Ζωή: μια τραγωδία που παίζεται σαν φάρσα – Σαράντου Ι. Καργάκου.

(Στον ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΒΡΕΤΤΑΚΟ για την πνευματική του λεβεντιά)

Στο προηγούμενο κείμενο αναφερθήκαμε στο περι¬στατικό, όπου ένας πραγματικός ηθοποιός υποδύθηκε τον -ψεύτικο άνθρωπο, τον άνθρωπο των μεγαλουπόλεων, τον άνθρωπο των «ανεπτυγμένων κοινωνιών», που εμείς καθημερινά βιώνουμε. Υποκρίθηκε τον άνθρωπο που ζει μέσα στον ίλιγγο της τεχνοκρατίας και της ταχύτητας, τον άνθρωπο του «τρέχειν και δε φθάνειν», δηλαδή εμάς, τον άνθρωπο της αφόρητης ρουτίνας, που την προσδιορίζουν η στενότητα του χώρου, το καταθλιπτικό περιβάλλον διαβίωσης, το άγχος, η μοναξιά, οι βασανιστικές υποχρεώσεις. Τον άνθρωπο που χωρίς να το καταλαβαίνει, κλείστηκε ανεπαισθήτως μέσα σε κάποια καβαφικά τείχη.

Βέβαια, ο Καβάφης μιλάει για αποκλεισμό, ότι ο ποιητικός του ήρωας δεν πρόσεξε και κλείστηκε από τον κόσμο έξω. Η διαφορά με τον ήρωα των σημερινών καιρών είναι πως παραπρόσεξε και γι’ αυτό έβαλε όλο τον κόσμο του εντός των τειχών. Για λόγους ασφαλείας περιόρισε τη φυσική του ελευθερία. Δέσμευσε την ύπαρξη του σ’ έναν εξοντωτικό, όσο και ανούσιο αγώνα. Ο άνθρωπος αυτός είναι ο καθένας από εμάς. Η τέχνη, ευαίσθητος δέκτης των καταστάσεων αυτών και ανυπότακτη από τη φύση της, προσπαθεί με τον τρόπο της να αισθητοποιήσει το πρόβλημα -έστω κι αν καμιά φορά προκαλεί και ξαφνιάζει— και να ευαισθητοποιήσει τον αναίσθητο άνθρωπο, να του αποκαλύψει την παρωδία της ζωής που ζει μέσα στο αφόρητο κλίμα της «άνεσης» και της «σιγουριάς». Έτσι και ο ηθοποιός, που μπήκε στο κλουβί για να υποκριθεί τον σύγχρονο άνθρωπο, παράστησε με ρεαλιστικό τρόπο την τραγωδία που παίζουμε σαν φάρσα σχεδόν όλοι μας.

Πρώτα-πρώτα το άτομο παρουσιάζεται κλειδωμένο, φυλακισμένο μέσα σ’ ένα κλουβί – το σπίτι του. Μήπως ο άνθρωπος του 20ού αιώνα δεν είναι αιχμάλωτος; Ζει απομονωμένος σε κάποιο διαμέρισμα —μικρό ή μεγάλο— κάποιου πολυώροφου κτηρίου. Παρά τα συστήματα ασφαλείας, νιώθει ανασφάλεια και αγωνία. Θηρίο κι αυτός, ζει δίπλα σε θηρία. Δεν εμπιστεύεται κανέναν. Κάθε στιγμή που περνάει, ένα καινούργιο αίσθημα αβεβαιότητας έρχεται να τον κυριεύσει. Έχει πάψει πια να γνωρίζει τον άνθρωπο στο συνάνθρωπο. Δε ζει ανθρώπινα, με την παλιά έννοια. Δεν αναπτύσσει σχέσεις. Στην εποχή των μεγάλων κοινωνιών είναι «ακοινώνητος». Ακόμη κι αν πηγαίνει στην εκκλησία, δεν έχει αίσθηση «εκκλησίας»• κι αν κοινωνεί, δεν έχει αίσθηση κοινωνίας, γιατί του λείπει η έφεση της επικοινωνίας με τον συνάνθρωπο ή τον Θεό. Είναι περισσότερο απρόσωπος απ’ ό,τι το θηρίο μέσα στη ζούγκλα. Είναι περισσότερο μόνος και περισσότερο αιχμάλωτος απ’ ό,τι οι πίθηκοι που βρίσκονται στο ζωολογικό κήπο.

