Για την απάθεια και τα χαρίσματα και τις δωρεές που υπάρχουν σ’ αυτή κατά την πρόοδο˙ και ποιά είναι η τελείωση της κατά Χριστόν πνευματικής ηλικίας.
… Εκείνοι λοιπόν που αξιώθηκαν να ενωθούν μ’ αυτόν και να τον κάνουν κεφάλι τους – πρόσεχε, παρακαλώ, το λόγο, – γίνονται και αυτοί θεοί από υιοθεσία, όμοιοι με τον Υιό του Θεού. Τί θαύμα! Διότι ο Πατέρας τους ντύνει την πρώτη στολή,1 το ιμάτιο δηλαδή του Κυρίου, αυτό που ο Κύριος ντυνόταν πριν από τη δημιουργία του κόσμου. «Διότι όσοι», λέει, «βαπτισθήκατε στο όνομα του Χριστού, ντυθήκατε τον Χριστό»,2 ντυθήκατε το Άγιο Πνεύμα δηλαδή, το οποίο και αλλοιώνει με θεοπρεπή τρόπο όλους αυτούς, με κάποια παράξενη και ανέκφραστη και θεία αλλοίωση, για την οποία ο Δαβίδ λέει: «Αυτή η αλλοίωση είναι έργο της δεξιάς του Υψίστου»3˙ και ο επιστήθιος μαθητής του Χριστού λέει: «Αδελφοί, τώρα είμαστε τέκνα του Θεού, αλλά ακόμη δεν φανερώθηκε – σ’ αυτούς δηλαδή που ζουν στον κόσμο,- τι θα είμαστε˙ γνωρίζουμε όμως – από το Πνεύμα που έχει δώσει σ’ εμάς-,4 ότι, αν φανερωθεί, θα είμαστε όμοιοι μ’ αυτόν».5 Και όχι αυτό μόνο, αλλά χαρίζει σ’ αυτούς και το νου του Χριστού,6 που λάμπει επάνω από το κεφάλι τους, με το να αποκαλύπτει σ’ αυτούς μυστήρια, που δεν είναι δυνατό να εκφράσει ανθρώπινη γλώσσα. Μαζί μ’ αυτά δίνει σ’ αυτούς καινούργια μάτια και καινούργια αυτιά. Και γιατί θέλω να λέω τα πολλά; Είναι μάλιστα αδύνατο να τα πω όλα. Ολόκληρος εκείνος ο ίδιος ο Λόγος του Θεού μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα κατοικεί μέσα σ’ αυτούς. Γίνεται λοιπόν καθένας απ’ αυτούς ναός με την αίσθηση και γνώση του Θεού, και τότε φωνάζει απερίφραστα, λέγοντας: «Δεν ζω πια εγώ, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός».7 και επίσης: «Όταν ήμουν νήπιο, ένιωθα σαν νήπιο, μιλούσαν σαν νήπιο, σκεφτόμουν σαν νήπιο˙ όταν όμως έγινα άνδρας, άφησα τους νηπιακούς τρόπους».8 «Γι’ αυτό», λέει, «όλα τα ανέχομαι, όλα τα υπομένω˙ και όταν με χλευάζουν, ευλογώ, και όταν με βλαστημούν, μιλώ με καλό τρόπο, και όταν με κατατρέχουν, δείχνω ανεκτικότητα,9 για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού».10
Αυτή λοιπόν είναι η τέλεια ατελής ωριμότητα των πνευματικών ανδρών˙ τέλεια, από τη μία, εννοώ, σύμφωνα με τη δυνατότητά μας, ατελής, από την άλλη, διότι η τελειότητά της είναι κρυμμένη μέσα στον Θεό˙ εκπλήρωσή της άλλωστε είναι ο θάνατος για τον Χριστό και τις εντολές του, ώστε, όπως εκείνος εφάρμοσε όλο το νόμο11 και παρέδωσε τον εαυτό του για όλο τον κόσμο, με το να υπομένει το σταυρό και το θάνατο, να προσεύχεται