Ο φτωχὸς καὶ τὰ γρόσια (Λαϊκὸ παραμύθι).

Ἦταν ἕνας φτωχὸς μὲ πολλὰ παιδιὰ καὶ δούλευαν μὲ τὴ γυναῖκα του ὅλη μέρα. Κάθε βράδυ ποὺ ἦταν κουρασμένοι, ἤθελαν νὰ φᾶνε τὸ ψωμάκι τους ἥσυχα κι ἀγαπημένα, κι ἔπειτα νὰ πιάσει ὁ πατέρας τὴ λύρα του νὰ χορεύουν τὰ παιδιὰ καὶ νὰ περνοῦν ζωὴ ἀγγελική.

Δίπλα κάθουνταν ἕνας πλούσιος, καὶ σὰν ἄκουε κάθε βράδυ τὰ γέλια καὶ τὶς χαρὲς τοῦ φτωχοῦ, παραξενεύονταν: «πῶς ἐγὼ μαθὲς νὰ μὴν εἶμαι εὐχαριστημένος κι ἀναπαμένος σὰν αὐτόν, ὅλη μέρα ἀξίνη καὶ τὸ βράδυ γλέντι». Λέει: «νὰ τοῦ δώσω θέλω γρόσια, νὰ δῶ τί θὰ κάνει».

Πάει βρίσκει τὸ φτωχό, τοῦ λέει:

Ἐπειδὴ σὲ ξέρω τίμιο ἄνθρωπο, νά, σοῦ δίνω χίλια γρόσια ν’ ἀνοίξεις πραμάτεια, ὅ,τι θές, κι ἂν πλουτίσεις, μοῦ τὰ δίνεις, εἰδεμή σοῦ τὰ χαρίζω.

Ὅλη μέρα πιὰ ὁ φτωχός, ἐσυλλογιόνταν τί νὰ κάνει τόσα γρόσια. Τὰ φέρνει ἀπὸ δῶ, τὰ φέρνει ἀπὸ κεῖ: «ν’ ἀνοίξω πραματευτάδικο; νὰ τὰ βάλω στὸν τόκο; νὰ πάρω ἀμπελοχώραφα;».

Ἔρχεται τὸ βράδυ, οὔτε λύρα νὰ πιάσει, μιλιὰ τσὶχ δὲν ἔκαναν τὰ παιδιά του. Νὰ γελάσουν, τὰ μάλωνε· ὅλη νύχτα δὲν ἔκλεισε μάτι ἀπ’ τὴ συλλογή. Τὴν ἄλλη μέρα οὔτε σὲ μεροκάματα νὰ πάει, οὔτε πουθενὰ ἔξω ἀπὸ τὴ συλλογή. Τὸν ἐρωτᾷ ἡ γυναῖκα του τί ἔχει; νὰ τὸν κάνει νὰ γελάσει· αὐτὸς τὴν ἐμάλωσε, νὰ τὸν ἀφήσει ἥσυχο.

Ο πλούσιος, περνᾷ μιὰ βραδιά, περνᾷ ἄλλη, περνοῦν τρεῖς, οὔτε λύρα πιὰ ἄκουε οὔτε γέλια, οὔτε χορὸ τῶν παιδιῶν. Τὸ πρωὶ βλέπει τὸ φτωχὸ κι ἔρχεται:

Νά, χριστιανέ, τὰ γρόσια σου, κι οὔτε αὐτὰ θέλω οὔτε τὴ σκοτούρα τους.

Ἀπὸ τότε, πάλι χαρούμενος στὸ σπίτι του, ὁ φτωχὸς ἔπαιζε τὴ λύρα, χόρευαν τὰ παιδιά του, σὰν καὶ πρῶτα, καὶ τὸ ἄλλο πρωὶ στὴ δουλειά.

Ελληνικά Παραμύθια Εκλογή Γ.Α.Μέγα – ΠΑΛΑΙΟΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΊΟ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ

Από το: Ἑλληνικὰ παραμύθια, ἐκλογὴ Γ.Α. Μέγας, Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας. 1962.

Δημοσιεύθηκε στην Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.