Κυριακή πρό της Υψώσεως του Σταυρού (ούτω ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον) – Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης.

Από το έργο του «εν μαρτυρίοις τελειωθέντος και εν αγίοις αναπαυομένου» μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, σκόπιμο είναι να παρατεθεί ένα κείμενο του αοίδιμου ιεράρχη, το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ιερός Πολύκαρπος (της Σμύρνης) στις 10 Σεπτεμβρίου 1911, με αφορμή το Ευαγγέλιο της Κυριακής προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.

Στο εν λόγω γραπτό κήρυγμά του, ο άγιος είχε αναφερθεί στην περικοπή του Ευαγγελίου που αναγινώσκεται την Κυριακή προ της εορτής του Τιμίου Σταυρού «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, άλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. γ’ 16). Ο Χρυσόστομος τόνιζε ότι στις λέξεις αυτές συμπυκνώνεται η ουσία της αληθινής πίστεως, καθώς περιγράφεται το μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας του Υιού και Λόγου του Θεού, σύμφωνα με το οποίο «Αυτός γαρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεωποιηθώμεν».1

Θέλοντας, ωστόσο, ο άγιος να δώσει στο γραπτό αυτό κήρυγμα ένα απτό παράδειγμα από τη ζωή των ανθρώπων, ούτως ώστε να γίνεται καλύτερα αντιληπτό το σωτηριολογικό δόγμα του Θεανθρώπου, κατέγραψε την παρακάτω ιστορία, η οποία περιγράφει εν είδει παραβολής πόσο αγάπησε ο Θεός τον άνθρωπο, πόσα υπέφερε και σε ποια θυσία υπεβλήθη εξαιτίας της αγάπης αυτής, φωτογραφίζοντας ταυτόχρονα και τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύθηκε ο ίδιος ο Χρυσόστομος στην αρχιερατική του διακονία, υπερασπιζόμενος και τελικά θυσιαζόμενος χάριν αυτής της αγάπης για τον ορθόδοξο χριστιανικό λαό της Μικράς Ασίας. Να σημειωθεί πως το γραπτό αυτό κείμενο του αγίου αφορούσε την ανάλυση του Ευαγγελίου που λέγεται την Κυριακή προ της Υψώσεως του Σταυρού, την ημέρα δηλαδή κατά την οποία η Εκκλησία όρισε (το πρώτον) να τιμάται η μνήμη του νέου ιερομάρτυρα της Σμύρνης.

«Εις τινά πολιν έζων δύο αδελφοί˙ ο νεώτερος έζη βίον άσωτον και αμαρτωλόν. Ο πρεσβύτερος ήτο άνθρωπος ευσεβής, χρηστός και ενάρετος. Συχνότατα συνεβούλευε τον νεώτερον ο πρεσβύτερος και μετά δακρύων τον ικέτευε ν’ αφήση τον αμαρτωλόν και άσωτον βίον˙ άλλ’ ο νεώτερος εβυθίζετο οσημέραι βαθύτερον εις την αμαρτίαν, την οποίαν εφαίνετο μη δυνάμενος να χορτάση.

»Κατά μίαν βαθείαν και σκοτεινήν νύκτα, οπότε ο μεν νεώτερος διασκέδαζεν εν ασωτία και παραλυσία, ο δε πρεσβύτερος ενθέρμως προσευχόμενος προς τον Θεόν περί της σωτηρίας του αδελφού του, ηγρύπνει και ανέμενεν αυτόν πότε να επανέλθη εις τον οίκον, περί το μεσονύκτιον ηκούσθησαν ορμητικά και επανειλημμένα κτυπήματα εις την θύραν του οίκου του˙ ο πρεσβύτερος έδραμε ν’ ανοίξη και βλέπει τον νεώτερον αδελφόν του ορμώντα και εισερχόμενον χλωμόν, τεταραγμένον τρέμοντα με ενδύματα στάζοντα αίμα, και παρακαλούντα τον πρεσβύτερον, «σώσόν με, αδελφέ μου, κρύψον με εις ασφαλές μέρος, με καταδιώκουν˙ εσκότωσα άνθρωπον˙ ιδού το αίμα του, το οποίον βλέπεις»… που να τον κρύψη δια να μη τον εύρωσι! Χωρίς να το συλλογισθή πολύ τω είπε: «αδελφέ δος μοι τα καθημαγνένα φορέματά σου, λάβε και ενδύθητι την ιδικήν μου καθαράν στολήν και κρύφθητι εις το σκοτεινόν εκείνο δωμάτιον»…