και για εκείνους που τον σταύρωσαν και να λέει, «Συγχώρησέ τους, Πατέρα, αυτή την αμαρτία˙ διότι δεν γνωρίζουν τι κάνουν»,12 έτσι και εμείς πρέπει να περιφέρουμε με τους εαυτούς μας την καταδίκη του θανάτου για εκείνον και για τις εντολές του, αλλά και για τη σωτηρία των αδελφών μας, για να μην έχουμε πεποίθηση στους εαυτούς μας, αλλά στον Θεό, που ανασταίνει τους νεκρούς.13 Διότι και αν ακόμη δεν συμβεί σ’ εμάς αυτό, το να τελειώσουμε δηλαδή τη ζωή μας με βίαιο θάνατο, θα λογαριασθεί όμως σ’ εμάς από τον φιλάνθρωπο και αγωνοθέτη Θεό μας σαν να πάθαμε πια και να υπομείναμε αυτό στην πράξη, ως προς την προαίρεση, σύμφωνα με τον άγιο απόστολο, που λέει: «Μα για την αγάπη σας, καθημερινά αντικρύζω το θάνατο».14 Όχι επειδή το έπαθε πολλές φορές αυτό στην πραγματικότητα, αλλά με τη διάθεση. Και πάλι, λέει: «Τρέχω κυνηγώντας, μήπως πιάσω εκείνο, για το οποίο και εγώ πιάσθηκα».15 Άλλωστε πρέπει να προσευχόμαστε ακόμα και για όλους εκείνους που για οποιαδήποτε αιτία μας λυπούν ή μας χλευάζουν, και για εκείνους που έχουν διαρκώς εχθρική στάση προς εμάς από πονηρή διάθεση, αλλά και για όλους τους πιστούς και τους άπιστους, ώστε οι πιστοί να φθάσουν στην τελειότητα, ενώ οι άπιστοι να απαλλαγούν από την πλάνη και να προσέλθουν στην αληθινή πίστη.
Αυτά δεν θα μπορούσε ποτέ κανείς από τους ανθρώπους να σκεφθεί από μόνος του ή να πει ή να δεχθεί με την ακοή, και πολύ περισσότερο να τα πραγματοποιήσει, αν η αγάπη του Θεού δεν θα χυνόταν προηγουμένως πλούσια στην καρδιά του και δεν θα αποκτούσε μ’ αυτή την αγάπη ένοικο μέσα του εκείνον που είπε: «Δεν μπορείτε χωρίς εμένα να κάνετε τίποτε».16 Αλλά ούτε θα αξιωνόταν κάποιος για την τέτοια χάρη και δωρεά, αν δεν απαρνούνταν προηγουμένως τον εαυτό του, όπως πρόσταξε ο Σωτήρας,17 και όπως εμείς λεπτομερέστερα φανερώσαμε, με το να υπηρετήσει δηλαδή αυτός με όλη του την καρδιά ολοπρόθυμα τον Κύριο και να τον αγαπήσει. Αν όμως δεν απέκτησε αναφαίρετη την αγάπη, ας μην ξεγελά κανείς τον εαυτό του, αλλά να γνωρίζει αυτό, ότι δηλαδή δεν αξιώθηκε, ούτε και θα αξιωθεί ποτέ, για την ένωση με τον Θεό, που γίνεται με πνευματική αίσθηση και γνώση και θέαση. Διότι εκείνοι που έγιναν τέλειοι άνδρες με τη μετοχή της χάρης του Θεού και που απέκτησαν τέλεια την πνευματική ηλικία στο μέτρο που ειπώθηκε, είναι ολόκληροι μαζί με τον Θεό, και τον βλέπουν τόσο, όσο βλέπονται και οι ίδιοι απ’ αυτόν. Διότι ο Θεός παραμένει συνειδητά μέσα τους, και οι ίδιοι παραμένουν συνειδητά μέσα στον Θεό, χωρίς να χωρίζονται και χωρίς να απομακρύνονται.
