Ο Τουρκοφάγος με την… Ευαίσθητη καρδιά.

Η μεγάλη μάχη δόθηκε. Για άλλη μια φορά, οι λίγοι μα ψυχωμένοι Έλληνες έστησαν τρόπαιο νίκης, χάρη στην παλικαριά και στην ανδρεία τους. Από τότε – 26 Ιουλίου 1822 – τα Δερβενάκια, τα στενά που βρίσκονται ανάμεσα στην Κόρινθο και στο Αργος, πέρασαν στην Ιστορία, γραμμένα με χρυσά γράμματα. Γιατί εκεί δόθηκε μια σκληρή κι άνιση μάχη. Η περήφανη στρατιά του Δράμαλη – 24.000 πεζοί – από το ’να μέρος κι απ’ τ’ άλλο οι λιγοστοί Έλληνες… Κι όμως, οι λίγοι νίκησαν τους πολλούς. Γιατί οι λίγοι πολεμούσαν με καρδιά με την βεβαιότητα, ότι δεν μπορεί ο Θεός να μην ευλογήσει το δίκαιο αγώνα τους.
Όσο για τους αγέρωχους Τούρκους… Οι λιγοστοί που απόμειναν, ντροπιασμένοι, για την αναπάντεχη τούτη πανωλεθρία, προσπάθησαν να γλιτώσουν, φτάνοντας ως την Κόρινθο και την Πάτρα.

Ανάμεσα σ’ αυτούς, καμιά τριανταριά Τούρκοι μ’ ένα μπέη, την πρώτη νυχτιά, μετά την τρομερή καταστροφή που έπαθαν στα Δερβενάκια, την πέρασαν κρυμμένοι κάτω απ’ το ταμπούρι του Νικηταρά. Σαν ξημέρωσε, το ’βαλαν στα πόδια για την Κόρινθο. Ο Νικηταράς με τα παλικάρια του, όμως, τους πήρε είδηση, τους κυνήγησε και σκότωσε τους δέκα απ’ αυτούς. Σαν γύρισε πίσω στο ταμπούρι του, ακούει βογγητά. Πάει κοντά. Τί να δει: Ένας βαριά λαβωμένος Αρβανίτης. Στη χτεσινή μάχη τον είχε χτυπήσει το βόλι και του » σπάσε την μέση. Μόλις είδε το Νικηταρά, μια χάρη του ζήτησε. Να του πάρει το κεφάλι, για να τον απαλλάξει από τους τρομερούς πόνους. Κι εκείνος, τότε, με την μεγάλη του ψυχή, καρφώνει πάνω του το βλέμμα και του αποκρίνεται λεβέντικα:

– Ορέ, να σε πάω πάνω στο καραούλι, που είναι ο γιατρός μας, να σε γιάνει.
Κι αφού τον περιποιήθηκε πρόχειρα, για ν’ ανακουφίσει λίγο τους φρικτούς πόνους του τραυματία, τον πήρε στους ώμους του κι ανηφόριζε για το στρατόπεδο, όπου ήταν ο γιατρός τους, ο Παναγιώτης Γιατράκος.
Ο Αρβανίτης, μέχρι κείνη την ώρα, δεν ήξερε ποιος ήταν αυτός που τον βοηθούσε. Στον δρόμο, όμως, σε κάποια στιγμή, άκουσε ένα-δυό Έλληνες να του φωνάζουν: «Καπετάν Νικηταρά». Τον ρώτησε τότε, αν είχε καμιά συγγένεια με τον Νικηταρά τον Τουρκοφάγο, που ήταν ο φόβος κι ο τρόμος για όλη την Τουρκιά και την Αρβανιτιά. και σαν άκουσε, πώς αυτός ο ίδιος ήταν ο Τουρκοφάγος, δεν πίστευε στ’ αυτιά του! Αυτός που με το σπαθί του θέριζε τα κεφάλια του εχθρού πάνω στη μάχη, να δείχνει τώρα τέτοια μεγαλοψυχία… Να ’χει μια τόσο ευαίσθητη καρδιά…

