα ακόλουθα για τον παπά –Φώτη: «Ο παπά –Φώτης θυμάμαι μας έκαμνε το κατηχητικό. Στην Εθνική Τράπεζα της Μυτιλήνης που εργαζόμουνα ερχόταν ο παπά -Φώτης και άνοιγε λογαριασμούς σε πτωχά παιδιά μόλις ελάμβανε τα χρήματα από το μισθό του. Μέχρι που εργαζόμουν δεν μπορούσα να πω τίποτα. Τώρα όμως που απολύθηκα το αναφέρω προς δόξαν Θεού. Θυμάμαι επίσης ότι στη βάπτιση του παιδιού μου ήθελα την καλή κολυμβήθρα. Τελικά ο παπά –Φώτης επέμενε ότι τα βαπτίσματα θα γίνουν στην παλιά κολυμβήθρα. Είχε γεμίσει όλος ο ναός από κόσμο. Τελικά το παιδί μου το μαύρισε να το βουτά μέσα στην κολυμβήθρα. Συνήθιζε να κάνει το βάπτισμα ως ορίζει η λειτουργική τάξη, με τρεις καταδύσεις και αναδύσεις. Στο ναό μας στο χωριό Τρίγωνα δεν έκαιγε ποτέ ξύλα μέσα στην Εκκλησία για να ζεσταθεί ο ναός. Έτσι όσοι πηγαίναμε κρυώναμε. Ήθελε να κάνει οικονομία ή άσκηση; Ποτέ μας δεν μπορέσαμε να τον καταλάβουμε. Πάντως ήταν ένας ασκητής.

Τελευταία στο ναό του αγίου Αντωνίου έβαλε ο διάδοχός του π. Δημήτριος μετά του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου θέρμανση. Κάποτε πάλι γινόταν ένα μνημόσυνο στο ναό. Όμως συνέβη να μπει ένα κοριτσάκι στο ναό με παντελόνι. Τότε ο παπά –Φώτης από την Ωραία Πύλη άρχισε να φωνάζει: «Σε αφορίζω, σε αφορίζω, σε αφορίζω!». Το είπε τρεις φορές. Κάποτε κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας φορούσε τσόκαρα ξύλινα. Κάποια κυρία την ώρα που περνούσε τα άγια πήγε να αγγίξει τα άμφιά του και κόντεψε ο παπά –Φώτης να πέσει. Το τι έγινε, και το τι άκουσε η κυρία δεν περιγράφεται. Τις χήρες και τα ορφανά τους αγαπούσε πάρα πολύ. Μάλιστα για να τον αισθάνονται ως πατέρα τους συνήθως τους έβγαζε κάποια υποκοριστικά ονόματα και προσφωνήσεις. Αλλά και στον σύζυγό μου, Στέλιο Ασμάνη, όταν ήταν φαντάρος του έστελνε χρήματα!».

Μας διηγήθηκε η κ. Βασιλική Παλάσκα –Πετρέλλη το ακόλουθο συμβάν: Κάποτε ο παπά –Φώτης έκαμνε το μπάνιο του στο ποτάμι. Κάποια κυρία ονόματι Αμερσούδα πήγαινε φαγητό στον άνδρα της ο οποίος είχε καμίνι και έσβηνε ασβέστη. Μόλις είδε κάποια φιγούρα στα νερά του ποταμού νόμισε ότι ήταν ο διάβολος και άρχισε από το φόβο της να φωνάζει: «Διάβολος, διάβολος….». Ο παπά –Φώτης έπαθε και απόειδε να την καθυσηχάσει φωνάζοντας και αυτός: «Δεν είμαι ο διάβολος, ο παπά –Φώτης είμαι».

Μας διηγήθηκε ο παπά –Δημήτρης Αφαλωνιάτης το ακόλουθο συμβάν: «Ο παπά –Φώτης κατά την ώρα της ψαλμωδίας του μνημοσύνου του ύμνου: «Μετά των αγίων», πήγαινε μπροστά στο κόλλυβο και μάζευε από πάνω τα αμύγδαλα και τα καρύδια και τα έβαζε στην τσέπη του για να τα δίδει στα παιδιά. Φυσικά καθόλου δεν ταραζόταν όταν κυριολεκτικά έκανε χάλια την εμφάνιση του στολισμένου μνημοσύνου ανακατεύοντας εν ώρα λατρείας για να μαζεύει τους ξηρούς καρπούς. Κανείς δεν τολμούσε να τον παρατηρήσει γι’ αυτό που έκανε…». Όλα τα άσχημά του ήταν καλοπροαίρετα. Επίσης μπορούσε και μνημόνευε τα ονόματα με τον ακόλουθο δικό του τρόπο, π. χ. Βερδούκας α τσι μ’ λιές, Στρατής Γουντέρ’ς.

Όταν προσκαλούσαν τον παπά –Φώτη ημέρα Σάββατο για μυστήρια γάμων και βαπτίσεων δεν πήγαινε. Ο Πανοσιολ. Αρχιμ. π. Χρυσόστομος Μαϊδώνης, Πρωτοσύγκελος της Ιεράς μητροπόλεως Ιερισσού μας είπε ότι ο παπά –Φώτης ήταν ο τελευταίος των κολλυβάδων! Είχε δε τόσο μεγάλη ευλάβεια στους ιερείς που όταν τους συναντούσε απαραιτήτως έβαζε μετάνοια, ανεξαρτήτου ηλικίας!

Από το βιβλίο: Παπά-Φώτης Λαυριώτης. Σημείον αντιλεγόμενον (1913- 2010). Του Π. Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου. Αθήναι, 2011.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.