35. Ας υπάρχει ειρήνη σε όλους εσάς που είστε έτοιμοι να δεχθείτε την αλήθεια του Θεού˙ αυτήν την ειρήνη, που είναι η πιο μεγάλη και ασύγκριτη δωρεά που έδωσε στον κόσμο αυτόν ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Υιός του ζωντανού Θεού, μας διέταξε να την λέμε σαν χαιρετισμό πριν αρχίσουμε τους λόγους της διδασκαλίας μας, ώστε, εάν κάποιος από σας είναι παιδί της ειρήνης, με τη διδασκαλία μας να τον κυριεύσει η ειρήνη, εάν όμως κάποιος δεν θέλει να την δεχθεί, τότε εμείς, αφού τινάξουμε τη σκόνη από τα πόδια μας ως επιβεβαίωση, να πηγαίνουμε σε σπίτια και πόλεις άλλων.1 Και σας λέμε αληθινά, ότι θα είναι πιο ανεκτό να μένατε στη χώρα των Σοδόμων και της Γομόρρας την ημέρα της κρίσεως, παρά στον τόπο της απείθειας˙ πρώτον, διότι δεν ήσασταν άξιοι να γνωρίσετε μόνοι σας την αλήθεια, δεύτερον επειδή, αν και ακούσατε τα δικά μας, δεν ήρθατε σ’ εμάς, και τρίτον διότι, και όταν ήρθαμε εμείς, δείξατε απείθεια σε μας. Γι’ αυτό, επειδή σας λυπούμαστε, ευχόμαστε δωρεάν να έρθει η ειρήνη μας επάνω σας.
Εάν λοιπόν θέλετε να την έχετε, πρέπει πρόθυμα να δεχθείτε τους λόγους της ευσέβειας και να προτιμήσετε τον τρόπο ζωής που αρέσει στον Θεό, ώστε, αφού ζήσετε με τρόπο ευσεβή και δίκαιο, να γίνετε κληρονόμοι των αιώνιων αγαθών.
36. Και ο Πέτρος αφού είπε αυτά και δίδαξε για τα έργα του Θεού και πόσα αγαθά δωρήθηκαν από τον Θεό στον άνθρωπο και αφού έκανε πολλές παραινέσεις για την ύπαρξη ενός Θεού, ο Σίμωνας έξω από το πλήθος είπε με δυνατή φωνή˙ Γιατί λες ψέματα θέλοντας να εξαπατήσεις το πλήθος που σε περιβάλλει έχοντας άγνοια, πείθοντάς τους ούτε να αναφέρουν θεούς, ούτε να λένε ότι μπορεί να υπάρχουν, αφού τα επίσημα βιβλία των Ιουδαίων αναφέρουν πολλούς θεούς; Και τώρα μαζί με όλα θέλω να μιλήσω από τα ίδια τα βιβλία σου για το ότι πρέπει να πιστεύουν σε θεούς. Και πρώτα για τον Θεό που μίλησες, αποδεικνύοντας ότι αυτός δεν είναι η ανώτατη και παντοδύναμη πρόνοια, επειδή δεν προγνωρίζει, είναι ατελής, έχει ελλείψεις, και γενικά δεν είναι αγαθή. Όταν λοιπόν αυτό αποδειχθεί από τις Γραφές, όπως ισχυρίζομαι εγώ, τότε δεν μένει παρά να υπάρχει άλλος που δεν αναφέρεται στις Γραφές, που προγνωρίζει, είναι τέλειος, δεν έχει ανάγκη από τίποτε, είναι αγαθός και απαλλαγμένος από όλα τα κακά, ενώ αυτός, τον οποίο εσύ ονομάζεις
δημιουργό, είναι αντίθετος προς τους εχθρούς του.
