Θυμός, αγανάχτηση και αηδία πλημμύριζε την καρδιά της Μπουμπουλίνας, που έβλεπε τη φαγωμάρα να δέρνει τους Έλληνες στο Μοριά. Μπούχτησε πια ν’ ακούει κάθε μέρα βρισιές της μιας παράταξης εναντίον της άλλης. Συχάθηκε και την έπιασε ο πόθος να φύγει μακριά, για να ησυχάσει. Και φορτωμένη με πίκρα και τσακισμένες ελπίδες, μια μέρα ξεκίνησε για να επιστρέψει στο όμορφο νησί της, τις Σπέτσες. Με τι φτερά και τι φιλοδοξίες έφευγε πριν από λίγα χρόνια και πως γύριζε τώρα! Ας είναι. Μπήκε στην κουβέρτα ενός καραβιού, ώσπου αυτό έπιασε τον κάβο του αγαπημένου της νησιού και φούνταρε στο λιμάνι.
Όλοι βγήκαν στην αποβάθρα να καλωσορίσουν την ηρωίδα καπετάνισσα. Και κείνες οι γνωστές της αντίζηλες, που κάποτε δεν της χρώσταγαν καλή κουβέντα, τώρα δεν τη ζήλευαν, μα τη θαύμαζαν και την τιμούσαν, όπως της ταίριαζε. Είχε τιμήσει και δοξάσει το νησί της όσο κανένας άλλος. Και γι’ αυτό χάρηκε όλο το νησί που την ξανάβλεπε.
Σιγά σιγά έφυγε απ’ τη Μπουμπουλίνα η μιζέρια και μαλάκωσε η καρδιά της. Η ήσυχη ζωή της στο νησί ημέρεψε την ψυχή της. Και άρχισε πάλι την κοινωνική της δράση. Συναναστροφές και νταραβέρια με δεσποτάδες, στρατηγούς, ναυάρχους, έμπορους, μα και με τον απλό λαό που τον βοηθούσε όσο μπορούσε. Έρχονταν και τα παιδιά της κάποτε στο νησί και της έδιναν χαρά και κουράγιο.
Έμπαινε ο Μάης του 1825. Είχε ξεφτίσει για καλά ο χειμώνας με τις αγριάδες του και το νησί ανάπνεε τη χαρά της άνοιξης. Κι αν μούντωνε κάποτε ο ουρανός από σύννεφα, το ένιωθαν οι νησιώτες πως να, σε λίγο, θ’ άστραφτε πάλι ο ήλιος γλυκός, γελούμενος, σαν φαρδομάγουλος μπεκρής που αντικρύζει το μυρωδάτο ολάνθιστο ποτήρι της γης, γιομάτο από υποσχέσεις ευτυχίας. Τον διαισθάνονταν πως πίσω απ’ τα κυνηγημένα σύννεφα παραμονεύει έτοιμος να προβάλλει. Ζούσε τη χαρά της άνοιξης και η Λασκαρίνα.
Κείνες τις μέρες στο νησί ήρθε και ο γιός της από τον πρώτο άνδρα της, ο Γιώργο-Γιάννοζας, που τόσες φορές είχε γλιτώσει απ’ τα εχθρικά τα βόλια. Άφησε τον αγώνα και ήρθε να ξεκουραστεί για ένα μήνα. Έτσι είπε. Μα αυτή δεν ήταν η πραγματική αιτία του ερχομού του. Άλλη ήταν η αληθινή. Τον έκαιγε η αγάπη για μια όμορφη και πλούσια Σπετσιωτοπούλα. Ήταν η Βγενή, η κόρη του γέρου καπετάν Χριστόδουλου Κούτση. Και δεν το ήξερε το μυστικό άλλος κανένας, εξόν απ’ τη Λασκαρίνα.
Ο πατέρας, όμως, και οι μπαρμπάδες της Βγενής ήταν παραδόπιστοι. Δε λογάριαζαν ούτε τη δόξα, ούτε την ανθρωπιά μπροστά στα ταληρα. Και της Μπουμπουλίνας οι στέρνες ήταν άδειες από τέτοια. Οι στέρνες της και τα καράβια της δόθηκαν για τον Αγώνα. Μα οι Κούτσηδες δε χαμπάριζαν από τέτοια και δεν την ήθελαν για συμπεθέρα.
Προξένεψαν οι Κούτσηδες την κόρη τους μ’ έναν έμπορο απ’ την Τεργέστη. Από αυτή την παντρειά όλο το συγγενολόϊ θα είχε διαφορά. Και στήριγμα στο εξωτερικό. Ήθελαν να φυλάνε και πισινή για μια δύσκολη περίσταση. Η Βγενή όμως δεν τον ήθελε τον έμπορο. Παναγιώτη Μέξη, τον έλεγαν. Αγαπούσε κι αυτή το Γιώργο Γιάννοζα. Και του παράγγειλε κρυφά ναρθεί, γιατί Κυριακή με Κυριακή λογάριαζαν να την παντρέψουν κιόλας οι δικοί της. Γι’ αυτό ήρθε ο Γιάννοζας, να προφτάσει.
