Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος Ε’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

… Το 1909 είχε ξεκινήσει με τα χειρότερα δεδομένα για τον Χρυσόστομο. Τα περιοριστικά μέτρα εναντίον του, όπως η απαγόρευση εξόδου από την πόλη της Δράμας και οι περιοδείες στην επαρχία του, είχαν απογοητεύσει τον δυναμικό ιεράρχη.
Ένα μήνα μετά την κοινοποίηση της τελευταίας υπουργικής απόφασης κατά του Χρυσοστόμου και με αφορμή την περιοδεία του στην Αλιστράτη, η Υψηλή Πύλη απέστειλε στις 20 Ιανουαρίου 1909 στο Πατριαρχείο υπουργικό Τεζκερέ, με τον οποίο ζητούσε εκ νέου την άμεση απομάκρυνση του αγίου από την Δράμα, με την αιτιολογία ότι αποτελούσε παράγοντα αποσταθεροποίησης στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ανατολικής Μακεδονίας. Η τουρκική κυβέρνηση διαμήνυσε ακόμα ότι δεν θα συναινούσε στην έκδοση νέου βερατίου για την μετάθεση του μητροπολίτη Δράμας σε οποιαδήποτε άλλη επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου του 1909 το ζήτημα του Μητροπολίτη Δράμας περιπλέχθηκε ακόμα περισσότερο, όταν στην οθωμανική βουλή συζητήθηκε η έκρυθμη κατάσταση στη Μακεδονία. Σε αλλεπάλληλες συνεδριάσεις της εθνικής αντιπροσωπείας «Περί των Μακεδονικών», Έλληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι και Ρουμανίζοντες βουλευτές είχαν έντονες και θορυβώδεις συζητήσεις εντός του τουρκικού κοινοβουλίου σχετικά με τις ευθύνες που είχε κάθε εθνότητα στο Μακεδονικό ζήτημα.
Στις 23 Ιανουαρίου 1909 οι Έλληνες βουλευτές διαμαρτυρήθηκαν για τον αποκλεισμό των μητροπολιτών της Μακεδονίας και την απαγόρευση να πραγματοποιούν περιοδείες στις επαρχίες τους. Στην ίδια συνεδρίαση ζήτησε και πήρε το λόγο ο αρμόδιος Υπουργός εσωτερικών Χιλμή πασάς, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι από τη θητεία του ως γενικός επιθεωρητής της Μακεδονίας είχε συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία που αποδείκνυαν ότι οι ιεράρχες της Μακεδονίας, με πρωτοστάτη τον μητροπολίτη Δράμας, συμμετείχαν ενεργά στις συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, αποδίδοντας σε αυτούς μεγάλη ευθύνη για τη δημιουργία «της εν τη χώρα εκείνη (τοιαύτης) ανωμάλου καταστάσεως».1
Για τον λόγο αυτό, ο υπουργός εσωτερικών ανακοίνωσε στο σώμα ότι επρόκειτο να ζητήσει τη συγκρότηση ειδικής μυστικής συνεδρίασης της Βουλής, στην οποία θα παρουσίαζε τα ενοχοποιητικά στοιχεία εις βάρος του Χρυσοστόμου. Ο Χιλμή πασάς κατηγόρησε τον μητροπολίτη Δράμας ότι με τη δράση του υπονόμευε την ασφάλεια του κράτους στην Ανατολική Μακεδονία, αλλά επιφυλάχθηκε να πει με ποιον τρόπο το έπραττε αυτό, όταν η ελληνική πτέρυγα τον καλούσε να παρουσιάσει τα στοιχεία που είχε εναντίον του.2