Όταν μάλιστα θα βρεθούν αυτοί σε τέτοια κατάσταση, με το να προοδεύσουν καλά στην τελειότητα, τότε και ο ουράνιος Πατέρας τους θα τους δώσει τα υπάρχοντά του στα χέρια τους. Και χέρια τους να σκεφθείς την ασφάλεια και τη βεβαιότητα, υπάρχοντά του επίσης ότι είναι αυτά: η αθανασία, η αφθαρσία, η ατρεψία, η αμεταβλησία, η αιωνιότητα, η ακατάληπτη ωραιότητα της δόξας, που είχε ο Υιός κοντά στον Θεό και Πατέρα, πριν να δημιουργηθεί ο κόσμος, όπως λέει ο ίδιος ο Λόγος και Υιός του Πατέρα: «Δόξασέ με εσύ, Πατέρα, με την δόξα που είχα κοντά σου, πριν να δημιουργηθεί ο κόσμος».18 Και επίσης λέει: «Τη δόξα, που μου έδωσες, την έδωσα σ’ αυτούς, για να είναι ένα, όπως εσύ, Πατέρα, είσαι ενωμένος μ’ εμένα και εγώ μ’ αυτούς».19 Απ’ αυτόν βέβαια πηγάζει το φως που είναι απρόσιτο για όλους τους αμαρτωλούς, προσιτό όμως γι’ αυτούς, με το να ανατέλλει μέσα τους και να γίνεται γι’ αυτούς χαρά ανέκφραστη, ειρήνη που ξεπερνά κάθε σκέψη,20 τρυφή και απόλαυση και ευφροσύνη με χορτασμό αχόρταστο, τώρα και στους ατέλειωτους αιώνες. Και για να μιλήσω, συντομεύοντας το λόγο μου, ή, καλύτερα, επειδή, με το να είμαι τόσο έκπληκτος, δεν μπορώ να τα αναφέρω, τις απαρχές από όλα εκείνα τα αγαθά, που μάτι θολωμένο από τα πάθη δεν είδε την ωραιότητά τους και αυτί βουλωμένο από την άγνοια δεν άκουσε και ακάθαρτη καρδιά δεν σκέφθηκε, αυτά που ο Θεός ετοίμασε γι’ αυτούς που τον αγαπούν,21 ο αψευδής και αξιόπιστος Θεός, τα δίνει στους πιστούς ως πρόγευση από την παρούσα ακόμη ζωή.
Αυτά λοιπόν είναι εκείνα που υποσχέθηκα να πω σ’ εσάς ότι είναι τα υπάρχοντα του Πατέρα. Και έτσι τα δίνει αυτά, όπως ακούσατε, σ’ εκείνους που τον αγαπούν και που ζουν στη γη όπως στον ουρανό και είναι μέσα στο θάνατο σαν να έχουν πια τιμηθεί με την αθανασία και βαδίζουν στο σκότος σαν μέσα σε μέρα και σε άνυδρο φως˙ αυτοί αναπνέουν μέσα σ’ αυτό το βρόμικο σώμα σαν μέσα στον παράδεισο της τρυφής, έχοντας στη μέση το δέντρο της ζωής,22 και μάλιστα και την ίδια την τροφή των αγγέλων, τον ουράνιο άρτο,23 από τα οποία τρέφονται όλες οι άυλες δυνάμεις των ουρανών και ζωογονούνται με άφθαρτο τρόπο˙ αυτοί, παρ’ όλο που αναστρέφονται μέσα στον κόσμο και στα πράγματα του κόσμου, αναφωνούν αληθινά μαζί με τον Παύλο, λέγοντας˙ «Η δική μας πατρίδα είναι στους ουρανούς»,24 όπου υπάρχει η άγια αγάπη και συναντάται με τους εραστές της και τους περιλάμπει πλούσια με το φως της και τους κάνει απαθείς και πραγματικούς