Ο ΠΑΤΗΡ ΕΥΜΕΝΙΟΣ κατείχε καλά, όπως ο ίδιος έλεγε, το διορατικό χάρισμα. Όμως και το έκρυβε πολύ καλά. Το χρησιμοποιούσε όταν και όπου χρειαζόταν, κυρίως στην εξομολόγηση, όπου μερικοί άνθρωποι, είτε είχαν ξεχάσει κάτι είτε από συστολή, εντρέποντο να πουν κάτι. Τότε ο Παππούλης διακριτικά τους βοηθούσε.
Έλεγε μιά φορά σε κάποιον ιερέα από την Καλλιθέα: «Εσύ τι λες στον κόσμο, που έρχεται να εξομολογηθεί σ’ εσένα; Δεν του λες ό,τι σε φωτίζει ο Θεός, αλλά του λες άλλα πράγματα από το μυαλό σου; Εγώ, αν δεν μου πει κάτι ο Θεός εκείνη την στιγμή, δεν λέω τίποτε».
Για τον πατέρα Ευμένιο δεν υπήρχαν αποστάσεις, ούτε τοίχοι. Έβλεπε το ίδιο εμπρός, πίσω, επάνω και κάτω.
Βλέπαμε, μερικές φορές, ότι σαν κάτι να περίμενε. Και μετά από αρκετή ώρα εμφανιζόταν ένας άνθρωπος, ένα ζευγάρι, και τους έλεγε: «Ελάτε και σας περίμενα».
Ό πατήρ Ευμένιος γνώριζε τα ονόματά μας, χωρίς να του τα έχουμε πει. Έβλεπε μέσα μας, τι σκεφτόμαστε, τι μας απασχολεί. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που πηγαίναμε κοντά του με ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα και, χωρίς να του πούμε κάτι γι’ αυτό, το πρόβλημα διευθετείτο αμέσως.
Άλλοτε, πάλι, έβλεπε τι κάνουν άνθρωποι που ήταν πολύ μακριά και επικοινωνούσε μαζί τους και τους νουθετούσε.
Με έδιωξε από την εκκλησία
«ΠΟΤΕ ΔΕΝ μου τηλεφώνησε στο σπίτι, ότι με χρειάζεται να πάω να ψάλω την επομένη το πρωί. Απλώς, ξύπναγα και έλεγα με τον νου μου: “Σήμερα θα πάω στον Γέροντα να ψάλω. Όλες τίς φορές που πήγαινα στο εκκλησάκι, δεν υπήρχε άλλος να ψάλει. Πολύ αργότερα, τύχαινε να είναι και άλλος.
Κάποτε, που πήγα να εκκλησιασθώ εκεί, ενώ δεν είχε κανέναν άλλον να ψάλει, με έδιωξε πρωί-πρωί, χωρίς να μου εξηγήσει γιατί. Έφυγα κι εγώ, λίγο στενοχωρημένος. Πήγα στον Ιερό Ναό του Εσταυρωμένου στο Αιγάλεω, όπου, εκείνη την ημέρα, δεν μπόρεσε να πάει ο κανονικός ψάλτης. Ό ιερέας του ναού ήταν πολύ στενοχωρημένος και αναστατωμένος. Στο μεταξύ, τηλεφώνησε στο σπίτι μου, στην σύζυγό μου και της είπε ότι πρέπει οπωσδήποτε να πάω να ψάλω, γιατί περίμενε σχολεία να λειτουργηθούν. Ή σύζυγός μου του είπε ότι, δυστυχώς, λείπω. Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, με βλέπει μπροστά του και, αφού είπαμε ο ένας στον άλλον τι του συνέβη, τότε κατάλαβα εγώ, γιατί με έδιωξε άρον-άρον ο πατήρ Ευμένιος. Επειδή θα πήγαιναν τα σχολεία στον Εσταυρωμένο και δεν είχε αυτός κανέναν άλλον να τον βοηθήσει.» [Σωτηρίου Νικόλαος]
«Αληθώς ἀνέστη, Νίκο»
«Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΟΥ συνομιλία με τον πατέρα Ευμένιο ήταν μετά την Ανάσταση του Χριστού μας, στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Πήγα και πήρα την ευχή του, γιά πάντα, του είπα πολλές φορές “Χριστός Ανέστη και μου απαντούσε “Αληθώς Ανέστη. Την ώρα που έβγαινα από το δωμάτιό του να φύγω, του είπα νοερά: “Χριστός Ανέστη, Γέροντα και μου απαντά δυνατά: “Αληθώς Ανέστη, Νίκο!.» [Σωτηρίου Νικόλαος]
Το χάπι προ του αντιδώρου;
«ΚΑΠΟΤΕ, ΜΕΤΑ την Θεία Λειτουργία, είμαστε μόνοι στο κελί του. Μου έφτιαξε καφέ ο ίδιος. Αυτός πήρε τα φάρμακά του και είπε: “Τώρα πήραμε και τα φάρμακα, είμαστε εντάξει. Τον ρώτησα τότε, εάν πρέπει να παίρνω το χάπι της πιέσεως την ίδια ώρα το πρωί και, μετά, το αντίδωρο. “Πολλές φορές η Θεία Λειτουργία τελειώνει στις έντεκα. Μήπως δεν κάνει τόσο αργά; ρώτησα. Λες και ήταν κάτι πολύ σοβαρό, είπε, σταυροκοπούμενος: “Μα γίνονται αυτά τα πράγματα; Κύριε ελέησον, άκου μετά!.
Σηκώθηκε όρθιος. “Πρώτα το αντίδωρο, μετά ο μικρός αγιασμός, ή και πριν ο μικρός αγιασμός, και μετά το χάπι. Κύριε ελέησον!!! Το έχεις κάνει ποτέ; με ρώτησε. “Ναι, Γέροντα”, απάντησα. Μα δεν ξέρεις αυτά τα πράγματα; Κύριε ελέησον. Δεν επιτρέπεται, επανέλαβε 5-6 φορές. “Φοβήθηκα, Γέροντα, μήπως πάθω τίποτε, του είπα. “Τίποτε δεν παθαίνεις, επανέλαβε πολλές φορές.
Ρώτησα μετά τον καθηγητή, κύριο Παπαζάχο, που ήταν ο γιατρός μου, και μου είπε: “Και στις 12:00- 1:00 να το παίρνεις, δεν πειράζει. Αρκεί να το παίρνεις.» [Πλακιάς Κωνσταντίνος]
Από το βιβλίο: Πατήρ Ευμένιος. Ο κρυφός άγιος της εποχής μας. Μοναχού Σίμωνος.
Αθήνα, 2009