Στις 26 Ιανουαρίου 1909, πληροφορούμενος ο Ιωακείμ Γ’ τα διαμειφθέντα στην οθωμανική βουλή, απέστειλε στην υψηλή πύλη τον Μέγα πρωτοσύγκελλο του οικουμενικού πατριαρχείου Βενιαμίν3 και τον Άρχοντα Καπουκεχαγιά4 Αντώνιο Οικιάδη, οι οποίοι επέδωσαν διάβημα της ιεράς συνόδου στον υπουργό Δικαιοσύνης και θρησκευμάτων. Στο εν λόγω κείμενο το Φανάρι εξέφραζε την αποδοκιμασία του για όσα προσβλητικά είχαν ειπωθεί στις συνεδριάσεις της Βουλής εναντίον του Πατριαρχείου και των ιεραρχών της Μακεδονίας.5
Ταυτόχρονα, οι απεσταλμένοι μετέφεραν αίτημα του πατριάρχη περί αναβολής της επικείμενης μυστικής συνεδρίασης της Βουλής, καθώς η ανάγνωση της έκθεσης του υπουργού Εσωτερικών και η αναπόφευκτη εξέταση του ζητήματος του μητροπολίτη Δράμας αποτελούσαν αποκλειστική ευθύνη και αρμοδιότητα της εκκλησίας, γι’ αυτό και κάθε περαιτέρω συζήτηση του θέματος στην τουρκική βουλή αντίκειτο στο προνομιακό καθεστώς λειτουργίας του πατριαρχείου. Για το λόγο αυτό, ο Ιωακείμ Γ’ ζήτησε από την υψηλή πύλη να διαβιβάσει την έκθεση του Χιλμή πασά στο πατριαρχείο, ώστε να επιληφθεί του θέματος η ιερά σύνοδος.6
Θα πρέπει να λεχθεί ότι το ζήτημα των προνομίων της εκκλησίας είχε ουσιαστικά κλείσει μετά την επανάσταση των Νεότουρκων. Μέχρι τότε οι μητροπολίτες του οικουμενικού θρόνου καλύπτονταν από το άσυλο και το απαραβίαστο του αξιώματός τους. Στη νέα όμως συνταγματική περίοδο αυτό δεν ίσχυε, τουλάχιστον στον βαθμό που το φανάρι επιθυμούσε να διατηρήσει. Έτσι, αξιοποιώντας ο Ιωακείμ Γ’ το μέχρι τότε προνομιακό καθεστώς της εκκλησίας για να αποφύγει την έκθεση του μητροπολίτη Δράμας, έδινε στους θιασώτες της νέας Τουρκίας την ευκαιρία να ισχυριστούν ότι το πατριαρχείο ήθελε να καλύψει την ενοχή του Χρυσοστόμου.
Πράγματι, η εισήγηση του Ιωακείμ Γ’ για την αναβολή της μυστικής συνεδρίασης της βουλής έγινε δεκτή. Όπως ήταν αναμενόμενο, η κυβέρνηση το εκμεταλλεύτηκε, λέγοντας δια στόματος του υπουργού εσωτερικών ότι ο πατριάρχης είχε ζητήσει να μην ανοίξει η υπόθεση του μητροπολίτη Δράμας, αφήνοντας να εννοηθεί ότι επιχειρείτο η συγκάλυψη των έκνομων ενεργειών του.
Όταν πληροφορήθηκε ο Χρυσόστομος την αναβολή της συζήτησης στη Βουλή, απέστειλε στις 28 Ιανουαρίου 1909 στον πατριάρχη οργισμένη επιστολή, με την οποία επέκρινε με ασυνήθιστη δριμύτητα την πρωτοβουλία του Ιωακείμ Γ’ να παρέμβει τη γη ματαίωση της εν λόγω συνεδρίασης. Ο ιεράρχης ανέφερε με θλίψη ότι είχε δοθεί η μοναδική ευκαιρία σε ανώτατο πολιτικό και θεσμικό επίπεδο να λάμψει η αλήθεια και να αποδειχθεί η αθωότητα τόσο του ιδίου όσο και των άλλων ιεραρχών της Μακεδονίας και το πατριαρχείο την είχε απωλέσει.7

Λίγες μέρες αργότερα ένα δυσάρεστο γεγονός έμελλε να προκαλέσει πολλή θλίψη στην ιεραρχία του οικουμενικού θρόνου. Στις 31 Ιανουαρίου 1909 εκοιμήθη ο από Μελενίκου (1901-1903) Μητροπολίτης Πελαγονίας (1903-0909) Ιωακείμ Φορόπουλος. Ιεράρχης με πλούσια εκκλησιαστική και εθνική δράση στο μοναστήρι της βορειοδυτικής Μακεδονίας, αναδείχθηκε σε έναν κορυφαίο υπερασπιστή των δικαίων του Μακεδονικού Ελληνισμού στην περιοχή.