Γιατί οι πίθηκοι δεν μπήκαν με τη θέληση τους στο κλουβί. Αλλά κι αν ζουν εκεί, δε ζουν μόνοι, αλλά γεμίζουν τον αέρα με τις φωνές τους, καθώς πηδούν από κλαδί σε κλαδί. Η σκλαβιά του ανθρώπου είναι πολύ χειρότερη, διότι μόνος κατασκεύασε τη φυλακή του και με τη θέληση του κλείστηκε σ’ ένα μοναχικό κλουβί και η φυλακή αυτή είναι επιπλέον πνευματική. Είναι τα δεσμά που έχει θέσει στη σκέψη του, στα συναισθήματα του, στις ευαισθησίες του. Είναι οι αλυσίδες του ατομικι¬σμού, του υλικού ευδαιμονισμού, της χρησιμοθηρίας και του συμφέροντος. Το άτομο έχει φθάσει πια στο σημείο να πιστεύει πως αυτή η κατάσταση αιχμαλωσίας, είναι μια φυσιολογική κατάσταση γι’ αυτόν, έξω από την οποία δεν μπορεί να ζήσει.

Έτσι μονώνεται στο κλουβί του, ζώντας μηχανικά, παραβλέποντας τους φυσικούς ρυθμούς του σώματος του, τον φυσιολογικό του σφυγμό, τον κανονικό ρυθμό της καρδιάς. Ζει και ασφυκτιά. Ξυπνά με το ξυπνητήρι, γυμνάζεται σπαστικά με κάποιες μηχανικές ασκήσεις, χωρίς να συναισθάνεται την ανάγκη να ασκηθεί. Ύστερα τρέχει βιαστικός, πάντα βιαστικός για τη δουλειά. Εκεί θα περάσει κάποιες ώρες, για να εξασφαλίσει «τα αναγκαία προς το ζην», δηλαδή το αναγκαίο άγχος και την αγωνία και κάποια χρήματα, για να φέρει σε πέρας τις υποχρεώσεις του, που ποτέ δε φθάνουν σε πέρας και γι’ αυτό απαιτείται περισσότερη εργασία, που αναλύεται σε περισσότερο άγχος και αγωνία. Κι ύστερ’ από αυτές τις ώρες «εργασίας», εξαντλημένος επιστρέφει στο σπίτι-κλουβί, ρίχνεται στην «αγκαλιά» της πολυθρόνας του και «ψυχαγωγείται» μπροστά σ’ ένα μηχάνημα, στο «κουτί των κουτών», την τηλεόραση. Βλέπει μόνος —έστω κι αν δίπλα του υπάρχει μια σύζυγος— και σιωπηλός — έστω κι αν γύρω του υπάρχουν παιδιά. Όλοι κι όλα είναι σιωπηλά, λες και τα σκιάζει κάποια φοβέρα ή τα πλακώνει κάποια περίεργη σκλαβιά!

Κι όμως, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι περίεργο, αν το εξετάσουμε πιο βαθιά. Ο ευαγγελιστής των τεχνολογικών κατακτήσεων, ο μεγάλος συγγραφέας Ιούλιος Βερν, είχε προφητεύσει ότι ο άνθρωπος θα γίνει ένα διακοσμητικό στοιχείο μέσα στον μηχανοποιημένο κόσμο που θα φτιάξει. Η εξέλιξη τον έκανε άθυρμα κι εξάρτημα. Τουλάχιστον τα ζώα του ζωολογικού κήπου δεν καταδυναστεύονται από έναν τόσο τεχνοκρατικό κόσμο, δεν υποχρεώνονται να ξυπνήσουν από ένα ενοχλητικό κουδούνισμα. Κι αν κάποτε φοβούνται, πάντως δε νιώθουν το άγχος, αυτό το διαβρωτικό και βασανιστικό συναίσθημα, που καθημερινά κονιορτοποιεί κάθε ανθρώπινη ψυχή! Τα θηρία δεν αναζητούν την ηρεμία, τη χαλάρωση και τον ύπνο στα φάρμακα. Αντίθετα, ο άνθρωπος εξασφαλίζει την ηρεμία με χάπια. Ακόμη κι ο ύπνος έγινε αγοραζόμενο αγαθό. Την περασμένη χρονιά (1988) η χώρα μας ξόδεψε 2,5 δισ. δραχμές για ηρεμιστικά και ψυχοφάρμακα. Το φοβερό είναι πως όλοι εμείς που χρησιμοποιούμε όλα τα φάρμακα αυτά, δε βρισκόμαστε όλες τις ώρες στο κλουβί μας! Έχουμε ωράριο «ελευθερίας». Γι’ αυτό αλληλοσκοτωνόμαστε!

