Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Ζ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

… Τον Απρίλιο του 1907 οι τουρκικές αρχές έλαβαν ένα ακόμα μέτρο εναντίον του Χρυσοστόμου, με σκοπό να περιορίσουν την δράση του στην επαρχία Δράμας. Στις 25 Απριλίου 1907 ο άγιος δέχθηκε στη μητρόπολη τον Κρήτα Αρχιαστυνόμο της πόλης Σακή Εφέντη, ο οποίος ανακοίνωσε στον ιεράρχη ότι είχε λάβει τηλεγράφημα του Χιλμή πασά, σύμφωνα με το οποίο του απαγορευόταν στο εξής η έξοδος από την πόλη της Δράμας και κάθε μετακίνηση στα χωριά της ευρύτερης περιοχής. Το τηλεγράφημα κατέληγε πως, σε περίπτωση που ο μητροπολίτης αγνοούσε την εν λόγω κυβερνητική διαταγή και επέμενε να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε περιοδεία, θα έπρεπε να του ασκηθεί βία, ώστε να εμποδιστεί με κάθε τρόπο η έξοδός του από την έδρα της μητροπόλεως.
Ο άγιος απάντησε πως ως επίσκοπος της εκκλησίας δεχόταν εντολές μόνο από τον οικουμενικό πατριάρχη και την ιερά σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, προσθέτοντας πως δεν αναγνώριζε σε κανέναν άλλο το δικαίωμα να τον εμποδίζει να ασκεί τα ποιμαντορικά του καθήκοντα στη μητροπολιτική του περιφέρεια. Έπειτα, ανέφερε στον Αρχιαστυνόμο ότι την ίδια μέρα θα μετέβαινε στο χωριό Τσατάλτζα (Χωριστή), όπου την επόμενη θα τελούσε τα εγκαίνια της νέας εκκλησίας της ορθόδοξης κοινότητας.
Πράγματι, δίχως να υπολογίζει τη ρητή απαγόρευση των αρχών να μην εξέλθει από την πόλη της Δράμας και αγνοώντας τις απειλές και τους ορατούς πλέον κινδύνους για άσκηση βίας εναντίον του, ο μητροπολίτης μετέβη στην Τσατάλτζα. Εκεί τέλεσε τα εγκαίνια του ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου, παρουσία πλήθους πιστών που είχαν προσέλθει από τις γειτονικές επαρχίες των Σερρών, της Ξάνθης, του Νευροκοπίου και της Ελευθερούπολης.
Τα νέα μέτρα των οθωμανικών αρχών κατά του Χρυσοστόμου διαδόθηκαν γρήγορα στην πόλη της Δράμας και πέραν αυτής. Ο αποκλεισμός του ιεράρχη από το διοικητικό συμβούλιο, η απαγόρευση εξόδου από την έδρα της μητροπόλεως και η διαταγή να μην πραγματοποιεί περιοδείες στα χωριά της επαρχίας είχαν προκαλέσει μεγάλη θλίψη στον ορθόδοξο ελληνικό λαό. Έτσι, τα μέλη της Δημογεροντίας, οι Έφοροι και οι επίτροποι των εκκλησιών της Δράμας, της Αλιστράτης, του Ροδολείβου, του Δοξάτου και άλλων κωμοπόλεων συντάσσουν επιστολές διαμαρτυρίας προς το οικουμενικό πατριαρχείο, ζητώντας την προστασία του αγαπημένου τους ποιμενάρχη.1
