Παραπλέοντας την άγρια Μάνη – Κώστα Ουράνη.

Μεταξύ των ακτών της Μάνης και του λιμανιού των Καλαμών, πηγαινοέρχονται κάθε μέρα με γρηγοράδα συ ναγωνισμού και μ’ ένα δαιμονισμένο θόρυβο ξεχαρβαλωμένου μοτέρ, τριατέσσερα μικρά πετρελαιοκίνητα καϊκια. Είναι ο… «μανιάτικος στόλος», όπως τον λένε χαμογελώντας οι Καλαματιανοί. Κάνουν τη συγκοινωνία, μεταφέροντας ταχυδρομείο, ανθρώπους, ζώα κι εμπορεύματα, γιατί τα βαπόρια δεν πιάνουν στις αλίμενες και φτωχές ακτές της Μάνης, που απλώνονται από τις Καλάμες ίσαμε το Ταίναρο και που τις δέρνουν διαρκώς οι άγριες τρικυμίες.

Γυρνώντας την Πελοπόννησο, είχα χρησιμοποιήσει υδροπλάνο, τρένα, βαπόρια, προκατακλυσμιαία αυτοκίνητα συγκοινωνίας, ακόμα και γάίδουράκια. Μου έμελλε να ταξιδέψω και μ’ ένα από τα σκάφη του «μανιάτικου στόλου». Δεν μπορώ να πω ότι βασίλευε σ’ αυτό η άνεση, εκείνο όμως που μπορώ να βεβαιώσω είναι ότι ποτέ μου δεν έκανα γραφικότερο ταξίδι. Οι μικροί αυτοί σκυλοπνίχτες κάνουν το δρομολόγιό τους με ακρίβεια υπερωκεανίων. Οταν έφΘασα με τη συνοδό μου, το κατάστρωμα ήταν κιόλας γεμάτο από ανθρώπους, βαρέλια, καλάθια, μπόγους, δέματα, κότες, κοφίνια και πρόβατα! Όλ’ αυτά φύρδηνμίγδην” και μπάρκαραν οι τελευταίοι επιβάτες: τρία μαύρα γουρούνια κι ένας ενωμοτάρχης.

Ο πλοίαρχος ήταν όρθιος στην πρύμη κι έδειχνε μια πυρετώδικη δραστηριότητα. Εκοβε ο ίδιος τα εισιτήρια, σφύριζε δυνατά με τη σφυρίχτρα του, έβριζε, χειρονομούσε και, εκνευρισμένος με την πεισματική απροθυμία που έδειχναν τα γουρούνια να στριμωχθούν σε μια γωνιά, τα ‘σπρωχνε με κλοτσιές, ενώ εκείνα απαντούσαν με γρυλισμούς διαμαρτυρίας. Ο πλοίαρχος αυτός ήταν το περιεργότερο αντίτυπο πλοιάρχου που έτυχε να ιδώ σ’ ολόκληρη μια ζωή, που την πέρασα ταξιδεύοντας. Φορούσε στολή και πηλίκιο εμποροπλοιάρχου, τα στρογγυλά όμως κατάμαυρα γυαλιά του, το αξύριστο πρόσωπό του, οι άπειροι λεκέ δες της στολής του και ιδίως το πανύψηλο ξερακιανό κορμί του, του έδιναν μιαν ανησυχαστική όψη πειρατή. Οταν κάρφωσε τα μαύρα γυαλιά του απάνω μου, μου θύμισε τον
κουρσάρο της «Νήσου των θησαυρών», του Στήβενσον, που είχε σκεπασμένο μ’ ένα μαύρο πανί το βγαλμένο μάτι του. Ωστόσο, ο πλοίαρχος αυτός του μανιάτικου καϊκιού, έδειξε στη συνοδό μου μια ευγένεια και μια λεπτότητα τρόπων ανθρώπου των σαλονιών. Εβγαλε το πηλίκιό του για να τη χαιρετήσει, της έδωσε το χέρι, για να τη βοηΘήσει να περάσει στο κατάστρωμα, και της πρόσφερε το μόνο κάΘισμα που βρισκόταν σ’ ολόκληρο το σκάφος του: ένα χαμηλό βαρέλι. Και, σα να περίμενε εμάς και μόνο για να ξεκινήσει, έδωσε διαταγή να λύσουν τον κάβο, έτρεξε στο πηδάλιο και σε λίγο το καϊκι άφηνε το λιμάνι των Καλαμών μ’ ένα τρομερό θό ρυβο του μοτέρ και μ’ ένα τράνταγμα αντιτορπιλικού σε δοκιμές ταχύτητας.

