Γιατί να μη πετάμε ανθρώπους στην θάλασσα; – Τάσου Λιγνάδη.

ΛΕΜΕ ΓΙΑ ΤΟ ΑΤΟΜΟ που δεν αισθάνεται καμιά ηθική αναστολή: Δεν φοβάται Θεό ή Δεν έχει ιερό και όσιο. Η παραδοσιακή αυτή διάγνωση κυριολεκτεί, στην περίπτωση του ελληνικού πλοίου που έρριξε στην θάλασσα τους έντεκα λαθρεπιβάτες από την Κένυα. Ειδεχθής ιστορία που μας προσβάλλει. Πιο οδυνηρό, όμως, από το ίδιο το πλήγμα της είδησης, πρέπει να είναι το πλήγμα της αιτιολογίας της. Γιατί η αιτιολογία είναι η μόνη συνηγορία που μπορεί να ευσταθήσει σ αυτή την κτηνωδία, όπως εύστοχα εχαρακτήρισε το γεγονός ο κ. υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας.

Συνηγορία σε μια τέτοια κτηνωδία; Ναι, γιατί και η συνηγορία του Διαβόλου αποτελεί όρο Δικαιοσύνης. Αρκεί η συνηγορία να μη γενικεύσει, αντλώντας τα επιχειρήματα της από ομαδικά εγκλήματα γενοκτονίας, ιστορικά η πρόσφατα, όπως π.χ. το έγκλημα γενοκτονίας της Κύπρου, του «αδελφού» μας Ετζεβιτ. Αρκεί να μείνει στην ατομική περίπτωση της ευθύνης του προσώπου ή των προσώπων. Μια τέτοια συνηγορία θέτει σαν βάση του συλλογισμού της ένα αμείλικτο ερώτημα: Γιατί να μη πετάμε ανθρώπους στην θάλασσα, όταν μας ενοχλούν; Τι μας εμποδίζει;
Ας μη βιαστούμε ν απαντήσουμε στο ερώτημα, πριν ξεκαθαρίσουμε κάτι. Τέτοιες περιπτώσεις δεν αντιμετωπίζει, βέβαια, για πρώτη φορά η εγκληματολογική εμπειρία, όσο κι αν η ελληνική ναυτιλία δεν διακρίθηκε ποτέ για τέτοιου είδους κρούσματα. Ωστόσο, δεν υπάρχουν μόνο θαλασσινά εγκλήματα ούτε μόνο θαλάσσια τέρατα.
Απλώς ξέρουμε ότι τις κτηνωδίες τις κάνουν ανθρώπινα κτήνη, άτομα του σκοινιού και του παλουκιού. Δεν αναφέρεται, όμως, σ αυτούς το ερώτημα. Είναι αμείλικτο, γιατί προυποθέτει ανθρώπους πολύ συναφείς μας, νομοταγείς κατά κάποιο τρόπο, μορφωμένους ίσως και οπωσδήποτε συγχρόνους μας. Λοιπόν; Γιατί να μη πετάμε ανθρώπους στην θάλασσα;

Πιο επικίνδυνη από την εγκληματικότητα που συγκρούεται με τον Νόμο, είναι η άλλη εγκληματικότητα, η λανθάνουσα..Και ένας φονιάς είναι μικρότερο κακό από το απάνθρωπο ήθος, όταν αυτό εξασφαλίζει την ευκαιρία να εκδηλωθεί ατιμώρητα. Στους μηχανισμούς της κοινωνίας ενεργεί ο εγκληματίας. Στην ασυδοσία, όμως, του Ωκεανού εκδηλώνεται ο πραγματικός εαυτός μας. Εκεί που αργεί ο Νόμος, εκεί που δεν μας βλέπει, που δεν μας ελέγχει κανείς. Κανείς; Και η ανθρώπινη συμπόνια, η ηθική απαγόρευση, η συνείδηση που θα ‘λεγε ο Δεσποτόπουλος και που είχε προτείνει μάλιστα να ορκιζόμαστε στα δικαστήρια εν ονόματί της; Αυτά είναι σκουριασμένες αξίες μιας παιδείας ξεπερασμένης πια. Συνείδηση! Τι είναι αυτό; Τρώγεται;, θα ρωτήσει ο καννίβαλος των πόλεων και θα συμφωνήσει μαζί του το νεόπλασμα του τεχνοκράτη. ΄Αλλη συνείδηση εκτός από τον φόβο του χωροφύλακα δεν υπάρχει. Και όλα τ άλλα είναι κούφιοι συναισθηματισμοί. Εκείνο που έχει σημασία είναι το εγώ μου. Πολιτισμός μου, η αυτολατρεία που είχε προβλέψει ο Παπαδιαμάντης. Δικαίωμα μου να υποδύομαι τον νιτσεϊκο υπεράνθρωπο και να καθορίζω, όπου μπορώ και όπου με βολεύει, την μοίρα του πλησίον. Και ο πλησίον είναι μύγα και κουνούπι. Όταν, λοιπόν, δεν με βλέπει ο χωροφύλακας της ανθρώπινης αγέλης, τι με εμποδίζει να ρίχνω στην θάλασσα έντεκα μύγες από την Κένυα, έστω κι αν με ικετεύουν γονατιστοί να μη το κάνω;