Και ενώ λαμβάνουν χώρα οι περιορισμοί εναντίον του Χρυσοστόμου, το βουλγαρικό κομιτάτο συνεχίζει τις δολοφονικές επιθέσεις, σκορπώντας τον θάνατο και τη δυστυχία στους πατριαρχικούς πληθυσμούς. Συγκεκριμένα, στις 12 Απριλίου 1907 δολοφονήθηκε στο Εγρί Δερέ ο επιφανής πρόκριτος της ελληνικής κοινότητας και γόνος της ονομαστής οικογένειας Κομβάκη Προκόπιος. Ο ευγενής προεστός είχε διαφύγει τον κίνδυνο ενάμιση χρόνο πριν, όταν ο αδελφός του Βασίλειος και άλλα μέλη της μεγάλης οικογένειάς του είχαν αποτεφρωθεί στις φλεγόμενες οικίες τους. Αφού φυλακίστηκε για επτά μήνες, αθωώθηκε, για να εκτελεσθεί ένα μήνα αργότερα από βουλγαρική συμμορία κομιτατζήδων.2
Λίγες μέρες αργότερα, στις 30 Απριλίου, στο χωριό Καρλίκοβα (Μικρόπολη) βρέθηκαν άγρια δολοφονημένοι τέσσερα μέλη της ελληνικής κοινότητας. Οι ατυχείς άνδρες Γεώργιος Ανδρέου, Νεδέλτσος Αγγέλου, Γεώργιος Αγγούση και Στογιάννης Γεωργίου έπεσαν σε ενέδρα κομιτατζήδων οι οποίοι τους κατακρεούργησαν.3
Οι πρόκριτοι της Δράμας διακηρύσσουν «ότι η εκκλησία ημών ευρίσκεται εν αληθεί διωγμώ». Ο ιεράρχης ζητά από το πατριαρχείο να δείξει ενδιαφέρον για τον πολύπαθο ελληνισμό της Μακεδονίας, που δοκιμάζεται από τις θηριωδίες των Βουλγάρων και την εγκληματική αδιαφορία των οθωμανικών αρχών. Επιπλέον, στηλιτεύει την απάθεια Άγγλων και Γάλλων αξιωματικών, οι οποίοι, αν και επιφορτισμένοι με τη διατήρηση της τάξης στην επαρχία Δράμας, δεν μεριμνούν για την προστασία του ελληνορθόδοξου στοιχείου.
Από το 1906, όταν τα ελληνικά αντάρτικα σώματα φάνηκε να επικρατούν στην ελληνοβουλγαρική σύγκρουση, η Υψηλή Πύλη άρχισε να στρέφεται κατά των πατριαρχικών πληθυσμών4 με σκοπό την εξουδετέρωση της διαφαινόμενης ελληνικής υπεροχής στη Μακεδονία και τη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών. Την ίδια πρακτική εφάρμοσαν και οι Άγγλοι, καθώς τα συμφέροντά τους επέβαλαν να διατηρηθεί το καθεστώς της οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή. Η μεροληπτική αυτή στάση των ξένων παρατηρητών υπέρ της βουλγαρικής πλευράς είχε δυσαρεστήσει έντονα τους πατριαρχικούς πληθυσμούς και ιδιαίτερα τις ελληνικές προξενικές αρχές και τους μητροπολίτες, οι οποίοι έκτοτε γίνονταν ο στόχος κάθε κοινωνικής, πολιτικής και στρατιωτικής παρεκτροπής στα μακεδονικά εδάφη.

Η έκρυθμη κατάσταση στην επαρχία Δράμας επιδεινώνεται, όταν στις αρχές Μαΐου του 1907 δολοφονείται από συμμορία κομιτατζήδων στο χωριό Ροδολείβος ο Αθανάσιος Δάρας. Παρά την αυστηρή διαταγή της γενικής διοίκησης για τη μη έξοδό του από την πόλη, ο Χρυσόστομος μεταβαίνει στο Ροδολείβος και προΐσταται στην κηδεία του νέου εθνομάρτυρα.5 Η παρουσία του στην εξόδιο ακολουθία δίνει κουράγιο στους συγγενείς και φίλους του θύματος. Ο επικήδειος λόγος του στηρίζει και εμπνέει ελπίδα στο πολυπληθές εκκλησίασμα.