αα το πρωτότυπο αυτό καϊκι!… θα το θυμάμαι πάντα. Από το χαμηλό και στενόμακρο φουγάρο του έβγαινε όλη την ώρα ένας καπνός, που βρομούσε ορυκτέλαιο, ενώ, κάθε τόσο, εκτοξεύονταν, σαν από στόμιο ηφαιστείου, γλοιώδεις καπνιές, που κολλούσαν στα ρούχα μας κι έμεναν εκεί οριστικά. Ο συνωστισμός, εξάλλου, τόσων ανΘρώπων και ζώων στο κατάστρωμα, έφερνε στα ρουθούνια μας μια ποικιλία από οσμές τόσο βαριές, που ο θαλάσσιος άνεμος, αν και δυνατός, δεν κατόρθωνε να τις παρασύρει… Γεμάτοι εγκαρτέρηση, κοιτάζαμε τις άγριες ακτές της Μάνης, ενώ όλος ο κόσμος στο κατάστρωμα κοίταζε εμάς. Το φασαμαίν της συνοδού μου και τα παντελόνια του γκολφ που φορούσα εγώ, είχαν προκαλέσει τόση.αίσθηση, που σιγάσιγά είχε σχηματισθεί γύρω μας ένας κύκλος από σιωπηλούς αποβλακωμένους ανΘρώπους, που μας περιεργάζονταν σαν σπάνιες μαϊμούδες. Ενα μωρό είχε λησμονήσει, για να μας κοιτάζει, το μαυριδερό και μαραμένο στήθος της μητέρας του, που κρεμόταν έξω από το ρούχο της. Τα γουρούνια, πε ρίεργα κι αυτά, προσπαθούσαν να τρυπώσουν τα μουσούδια τους ανάμεσα στα πόδια των επιβατών, γρυλίζοντας αδιάκοπα. Αμφιβάλλω αν ιεραπόστολοι, φθάνοντας μέσα σε αγρίους, θα προκαλούσαν περισσότερη εντύπωση απ’ όση εμείς… ***