Το σύμπτωμα δεν ανήκει στον κανόνα των εξαιρέσεων. Είναι συγκεκριμένη εκδήλωση μιας γενικής συμπεριφοράς, που βρίσκει την ευκαιρία να εκδηλωθεί, είτε σε θαλάσσιες, είτε σε παραθαλάσσιες, είτε σε χερσαίες περιπτώσεις: Σάπια κρέατα, νοθευμένα φάρμακα, επικίνδυνα μηχανήματα, εμπρησμοί, επισφαλείς κατασκευές, που έχουν ως αποτέλεσμα εκατομμύρια θυμάτων. Ε, και! Ποιος με βλέπει, όταν δεν με βλέπει ο Νόμος. Κανείς. Αυτός είναι ο πραγματικός Ωκεανός. Ο εαυτός μου. Και είναι άραγε καρπός μιας εγκληματικότητας που έχει ανεξήγητη επιτάχυνση μηχανισμών; ΄Οχι δα. Είναι καρπός της πολύ χειροπιαστής σύγχρονης παιδείας. Μιας παιδείας εντεταγμένης στην ωφελιμιστική παραγωγή αγαθών, που είναι υποχρεωμένη να μετράει το μηχάνημα και τον άνθρωπο ως συνδυασμό ποσοτήτων. Είναι η πλατωνική διαπίστωση της επιστήμης που χωρίστηκε από την αρετή και εκδηλώνεται ως απάνθρωπη πανουργία. Με στατιστικές, με χημικούς τύπους, με διαβήτη, μπορούμε να φτιάξουμε πολλά θαυμαστά πράγματα. Τον αποδέκτη τους δεν μπορούμε να φτιάξουμε, γιατί η τεχνοκρατία από την φύση της δεν τον προυποθέτει, παρά μόνο ως αριθμό.

Ρωτάει η συνηγορία του διαβόλου: Πίσω από την πλάτη του Νόμου, ποιά ιερότητα παραβιάζουμε, πετώντας ανθρώπους στην θάλασσα μαζί με τα σκουπίδια; Ποιό ιερό και όσιο μπορεί να μας κρατήσει το χέρι; Ποιος φόβος λογοδοσίας μας συγκρατεί; Από το Σχολείο έχουμε εξορίσει τον έλεο του άνθρωπου και τον φόβο του Θεού, ως απώλειες χρόνου παραγωγής. Και οι κοινωνιολογίες; Αυτές περιγράφουν την ανθρωπότητα και όχι τον άνθρωπο. Εκεί δηλαδή που κρίνεται το πραγματικό ήθος του άνθρωπου, εκεί έχουμε χάσει το κριτήριο.
Εξουθενώσαμε την παιδεία των κειμένων μας. Δηλαδή τα υποδείγματα των άξιων του ανθρώπινου προσώπου. Αφελληνίζουμε και το περιεχόμενο και την γλώσσα, παρασκευάζοντας, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, ένα νεοβαρβαρισμό, όπου η αρχοντοκρατία του εγώ θα οδηγήσει μοιραία σε μια αυταρχική εξουσία. Που τα βλέπουμε όλα αυτά; Γύρω μας, στον χώρο εφαρμογής της τρέχουσας παιδείας: Στην κοινωνία. Η επιθετικότητα των νέων, για όσους ξέρουν την ηλικία αυτή, λέει πολλά. Λέει, όμως, περισσότερα ο εύκολος παλικαρισμός τους κατά των ανήμπορων και κατά των γέρων. Αυτή η άνανδρη βία είναι πολύ πιο επικίνδυνη από την τόλμη της παρανομίας. Και αποτελεί συχνότητα και ρυθμούς ζωής που χαρακτηρίζουν την απουσία του μεγίστου μαθήματος.

Το ελληνικό πλοίο με τους έντεκα Κενυάτες, έρριξε στην θάλασσα την υπόληψη μιας Παιδείας. Η συνηγορία του Διαβόλου αποπροσωποποιεί την πράξη αυτή και την παραπέμπει σ ένα μοιραίο σύμπτωμα.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 27 Μαΐου 1984

Από το βιβλίο: «Καταρρέω», του μακαριστού Τάσου Λιγνάδη. Επιλογή επιφυλλίδων. Εκδόσεις Ακρίτας,Αθήνα, Ιούλιος του 1989.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Υγεία – επιστήμη - περιβάλλον. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.