Χίος στην καταγωγή, σπούδασε στη Θεολογική σχολή της Χάλκης και έπειτα ακολούθησε ευρύτερες σπουδές στην Αγγλία και τη Γερμανία, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας. Το 1903 εξελέγη μητροπολίτης Πελαγονίας, απ’ όπου αντιμετώπισε με γενναιότητα την εγκληματική δράση των Βουλγάρων κομιτατζήδων στην επαρχία του. Το 1906 υποστηριζόμενοι οι Εξαρχικοί από την υψηλή πύλη πέτυχαν την απομάκρυνση του Ιωακείμ από το ιστορικό και ελληνικότατο μοναστήρι. Ο Ιεράρχης ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ανέλαβε καθήκοντα ως μέλος της ιεράς συνόδου του πατριαρχείου. Μετά από σύντομη ασθένεια και σε ηλικία πενήντα ετών απεβίωσε στην Πόλη και ετάφη στο κοιμητήριο της Ιεράς Μονής αγίας Τριάδος Χάλκης.8
Ως συνοδικός, ο Ιωακείμ υπερασπίστηκε τη δράση των ιεραρχών της Μακεδονίας στην ελληνοβουλγαρική σύγκρουση και ιδιαίτερα την πολιτεία του μητροπολίτη Δράμας. Αν και είχε ιδιαίτερη πνευματική σχέση με τον Ιωακείμ Γ’, καθώς είχε χειροτονηθεί από τον ίδιο διάκονος στη διάρκεια της πρώτης πατριαρχίας του και είχε λάβει το όνομά του (1880), δεν δίστασε να ασκήσει έντονη κριτική για την ακολουθούμενη τότε στάση του πατριαρχείου στο Μακεδονικό ζήτημα.9
Όταν στην ιερά σύνοδο αναγινώσκονταν οι εκθέσεις και τα απολογητικά υπομνήματα του Χρυσοστόμου, ο Πελαγονίας Ιωακείμ ήταν πάντοτε σύμμαχος και ένθερμος υποστηρικτής του. Μνημειώδες θα μείνει το σημείωμά του σε επιστολή του μητροπολίτη Δράμας, όταν ο τελευταίος απολογείτο για τις κατηγορίες που του απέδιδαν οι τουρκικές αρχές. «Ανέγνων και έγνων μετά θαυμασμού τον ζήλον, την αυτοθυσίαν, την αντοχήν και καρτερίαν εν τοις διωγμοίς του αληθούς τούτου ποιμένος της Δράμας».10
Ο πρόωρος θάνατος του μητροπολίτη Πελαγονίας υπήρξε μεγάλη απώλεια για τη μακεδονική ιεραρχία. Να σημειωθεί ότι ένα χρόνο πριν είχε μετατεθεί και ο Γερμανός Καραβαγγέλης στη μητρόπολη Αμασείας, γεγονός που δημιουργούσε ένα δυσαναπλήρωτο κενό στη χορεία των μαχητικών ιεραρχών που υπερασπίστηκαν με ηρωισμό την εκκλησία και το γένος στην πολύπαθη Μακεδονία. Ωστόσο, ο μητροπολίτης Δράμας παρέμεινε στις επάλξεις του ιερού εκείνου αγώνα, προσφέροντας για λίγους μήνες ακόμα τις πολύτιμες υπηρεσίες του.

Ένα γεγονός που επιβάρυνε τη θέση του Χρυσοστόμου στη Δράμα ήταν η περαιτέρω αναβάθμιση του υπουργού εσωτερικών. Η επιτροπή ένωση και πρόοδος, δυσαρεστημένη από το έργο της κυβέρνησης του Μεχμέτ Κιαμίλ πασά, διέταξε στις αρχές Φεβρουαρίου του 1909 την απομάκρυνσή του και τον διορισμό του Χιλμή πασά στο αξίωμα του Μεγάλου Βεζίρη. Αν και πρόσωπο του παλαιού καθεστώτος, ο Χιλμή πασάς είχε κερδίσει την εύνοια των εθνικιστών του νεοτουρκικού κομιτάτου, γεγονός που συνέβαλε στην πρωθυπουργοποίησή του.11
Γνώριμος του Χρυσοστόμου από την υπηρεσία του στη Θεσσαλονίκη ως γενικός επιθεωρητής της Μακεδονίας, ο νέος Βεζίρης έδωσε εντολή να παρακολουθείται κάθε κίνηση του μητροπολίτη Δράμας και να ενημερώνεται άμεσα η υψηλή πύλη.