Δάκρυα καυτά αυλάκωσαν το κατάχλωμο πρόσωπο του τραυματία… Δεν έβγαλε λέξη από το στόμα του. Προχώρησαν έτσι κάμποσο, βουβοί κι οι δυό τους. Σε κάποια στιγμή, ο Νικηταράς νιώθει πίσω στο σβέρκο του την κρυάδα απ’ το λεπίδι του μαχαιριού. Αναταράχτηκε, τότε, και με μια απότομη κίνηση πίσω, πιάνει ένα μικρό μαχαίρι, που κρατούσε ο Αρβανίτης.

– Βρε, του λέει αγριεμένος ο Νικηταράς, εγώ θέλω να σε γλιτώσω και σύ πάς να με σκοτώσεις;
Ο λαβωμένος, τότε, του εξηγεί. Όχι, δεν είχε σκοπό να τον σκοτώσει. Κρυφά του ’κοψε μια τούφα απ’ τα μαλλιά του. Ήθελε έτσι να θυμάται εκείνον, που στη δύσκολη τούτη ώρα, του φέρθηκε με τέτοια μεγαλοκαρδία!
Και δεν έλεγε ψέματα ο Αρβανίτης. Γιατί στ’ αλήθεια, στο χέρι του, που έτρεμε από συγκίνηση, κρατούσε την τούφα απ’ τα μαλλιά, που μόλις είχε κόψει, σαν θυμητάρι.

Έφτασαν στο στρατόπεδο. Εκεί ο Νικηταράς παράδωσε τον τραυματία στο γιατρό, για να τον φροντίσει. Μα το τραύμα ήταν τόσο σοβαρό, που ο Αρβανίτης δεν άντεξε για πολύ. Σε λίγες μέρες πέθανε.
Πριν ξεψυχήσει, έβγαλε απ’ τον κόρφο του την τούφα απ’ τα μαλλιά του Νικηταρά. Την παράδωσε στο γιατρό, διηγώντας του όλο το περιστατικό. Κι έκλεισε για πάντα τα μάτια, φεύγοντας απ’ αυτό τον κόσμο, με την αγαθή εντύπωση που ’χε βαθιά χαραχτεί μέσα του, απ’ την μεγαλοψυχία του εχθρού του, του Τουρκοφάγου Νικηταρά!

Το περιστατικό τούτο κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα, ανάμεσα σε πολλούς. Είναι από ’κείνα, που δείχνουν το μεγαλείο της ελληνικής ψυχής, που ξέρει να συμπονάει και τον μεγαλύτερο εχθρό της σε ώρα, που ανυπεράσπιστος κινδυνεύει, αναζητώντας κάποια βοήθεια.

Οι Τηνιακοί γλύπτες, οι αδελφοί Φυτάλη, αργότερα, το πάρα πάνω περιστατικό, το ’φτιαξαν γλυπτό έργο. Τόσο πολύ τους είχε εμπνεύσει. Παρουσίαζαν τον Νικηταρά να κρατάει στους ώμους του τον Αρβανίτη, που βαστούσε στα χέρια του το μαχαίρι και την τούφα των μαλλιών. Το έργο τους αυτό οι Φυτάληδες το ’χαν σκαλίσει πάνω σε μάρμαρο και το εκθέσανε στην Έκθεση του Αγώνα, το 1884. Είχαν αποδώσει με τέτοια ζωντάνια και παραστατικότητα το σπουδαίο αυτό γεγονός, που πραγματικά, όσοι το είδαν, το θαύμασαν και σαν έργο τέχνης.
Τέτοια γενναιόψυχα περιστατικά, σαν αυτό του Νικηταρά με τον λαβωμένο Αρβανίτη, να ’ναι, τάχα, μικρότερες νίκες από ’κείνες, που δίνονται πάνω στα πεδία της μάχης;

Από το βιβλίο: «Μικρές στιγμές από μεγάλη ιστορία».

Κατηγορίες: Ιστορικά. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.