Παναγιώτης Κρεβατάς: ο έντιμος φίλος του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη – Κώστα Δ. Παπαδημητρίου.

Από τους πάμπλουτους μεγαλοκοτζαμπασηδες του Μωρία ήταν ο Παναγιώτης Κρεβατάς. Δεν τούλειπε και η μόρφωση. Από πολύ νέο τον είχε στείλει ο πατέρας του στην Ιταλία να σπουδάσει. Και το 1819 τον μύησε στη Φιλική Εταιρία ο Σωτηράκης Χαραλάμπης.

Κληρονόμησε απ’ τον πατέρα του σαν κοτζαμπάσης την περιφέρεια του Μυστρά. Και στην αρχή του αγώνα βρέθηκε στο ίδιο ταξικό στρατόπεδο με τους άλλους κοτζαμπάσηδες: γι αυτό ήταν αντίθετος με τα σχέδια του Υψηλάντη και του Κολοκοτρώνη. Γρήγορα όμως ανάνηψε και είδε σε ποιόν κίνδυνο έριχναν την πατρίδα τα πάθη των αρχόντων.

Ήταν τότε που ο Γέρος πήγαινε για τα Δερβενάκια, όπου θα συναντούσε την πιο λαμπρή του δόξα. Κοντά στον Αχλαδόκαμπο, συναντά τον Κρεβατά και γνωρίζονται στενά. Ο Φωτάκος για κείνη τη γνωριμία γράφει:
«Μαγνητισθείς (ο Κρεβατάς) από τον πατριωτισμόν του Κολοκοτρώνη, ωμολόγησε προς τούτον όλα όσα οι πολιτικοί ενήργησαν εις το Αργός και αλλού κατ’ αυτού και του Δ. Υψηλάντη, και την τρομεράν συνωμοσία, η οποία σκοπόν είχε, όχι να τους δολοφονήσουν, αλλά να τους γυμνώσουν, αφαιρούντες απ’ αυτούς τα όπλα, αν και ο Μαυρομιχάλης επροσπάθει να τους πείση, ότι η αχαριστία είναι προτέρημα και η δολοφονία είναι αρετή εις τον άνθρωπον, αξίωμα Μανιάτικον και ίδιον της οικογενείας των Μαυρομιχαλαίων».
Και συνεχίζει:
«Ο Κολοκοτρώνης με τον Παναγιώτη Κρεβατά εκάθηντο εις ένα κονάκι (κατάλυμα) και με όρκον εσυμφώνησαν να είναι πάντοτε φίλοι πιστοί, και την φιλίαν των αυτήν μόνος εξεχώρησεν ο θάνατος. Ο Κρεβατάς μάλιστα τότε είπεν εις τον Κολοκοτρώνην ότι έχει και δίδει εις αυτόν ένα μιλιούνι γρόσια δια τας ανάγκας του πολέμου.
«—Αι, φίλε μου, του είπεν ο Κολοκοτρώνης, γρόσια τώρα εγώ δεν χρειάζομαι. Θέλω όμως στρατιώτας και πολεμοφόδια και τροφάς. Γράψε εις την επαρχίαν σου, του Μιστράν, να τα φέρουν». Και ούτως έγινεν. Αμέσως λοιπόν ο Κρεβατάς έγραψε και ήλθαν τα πάντα, πολεμοφόδια, στρατιώται και λοιπά…».

Αυτή όμως τη φιλία του Κρεβατά με τον Κολοκοτρώνη, οι άλλοι προύχοντες και κοτζαμπάσηδες τη λογάριασαν για προδοσία. Και δε δίστασαν να φτάσουν ως το φόνο, για να την αφανίσουν. Και να πως:
Μόλις απαλλάχτηκε η Ελλάδα από το Δράμαλη, ο Κρεβατάς μαθαίνει πως στην ιδιαιτέρα του πατρίδα έγιναν μεγάλες ταραχές και κρεμόταν η απειλή για εμφύλιο σπαραγμό. Κάποιος απ’ το Μυστρά, Ματραμπήλια τον έλεγαν, σκότωσε έναν στρατιώτη του Γιατράκου. Ο Γιατράκος ήταν καπετάνιος του Μυστρά. Του είχαν βάλει σπιουνιές ότι σύντομα θα χάσει το καπετανλίκι του γιατί ο Κρεβατάς, λόγω της φιλίας του με τον Κολοκοτρώνη, σκόπευε να το δώσει στον Νικηταρά. Γι’ αυτό μισούσε τον άρχοντα Κρεβατά και αναζητούσε να βρει τρόπο να τον ξεπαστρέψει. Και να που τη βρήκε:
Φτάνοντας ο Κρεβατάς στο Μυστρά, του λένε οι δικοί του πως οι στρατιώτες του Γιατράκου δεν αρκέστηκαν να σκοτώσουν το Ματραμπήλια μόνο, μα και όλους τους οικείους και συγγενείς του. Και πως ο Γιατράκος δεν έκανε τίποτα να σταματήσει το κακό.
Μπαίνοντας στο σπίτι του ο Κρεβατάς και καθώς άλλαζε τα βρεγμένα του ρούχα με άλλα στεγνά, μπαίνει και ο Γιατράκος να τον καλοσωρίσει.
-Καλώς όρισες, άρχοντα, του λέει.
-Κάλλιο να μη σ’ εύρισκα ζωντανό, τ’ αποκρίνεται ο Κρεβατάς.
– Τι κατάσταση είναι αυτή; Τι καπετάνιος της επαρχίας μας είσαι, να μην δύνασαι να προλάβης τοιαύτας συμφοράς αυτής; Εφόνευσεν ο Ματραμπήλιας; ‘Εχομεν νόμους και κυβέρνησιν και δι’ αυτών εδυνάμεθα να τον τιμωρήσωμεν».
Και αφού είπε αυτά κάθησε χωρίς να πει και στο Γιατράκο να καθήσει. Και κείνος άνοιξε την πόρτα και έφυγε, χωρίς να πει λέξη.