Το καϊκι είχε αφήσει μακριά πίσω του τα ευτυχισμένα ακρογιάλια της Μεσσηνίας και μπρος στα μάτια μας ξε τυλίγονταν οι στείρες βραχώδεις και περήφανες ακτές της Μάνης, που έπεφταν κάθετες σαν παραπέτασμα πάνω στη γλαυκή θάλασσα. Μερικές τούφες ισχνής βλάστησης εδώ κι εκεί ήταν η μόνη πρασινάδα μέσα στην αδιάκοπη κυματιστή διαδοχή πυρότεφρων βουνών, που τη γύμνια τους και την εγκατάλειψή τους την έκαναν πιο έντονη ερημικά σπιτάκια, κολλημένα σαν πεταλίδες στις πλαγιές τους, και μοναχικοί πύργοι σκαρφαλωμένοι στις κορφές τους. Πίσω από τα βουνά αυτά των ακτών, έβλεπες να ξεκόβονται στον ΟΥΡΑΝΌ, πανύψηλες και φαντασμαγορικές, οι τέφρες κορυφογραμμές του Ταίϊγετου με τις σκοτεινές πινελιές
των ελάτων τους. Μ’ όλη τους τη στειρότητα και την άγρια όψη, οι ακτές αυτές είχαν μια ομορφιά, που διαρκώς ανανεωνότανε. Αλλού, οι βράχοι απότομοι, ξεσχισμένοι, είχαν ένα τραγικό μεγαλείο και το χρώμα τους έμοιαζε με πηγμένο αίμα. Αλλού πάλι, έβλεπες μια μακριά λουρίδα χαμηλής ακτής με ζωηρότατα κόκκινα, κίτρινα και πράσινα χρώματα, που.την εποίκιλλαν μικροί ανθρώπινοι συνοικισμοί με ομοιόμορφα τεφρά πέτρινα σπίτια. «Ενας απ’ αυτούς τους συνοικισμούς ήταν γραφικά χτισμένος, γύρω από μια βυζαντινή εκκλησίτσα, πάνω σε μια βραχώδη προεξοχή, σαν κρεμασμένος ανάμεσα
ουρανού και Θάλασσας. Υστερα, ως τον κάβο που λέγεται Κεφάλι της
Καλαμάτας, κι όπου υψώνεται ένας ερημικός φάρος, τα παράλια παρουσιάζαν μιαν εικόνα γεμάτη καταθλιπτική ερήμωση. Οι πετρώδεις λόφοι τους διαδέχονταν ο ένας τον άλλο μονότονοι, με ψωραλέα βλάστηση κι όλα τα γκρίζα και χαμηλά βράχια του παραθαλάσσιου, καθώς ήταν φαγωμένα και κατατρυπημένα από τις τρικυμίες αιώΝΩΝ, έμοιαζαν με τεράστια παράδοξα σφουγγάρια. Οταν στρίψαμε τον κάβο, αποκαλύφθηκε ξανά μπροστά μας, στο βάθος του ορίζοντα, το θάμπος του τεράστιου Ταϋγετου, με τις κορφές του σκεπασμένες από ακίνητα κύματα σύννεφων. Η θάλασσα είχε ένα βαθύ λουλακί χρώμα κι η ορεινή ακτή απλωνόταν αριστερά μας απέραντη και εντελώς ακατοίκητη. Δυο ακόμα κάίκια του «μανιάτικου στόλου», μικρότερα από το δικό μας, έπλεαν κοντά μας, προσπαθώντας να μας ξεπεράσουν. Στην προσπάΘειά τους αυτή, έβγαζαν μεγάλα σύννεφα μαύρου καπνού, που τα περιτύλιγαν ολόκληρα κι έδιναν την εντύπωση ότι καίονταν. Μια άξαφνη και τρομερή μπόρα που μας έπιασε, φάνηκε σα θεόσταλτη για να σβήσει. Η μπόρα αυτή, που μας μούσκεφε ως τα κόκαλα και μετέτρεψε σ’ ένα είδος πολτού ανθρώπους, και ζώα! Τα καράβια που περνούσαν από δω, έτρεχαν πάντα τους μεγαλύτερους κινδύνους να καταποντισθούν ή να κομματιασθούν στους βράχους, γιατί δεν παύουν ποτέ να φυσάνε και να παλεύουν αναμεταξύ τους οι πιο δυνατοί άνεμοι. Εξόν από τους κινδύνους αυτούς της τρικυμίας, τα περαστικά καράβια είχαν ν’ αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο των κουρσάρων, των τρομερών εκείνων Αγαρηνών, που φώλιαζαν στους μικρούς βραχώδεις όρμους, και που η ανάμνησή τους διατηρείται στη Μάνη ως σήμερα. Τέλος, τα πλεούμενα, που αναγκάζονταν καμιά φορά από την τρικυμία να καταφύγουν σε κανένα έρημο όρμο αντί να βρουν ασφάλεια, εύρισκαν πολλές φορές Μανιάτες των γύρω, που τα περίμεναν, για να ξεκάνουν το πλήρωμά τους και να τα λεηλατήσουν.

Μέχρι σήμερα ακόμα, τους έρημους αυτούς όρμους τούς λένε στη Μάνη.. «ΜαγόΝΑ», που σημαίνει, όπως είναι γνωστό, καρτέρι…
Πλησιάζαμε στο τέλος του ταξιδιού μας και ήταν πια καιρός! Το καϊκι είχε μπει σ’ ένα βραχώδη κόλπο, που τον σάρωνε ιδιαίτερα ο μανιασμένος βοριάς. Οι αφρισμένες χαίτες των κυμάτων ανεμίζονταν σ’ όλο τον κόλπο με μια σύγχυση πανικού. Μην μπορώντας να πλησιάσομε, για ν’ αγκυροβολήσομε με τον άνεμο στο πλευρό, εισπλεύσαμε ως το βάθος του κόλπου με τον αέρα ενάντια, για τον έχομε, στρίβοντας στην πρύμη μας. Το θέαμα του κόλπου ήταν γραφικότατο. Το αμφιθέατρο των βουνών ήταν πιτσιλισμένο, εδώ κι εκεί, με γκρίζες κηλίδες συνοικισμών και σ’ ένα ύψωμα, που εξείχε σαν ακρωτήριο, η κωμόπολη του Οιτύλου” φάνταζε σα μια απρόσιτη σκοπιά. Στην κυρτή κορυφή ενός άλλου βουνού ξεκόβονταν τα χαμηλά ταμπούρια κι οι χοντροί στρογγυλοί πύργοι ενός παλιού φρουρίου.

Αλλά ό,τι μ’ ενδιέφερε πια, δεν ήταν οι γραφικές τοποθεσίες. Ταλαιπωρημένος από την τρικυμία, κοίταζα με λαχτάρα τα λίγα σπίτια του Λιμανιού, του ασήμαντου επίνειου της Αρεόπολης, όπου επρόκειτο ν’ αποβιβασθούμε….

Κατηγορίες: Λογοτεχνικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.