37. Ο Αδάμ, για παράδειγμα, που έγινε «καθ’ ομοίωσιν» αυτού, δημιουργήθηκε τυφλός, γι’ αυτό και βρέθηκε παραβάτης και διώχτηκε από τον Θεό και τιμωρήθηκε με θάνατο. Το ίδιο και εκείνος που τον έπλασε, επειδή δεν τα βλέπει όλα, είπε κατά την καταστροφή των Σοδόμων˙ «ελάτε να κατεβούμε για να δούμε, εάν οι αμαρτίες τους γίνονται σύμφωνα με τις κραυγές τους που φτάνουν σε μένα, ώστε σε αντίθετη περίπτωση να γνωρίσω τι συμβαίνει»,2 δείχοντας ότι και ο ίδιος αγνοεί. Αλλά και όταν λέει για τον Αδάμ, «να τον διώξουμε, μη τυχόν απλώσει το χέρι του και πάρει καρπό από το δέντρο της ζωής και τον φάει και ζήσει αιώνια»,3 δείχνει ότι φθονεί. Και με εκείνο που έχει γραφεί, «και θυμήθηκε ο Θεός ότι δημιούργησε τον άνθρωπο», ο Θεός και μετανοεί και αγνοεί, διότι το «θυμήθηκε» σημαίνει σκέψη, η οποία εξαιτίας άγνοιας θέλει να εξακριβώσει το τέλος αυτών που επιθυμεί, ή δείχνει ότι μετανοεί γι’ αυτό που έγινε παρά την γνώμη του.
Και αυτό που γράφεται˙ «οσφράνθηκε ο Κύριος την ευώδη οσμή της θυσίας»,4 δείχνει ένδεια, και το ότι ευχαριστήθηκε από την κνίσσα των κρεάτων, δείχνει ότι δεν είναι αγαθός. Το ότι πάλι δοκιμάζει, όπως γράφεται, Δοκίμαζε ο Κύριος τον Αβράαμ,5 φανερώνει ότι είναι κακός και αγνοεί το τέλος της υπομονής.
35. Ειρήνη είη πάσιν υμίν τοις ετοίμως έχουσι δεξιάς διδόναι τη του Θεού αληθεία, ην αυτού μεγάλην τε και ασύγκριτον εν τω νυν κόσμω υπάρχουσαν δωρεάν, ο αποστείλας ημάς Κύριος Ιησούς Χριστός ο Υιός του ζώντος Θεού, ταύτην ημίν ενετείλατο την προσηγορίαν, προ των της διδασκαλίας λόγον υμίν επιφθέγγεσθαι, ίνα, εάν η εν υμίν ειρήνης τέκνον, δια της διδασκαλίας ημών καταλάβη αυτόν ειρήνη, ει δε ταύτην λαβείν υμών τις μη θέλοι, τότε και ημείς αποτιναξάμενοι τον κονιορτόν των ποδών υμών εις μαρτύριον, εις ετέρων απίωμεν οικίας και πόλεις. Και αληθώς υμίν λέγομεν˙ «ανεκτότερον έσται γη Σοδόμων και Γομόρρας εν ημέρα κρίσεως, ή τω της απειθείας τόπω ενδιατρίβειν»˙ πρώτον μεν, ότι αφ’ εαυτών ουχ οίοί τε γεγόνατε την αλήθειαν επιγνώναι˙ δεύτερον, ότι τα καθ’ ημάς ακούσαντες, ουκ ήλθατε μέχρις ημών˙ τρίτον, ότι και ελθούσιν ημίν ηπειθήσατε. Διο φειδόμενοι υμών, προίκα ευχόμεθα την ειρήνην ημών ελθείν εφ’ υμάς. Ει ουν ταύτην έχειν εθέλετε, δει υμάς, προθύμως τους περί της ευσεβείας δέξασθαι λόγους
και την Θεώ αρέσκουσαν πολιτείαν επανελέσθαι, ίν’ ευσεβώς και δικαίως ζήσαντες των αιωνίων αγαθών γένησθε κληρονόμοι.