Ο Κρεβατάς έκαμε ό,τι μπορούσε για να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Και στις 16 Νοεμβρίου «παρέλαβε μόνο τρεις πεζούς και απήρχετο και αύθυς να εκτελέσει το καθήκον του παρά τη κυβερνήσει». Κατά τα χαράματα της άλλης μέρας, ύστερα από μιάμιση ώρα δρόμο, φτάνει κοντά στον Ευρώτα. Λόγω όμως της εποχής, το ποτάμι ήταν κατεβασμένο με πολύ νερό. Προστάζει τότε τους συνοδούς του να περάσουν το ποτάμι απ’ το γεφύρι που είναι πιο πάνω. Αυτός που ήταν έφιππος, θα περνούσε μέσα στο ρεύμα. Και ενώ περνούσε το ποτάμι, «επυροβολήθη εκ της αντίκρυ αυτού όχθης δια πολλών σφαιρών και έπεσε νεκρός». Του είχαν στήσει χωσιά ο Γρηγοράκης, ανηψιός του Γιατράκου κάι ο Π. Μαλαβαζάκης, τσαούσης του Γιατράκου, μαζί με μερικούς άλλους. Και «δεν έφθασεν τούτο (ότι τον σκότωσαν) εις αυτούς, αλλά τον έγδυσαν κατάσαρκα και τον ετουφέκιζον», όπως έγραψε σε λίγες μέρες ο Παπαφλέσας απ’ την Τριπολιτσά στον Νικηταρά. Και τελείωνε το γράμμα του ο Παπαφλέσσας:
«Ο Γιατράκος εξεσκέπασε το πράγμα φανερά φανερά, ότι τον εσκότωσεν ο ίδιος, καθότι ο μακαρίτης Κρεβατάς εσκόπευε ν’ αφιέρωση την επαρχίαν του εις την γενναιότητα σου, και δια να τον εκδικηθή ο Γιατράκος, τον εσκότωσεν: όθεν ημείς πρέπει να τον εκδικηθώμεν, διότι ο μακαρίτης εσκόπευε καλά δια ημάς».

«Ελυπήθησαν τότε οι Πελοποννήσιοι, γράφει ο Σπηλιάδης, διότι απώλεσαν τον πολλού λόγου άξιον Κρεβατάν. Οι πάντες δε απέδιδαν την δολοφονίαν ταύτην εις μίσος και αντιζηλίαν της οικογενείας του Γιατράκου».
Και είχαν δίκιο να πενθήσουν το χαμό του Κρεβατά, όχι μόνο οι Μωραϊτες, μα και όλοι οι Έλληνες γιατί, όπως γράφει ο Αγαπητός «αι αρεταί του Κρεβατά δεν ήσαν κοιναί! Ουδέν επόθει δι’ εαυτόν, το μόνον δε αυτού μέλημα ήτο η πατρίς-επέβαλλεν εις εαυτόν το υψηλόν καθήκον να συντελή εις την ένωσιν των διεστώτων και την κατάπαυσιν των διχονοιών. Ήτο δ’ εχθρός αμείλικτος της πολυτελείας και των επιδείξεων», αφού, όπως προσθέτει ο Πουκεβίλ, στις συνεδριάσεις της Γερουσίας, παρά τα πλούτη του, φορούσε πάντα τη Σπαρτιατική καπότα του και έλεγχε πικρά τους αγαπώντας την πολυτέλειαν και τις διενέξεις.

Και όμως οι δολοφόνοι του Κρεβατά δεν τιμωρήθηκαν. Και όχι μόνον έμειναν ατιμώρητοι, μα και η κυβέρνηση με βούλευμα της στις 8 Γενάρη του 1823, προβίβασε τους οργανωτές της δολοφονίας, το Γεώργιο και Νικόλαο Γιατράκο, τον πρώτο σε στρατηγό και το δεύτερο σε χιλίαρχο «δια τας προς την πατρίδαν εκδουλεύσεις τους».
Μάταια αναζητούσε δικαιοσύνη η οικογένεια του αδικοσκοτωμένου Κρεβατά.. «Το τότε κυβερνών κόμμα», γράφει ο Κόκκινος, «εκ του οποίου προήλθον όλαι αι μέχρι της αφίξεως του Ι. Καποδιστρίου κυβερνήσεις, είχε προγράψει την οικογένειαν Κρεβατά. Η θλιβερά αυτή θυσία του δικαίου, έγινε χάριν της κομματικής σκοπιμότητος. Έπρεπε ν’ αφαιρεθή από το αντίπαλον κόμμα η στρατιωτική δυναμις της Λακεδαίμονος»..
Αλλά η αδικία συνεχίστηκε και μετά την απελευθέρωση της πατρίδας μας. Η χήρα του πάμπλουτου Κρεβατά, που τόσα πρόσφερε στον μεγάλο αγώνα και το μόνο αμάρτημα του ήταν ο πατριωτισμός και η τιμιότητα του, έπεσε σε μεγάλη δυστυχία. Ζούσε μέχρι το τέλος της ζωής της πάμφτωχη, με είκοσι δραχμές σύνταξη το μήνα!!!

Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ -ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Ιστορικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.