Αντίθετα, τα ζώα υποφέρουν μόνο επειδή ζουν αποκομμένα από το φυσικό τους περιβάλλον, πράγμα που ο σύγχρονος άνθρωπος το έχει πια ξεχάσει. Με λίγα λόγια, τα ζώα δεν υποφέρουν ή δε φοβούνται, χωρίς λόγο. Η αιτία όμως του ανθρώπινου άγχους είναι αόριστη και ασαφής. Έτσι το άτομο της εποχής μας παίρνει τις διάστα¬σης μιας ύπαρξης τραγικής. Αυτό μπορεί να φανεί κι αλλιώς: όποιος παρατηρήσει προσεκτικά ζώα κι επισκέπτες ενός ζωολογικού κήπου, θα διαπιστώσει ότι τα ζώα είναι αυτά που παρατηρούν με την πιο μεγάλη έκπληξη τον άνθρωπο. Ίσως τον θεωρούν σαν το περισσότερο περίεργο ζώο της φύσης. Ο Ντέσμοντ Μόρρις είχε γράψει κάποτε το βιβλίο «Ο γυμνός πίθηκος». Τα ζώα διακρίνουν στον άνθρωπο τον «ντυμένο πίθηκο». Το πρόβλημα δεν είναι από πού προερχόμαστε αλλά προς τα πού πορευόμαστε. Αν κάτι πρέπει να μας ενοχλεί, δεν είναι ότι μπορεί να προερχόμαστε από τον πίθηκο, αλλ’ ότι πορευόμαστε προς τον πίθηκο. Προς μια μορφή πιθήκου, που ζει μόνος, που βιώνει το δράμα της μοναξιάς εντονότερα, όταν συνυπάρχει με άλλα ομοειδή όντα.

Θα μπορούσε κάποιος οπτιμιστής να πει ότι η διέξοδος στο αδιέξοδο του ανθρώπου, είναι ο συνάνθρωπος του. Αλλά ποιος είναι ο συνάνθρωπος του; Στον ζωολογικό κήπο του Μαϊάμι ο άνθρωπος ζει δίπλα σε τίγρεις, σε λιοντάρια και στις ζέβρες. Αυτοί είναι οι γείτονες και οι συνάνθρωποι του ή τουλάχιστον έτσι τους βλέπει. Ο άλλος άνθρωπος έχει γίνει εχθρός. Καμιά ψυχική επικοινωνία μαζί του. Ο άνθρωπος φοβάται το συνάνθρωπο και ζητά καταφύγιο μέσα στο ανώνυμο πλήθος. Κανένα αίσθημα εμπιστοσύνης και σιγουριάς δεν έρχεται να φωλιάσει στην καρδιά του. Η μοναδική αλληλεγγύη που υπάρχει στον σημερινό κόσμο, είναι το γνωστό πολωνικό συνδικάτο. Τη θέση της αλληλεγγύης έχει πάρει η καχυποψία και ο ανταγωνισμός. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται σιγά-σιγά μισάνθρωπος και αλλοτριώνεται. Από την άλλη πλευρά, ο συναισθηματισμός έχει φθάσει να θεωρείται ανοησία και η αγάπη ντροπή. Οι κοινωνίες μας έχουν γίνει χειρότερες και πιο απάνθρωπες από τις κοινωνίες των θηρίων κι ο εξανθρωπισμός, η ηθική ανύψωση των ανθρώπων παραμένει πλάνη κάποιων ονειροπόλων, που δεν έχουν συνειδητοποιήσει πόσο σκληρή, ψυχρή και απρόσωπη είναι η σύγχρονη ζωή.

Το ίδιο ακριβώς απρόσωποι και τυποποιημένοι είναι οι χώροι που συχνάζει ο άνθρωπος στις μεγαλουπόλεις. Τα σούπερ μάρκετ, τα φαστ-φουντ, οι ντισκοτέκ, που αναφέρονται στην επεξηγηματική επιγραφή του ανθρώπινου κλουβιού στο ζωολογικό κήπο του Μαϊάμι, αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα των χώρων αυτών και αποκαλύπτουν με τον καλύτερο τρόπο: και τη νοοτροπία αλλά και τον τρόπο ζωής του ανθρώπου της εποχής μας. Είναι σημεία αναφοράς του λεγόμενου μοντέρνου τρόπου ζωής.

