Παροιμίες του γάμου – Γρηγορίου και Μαρίας Μπούκα.

Αγάλια – αγάλια τα τούμπανα κι είναι φτωχός ο γάμος.
Ακάλεστος στο γάμο τί θέλεις;
Ακάλεστος συμπέθερος δε βρίσκει γωνιά να κάτσει.
Ακόμα δε βγήκε απ’ το αυγό και παντρειά γυρεύει.
Αλάργα από τα τούμπανα κι ο γάμος έξοδα έχει.
Αλλοί στον που λείπει από το γάμο του.
Αλλού βαράν τα κούρταλα κι αλλού γίνεται ο γάμος.
Αν δεν βαρέσουν τα όργανα κι αν δε σφαγεί κι ο τράγος,
δεν το πιστεύω, μάνα μου, πώς θα γενεί ο γάμος.
Αν δεν ταιριάζανε, δε θα συμπεθεριάζανε.
Αν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα νάχει ο πεθερός.
Ανοικοκύρευτος γαμπρός, πάει στους πέντε ανέμους.
Ανύπαντρος προξενητής (ή συμπέθερος) για λόγου του γυρεύει.
Ανύπαντρος σαν παντρευτεί δεν πρέπει να χορεύει,
μόνο σακκί στον ώμο του κριθάρι να μαζεύει.
Από γάμο έρχομαι, βαριά είμαι πεινασμένος (ή και τρέμω από την πείνα).
Από τα χτες ως τα σήμερα λείπει ο άντρας μου στο μύλο,
για πέστε μου γειτόνισσες, να παντρευτώ ή να μείνω;
Αργά – αργά τα τούμπανα κι αρχοντικός ο γάμος.
Αφήσαμε το γάμο και πάμε για πουρνάρια (ή για παλούρια).
Βαράει στο γάμο του Καραγκιόζη.
Βοηθάτε δικοί και ξένοι να παντρευτώ η καημένη.
Γάμος εις τα γεράματα, ή σταυρός ή κέρατα.
Γάμος και τσουκάλι θέλει ανάγκαση μεγάλη.
Γάμος χωρίς όργανα, φάβα χωρίς κρεμμύδια.
Γάμος χωρίς σφαχτά δεν γίνεται.
Γαμπρός, άμα γεννηθεί, του πεθερού θα μοιάσει.
Γαμπρός υγιός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα.
Για το γαμπρό γεννάει κι ο κόκκορας, για το γιο μήτ’ η κότα.
Γίνεται του Μανώλη (ή του Κουτρούλη) ο γάμος.
Διαλέξαμε τη νύφη μας να μοιάζει της γενιάς μας.
Δεν παχαίνει το σκυλί στο γάμο.
Εάν η θυγατέρα σου ενυμφεύθη καλώς, εκέρδισες έναν υιόν,
εάν όχι, έχασες μία θυγατέρα.
Εγώ καλά παντρεύτηκα κι ας κλαίει όποιος με πήρε.
Εγώ που δε μιλώ, θα πάρω το γαμπρό.
Έχε τα μάτια σου ορθάνοιχτα πριν από το γάμο σου και μισόκλειστα μετά.
Έχουμε ξένο το γαμπρό και δανεικιά τη νύφη.
Ζαβός ζαβή παντρεύτηκε, ζαβά παιδιά θα κάνουν.
Η γριά δεν έλπιζε να παντρευτεί και αρραβώνα γύρευε.
Ή μικρός – μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου.
Η νύφη μας την ομορφιά στην κεφαλή την έχει.
Η νύφη ό,τι πάρει στην καβάλα.
Η νύφη που στολίζονταν, εδώ θα μείν’ κι απόψε.
Η συμπεθεριά κι η φτώχεια θέλουνε φροντίδα.
Θα κουβαλά στο γάμο με το κόσκινο νερό.
Κάθεται σα νύφη από Δευτέρα.
Και ο μεγάλος γάμος κούρταλα κι ο μικρός κουρταλίσματα.
Κάτσε κόρη ανύπαντρη, να κάμω γιο να πάρεις.