36. Και του Πέτρου ταύτα ειπόντος και περί των έργων του Θεού διδάξαντος και πόσα παρά του Θεού τω ανθρώπω τα αγαθά εδωρήθη και παραινέσαντος πολλά περί μοναρχίας, ο Σίμων έξω του όχλου βοή μεγάλη έφη˙ Τί ψευδόμενος απατάν θέλεις τον παρεστώτά σοι ιδιώτην όχλον, πείθων αυτούς θεούς μη ονομάζειν, μήτε λέγειν εξόν είναι, των παρά Ιουδαίοις δημοσίων βίβλων πολλούς θεούς λεγουσών; Και νυν δε μετά πάντων απ’ αυτών σοι των βίβλων του δειν θεούς νομίζειν, συζητήσαι βούλομαι˙ πρότερον περί ου έφης Θεού, δείξας μη αυτόν την ανωτάτω και πάντα δυναμένην Πρόνοιαν καθ’ ο απρόγνωστός εστίν, ατελής, ενδεής, και όλως ουκ αγαθός. Αμέλει και τούτου δειχθέντος από των Γραφών, ως εγώ λέω, έτερος αγράφως περιλείπεται είναι Θεός, προγνωστικός, τέλειος, ανενδεής, αγαθός, πάντων απηλλαγμένος κακών, ον δε συ φης δημιουργόν, τοις εναντίοις αντικείμενος τυγχάνει.
37. Αυτίκα γουν ο καθ’ ομοίωσιν αυτού γεγονώς Αδάμ και τυφλός κτίζεται, εφ’ ω και παραβάτης ευρίσκεται και του Θεού εκβάλλεται και θανάτω τιμωρείται. Ομοίως τε και ο πλάσας αυτόν, επεί μη τα πάντα ορά, επί τη Σοδόμων καταστροφή, «δεύτε», λέγει, «και καταβάντες ίδωμεν, ει κατά την κραυγήν αυτών την ερχομένην προς με συντελούνται, ει δε μη, ίνα γνω», και αγνοούντα ευατόν δείκνυσι. Τω δε ειπείν περί του Αδάμ, «εκβάλωμεν αυτόν, μη πως εκτείνας την χείρα αυτού άψηται του ξύλου της ζωής και φάγη και ζήσει εις τον αιώνα», φθονεί. Και τω γεγράφθαι, ότι «ενεθυμήθη ο Θεός ότι εποίησε τον άνθρωπον», και μετανοεί και αγνοεί˙ το γαρ «ενεθυμήθη» σκέψις εστί, ήτις δι’ άγνοιαν ων βούλεται το τέλος ακριβώσαι θέλει, ή επί τω παρά γνώμην αποβάντι μεταμελουμένου. Και το γεγράφθαι ότι, «ωσφράνθη Κύριος οσμήν ευωδίας», ενδεούς εστί, και το επί κυίσση σαρκών ησθήναι, ουκ αγαθού. Το δε πειράζειν, ως γέγραπται ότι, «επείραζε Κύριος τον Αβραάμ», κακού και το τέλος της υπομονής αγνοούντος.
Υποσημειώσεις.
1. Πρβλ. Ματθ. 10, 13- 15
2. Γέν. 18, 21
3. Γέν. 3, 32
4. Γέν. 8, 21
5. Γέν. 22, 1
***
38. Επίσης ο Σίμωνας, ερμηνεύοντας πολλά χωρία της Γραφής κακώς, προσπαθούσε να αποδείξει ότι ο Θεός είναι υποχείριος κάθε πάθους, όπως οι άνθρωποι.
Και ο Πέτρος είπε˙ Εάν ο κακός και πολύ μοχθηρός δεν αγαπάει τίποτε, απάντησέ μου αν με αυτές τις αμαρτίες που κάνει κατηγορεί τον εαυτό του.
Και ο Σίμωνας είπε˙ Δεν αγαπάει.
Και ο Πέτρος˙ Πώς λοιπόν μπορεί ο Θεός να είναι κακός και μοχθηρός, εάν με δική του θέληση προστέθηκαν αυτά που γράφτηκαν εναντίον του δημοσίως;
Και ο Σίμωνας˙ Ενδέχεται η εναντίον του κατηγορία να μην γράφτηκε με συγκατάθεση του, αλλά από άλλη δύναμη.
Και ο Πέτρος είπε˙ Ας συζητήσουμε λοιπόν πρώτα το θέμα αυτό. Εάν λοιπόν με τη δική του θέληση κατηγόρησε τον εαυτό του, όπως έφτασες να ομολογήσεις προηγουμένως, δεν είναι μοχθηρός, ενώ εάν ο έλεγχος έγινε από άλλη δύναμη, πρέπει να συζητηθεί και να ερευνηθεί με κάθε τρόπο, μήπως, επειδή είναι ο μόνος αγαθός, κάποιος τον εξέλαβε ως αίτιο όλων των κακών.
