Ο πιστός, ακόμη και αν κάποτε βρεθεί μέσα σε θορύβους, δεν πρέπει να επηρεάζεται από το εξωτερικό περιβάλλον, αλλά να αποβλέπει στον Θεό και να κάνει το αρεστό σε Αυτόν.
Από τον βίο του αγίου Σάββα.
Ο όσιος πατέρας μας Σάββας πήγε για δεύτερη φορά στην Κωνσταντινούπολη μετά από απόφαση και παράκληση του τότε πατριάρχη Ιεροσολύμων Πέτρου. Η αποστολή του ήταν να μιλήσει ικετευτικά στον βασιλιά και να καταπραΰνει τον θυμό του εναντίον των χριστιανών της Παλαιστίνης, ώστε να τους απαλλάξει από τις τιμωρίες που τους περίμεναν, επειδή συκοφαντήθηκαν ότι έγιναν αίτιοι της επανάστασης και της αποστασίας των Σαμαρειτών.
Όταν ο άγιος έφτασε στην Πόλη, έγινε δεκτός με πολλή λαμπρότητα από τον βασιλιά Ιουστινιανό. Μόλις δηλαδή τον είδε ο βασιλιάς να έρχεται από μακριά, σηκώθηκε από τον θρόνο του και ασπάστηκε με πολλή ευλάβεια το ιερό εκείνο πρόσωπο. Έπειτα κάθισαν, και ο άγιος μίλησε στον βασιλιά για τον σκοπό του ερχομού του. Εκείνος αμέσως ικανοποίησε το αίτημά του, ωστόσο δεν περιόρισε σε τούτο την προθυμία της ψυχής του, αλλά θεωρούσε ότι θα ζημιωνόταν πάρα πολύ αν δεν του έκανε και κάποια βασιλική και γενναιόδωρη ευεργεσία. Του πρότεινε λοιπόν με πολλή επιμονή να θεσπίσει για τους μοναχούς του κάποιο χρηματικό εισόδημα.
Ο άγιος του απάντησε: «Στα εισοδήματα και στα χρήματα, όσα έχουμε ανάγκη, μας φροντίζει Εκείνος που κάποτε έθρεψε πλούσια τον ανυπάκουο λαό στην έρημο1 και ανέβλυσε για χάρη του νερό από τον βράχο2 και που παρέχει όχι μόνο τα αναγκαία, αλλά πολλές φορές και τα περιττά. Αν όμως, βασιλιά, θέλεις τόσο πολύ να μας κάνεις κάποια χάρη, υπάρχουν και άλλες σημαντικές και αξιόλογες αφορμές να δείξεις τη γενναιοδωρία σου προς εμάς». Στη συνέχεια του ζήτησε κάποια πράγματα κοινωφελή: να απαλλάξει για ορισμένο διάστημα από τη φορολογία τους κατοίκους της Παλαιστίνης, επειδή είχαν υποστεί πολλά δεινά από τους Σαμαρείτες˙ να ανεγείρει κάποιο οίκημα για την υποδοχή και τη φιλοξενία όσων πήγαιναν στην αγία πόλη Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσουν τον Ζωοποιό Τάφο˙ να θέσει τέρμα στις αιρέσεις που εξακολουθούσαν να ταλαιπωρούν την Εκκλησία˙ τέλος, να οικοδομήσει για τα μοναστήρια του κάποιο φρούριο, στο οποίο να καταφεύγουν σε περίπτωση επίθεσης εχθρών.
Αυτά τα αιτήματα υπέβαλε στον βασιλιά ο ιερός Σάββας, και εκείνος, λες και ήθελε από καιρό να κάνει χάρη στον άγιο, άρχισε αμέσως να γράφει, να διατάζει, να στέλνει παντού διατάγματα και να κάνει τα πάντα προκειμένου να γίνουν αυτά αμέσως και χωρίς χρονοτριβή, έτσι ώστε να μη μειωθεί με την καθυστέρηση η αξία αυτών των τόσο καλών δωρεών.
Καθώς λοιπόν ο βασιλιάς ήταν έτσι απασχολημένος με τα αιτήματα του αγίου σε συνεργασία με τον Τριβωνιανό, τον πρωτοσύμβουλό του, στη λεγόμενη Μαγναύρα,3 έχοντας δίπλα του και τον άγιο, όπως είπαμε, εκείνος, όταν ήρθε η τρίτη ώρα, άφησε τον βασιλιά, πήγε κάπου παράμερα και άρχισε να αποδίδει στον Θεός τις συνηθισμένες προσευχές, διαβάζοντας τους ιερούς ψαλμούς του Δαβίδ. Τον πλησίασε τότε ένας μαθητής του, ο Ιερεμίας, και του είπε: «Για ποιόν λόγο, πάτερ, ενώ ο βασιλιάς δείχνει κάθε προθυμία και κοπιάζει με τόσο ζήλο για να ικανοποιήσει τα αιτήματά σου, εσύ τον παράτησες και είσαι τώρα αλλού»; Εκείνος με πραγματική αρχοντιά του απάντησε: «Τίποτε το άπρεπο δεν συμβαίνει, παιδί μου˙ ο βασιλιάς κάνει το καθήκον του, και εμείς βέβαια το δικό μας». Ούτε ο καιρός της ανάγκης δηλαδή δεν τον έκανε να δείξει άπρεπη κολακεία ή κάποια δουλοπρέπεια, αλλά προς όλους φερόταν με την πρέπουσα αίσθηση του μέτρου και φρόντιζε πολύ να είναι σεμνός και φιλοσοφημένος.
Υποσημειώσεις.
1. Εξ. Κεφ. 16
2. Εξ. 17,6
3. Μαγναύρα ονομαζόταν ένα από τα πιο αξιόλογα και πολυτελή κτίσματα του ανακτορικού συγκροτήματος της Κωνσταντινούπολης. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό magna aula (=μεγάλη αυλή).
Από το βιβλίο: Ευεργετινός: “Ήτοι Συναγωγή των θεοφθόγγων ρημάτων και διδασκαλιών των θεοφόρων και αγίων πατέρων, από πάσης γραφής θεοπνεύστου συναθροισθείσα.”
Τόμος 3-ος. μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση): Δ. Χρισταφακόπουλος
Εκδόσεις, Το Περιβόλι της Παναγίας, 2001
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