Ωστόσο, η παρουσία του ιεράρχη στην κηδεία ενός θύματος του βουλγαρικού κομιτάτου ερμηνεύτηκε ως κίνηση που προκαλούσε ένσταση μεταξύ των πατριαρχικών και εξαρχικών κατοίκων της περιοχής. Έτσι, με αφορμή την έξοδο του αγίου από την πόλη της Δράμας, η γενική διοίκηση πήρε ένα ακόμα μέτρο εναντίον του. Στις 9 Μαΐου 1907, με τηλεγράφημα του μεγάλου Βεζίρη προς τον Μουτετσρίφη Ζια πασά, διατάχθηκε η παύση του Χρυσοστόμου ως μητροπολίτη Δράμας και απαγορεύτηκε σε όλες τις τοπικές αρχές κάθε σχέση με τη μητρόπολή του, καθώς δεν αναγνωριζόταν στον ιεράρχη καμία επίσημη ή ανεπίσημη ιδιότητα. Το τηλεγράφημα κατέληγε πως η παύση του είχε κοινοποιηθεί και στο οικουμενικό πατριαρχείο από το αρμόδιο υπουργείο στην Κωνσταντινούπολη. Την ίδια μέρα οι αρχές της πόλης συνέλαβαν και αφόπλισαν τον έτερο φύλακα της μητροπόλεως, Προκόπιο, ο οποίος, δυνάμει ειδικής κυβερνητικής αδείας, είχε επιφορτισθεί με την προστασία του Χρυσοστόμου.6
Την ίδια περίοδο, η Υψηλή Πύλη πίεζε το πατριαρχείο να ανακαλέσει τον ταραξία μητροπολίτη Δράμας. Παρά το γεγονός ότι δεν είχε απαγγελθεί καμία στοιχειοθετημένη κατηγορία εις βάρος του, η ιερά σύνοδος συνήλθε σε αλλεπάλληλες συνεδριάσεις και διασκέφτηκε για το ζήτημα του Χρυσοστόμου, ωστόσο, απέφυγε να πάρει οποιαδήποτε απόφαση για την ανάκλησή του. Από την πλευρά του ο ιεράρχης, αν και παυμένος, ενημερωνόταν συνεχώς τόσο για τα συμβαίνοντα στην επαρχία του, όσο και για τις εξελίξεις στο εθνικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης, ενώ παρέμενε στην έδρα της μητροπόλεως αρνούμενος να εγκαταλείψει την πόλη της Δράμας.
Είναι βέβαιο πως η ρήξη στις σχέσεις του αγίου με τις οθωμανικές αρχές είχε προκαλέσει αμηχανία στους κύκλους του Φαναρίου. Ο Χρυσόστομος, παρά το νέον της ηλικίας και της αρχιερατείας του, ως ένας από τους νεότερους τότε μητροπολίτες της Μακεδονίας, είχε καταφέρει σε μικρό χρονικό διάστημα να αναδειχθεί σε έναν δυναμικό ιεράρχη του οικουμενικού θρόνου με φήμη που ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια της Δράμας και της επισκοπικής επαρχίας του. Το κύρος που είχε και ο δυναμικός του λόγος δεν επέτρεπαν καμία επιπόλαιη απόφαση εις βάρος του. Αυτό άλλωστε είχε γίνει σαφές με τις δεκάδες επιστολές που έστελναν οι κοινοτικοί άρχοντες της Δράμας στο οικουμενικό πατριαρχείο.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι τα μέτρα που είχε λάβει η γενική διοίκηση κατά του Χρυσοστόμου ήταν αυθαίρετα. Με βάση τα ισχύοντα τότε εκκλησιαστικά θέσμια στο διοικητικό σύστημα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η ευθύνη για την παύση, ανάκληση ή μετακίνηση των ιεραρχών του οικουμενικού θρόνου ανήκε στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ιεράς συνόδου στην Κωνσταντινούπολη.7 Από τη θητεία του στην πατριαρχική αυλή, ο Χρυσόστομος γνώριζε τα προνόμια του πατριαρχείου και γι’ αυτό καλούσε τον Ιωακείμ Γ’ να μην ενδώσει στις απαιτήσεις της υψηλής πύλης για την απομάκρυνση τόσο του ιδίου όσο και των άλλων ιεραρχών από τη Μακεδονία. Για τον λόγο αυτό, επικαλούμενος την αθωότητα και το δίκαιο της υπόθεσής του, ο ιεράρχης ανέμενε από το Φανάρι μεγαλύτερη στήριξη, την οποία όμως δεν ήταν δυνατόν να έχει, καθώς το ζήτημά του ήταν μια μόνο περίπτωση της συντονισμένης επίθεσης των οθωμανικών αρχών κατά των μητροπολιτών του Οικουμενικού θρόνου στη Μακεδονία.8 Παρ’ όλα αυτά, το πατριαρχείο κρατούσε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα στάση αναμονής, εξετάζοντας όλα τα ενδεχόμενα για τη λύση του μητροπολιτικού ζητήματος της Δράμας.