39. Και ο Σίμωνας είπε˙ Είναι ολοφάνερο ότι αποφεύγεις να ακούσεις την κατηγορία του Θεού σου από τις Γραφές.
Και ο Πέτρος˙ Αυτό μου φαίνεται ότι το κάνεις εσύ˙ διότι εκείνος που αποφεύγει την κανονική συζήτηση, δεν θέλει να γίνει ειλικρινής εξέταση. Γι’ αυτό εγώ, τηρώντας τους κανόνες της συζητήσεως και θέλοντας να κατανοήσουμε πρώτα τον συγγραφέα, είναι ολοφάνερο ότι θέλω να ακολουθήσουμε τον ευθύ δρόμο.
Και ο Σίμωνας˙ Ομολόγησε πρώτα, εάν αυτά που είναι γραμμένα εναντίον του Δημιουργού είναι αληθινά, και ότι ο Δημιουργός δεν είναι ανώτερος όλων, αφού, σύμφωνα με τις Γραφές, υπόκειται σε κάθε μοχθηρία, και ύστερα να συζητήσουμε για τον συγγραφέα.
Και ο Πέτρος˙ Για να μη θεωρηθεί ότι αποφεύγω, σου απαντώ. Εγώ λέω ότι αυτά που σου φαίνονται ότι έχουν γραφεί εναντίον του Θεού, είναι βέβαια αληθινά, αλλά και έτσι δεν αποδεικνύουν ότι ο Θεός είναι μοχθηρός.
Και ο Σίμωνας είπε˙ Πώς μπορείς να το υποστηρίξεις αυτό;
40. Και ο Πέτρος˙ Λες ότι ο Αδάμ γεννήθηκε τυφλός, πράγμα που δεν είναι αληθινό. Διότι, δίνοντας εντολή σε τυφλόν, δεν θα έδειχνε λέγοντας «από το δένδρο όμως της γνώσεως του καλού και του κακού, να μη φάτε».1
Και ο Σίμωνας αλλάζοντας το νόημά του˙ Τυφλόν έλεγε τον νου του.
Και ο Πέτρος˙ Πώς μπορούσε να είναι τυφλός ως προς τον νου, εκείνος που προτού γευθεί τον καρπό του φυτού έδωσε, σύμφωνα, με εκείνον που τον έπλασε, ονόματα κατάλληλα σ’ όλα τα ζώα;
Και ο Σίμωνας˙ Εάν ο Αδάμ είχε ικανότητα προγνωστική, γιατί δεν προέβλεψε το φίδι που εξαπάτησε τη γυναίκα του;
Και ο Πέτρος˙ Εάν ο Αδάμ δεν είχε προγνωστική ικανότητα, πώς έδωσε στους γιούς του μόλις γεννήθηκαν ονόματα ανάλογα προς τις πράξεις που θα έκαναν, ονομάζοντας τον πρώτο Κάϊν, που μεταφράζεται ζήλεια, ο οποίος σκότωσε ζηλεύοντας πραγματικά τον αδελφό του Άβελ, που μεταφράζεται πένθος; Γιατί οι γονείς του πένθησαν γι’ αυτόν που ήταν ο πρώτος που σκοτώθηκε. Εάν λοιπόν είχε πρόγνωση ο Αδάμ, που ήταν έργο του Θεού, πολύ περισσότερο είχε προγνωστική δύναμη ο Θεός που τον δημιούργησε. Εσύ όμως, Σίμωνα, που κατανοείς κακώς τις θείες Γραφές, φιμώσου.
38. Ομώς ο Σίμων πολλά της Γραφής κακώς εκλαμβάνων, δεικνύειν έσπευδε παντί πάθει τοις ανθρώποις ομοίως τον Θεόν υποκείμενον.
Και ο Πέτρος˙ Ει μηδέν αγαπά, φησίν,ο κακός και πάνυ μοχθηρός, εφ’ οις αμαρτάνει εαυτόν ελέγχειν, απόκριναί μοι.
Και ο Σίμων˙ Ουκ αγαπά, έφη.