Στις 6 Φεβρουαρίου 1909 ο οικουμενικός πατριάρχης, συνοδευόμενος από τον Καπουκεχαγιά του πατριαρχείου Αντώνιο Οικιάδη, επισκέφθηκε τον Χιλμή πασά και τον συνεχάρη για την προαγωγή του στο αξίωμα του Μεγάλου Βεζίρη.12 Μετά τις εκατέρωθεν φιλοφρονήσεις, ο ανώτατος οθωμανικός αξιωματούχος υπενθύμισε στον Ιωακείμ Γ’ ότι εκκρεμούσε εκ μέρους του Φαναρίου η εκτέλεση της υπουργικής απόφασης περί ανάκλησης του μητροπολίτη Δράμας. Ο πατριάρχης, ωστόσο, αρνήθηκε να συναινέσει, ισχυριζόμενος ότι ο Χρυσόστομος ουδέποτε είχε καταδικαστεί για τις κατηγορίες που του αποδίδονταν, ενώ δεν συμμερίστηκε την άποψη ότι ο μητροπολίτης ήταν υπαίτιος της έκρυθμης κατάστασης στην Ανατολική Μακεδονία.
Από την πλευρά του, αντιλαμβανόμενος ο Χρυσόστομος ότι κάθε κίνηση ενάντια στο νέο διοικητικό σύστημα εξουσίας θα προκαλούσε την απομάκρυνσή του από τη Δράμα, έδειξε να συμμορφώνεται. Για τέσσερις περίπου μήνες απέφυγε να επισκεφθεί τα βουλγαρόφωνα τμήματα της επαρχίας του, ακολουθώντας με συνέπεια τις υποδείξεις των τουρκικών αρχών. Μέχρι τον Μάιο του 1909 φαίνεται πως ο μητροπολίτης παρέμεινε εντός των ορίων της έδρας του στη Δράμα, γεγονός που απέτρεψε κάθε ενέργεια εναντίον του.

Υποσημειώσεις.
1. Εμπρός ημερησία εθνική εφημερίς, αριθ. 4.407/24.1.1909, σ. 4
2. Οι Έλληνες βουλευτές οι οποίοι υπερασπίστηκαν με μαχητικότητα στην τουρκική βουλή τον Χρυσόστομο ήταν ο δικηγόρος Παντελής Κοσμίδης από την Κωνσταντινούπολη και ο εμποροβιομήχανος βουλευτής Κοζάνης και Γρεβενών Γεώργιος Μπούσιος.
3. Ο μετέπειτα μητροπολίτης Ρόδου (1912-1913), Σηλυβρίας (1913), Φιλιππουπόλεως (1913-1925), Νικαίας (1925-1933), Ηρακλείας (1933- 1936) και οικουμενικός πατριάρχης (1936-1946) Βενιαμίν Κυριακός.
4. Capu – kehaya (Καπουκεχαγιάς): υπάλληλος του οικουμενικού πατριαρχείου που εκπροσωπούσε το Φανάρι στην υψηλή πύλη κατά την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ήταν πρόσωπο κοινής αποδοχής, αφού διοριζόταν στη θέση αυτή με την έγκριση της πύλης και είχε αποστολή να ενημερώνει την οθωμανική κυβέρνηση για θέματα του πατριαρχείου.
5. ΕΑ ΚΘ (1909) 29.
6. Εμπρός ημερησία εθνική εφημερίς, αριθ. 4.413/30.1.1909, σ’. 4
7. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 247-251.
8. ΕΑ ΚΘ (1909) 36-37
9. «Η παραίτησις του πατριάρχου – Μία Συνεδρίασις της Ιεράς Συνόδου – επεισόδιον με τον μητροπολίτην Πελαγωνίας», βλ. Ακρόπολις, αρ. 4985/23.8.1907, σ. 3 & «Τί περιείχεν η αλληλογραφία – Διαφωνίαι εις την ιεράν σύνοδον», βλ. Χρόνος, αριθμ. 1424/2.9. 1907, σ’. 3
10. Το αρχείον, τ. Α’, σ. 115
11. Lewis, ό. π., σ’. 433
12. ΕΑ ΚΘ (19090 42

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος Γ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος Δ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Κατηγορίες: Άρθρα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.