Στις επανειλημμένες συνεδρίες της ιεράς συνόδου για το ζήτημα του μητροπολίτη Δράμας κυριάρχησαν αρχικά δύο απόψεις. Η πρώτη άποψη, την οποία υποστήριζε η πλειοψηφία των συνοδικών ιεραρχών, αναγνώριζε στον Χρυσόστομο τα εξαιρετικά του χαρίσματα και τις πολλές ικανότητες σε εκκλησιαστικό και εθνικό επίπεδο, προκρίνοντας τη μετάθεσή του είτε στη Μητρόπολη Μυτιλήνης είτε στη Μητρόπολη Αδριανούπολης.
Η μετάθεση στη Μητρόπολη Μυτιλήνης είχε έναν βαθύτατο συμβολισμό για τον άγιο, καθώς εκεί είχε ξεκινήσει τη λαμπρή ιερατική του διακονία τα έτη 1891-1893 ως αρχιδιάκονος του πνευματικού του πατέρα, Μητροπολίτη τότε Μυτιλήνης και αργότερα οικουμενικού πατριάρχη Κωνσταντίνου Ε’, ο οποίος έκλεισε τον επισκοπικό θρόνο του νησιού για δεκαεπτά χρόνια.
Η δεύτερη επιλογή για τη μετακίνησή του στη μητρόπολη Αδριανούπολης χαροποιούσε ακόμα περισσότερο τον ιεράρχη. Η ιστορική και ξακουστή πόλη της Αδριανούπολης και η περιοχή πέριξ αυτής κατείχαν σπουδαία θέση στον γεωγραφικό χώρο της Ανατολικής Θράκης, στοιχείο που την καθιστούσε μια από τις πιο διαφιλονικούμενες επαρχίες των Βαλκανίων. Στη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα η περιοχή υπήρξε πεδίο σκληρής σύγκρουσης στη μακροχρόνια ελληνοβουλγαρική διαμάχη, γεγονός που θα επέτρεπε στον Χρυσόστομο, εάν μετακινείτο εκεί, να παραμείνει στην πρώτη γραμμή των αγώνων του Ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή.
Ωστόσο, μερίδα εκκλησιαστικών και πολιτικών παραγόντων στην Κωνσταντινούπολη καταλόγιζε στον Χρυσόστομο ευθύνες για την έκρυθμη κατάσταση στην επαρχία Δράμας και επαναλάμβανε τις αόριστες κατηγορίες που ακούγονταν εναντίον του. Για τον λόγο αυτό, εισηγείτο τη μετακίνησή του σε κάποια επαρχία της Ανατολής, προτείνοντας την ιστορική Μητρόπολη Αμασείας,9 μακριά από την ένταση στα μακεδονικά εδάφη. Τη δεδομένη χρονική στιγμή και οι δύο τάσεις στα μέλη της Ιεράς συνόδου συμφωνούσαν στο ότι ο ιεράρχης έπρεπε να απομακρυνθεί από τη Δράμα.
Όταν ενημερώθηκε ο Χρυσόστομος για τα διαμειφθέντα στη σύνοδο του πατριαρχείου, απέστειλε μνημειώδη επιστολή στον επιτετραμμένο της Ελλάδας και Α’ Γραμματέα της ελληνικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, Αρμάνδο Ποττέν.10
Φίλτατέ μοι κ. Αρμάνδε Ποττέν,
Πάλιν απευθύνομαι προς την υμετέραν ανεξάντλητον προς με αγάπην. Περιεκύκλωσάν με πάντοθεν… κύνες πολλοί, συναγωγή πονηρευομένων ζητούσι την κεφαλήν μου επί πίνακι. Άγγλοι και Γάλλοι, προς ους ουδέν επταίσαμεν, καταισχύνοντες τα ένδοξα έθνη, ων ετάχθησαν αντιπρόσωποι, πιέζουσι τον άλλως δυσμενώς προς τα ημέτερα διακείμενον Μέγαν Βεζίρην, ίνα ζητή την παύσιν και αποπομπήν μου εκ Δράμας. Μ’ απέκλεισαν και μ’ απέπεμψαν κατ’ αρχάς εκ του διοικητικού συμβουλίου, κατόπιν μ’ απηγόρευσαν την περιοδείαν εν τη επαρχία μου και πάσαν εκ Δράμας έξοδον. Και εις τούτο μη αρκεσθέντες εκοινοποίησάν μοι Βεζιρικήν διαταγήν, καθ’ ην είμαι πεπαυμένος!! Και αι αρχαί όλαι διατάσσονται να μη αναγνωρίζωσιν επίσημόν τινά ιδιότητα εν εμοί… Εις επιμετρον δε συλλαβόντες τον καβάσην μου αφώπλισαν αυτόν από