Και ο Πέτρος˙ Πώς ουν κακός και μοχθηρός είναι δύναται ο Θεός, είπερ αυτού θελήματι τα κατ’ αυτού δεινά δημοσία γραφέντα προετέθη;
Και ο Σίμων˙ ενδέχεται μη κατά προαίρεσιν αυτού υφ’ ετέρας δυνάμεως τον κατ’ αυτών γραφήναι έλεγχον.
Και ο Πέτρος˙ Πρώτον ουν τούτο ζητήσωμεν. Ει μεν υπό της εαυτού βουλής εαυτού ήλεγξεν, ως φθάσας συ πρότερον ωμολογήσας, μοχθηρός, ουκ έστιν˙ ει δε και υφ’ ετέρας δυνάμεως, ζητητέον και παντί σθένει εξεταστέον, μη τις αυτόν μόνον αγαθόν όντα, επί πάσι τοις κακοίς υπέλαβε.
39. Και ο Σίμων˙ Πρόδηλος ει φεύγων από των Γραφών ακούσαι τον κατά του Θεού σου έλεγχον.
Και ο Πέτρος˙ Αυτός μοι φαίνη τούτο ποιών˙ ο γαρ τάξιν ζητήσεως φεύγων, εξέτασιν αληθή γενέσθαι ου βούλεται. Όθεν εγώ τη τάξει χρώμενος και βουλόμενος πρώτον τον συγγραφέα νοηθήναι,πρόδηλός ειμί την ευθείαν οδεύειν θέλων.
Και ο Σίμων˙ Ομολόγησον πρώτον, ει γε τα κατά του δημιουργού γεγραμμένα αληθή έστι, και ουκ έστιν ο των όλων ανώτερος κατά τας Γραφάς πάση υποκείμενος μοχθηρία, και ύστερον ζητήσομεν τον συγγράψαντα.
Και ο Πέτρος˙ Ίνα μη δόξω αποκρίνομαι. Εγώ φημί ότι τα δοκούντά σοι ταύτα κατά Θεού γεγράφθαι, αληθή μεν εστίν, αλλά και ούτως ούπω τον Θεόν δείκνυσι μοχθηρόν.
Και ο Σίμων˙ Πώς ουν, έφη, τούτο συστήσαι δύνασαι;
40. Και ο Πέτρος˙ Τον Αδάμ τυφλόν λέγεις γεννηθήναι, όπερ ουκ ήν. Ου γαρ αν τυφλώ εντελλόμενος εδείκνυε λέγων, «από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν μη γεύσησθε».
Και ο Σίμων μεταβαλών˙ Τυφλόν έλεγε τον νουν αυτού.
Και ο Πέτρος˙ Πώς και τον νουν τυφλός ηδύνατο είναι, ο προ του γεύσασθαι του φυτού συμφώνως τω κτίσαντι αυτόν οικεία πάσιν επιθείς τοις ζώοις ονόματα;
Και ο Σίμων˙ Ει πρόγνωσιν είχεν Αδάμ δια τί ου προέγνω τον την γυναίκα αυτού απατήσαντα όφιν;
Και ο Πέτρος˙ Ει πρόγνωσιν μη είχεν Αδάμ πως τοις υιοίς αυτού προ τας εσομένας πράξεις άμα τω γεννηθήναι και τα ονόματα επιτέθεικε, τον μεν πρώτον καλέσας Κάϊν, ο ερμηνεύεται ¨ζήλος¨, ος και ζηλώσας ανείλε τον αδελφόν αυτού τον Άβελ, ο ερμηνεύεται ¨πένθος¨ επ’ αυτώ, γαρ πρώτω φονευθέντι επένθησαν οι γονείς. Ει δε Αδάμ έργον Θεού υπάρχων πρόγνωσιν είχε, πολλώ μάλλον ο δημιουργήσας αυτόν Θεός, Συ δε, ώ Σίμων, κακώς νοών τας θείας Γραφάς φιμώθητι.
Υποσημείωση.