»Δεν είχον παρέλθη πολλαί στιγμαί, και ηκούσθησαν ορμητικά και πάλιν κτυπήματα εις την θύραν και εισήλθε πλήθος αστυνομικών υπαλλήλων εν τω οίκω˙ «εδώ εισήλθεν ο φονεύς λέγει ο εις˙ εδώ ακριβώς επανέλαβεν ο άλλος, άλλως τε η κατοικία αύτη από πολλού χρόνου είνε υπό επιτήρησιν». Επλησίασαν οι αστυνομικοί τον πρεσβύτερον αδελφόν, όστις μόνος επαρουσιάσθη, τον παρετήρησαν ατενώς από κεφαλής μέχρι ποδών και τον ηρώτησαν «είσαι συ ο φονεύς;» Εκείνος σιώπησε. Τί ερωτάτε αν είνε ο φονεύς, δεν βλέπετε την αιματωμένην ενδυμασίαν του είπον οι άλλοι. Δέσατε τας χείράς του και σύρατε αυτόν εις την φυλακήν διέταξεν ο αρχηγός. Τον απήγαγον, χωρίς ούτος να θελήση να προφέρη λέξιν.

»Ετέθη αμέσως υπό αυστηράν ανάκρισιν, άλλ’ αυτός δεν απεκάλυπτε τίποτε. Εδικάσθη κατά νόμον και κατεδικάσθη, διότι όλα τα τεκμήρια ότι αυτός ήτο ο φονεύς από της σιωπής του μέχρι της αχνιζούσης από θερμόν αίμα φονευθέντος ανθρώπου ενδυμασίας του εμαρτύρουν περί της ενοχής του. Μαρτύρων ανάγκη ότι αυτός ήτο ο φονεύς δεν υπήρχε. Πλην οι δικασταί δια τελευταίαν φοράν τον ηρώτησαν: «επιθυμείς και έχεις να είπης τι προς δικαιολογίαν σου;» Και εκείνος μετά φωνής σταθεράς και αποφασιστικής απήντησε «δεν επιθυμώ και ουδέν έχω να είπω», και έκυψε την κεφαλήν του πάλιν σιωπών, φοβούμενος μήπως οι οφθαλμοί ή οι λόγοι του προδώσωσι την αθωότητά του˙ ως ήτο επόμενον, κατεδικάσθη εις θάνατον.

» Την παραμονήν της ημέρας της εκτελέσεως της θανατικής ποινής ο κατάδικος απροσδοκήτως ωμίλησεν. Εκάλεσεν τον Διευθυντήν των φυλακών παρ’ εαυτώ και τω είπε: «Λάβετε την καλωσύνην να εκπληρώσητε μίαν ταπεινήν παράκλησιν θνήσκοντος ανθρώπου. Δότε μοι χάρτην, ίνα γράψω γράμμα και δότε μοι ιεράν ενώπιον Θεού υπόσχεσιν ότι δεν θ’ αποσφραγίσητε το γράμμα μου μέχρι του θανάτου μου, και μετά τον θάνατόν μου ότι θα το αποστείλητε προς ον διευθύνεται. Να είσθε δε βέβαιος ότι ουδεμία κακή πρόθεσις κρύπτεται εν τη πράξει μου ταύτη».

» Ο Διευθυντής των φυλακών, παρατηρήσας το πρόσωπον του καταδίκου, όστις ήτο τόσον ήσυχος και πραΰς, και εις το πρόσωπόν του έλαμπε φως ζωηρόν και υπερκόσμιον, δεν ετόλμησε ν’ αρνηθή την χάριν ταύτην εις τον ένοχον, του οποίου η ψυχή εφαίνετο ωσάν να είχε χυθή όλη εις την παράκλησιν και επιθυμίαν του εκείνην.