των ων έφερε ριβόλβερ και μαχαίρας, καίτοι ταύτα έφερε δυνάμει γραπτής αδείας της Διοικήσεως. Τώρα δε απειλείται η βία εν συνοδεία ενόπλου δυνάμεως αποπομπή μου εντεύθεν!! Τα πράγματα βαίνουσιν ολέθρια δι’ εμέ, διότι ο προκαθήμενος δεν τρέφει αισθήματα αδελφικά και φιλικά δι’ εμέ. Εκ θείας προνοίας υμείς αγαπητέ, θα είσθε ο επιτετραμμένος καθ’ ας ημέρας η εμή υπόθεσις και το παρόν και το μέλλον μου θα κρίνηται. Σας παρακαλώ εν ονόματι της φιλίας μας, εν ονόματι των πόνων και οδυνών, ας επί πενταετίαν ενταύθα εδοκίμασα, να λάβητε ενεργόν μέρος υπέρ του φίλου σας. Και εν η περιπτώει το παν είνε χαμένον δι’ εμέ δια την Δράμαν, τότε η μετάθεσίς μου να γίνη εις Αδριανούπολιν, ίνα τουλάχιστον εις την πρώτην γραμμήν του πυρός αγωνισθώ και πάλιν˙ και εν η δε περιπτώσει πέσω, τουλάχιστον να πέσω ως αετός και όχι να αποθάνω ως η κόττα εις κανένα της Ανατολής ή αλλαχού ορνιθώνα! Μ’ εννοείτε, αγαπητέ, τι ζητώ παρ’ υμών; Σταυρόν, αλλά σταυρόν μέγαν, σταυρόν, όπου ευχαριστημένος να σταυρωθώ και μη έχων άλλο τι να δώσω δια την σωτηρίαν των πραγμάτων της λατρευτής πατρίδος μας, να δώσω το αίμά μου. Τούτο εστί δι’ εμέ το ζην και αρχιερατεύειν. Γλυκοφιλών υμάς αναμένω ευαρέστους ειδήσεις σας.
16 Μαΐου 1907
Φίλος αδελφός.
+Ο Δράμας Χρυσόστομος.11

Υποσημειώσεις.
1. Ό. π., σσ’. 148-150
2. Το αρχείον, τ. Α’, σ. 148 – Πρβλ. ΕΑ ΚΖ (1907) 743
3. Το αρχείον, τ. Α’, σ. 152
4. Dakin, ό. π., σ. 258
5. Λοβέρδος, ό. π., σ’. 95
6. Το αρχείον, τ. Α’, σ. 150
7. Βλ. Παράρτημα «Εκκλησιαστικής αληθείας» αριθμού 44 και 5 Νοεμβρίου 1904, σσ’. κ’ – κα’.
8. +Χρυσοστόμου Καλαφάτη μητροπολίτου Δράμας, εκθέσεις περί του Μακεδονικού Αγώνος 1903 -1907, επιμελεία Βασιλείου Λαούρδα, Πρόλογος Στίλπωνος Π. Κυριακίδου, εταιρεία Μακεδονικών σπουδών, ίδρυμα Μελετών χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1960, σσ’. ιβ’ – ιγ’.
9. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 321-325
10. Ο Αρμάνδος Ποττέν (1854-1912), τηνιακής καταγωγής, ήταν διπλωμάτης καριέρας και διετέλεσε υποπρόξενος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, Γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών, προϊστάμενος του προξενείου στα Ιωάννινα και Α’ Γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στη Βιέννη. Έπειτα, μετατέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου του ανατέθηκε κατ’ επανάληψη η διεύθυνση της πρεσβείας με την ιδιότητα του επιτετραμμένου της Ελλάδας στην Πόλη. Τον Ιανουάριο του 1909 ο Ποττέν διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Σμύρνη, όπου εξεδήμησε τριάμισι χρόνια αργότερα, βλ. Αμάλθεια, αριθμ. 10247/24(6). 7.1912
11. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 329-330,367-368 – Πρβλ. + Χρυσοστόμου Καλαφάτη, ό. π., σσ’. 86-87

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Γ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Δ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος Ε’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης διώκεται (μέρος ΣΤ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.