αγγέλους. Εκείνος λοιπόν που πριν να συναφθεί με την αγάπη και να ενωθεί ολότελα μαζί της ονομάζει τον εαυτό του απαθή, ή διδάσκει άλλους, ή επιχειρεί να κάνει τα έργα των απαθών, ή επίσης απιστεί σ’ αυτά που κάνουν εκείνοι, μοιάζει με απαλό νήπιο, που παίρνει τα όπλα των ανδρών σε ανώριμη ηλικία και υπόσχεται να διδάξει τους άλλους για τον πόλεμο, και που δεν κάνει μόνο αυτό, αλλά και εξισώνει και βάζει τον εαυτό του ανάμεσα στους άνδρες και στους πολεμιστές και επιχειρεί να εκστρατεύσει μαζί τους στον πόλεμο. Αυτό όχι μόνο είναι αδύνατο, αλλά και αρκετό για πολύ γέλιο˙ διότι από τα ίδια του τα όπλα, που μεταφέρει, θα σκοντάψει και θα πέσει και θα τσακισθεί οπωσδήποτε και δεν θα μπορέσει ίσως ούτε να σηκωθεί. Και είναι φυσικό˙ διότι δεν γνωρίζει ότι εκείνοι, που πληγώνονται στον πόλεμο και πέφτουν κάτω, σηκώνονται πάλι και γίνονται εμπειρότεροι και πολεμούν τους εχθρούς δυνατότερα. Διότι, αν ο Θεός διέταξε στον Μωυσή να μη βγει στον πόλεμο άνδρας άτολμος,25 πόσο περισσότερο θα πρέπει αυτό, που είναι ακόμη νήπιο και δεν μπορεί να περπατά από μόνο του, ούτε να ζώνεται, να περιμένει την ανδρική ηλικία και να μην επιχειρεί πριν απ’ αυτή τα αδύνατα.
Αλλά όμως, επειδή «η πάλη μας δεν είναι με ανθρώπους, που έχουν αίμα και σάρκα, αλλά είναι με τις αρχές, με τις εξουσίες, με τους κοσμοκράτορες του σκότους του κόσμου αυτού, με τα πονηρά πνεύματα, που βρίσκονται ανάμεσα στη γη και στον ουρανό»,26 και επειδή τα όπλα μας δεν είναι σαρκικά27 και ορατά, αλλά πνευματικά και νοητά, είναι μάλιστα και ο πόλεμος αυτός αόρατος, με το να γίνεται αόρατα με εχθρούς αόρατους, γι’ αυτό όλοι εκείνοι που νομίζουν ότι είναι κάτι, παρουσιάζουν τους εαυτούς τους στους ανθρώπους ότι τάχα είναι τολμηροί γύρω απ’ αυτά και ανδρείοι και πολύ έμπειροι για τη διδασκαλία αυτής της πάλης και αυτής της αντίστασης, αλλά ακόμη και σοφοί και γνώστες και διδάσκαλοι και για την ίδια τη νίκη και την υπερίσχυση κατά των πονηρών. Γι’ αυτό και σπεύδουν, σαν κάποιοι μονομάχοι και νικητές των εχθρών, να γίνουν γνωστοί σε όλους με τη ματαιολογία και την απάτη των συλλογισμών˙ οι οποίοι, παρ’ όλο που ελέγχονται και κατακρίνονται από τη συνείδησή τους, σαν άπρακτοι και άπειροι για τέτοιο πόλεμο, δεν μπορούν να παραδεχθούν και να ομολογήσουν την αδυναμία και την απειρία τους, επειδή εξουσιάζονται από τη φιλοδοξία και την ανθρωπαρέσκεια˙ διότι φοβούνται πολύ μήπως χάσουν τη δόξα των ανθρώπων.