» Ο κατάδικος, αφ’ ου την νύκτα έγραψε την επιστολήν, αφ’ ου γονυκλινής επί μακρόν προσηυχήθη, εκοιμήθη ήσυχος και ατάραχος˙ εξημέρωσε και τον ωδήγησαν εις το ικρίωμα και την λαιμητόμον. Εκεί εστάθη σοβαρός και ωσάν να ίστατο εις το κατώφλιον της αιωνιότητος, βλέπων εις άλλον κόσμον, πάλιν προσηυχήθη ατάραχος και μετ’ ολίγα λεπτά ο δήμιος εξετέλεσε το χρέος του και όλα ετελείωσαν.

»Απεσταλμένος του διευθυντού των φυλακών με εσφραγισμένον το γράμμα εκείνο έκρουσε την θύραν της κατοικίας των δύο αδελφών. Άνθρωπος νέος με χλωμόν, τεταραγμένον και πεφίφοβον πρόσωπον έλαβε το γράμμα, ητένισεν επ’ αυτού ως παραζαλισμένος και έπειτα αποσυρθείς κατά μόνας το απεσφράγισε, το ανέγνωσε, και… κραυγή άλγους και στεναγμού βαθυτάτου εξέφυγεν εκ του στήθους του. ώρμησεν εις την θύραν ως παράφρων, έτρεμεν όλος, και ολοφύρετο γοερώς…

»Τί ήτο γεγραμμένον εν τη επιστολή; Όχι πολλαί γραμμαί, μόνον μερικαί λέξεις: Ιδού αυταί: «Αύριον εγώ με την ιδικήν σου ενδυμασίαν δια την προς σε αγάπην μου αποθνήσκω υπέρ σου. Μόνον προς ανάμνησίν μου σε ικετεύω συ με την ιδικήν μου ενδυμασίαν να ζήσης πλέον δικαίως και χρηστώς.

»Δια την προς σε αγάπην μου αποθνήσκω υπέρ σου»˙ αι λέξεις αύται εξύπνησαν από την νάρκης τον νεώτερον αδελφόν και εισέδυσαν εις τα έγκατα της καρδίας του, της παγωμένης και απολιθωμένης πρότερον από της αμαρτίας και ύστερον από του φόβου. Αμέσως αναγεννήθη και εφώναξεν «αποθνήσκει υπέρ εμού; Ίσως δεν απέθανεν ακόμη!» και ώρμησεν έξω της θύρας, και διηυθύνθη δρομέως εις τας φυλακάς προς σωτηρίαν του αδελφού του. Εζήτει να ίδη επιμόνως τον διευθυντήν των φυλακών και τόσον ικέτευε χύνων δάκρυα θερμά, ώστε τον ωδήγησαν προς τον διευθυντήν οι φύλακες. Ότε δε ούτος είδε το γράμμα και ενεθυμήθη την επιθανάτιον παράκλησιν, το ήρεμον βλέμμα, την σοβαράν σιωπήν, την θερμήν προσευχήν του καρατομηθέντος, δεν ηδυνήθη να κρατήση τα δάκρυα και τους λυγμούς του και εν μεγάλη συγκινήσει έφερε και το γράμμα και τον νεώτερον αδελφόν προς τους δικαστάς. Εκεί ούτος ωμολόγησε τα πάντα˙ τον παρελθόντα άσωτον και αμαρτωλόν βίον του, το πρόσφατον έγκλημα, την αλλαγήν της ενδυμασίας, την αγάπην του αδελφού, ούτινος το γράμμα εν
μέσω λυγμών ανέγνωσε, και ετελείωσε με την προς τους δικαστάς ικεσίαν: «θανατώσατε και εμέ, εμέ τον ένοχον περιπλέον και του φόνου του αδελφού μου»… Αλλά προ των οφθαλμών των δικαστών η επιθανάτιος εντολή του καρατομηθέντος αδελφού ότι αποθνήσκει υπέρ του αδελφού του, ήτο ιερά, και δεν ετόλμησαν να την παραβιάσωσι. Τηλικαύτη θυσία να χαθή ανωφελώς! Ητένιζον και αυτοί δακρύοντες προς τον ένοχον εκείνον, όστις υπήρξε το αντικείμενον τόσης αγάπης εκ μέρους του αδελφού του, και έκριναν παμψηφεί ότι ου μόνον να θανατώσωσιν αυτόν δεν είχον δικαίωμα, άλλ’ ουδέ να τον συλλάβωσι καν. Με την επιστολήν εις τας χείρας επέστρεψεν εκείνος εις την κατοικίαν του, και εκεί με κατεσπαραγμένην καρδίαν ανεφώνησε προς τον Θεόν, εξέχεε την άφατον θλίψιν του, και έδωκε την ειλικρινή μετάνοιαν και εξομολόγησίν του ενώπιόν Του.