Το σούπερ μάρκετ είναι απρόσωπος καταναλωτικός μηχανισμός. Μέσο εκβιασμού για κατανάλωση χωρίς βία. Είναι η νέα μορφή σκλαβοπάζαρου, όπου ο σκλάβος αγοράζει τη σκλαβιά του. Ο σκλάβος λέγεται πελάτης, ο οποίος διαλέγει και αγοράζει, χωρίς να έρχεται σ’ επαφή με κανέναν, χωρίς ν’ ανταλλάσσει μια κουβέντα με κάποιον. Διαβάζει τις τιμές κι αποφασίζει να πάρει κάτι, πάντως πάντα περισσότερα απ’ ό,τι αρχικά είχε αποφασίσει. Στη συνέχεια η αριθμομηχανή κανονίζει τον λογαριασμό του, ο οποίος είναι γραμμένος σ’ ένα μακρόστενο χαρτί. Πληρώνει και φεύγει. Ούτε ένας τυπικός χαιρετισμός. Το σούπερ μάρκετ ενσαρκώνει το πιο στεγνό καταναλωτικό πνεύμα. Ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται σαν συσκευή που καταναλώνει. Μέσα σ’ αυτό που καταναλώνεται, είναι η παλιά έννοια της αγοράς, όπου μέχρι πρόσφατα κρατούσε την αρχαία της έννοια. Πέρα από το αγοράζω – πουλάω, αγορά σήμαινε συνομιλώ, επικοινωνώ. Σήμαινε σχέση.

Από κοντά τα «φαστ-φουντ», σύμβολα κι αυτά της εποχής μας, είναι αδιάψευστοι μάρτυρες της τυποποιημένης ζωής μας. Το φαγητό έχει πάψει να είναι ιεροτελεστία και απόλαυση. Μεταβλήθηκε σε έκτακτη ανάγκη, που διεκπεραιώνεται σε minimum χρόνου. Ο άνθρωπος, καθώς βιάζεται, καθώς τρέχει συνέχεια στον ρυθμό που υπαγορεύει το ρολόι, δε βρίσκει χρόνο ν’ αφιερώσει στον εαυτό του, ούτε και για το φαγητό του. Τρώει όρθιος ή μισοκαθισμένος σε βιδωμένα καθίσματα, χωρίς σερβίτσια, χωρίς ησυχία. Το φαγητό είναι τυποποιημένο και κακομαγειρεμένο. Πάντως έντονα χρωματιστό (χάρη στην κέτσαπ), για να φαίνεται πιο ορεκτικό. Τα «φαστ-φουντ» είναι η νέα έκφραση φαγητού, που «σιδερώνει» τη γεύση και προγυμνάζει τον άνθρωπο, να δεχθεί τον ενιαίο τύπο φαγητού, που θα καθορίζει κάποια πολυεθνική Κίρκη. Το τραπέζι, στο οποίο όλη η οικογένεια κάθεται να φάει και παράλληλα να συζητήσει, πάει σιγά-σιγά να εγκαταλειφθεί. Στο δρόμο που τρέχει ο άνθρωπος, κάπου ξέχασε τον εαυτό του.

Τέλος, οι ντισκοτέκ είναι σύμβολο μιας γενιάς που μεγάλωσε χωρίς μουσική και που αναζητά τη «διασκέδαση» σε σκοτεινούς χώρους, όπου τα ηχορρυθμικά συστήματα και ο εκκωφαντικός και συνάμα μονότονος ήχος, στερούν από τους νέους την ανθρώπινη επαφή, τη συνομιλία. Εκεί όλοι κινούνται ρυθμικά, σπαστικά, χωρίς να χορεύουν. Μέχρι και την ξεκούραση ο σημερινός άνθρωπος την αναζητά στη μονοτονία και το θόρυβο. Στους χώρους αυτούς συνωστίζονται άνθρωποι πολλοί, που ουσιαστικά είναι μόνοι ή εχθρικοί. Γιατί η μουσική του είδους που ακούγεται μέσα εκεί, εξάπτει ό,τι χειρότερο έχει ο καθένας μέσα του. Λέγεται πως χάρη στη μουσική του, ο Ορφέας επανέφερε την Ευρυδίκη από τον Άδη. Η μουσική των «ντισκοτέκ» βοηθά τη νεολαία να πάει στον Άδη!

Ο Τσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα, στο διάσημο βιβλίο του «Η αβάστακτη ελαφρότητα του είναι», γράφει πως μέσω της άμουσης μουσικής ο άνθρωπος εθίζεται στην κυριαρχία της ασχήμιας: «Ο μετασχηματισμός της μουσικής σε θόρυβο, είναι μια πλανητική διαδικασία που εισάγει την ανθρωπότητα στην ιστορική φάση της ολικής ασχήμιας. Το απόλυτο της ασχήμιας εκδηλώθηκε αρχικά με την πανταχού παρούσα ηχητική ασχήμια: τα αυτοκίνητα, τα μηχανάκια, οι ηλεκτρικές κιθάρες, τα κομπρεσέρ, τα μεγάφωνα, οι σειρήνες. Η πανταχού παρουσία της οπτικής ασχήμιας δεν άργησε ν’ ακολουθήσει» (σσ. 119-120).