Επειδή λοιπόν δεν βλέπονται από τους πλησίον τους, ως προς την ψυχή, ποιοί είναι, ούτε γίνονται αντιληπτοί από τους ανθρώπους ότι είναι γυμνοί από τα όπλα του Πνεύματος, ούτε ότι είναι ακόμη αδύναμοι και ανώριμοι, κρύβουν τους εαυτούς τους με την προβιά της υποκρισίας και με το δέρμα του προβάτου28 και μάλιστα θέλουν να φαίνονται σε όλους, με την ωραιολογία τους, αυτό ακριβώς που φαίνονται εκείνοι που απέκτησαν με κόπους το πνευματικό ανάστημα του Χριστού,29 αν και οι ίδιοι ούτε τα θεμέλια της πίστης και της ελπίδας στήριξαν εξίσου μ’ αυτούς επάνω στην πέτρα,30 ούτε το οικοδόμημα των αρετών ανύψωσαν επάνω στο θεμέλιο που είναι ο Χριστός.31 Γι’ αυτό λοιπόν, επειδή ακόμη είναι ασταθείς και ανώριμοι, με το να σπρώχνονται από την ορμή των πειρασμών και την καταιγίδα των λογισμών, παραπατούν και πεδικλώνονται και πέφτουν κάτω, σε άθλια κατάσταση. Διότι, αν βλέπουν από όλους, ποιοι είναι εκείνοι που έχουν μόνο την εξωτερική μορφή της ευσέβειας,32 σαν κάποια σκηνή που τους σκεπάζει, δεν θα μπορούσαν ούτε να σταθούν διόλου μπροστά σε άνθρωπο, ούτε να εμφανισθούν, όπως νομίζω, σε κάποιον˙ και μάλιστα εκείνοι που έχουν τη γνώμη ότι υπερτερούν από τους άλλους στη γνώση και στο λόγο, και νομίζουν ότι διαθέτουν μέσα τους τη βασιλική μορφή, οι οποίοι, αν και οι πολλοί τους τιμούν και τους σέβονται σαν σοφούς και ευλαβείς και συνετούς, δεν διαφέρουν σε τίποτε, ως προς τις κρυφές κινήσεις της ψυχής, από τους πλούσιους στην κακία.
Υποσημειώσεις.
1. Πρβ. Λουκ. 15, 22
2. Γαλ. 3, 27
3. Ψαλ. 76,11
4. Πρβ. Α’ Ιω. 3, 24
5. Α’ Ιω. 3,2
6. Πρβ. Α’ Κορ. 2, 16
7. Γαλ. 2,20
8. Α’ Κορ. 13,11
9. Πρβ. Α’ Κορ. 4, 12-13
10. Β’ Κορ. 12,9
11. Πρβ. Ιω. 19,28
12. Λουκ. 23,34
13. Β’ Κορ. 1,9
14. Α’ Κορ. 15,31
15. Φιλιπ. 3,12
16. Ιω. 15,5
17. Ματθ. 16,24
18. Ιω. 17,5
19. Ιω. 17,21-22
20. Πρβ. Φιλιπ. 4,7
21. Α’ Κορ. 2,9
22. Πρβ. Γέν. 2,9
23. Πρβ. Σ. Σολ. 16,20
24. Φιλιπ. 3,20
25. Δευτ. 20,8
26. Εφ. 6,12
27. Πρβ. Β’ Κορ. 10,4
28. Πρβ. Ματθ. 7,15
29. Εφ. 4, 13
30. Πρβ. Ματθ. 7, 24-25
31. Πρβ. Α’ Κορ. 3,11
32. Πρβ. Β’ Τιμ. 3,5
Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).
Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Λόγος ηθικός τέταρτος (Α’): «Για την κατά Χριστόν απάθεια και τα χαρίσματα” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.
Λόγος ηθικός τέταρτος (Β’): «Για την κατά Χριστόν απάθεια και τα χαρίσματα” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.
Λόγος ηθικός τέταρτος (Γ’): «Για την κατά Χριστόν απάθεια και τα χαρίσματα” – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.