1. Γέν. 2, 17
***
41. Αλλά και το γραμμένο˙ «θυμήθηκε ο Θεός», ότι δήθεν χρησιμοποίησε συλλογισμό εξαιτίας της άγνοιάς του, και ακόμα το, «δοκίμαζε ο Κύριος τον Αβραάμ, για να διαπιστώσει αν θα δείξει υπομονή», και το, «ας κατεβούμε για να δούμε, αν οι αμαρτίες τους γίνονται σύμφωνα με τις κραυγές τους που φτάνουν σε μένα, αλλιώς, για να μάθω», και για να μη μακρύνω πολύ τον λόγο, τα χωρία αυτά περιέχουν φανερή τη σκέψη και την διάγνωση, και δεν κατηγορούν τον Θεό για άγνοια, έστω και αν αυτό διαφεύγει τη δική σου διάνοια. Το ότι πραγματικά προγνωρίζει ο Θεός, λέει στον Αβραάμ˙ «πρέπει να γνωρίζεις, ότι οι απόγονοί σου θα είναι ξένοι σε χώρα που δεν θα είναι δική τους, και θα τους υποδουλώσουν και θα τους κακοποιήσουν και θα τους εξευτελίσουν επί τετρακόσια χρόνια, το έθνος όμως στο οποίο θα υποδουλωθούν θα το τιμωρήσω εγώ και μετά από αυτό θα βγουν από εκεί μαζί με όλα τα υπάρχοντά τους, ενώ εσύ θα αναχωρήσεις ειρηνικά προς τους πατέρες σου,
αφού φτάσεις σε ευτυχισμένα γεράματα˙ θα επιστρέψουν δε εδώ με την τετάρτη γενεά».1 Αυτά λοιπόν, που επρόκειτο να συμβούν οπωσδήποτε μετά από πολλές γενεές, είναι δηλωτικά κάποιου που προγινώσκει και γνωρίζει πολύ καλά.
42. Η συζήτηση λοιπόν για τα θέματα αυτά παρατάθηκε επί τρεις ημέρες, και όταν ξημέρωνε η Τετάρτη ο Σίμωνας τράπηκε σε φυγή, αναχωρώντας για την Τύρο. Ύστερα από μερικές μέρες ήρθαν ορισμένοι από εκεί αναφέροντας στον Πέτρο, ότι ο Σίμωνας, κάνοντας μεγάλα θαύματα στην Τύρο, εντυπωσίασε πολλούς που βρίσκονται εκεί, και με πολλές συκοφαντίες εσένα σε έκανε μισητόν. Ακούοντας αυτά ο Πέτρος, την ερχόμενη νύχτα συγκέντρωσε όλο τον κόσμο και είπε˙ Επειδή περιοδεύω στους εθνικούς που δέχονται πολλούς θεούς, για να διδάξω ότι ο Θεός είναι ένας με τρεις υποστάσεις, ο οποίος έκτισε τον ουρανό και τη γη και όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτά, με σκοπό να τον αγαπήσουν οι άνθρωποι και να μπορέσουν να σωθούν, πρόλαβε ο διάβολος και έστειλε πιο μπροστά τον Σίμωνα, για να πείσει κάθε άνθρωπο να λατρεύει αυτούς που δεν είναι θεοί, και να αρνηθούν να πιστέψουν στον ένα Θεό που έκανε τα πάντα, και τα ορατά και τα αόρατα. Γι’ αυτό πρέπει να τον προλάβω γρήγορα, ώστε να μη μείνει πολύ χρόνο η διδασκαλία του Σίμωνα και επικρατήσει
σε όλους γενικά.
43. Πρέπει λοιπόν κάποιος να πάρει τη θέση τη δική μου. Ας παρακαλέσουμε λοιπόν όλοι τον Θεό παρατεταμένα, ώστε ο Θεός να αναδείξει εκείνον που πραγματικά είναι άξιος. Και αφού είπε αυτά, έβαλε τα χέρια του στον Ζακχαίο λέγοντας˙ Δέσποτα Κύριε, ο Πατέρας του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, με το άγιο και προσκυνητό Πνεύμα σου, διαφύλαξε συ αυτόν, για να ποιμαίνει τον λαό σου, τον οποίο συ διάλεξες. Και αφού είπε αυτά, είπε στον λαό˙ Όσοι θέλετε να βαπτισθείτε, αρχίστε από αύριο να νηστεύετε. Και μετά τρεις ημέρες καθώς άρχισε να βαπτίζει, φώναξε εμένα τον Κλήμη και τον Νικήτη και τον Ακύλα και μας είπε.