Όλα γύρω από τον σημερινό άνθρωπο δείχνουν τη μοναξιά του. Αυτή η αβάσταχτη μοναξιά έχει γίνει πια η αναπόδραστη μοίρα του. Όπου κι αν πάει, ό,τι κι αν κάνει, δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί από το βαρύ φορτίο της. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί -χωρίς να το καταλαβαίνει— ο άνθρωπος κουβαλά, όπου κι αν πάει, όπου κι αν σταθεί, το φοβερό κλουβί του. Κάποια συστήματα εξάρτησης του φόρεσαν χειροπέδες, του έβαλαν παρωπίδες, του μούδιασαν τη σκέψη και τα αισθήματα. Δεν βλέπει, παρ’ όλο που βλέπει. Δε σκέπτεται, παρ’ όλο που συνεχώς λογαριάζει. Δεν αισθάνεται, παρ’ όλο που πονάει. Ούτε και στην εξομολόγηση μπορεί να βρει ανακούφιση. Τι να πει, σε ποιον να το πει, αφού δεν μπορεί να προσευχηθεί; Αλλά γιατί να προσευχηθεί, αφού αυτά που πρέπει να θέλει, του τα προσφέρουν κάποιοι αόρατοι μηχανισμοί, που του επιβάλλουν το τί πρέπει να θέλει; Τα σούπερ μάρκετ ιίναι οι «ναοί» της νέας πολυεθνικής «θρησκείας», που λέγεται καταναλωτισμός. Οι μάρκες διαφόρων εταιριών είναι τα νέα «εικονίσματα».

Τα πράγματα έχουν φτάσει σε κάποιο απροχώρητο σημείο. Είναι επιτακτική ανάγκη να βγάλουμε τις παρωπίδες από τα μάτια μας, να γκρεμίσουμε τους τοίχους από τ’ αυτιά, να ρίξουμε τα συρματοπλέγματα από τις ψυχές. Ν’ αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε τι γίνεται γύρω μας, να συνειδητοποιήσουμε πως ζούμε σε μια «ελεύθερη» φυλακή, μέσα σε κλουβιά. Αν δεν αντιληφθούμε πως η ζωή μας αρχίζει να γίνεται χειρότερη από εκείνη των ζώων, που ζουν ελεύθερα, τότε σε λίγα χρόνια οι μεγάλες πόλεις θα μοιάζουν με απέραντους ζωολογικούς κήπους, όπου θα σπανίζει το πράσινο και θ’ αφθονεί ένα περίεργο ζωικό είδος, ο άνθρωπος του τσιμέντου.

Αυτό δεν σημαίνει πως θα λείψει η ποικιλία. Στη νέα μορφή πανίδας θα υπάρχει ένα ιδιότυπο ανθρωποειδές, που σχηματίστηκε στα τέλη του 20ού αιώνα, κάτω από περίεργες συνθήκες. Ονομάζεται «Έλληνας της πόλης», που πάντα τρέχει. Άλλοτε να προλάβει το λεωφορείο, άλλοτε να πληρώσει ένα λογαριασμό προτού λήξει η προθεσμία, άλλοτε να πληρώσει ή ν’ αποφύγει την εφορία κι άλλοτε για να βρει εισιτήριο για κάποιο «ντέρμπυ». Πρόσφατα διανοείται μάλιστα να τρέξει και για να προλάβει το τρένο της τεχνολογικής επανάστασης. Εν τω μεταξύ, κάθεται. Ίσως περιμένει το τρένο να περάσει από μπροστά του. Είναι το μόνο ζωικό είδος που προγραμματίζει όχι τις ημέρες εργασίας, αλλά τις ημέρες αργίας. Ίσως γι’ αυτό δεν κατοικεί σε ζωολογικό κήπο. Ζει σε μια χώρα που γίνεται σιγά-σιγά ζούγκλα.
(11 Φεβρουαρίου 1989)

Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Προβληματισμοί – ένας διάλογος με τους νέους.» Τόμος Ε΄
GUTENBERG – ΑΘΗΝΑ 1997

Παράβαλε και:
Άνθρωπος των πόλεων. «Φάρμα των ζώων»: φαντασία ή πραγματικότητα; – Σαράντου Ι. Καργάκου.

Κατηγορίες: Άρθρα, Μελέτες - εργασίες - βιβλία, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.