Κι εγώ κακοπαντρεύτηκα κι όπου με πήρε ας κλαίει.
Κλαιν’ οι χήρες, κλαίν’ κι οι παντρεμένες (όταν υπερβάλουμε σε απαιτήσεις).
Με το ζόρι παντρειά δε γίνεται.
Μοίρα να ‘χουν τα προικιά κι ας είν’ και κρομμυδένια.
Να ‘χα του γαμπρού τη χάρη και της νύφης το καμάρι.
Νύφη, νυφούλα, νυφίτσα.
Ο γάμος ο μαγιάτικος, πολλά κακά ‘ποδίδει.
Ο γαμπρός απ’ όταν γεννηθεί, του πεθερού του μοιάζει.
Ο γαμπρός και το πεπόνι πολλές καρδιές λαβώνει.
Οι ακαμάτρες και οι χαζές έχουν τις τύχες τις καλές.
Όλα μας ανάποδα κι ο γάμος μας Τετράδη )Τετάρτη) [λέγεται για κάτι που γίνεται σε ακατάλληλη στιγμή].
Όλα τα στραβά καρβέλια η νύφη μας τα κάνει.
Όλη η βδομάδα του γαμπρού κι η Κυριακή της νύφης.
Όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη.
Όπου γάμος και χαρά, τρέχα Γιάννη μασκαρά.
Όπου γάμος και χορός κι ο Κουτρούλης μάγειρος.
Όσο να μπει και να βγει η νύφη, στραβώθηκε ο γαμπρός.
Όσο πίνει η συμπεθέρα, τόσο καλοχαιρετάει.
Όσο το αυγό προσφάϊ, τόσο η συμπεθεριά συγγένιο.
Ό,τι έκανες γειτόνισσα, στο δικό μου γάμο, να μ’ αξιώσει ο Θεός διπλά να σου τα κάμω.
Ούτε γάμος άκλαυτος, ούτε ξόδι αγέλαστο.
Ούτε ο συμπέθερος γενιά, ούτε το αυγό προσφάϊ.
Όχι όπως ήξερες νύφη μ’, αλλά όπως βρήκες.
Όψιμη παντριά, πρώϊμη ορφάνια.
Πάρε τον στο γάμο σου, να σου πει και του χρόνου.
Πεθερά δεν είχα και πεθερά απόκτησα.
Που ‘χει παιδιά και φρόκαλα, στο γάμο τί γυρεύει;
Σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ‘χει ο πεθερός.
Σιγά θα μου γυρίσεις τις αρραβώνες πίσω.
Στης ακρίβειας τον καιρό, βρήκα εγώ να παντρευτώ.
Στο γάμο πάει ο γάιδαρος ή για νερό ή για ξύλα.
Στο γάμο σου να βρέχει.
Στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό.
Στολίστηκε η νύφη κι απόμεινε.
Στον ακάλεστο γάμο, ή διωγμένος ή δαρμένος.
Συμπέθεροι και κουμπάροι, πρώτο χρόνο έχουν τη χάρη.
Τα κολοκύθια δεν είναι φαΐ, ο γάιδαρος δεν είναι ζώο και ο συμπέθερος δεν είναι συγγενής.
Τα λέω στην πεθερά, για να τ’ ακούει η νύφη.
Της νύφης τα προικιά, σαν της Λαμπρής τ’ αυγά.
Τον όμοιό σου συμπέθερο, τον κάλλιο σου κουμπάρο.
Το χωριό καιγότανε κι η νύφη στολιζότανε.
Τον ακάλεστο στο γάμο, από κάτω από τον πάγκο.
Φάε, νύφη, λάχανα. Καλά ‘ναι και τα ψάρια.
Χίλιες οι νύφες του γαμπρού, χίλιοι οι γαμπροί της νύφης.
Χωρίς φασαρία, γάμος δε γίνεται.

Από το βιβλίο: “Αγροτικές Παροιμίες”, των: Γρηγορίου και Μαρίας Μπούκα.
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ
ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗΣ
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Άρθρα, Ιστορικά, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.