»Θεέ μου, έλεγε μετά δακρύλων, δεν αφήκες εγώ ν’ αποθάνω υπέρ της αμαρτίας μου, άλλος απέθανεν υπέρ εμού. Βοήθησόν μοι νυν κατά της αμαρτίας μου, και δος μοι αξίως να φορώ την ενδυμασίαν του υπέρ εμού αποθανόντος, και μηδέποτε κηλιδώσω αυτήν πλέον».

» Από του καιρού εκείνοι οι άνθρωποι δεν τον ανεγνώριζον πλέον˙ ήτο ο τύπος του εναρέτου Χριστιανού˙ οι πρώην κακοί σύντροφοί του πολλάκις και πάλιν προσεπάθησαν να τον καταπείσωσι να τους ακολουθήση, άλλ’ εις πάντας τούτους έδιδεν αποφασιστικώς μίαν απάντησιν˙ «Με αυτήν την ενδυμασίαν του αδελφού μου δεν είνε πλέον δυνατόν να σας ακολουθήσω. Ο αδελφός δεν εγνώριζεν αυτούς τους δρόμους και αυτήν την ζωήν».

» Έζησεν άγιον και χριστιανικόν βίον, χωρίς να ρυπάνη την στολήν του αδελφού του ποτέ, και αποθανών ενεταφιάσθη με αυτήν την ενδυμασίαν, πρότυπον εναρέτου πολίτου.

»Η ιστορία, αναγνώσταί μου, ετελείωσεν˙ άλλ’ η έννοιά της δεν τελειώνει εδώ. Η διήγησις αύτη είνε η ιστορία του αποθανόντος υπέρ ημών πρωτοτόκου εν πολλοίς αδελφοίς αδελφού μας Ιησού, όστις «ουκ επαισχύνεται αδελφούς ημάς καλείν» (Εβρ. 2, 12). Απέθανεν υπέρ ημών, και απέθανεν εξ αγάπης προς ημάς˙ έλαβεν την ημετέραν στολήν, ενεδύθη την ρυπαράν και καθημαγμένην εκ της αμαρτίας ενδυμασίαν των ενόχων ημών, και ενέδυσεν ημάς την άφθαρτον και ακηλίδωτον στολήν του˙ και με την ιδικήν μας ενδυμασίαν την μολυσμένην και κηλιδωμένην υπό των αμαρτιών μας ωδηγήθη άφωνος ως πρόβατον επί σφαγήν, απέθανεν υπέρ ημών, ίνα ημείς όσοι Χριστόν ενεδυσάμεθα, περιβεβλημένοι τον χιτώνα της αγνότητος και αφθαρσίας, ζώμεν αγνώς και οσίως και δικαίως ως άμωμα και καθαρά τέκνα του Θεού, και κοινωνοί θείας φύσεως κατασταθώμεν.

» Το γράμμα το οποίον μας απέστειλεν ο επιθανάτιος αδελφός μας λέγει «ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, άλλ’ έχη ζωήν αιώνιον»˙ ημείς τί θα είπωμεν εις απάντησιν του γράμματος τούτου; «Ενεδύθημεν τον καινόν άνθρωπον τον κατά Θεόν κτισθέντα;» (Εφεσ’. 4, 24).

Ο Σμύρνης ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ2

Υποσημειώσεις.

1. Βλ. Αθανάσιος Αλεξανδρείας, «Λόγος περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου, και της δια σώματος προς ημάς επιφανείας αυτού», PG 25,192.
2. Ιερός Πολύκαρπος, έτος Α’, Σμύρνη 10 Σεπτεμβρίου 1911, αριθμ. 23, σσ’. 356 -359.

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.