Μια μέρα ο Γιώργος στέλνει προξενείο στον πατέρα της Βγενής. Η απάντηση, όμως, αργούσε και ο Γιώργος ανησυχούσε. Βρίσκει στο δρόμο τον μπάρμπα της Βγενής και τον ρωτάει. Εκείνος του απαντά πως δε στέκεται τέτοιο πάντρεμα, γιατί είναι συγγενής. Ο Μανώλης Δ. Ορλώφ, αδερφός της Λασκαρίνας, είχε παρμένη γυναίκα άλλη μεγαλύτερη αδερφή της Βγενής. Ανηψιός και μπάρμπας δεν μπορούν να παντρευτούν δυο αδερφάδες. Αυτός άραγε ήταν ο λόγος ή η φιλοχρηματία τους; Ο Θεός και οι ίδιοι το ήξεραν.
Σε λίγες μέρες μια σκοτεινή νύχτα ο Γιώργος Γιάννοζας έκλεψε τη Βγενή με τη θέληση της. Τον βοήθησε μια σκλάβα αραπίνα.
Πριν ξημερώσει η άλλη μέρα, η νυχτιάτικη απαγωγή είχε γίνει βούκινο σ’ όλο το νησί. Ο πατέρας της Βγενής την ώρα που έμαθε το νέο, κρατούσε ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά του. Το πετάει κάτω αμέσως, ζώνεται τ’ άρματα, φωνάζει τα παιδιά του και τον αδερφό της μάνας του Γιώργη Κλίσσα. Τα παιδιά του Δημήτρης, Γιώργης και Γιάννης, φωνάζουν και τους φίλους τους, αρματώνονται όλοι και ζώνουν το σπίτι της Μπουμπουλίνας, φωνάζοντας και βρίζοντας αγριεμένοι να τους πει, που κρύβεται η Βγενή.
Η Μπουμπουλίνα που είχε προηγούμενα με τους Κούτσηδες από πριν και αθυρόστομη καθώς ήταν, τους απαντούσε πως δεν είχε κανένα κορίτσι και πως ο γιος της είναι άντρας, τίμιος, άξιος και αγωνιστής. Τη στιγμή που ανταλλάσσονταν οι βρισιές και οι φοβέρες, φτάνει ο αδερφός της Μπουμπουλίνας, ο καπετάν Μανώλης Ορλώφ, που ήταν και γαμπρός των Κούτσηδων, για να προλάβει άσχημα επακόλουθα. Οι Κούτσηδες, που πίστευαν πως η Μπουμπουλίνα ήταν συνένοχη στην απαγωγή, άρχισαν με μανία να χτυπούν την πόρτα για να τη σπάσουν και να μπούνε στο σπίτι.
Μπαίνει στη μέση ο καπετάν Μανώλης και φωνάζει στην αδερφή του:
-Βασκαρίνα, Βασκαρίνα! Άνοιξε το παράθυρο! (Βασκαρίνα έλεγαν στο νησί τη Λασκαρίνα).
Ακούοντας τη φωνή του αδερφού της η Λασκαρίνα, πήρε θάρρος και άνοιξε το παράθυρο. Τότε ο καυγάς μεγάλωσε με βρισιές και με φοβέρες. Σε μια στιγμή, ο Γιάννης Κουτσής από την πόρτα του αντικρυνού σπιτιού που βρισκόταν, σημαδεύει με το όπλο του τη Λασκαρίνα, την πυροβολεί και τη σκοτώνει. Το βόλι τη βρήκε κατακούτελα και την άφησε στον τόπο.
Το κρανίο της Μπουμπουλίνας με τη σφαίρα υπάρχει ακόμα σήμερα στην ιδιόχτητη εκκλησιά της οικογένειας Μπούμπουλη του Αη-Γιάννη, στις Σπέτσες. Το άλλο σώμα της το έθαψαν με τιμές. Ήταν 23 του Μάη του 1825.
Αφού σκότωσαν τη Λασκαρίνα οι Κούτσηδες, σπάσαν την πόρτα του σπιτιού της και μπήκαν μέσα. Ο Γιάννοζας, που ήταν μέσα, πήδησε από ένα παράθυρο της πίσω πλευράς του σπιτιού και έφυγε. Την αδερφή τους τη Βγενή θα τη σκότωναν, αν δεν έμπαινε στη μέση ο θείος τους ο Κλίσσας. Αυτός πήρε τη Βγενή από το χέρι και την προφύλαγε στο σπίτι του. Σε λίγον καιρό μεσίτεψαν άλλοι και ο Γιάννοζας παντρεύτηκε τη Βγενή. Η φιλονικία σταμάτησε ως εκεί και από τότε γαμπρός και γυναικάδερφα έζησαν ειρηνικά.
Από το βιβλίο του Κώστα Δ. Παπαδημητρίου: «ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ – ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ των ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ του 21.» Αθήνα, Φλεβάρης 1993.