41. Το δε γεγράφθαι, «ενεθυμήθη ο Θεός», ως λογισμώ χρησαμένου δια την άγνοιαν, έτι μην και, «επείραξε Κύριος τον Αβραάμ, ίνα γνω ει υπενέγκη», και το, «καταβάντες ίδωμεν ει κατά την κραυγήν αυτών την ερχομένην προς με συντελούνται, ει δε μη, ίνα γνω», και ίνα μη εις πολύ μηκύνω τον λόγον, σαφή την διάνοιαν και διάγνωσιν αι ρήσεις έχουσιν αύται, μη καταγινώσκουσαι του Θεού άγνοιαν, καν την σην τούτο διαφεύγη διάνοιαν˙ ότι δε όντως προγινώσκει, λέγει τω Αβραάμ˙ «γινώσκων γνώση, ότι πάροικον έσται το σπέρμα σου εν γη ουκ ιδία, και δουλώσουσιν αυτό, κακώσουσι και ταπεινώσουσιν αυτούς έτη τετρακόσια˙ το δε έθνος ω εάν δουλεύσωσι κρινώ εγώ˙ μετά δε ταύτα εξελεύσονται ώδε μετά αποσκευής πολλής˙ συ δε απελεύση προς τους πατέρας σου μετ’ ειρήνης, τραφείς εν γήρα καλώ˙ τετάρτη δε γενεά αποστραφήσονται ώδε». Ταύτα δε πάντως μετά πολλάς άρα συμβήσεσθαι μέλλοντα γενεάς, προγινώσκοντός εστί και σαφέστατα ειδότος.
42. Η μεν ουν περί τούτων ζήτησις και εις τρίτην παρατείνετο την ημέραν, επιφωσκούσης δε της τετάρτης, φυγάς ο Σίμων εις Τύρον ώχετο. Και ου μετά πολλάς ημέρας αφίκοντό τινές εκείθεν επαγγέλλοντες τω Πέτρω, ότι Σίμων μεγάλα θαυμάσια εν Τύρω ποιών, πολλούς των εκεί κατέπληξε και σε πολλαίς διαβολαίς μισητόν εποίησε. Ταύτα ακούσας ο Πέτρος, τη επιούση νυκτί πάντα τον λαόν συναθροίσας. Επειδή, φησίν, ορμώντός μου εις τα έθνη τα πολλούς θεούς λέγοντα, κηρύξαι και διδάξαι, ότι εις έστι Θεός εν τρισίν υποστάσεσιν, ος ουρανόν έκτισε και την γην και τα εν αυτοίς πάντα όπως αγαπήσαντες αυτόν οι άνθρωποι σωθήναι δυνηθώσι, προλαβών ο διάβολος, Σίμωνα προαπέστειλεν, ίνα πείση πάντα άνθρωπον λατρεύειν τοις μη ούσι θεοίς και αρνήσωνται πιστεύειν εις ένα Θεόν τον ποιήσαντα πάντα, τα τε ορατά και τα αόρατα, χρη με ταχέως, αυτόν καταλαβείν, ίνα μη η διδασκαλία του Σίμωνος εγχρονίσασα παντελώς πάντων επικρατήση.
43. Δει ουν αντ’ εμού τινά τον εμόν αναπληρώσαι τόπον, και πάντες του Θεού εκτενώς δεηθώμεν, όπως τον όντα άξιον ο Θεός αναδείξη. Και ταύτα ειπών, επέθηκε χείρας τω Ζακχαίω και φησί˙ Δέσποτα Κύριε, ο Πατήρ του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, δια του Πνεύματός σου του αγίου και προσκυνητού, συ διαφύλαξον τούτον, ποιμαίνειν τον λαόν σου ον εξελέξω. Και ταύτα ειπών, προς τον λαόν έφη˙ Όσοι βαπτισθήναι θέλετε, από της αύριον νηστεύειν άρξασθε. Μετά δε τρεις ημέρας βαπτίζειν αρξάμενος, εμέ Κλήμεντα φωνήσας και Νικήτην και Ακύλαν, έφη.
Υποσημείωση.
1. Γέν. 15, 13-16
Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.
Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994
Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Εισαγωγή στην επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου.