66. Την επομένη μέρα βγαίνοντας ο Πέτρος μαζί με τους φίλους του, ήρθε πάλι στον ίδιο τόπο και άρχισε να τους λέει˙ Ο Θεός μπορεί να κάνει τα πάντα. Διότι εκείνος είναι αγαθός και δίκαιος και τώρα δείχνει μακροθυμία σε όλους, ώστε όσοι θέλουν, αφού μετανοήσουν για όσα κακά έκαναν και ζήσουν όπως αρέσει σ’ αυτόν, κατά την ημέρα που θα κρίνονται όλα, να απολαύσει ο καθένας ανάλογα με την αξία του. Γι’ αυτό τώρα αρχίστε να γνωρίζετε τα καλά, πειθαρχώντας στον Θεό, αντιδρώντας στις άτοπες επιθυμίες σας, για να μπορέσετε να ξαναποκτήσετε την αρχική χάρη που είχε δοθεί στην ανθρωπότητα. Διότι έτσι θα ανατείλουν για σας τα αγαθά και θα ευχαριστείτε αυτόν που σας τα έδωσε απολαμβάνοντας τα απερίγραπτα αγαθά, αφού πρώτα καθαρίσετε με την επίκληση της μακάριας Τριάδας κάθε κηλίδα ή βρωμιά που κυριαρχεί στις ψυχές σας. Γιατί έτσι, όχι μόνο θα μπορέσετε να διώξετε τα πνεύματα που φωλιάζουν μέσα σας, αλλά να απομακρύνετε και τα δαιμόνια που βασανίζουν άλλους, μαζί με τα άλλα πάθη.
Αφού είπε αυτά, έδωσε εντολή να τον πλησιάσουν όσοι βασανίζονται από κάποια πάθη˙ και βάζοντας επάνω τους τα χέρια τους θεράπευσε την ίδια στιγμή και τους παρήγγειλε να συγκεντρωθούν το πρωί ενωρίτερα.
67. Την τρίτη λοιπόν ημέρα ο Πέτρος, αφού σηκώθηκε κατά τα χαράματα και προσευχήθηκε, κάθισε και, διαπιστώνοντας ότι εμείς είμαστε καθισμένοι γύρω του και τον κοιτάζαμε στα μάτια, σαν να θέλαμε κάτι να ακούσουμε, είπε˙ Πριν από όλα, φίλοι μου, εκείνος που επιλέγει να σέβεται τον Θεό, πρέπει να γνωρίζει, ότι αυτός διακρίνεται σε τρεις υποστάσεις ιδιαίτερο και εξαίρετο γνώρισμά του αποτελεί το ότι είναι δημιουργός όλων των κτισμάτων, περιέχει τα πάντα και περιορίζει τα πάντα, επειδή είναι ανώτερος όλων και τα έχει δημιουργήσει όλα. Αφού είπε αυτά και δίδαξε πολλά για την πίστη, διέταξε να οδηγηθούν κοντά του όσοι βασανίζονται από δαίμονες και έχουν προσβληθεί από κάποιες αρρώστιες και όταν οδηγήθηκαν μπροστά του, έβαλε επάνω τους τα χέρια του, προσευχήθηκε και τους άφησε να φύγουν υγιείς.
68. Την επομένη πάλι μέρα, αφού σηκώθηκε, προσευχήθηκε και κάθισε μαζί μας, άρχισε να λέει τα εξής˙ Εκείνος που πρόκειται να προσέλθει στον Θεό πρέπει να είναι νηφάλιος, πρέπει να είναι συνετός, να συγκρατεί την οργή του, να μη ιδιοποιείται τα ξένα πράγματα, να ζει κατά τρόπο δίκαιον, επιεική, σταθερό και μειλίχιο, να τιμωρεί τον εαυτό του με τις στερήσεις παρά όταν δεν έχει να χορταίνει αφαιρώντας από άλλον˙ να είναι καθαρός στην καρδιά και αγνός στο σώμα και να μη μοιάζει τους Φαρισαίους, στους οποίους ο Κύριος και Θεός μας Ιησούς Χριστός είπε˙ «αλλοίμονό σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, διότι καθαρίζετε το εξωτερικό μέρος του ποτηριού και του πιάτου, ενώ μέσα είναι γεμάτο ακαθαρσία. Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισε πρώτα το εσωτερικό του ποτηριού και του πιάτου, για να γίνει και το εξωτερικό τους καθαρό».1 Διότι πράγματι, αυτός που θα καθαρίσει το εσωτερικό, μπορεί να καθαρίσει και το εξωτερικό˙ ενώ εκείνος που καθαρίζει το εξωτερικό, το κάνει αυτό αποβλέποντας στον έπαινο των ανθρώπων, και δεν έχει ανταμοιβή
από τον Θεό.
69. Αφού είπε αυτά και άλλα περισσότερα για τον εξαγνισμό, επειδή είχαν ήδη συμπληρωθεί οι τρεις μήνες που μου είπε να νηστέψω,2 με οδήγησε στις πηγές που υπήρχαν κοντά στη θάλασσα, ως εις αιώνιο νερό, με βάπτισε στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, και αφού πήρε ψωμί, το ευλόγησε, το έκοψε και μας κοινώνησε τα άχραντα και ζωογόνα μυστήρια. Και αφού απόλαυσαν το τραπέζι οι αδελφοί μαζί μας για τη θεοδώρητη αναγέννησή μου, αποδώσαμε δόξα και ευχαριστία στον Θεό. Επειδή όμως είχε συγκεντρωθεί πολύ πλήθος, ο Πέτρος απομάκρυνε αρρώστιες, πάθη και δαίμονες και αφού βάπτισε πολλούς, εγκατέστησε επίσκοπο τον Μαροώνη που τον φιλοξένησε και που ήταν ήδη βαπτισμένος, και ορίζοντας δώδεκα πρεσβυτέρους, αναδεικνύοντας διακόνους και μιλώντας με τον επίσκοπο για το κοινό συμφέρον και για την τάξη και αρμονία της Εκκλησίας, αφήνοντας τους αδελφούς που βρίσκονταν στην Τρίπολη της Φοινίκης, πήρε τον δρόμο για την Αντιόχεια της Συρίας.
66. Τη ουν επιούση ο Πέτρος άμα τοις συνούσιν εταίροις εξιών και επί τον τόπον πάλιν ελθών. Ο Θεός, έλεγε προς αυτούς, πάντα δύναται. Εκείνος γαρ εστίν αγαθός και δίκαιος, και νυν επί πάσι μακροθυμών, ίνα οι βουλόμενοι εφ’ οις έπραξαν κακοίς μεταμεληθέντες και κατά το αρέσκον αυτώ βιώσαντες εν ημέρα η τα πάντα κρίνεται των κατ’ αξίαν έκαστος απολαύση. Διο νυν άρξασθε γνώσεως αγαθής, Θεώ πειθόμενοι, αντιλέγειν ταις εαυτών ατόποις επιθυμίαις, ίνα δυνηθήτε ανακαλέσασθαι την πρώτην τη ανθρωπότητα νεμηθείσαν χάριν. Ούτω γαρ υμίν εξαυτής ανατελεί τα αγαθά και τω δεδωκότι ευχαριστήσετε εις αεί των απορρήτων απολαύοντες αγαθών, απολαυσάμενοι τη μακαρία της Τριάδος επικλήσει πρότερον, ει τις κηλίς, ει τις σπίλος ταις υμετέραις επιπολάζει ψυχαίς. Ούτω γαρ ου μόνον τα ενδομυχούντα πνεύματα υμίν αποδιώξαι δυνήσεσθε, αλλά και τα ετέροις ενοχλούντα δαιμόνια συν τοις άλλοις πάθεσιν απελάσετε.
Ταύτα ειπών, τοις υπό τινών παθών οχλουμένοις εκέλευσεν αυτώ προσιέναι και χείρας αυτοίς επιθείς και εξαυτής ιασάμενος, ενετείλατο ορθριαίτερον συνελθείν.
67. Τη δε τρίτη ημέρα περί όρθρον αναστάς ο Πέτρος και προσευξάμενος, εκαθέσθη˙ ημάς δε περικαθεζομένους και εις αυτόν ατενίζοντας, ώσπερ ακούσαί τι βουλομένους, συνείς, έφη˙ Προ πάντων, ω φίλοι, ο Θεόν σέβειν αιρούμενος, ειδέναι οφείλει, ότι εν τρισίν υποστάσεσιν ούτος γνωρίζεται˙ έστι δε ίδιον αυτού και εξαίρετον, τον πάντων κτισμάτων είναι δημιουργός, πάντα περιέχων, πάτα τε περιορίζων, ως υπέρ πάντα ων και πάντα δημιουργήσας. Ταύτα ειπών και πολλά περί θεοσεβείας διδάξας, εκέλευσε τους δαιμονώντας και νόσοις τισί κατειλημμένους αυτώ προσφέρεσθαι˙ προσενεχθείσι δε τας χείρας επιθείς και προσευξάμενος, απέλυσεν υγιαίνοντας.
68. Τη δε επιούση πάλιν ημέρα διαναστάς και προσευξάμενος, είτα και συν ημίν καθεσθείς, λέγειν ήρξατο ούτως˙ Τον μέλλοντα προσιέναι τω Θεώ χρη νήφειν, σωφρονείν, οργής κρατείν, αλλότρια μη νοσφίζεσθαι, δικαίως βιούν, επιεικώς, ευσταθώς, πράως˙ κολάζειν εαυτόν εν ταις ενδείαις, ή μη έχοντα ετέρου αφελόμενον κορεσθήναι, καθαρόν είναι τη καρδία και αγνόν τω σώματι και μη ομοιούσθαι τοις Φαρισαίοις, προς ους ο Κύριος και Θεός ημών Ιησούς Χριστός έφησεν˙ «ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί˙ ότι καθαρίζετε του ποτηρίου και της παροψίδος το έξωθεν, έσωθεν δε γέμει ρύπου. Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισον πρώτον του ποτηρίου και της παροψίδος το έσωθεν, ίνα γένηται και το έξω αυτού καθαρόν». Αληθώς γαρ ο καθάρας το έσω, και το έξω καθάραι δύναται, ο δε τα έξω καθαίρων, προς ανθρώπων έπαινον αφορών, τούτο ποιεί, παρά δε τω Θεώ μισθόν ουκ έχει.
69. Ταύτα ειπών και έτερα περί αγνισμού, των τριών ήδη μηνών πληρωθέντων, ων νηστεύσαί με εκέλευσεν, αγαγών με εις τας εν τη θαλάσση πλησίον ούσας πηγάς, ως εις αέναον εβάπτισεν ύδωρ, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, και λαβών άρτον ευλογήσας και κλάσας, μετέδωκεν ημίν των αχράντων και ζωοποιών μυστηρίων, και ούτως ευωχηθέντες οι αδελφοί ημίν επί τη θεοδωρήτω μου αναγεννήσει, δόξαν και ευχαριστίαν αποδεδώκαμεν τω Θεώ. Πολλού τε όχλου συναθροισθέντος, νόσους, πάθη, δαίμονας απελάσας ο Πέτρος και βαπτίσας πολλούς, Μαροώνη τον αποδεξάμενον αυτόν, ήδη λοιπόν τέλειον όντα, επίσκοπον καταστήσας και πρεσβυτέρους δώδεκα ορίσας και διακόνους δείξας, υπέρ τε του κοινού και συμφέροντος και περί της κατά την Εκκλησίαν τάξεώς τε και αρμονίας συλλαλήσας τω επισκόπω, τοις εν Τριπόλει της Φοινίκης αποταξάμενος, την επί Αντιόχειαν της Συρίας οδόν επορεύετο.
Υποσημειώσεις.
1. Ματθ. 23, 25-26
2. Βλ. την παράγρ. 19.
***
70. Εγκαταλείποντας λοιπόν την Τρίπολη για να πάμε στην Αντιόχεια της Συρίας, την ίδια μέρα μείναμε στην Ορθωσία και επειδή ήταν κοντά στην πόλη από την οποία φύγαμε, όλοι σχεδόν είχαν ακούσει ήδη το κήρυγμα˙ γι’ αυτό, αφού μείναμε εκεί μια μέρα, φύγαμε για την Αντάραδο. Και ενώ ήταν πολλοί αυτοί που βάδιζαν μαζί μας, ο Πέτρος συνομιλούσε με τον Νικήτη και τον Ακύλα λέγοντας˙ Επειδή το πλήθος αυτών που μας ακολουθεί θα προκαλέσει μεγάλο φθόνο καθώς μπαίνουμε σε κάθε πόλη, σκέφθηκα ότι είναι αναγκαίο να φροντίσουμε, ώστε ούτε αυτοί να λυπηθούν εμποδιζόμενοι ναι είναι μαζί μας, αλλά ούτε και εμείς κάνοντας εντυπωσιακή εμφάνιση, να γίνουμε αίτιοι φθόνου στους άλλους. Γι’ αυτό θέλω συ ο Νικήτης μαζί με τον Ακύλα να προηγείσθε από μένα μοιρασμένοι σε δύο χωριστές ομάδες.
71. Όταν ο Πέτρος είπε αυτά, απάντησαν ο Νικήτης και ο Ακύλας˙ Κύριε, αυτό δεν μας στενοχωρεί πολύ να το κάνουμε, αφού διατασσόμαστε από σένα. Πρώτα – πρώτα γιατί έχεις επιλεγεί από την πρόνοια του Θεού, επειδή είσαι άξιος να σκέφτεσαι και να τα συμβουλεύεις όλα καλά˙ και έπειτα, επειδή αυτό είναι ανάγκη να το κάνουμε το πολύ δύο μέρες εγκαταλείποντάς σε. Και αυτές βέβαια είναι πολλές, να μη βλέπουμε εσένα τον κύριό μας, αλλά, επειδή διατάζεις για το συμφέρον, δεν προβάλλουμε αντίρρηση. Και αφού είπαν αυτά, προπορεύθηκαν.
72. Όταν προχώρησαν αυτοί, εγώ ο Κλήμης χαιρόμουνα επειδή με διέταξε να μείνω μαζί του, και του είπα˙ Ευχαριστώ τον Θεό που δεν με έστειλες και μένα όπως τους φίλους, γιατί με πόνο θα μπορούσα να διαφωνήσω.
Και εκείνος είπε˙ Δηλαδή αν παρουσιαστεί κάποια ανάγκη να σταλείς κάπου, επειδή θα με αποχωρισθείς για λίγο προς το συμφέρον του έργου μας, θα πεθάνεις; Και δεν θα δεχθείς ευχαρίστως, πείθοντας τον εαυτό σου να υπομείνει αυτά που σου προστάζονται από ανάγκη; Ή μήπως δεν γνωρίζεις ότι οι φίλοι βρίσκονται μαζί με τη μνήμη, έστω και αν αποχωρίζονται σωματικά από εκείνους, όπως πάλι μερικοί, ενώ είναι σωματικά μαζί, βρίσκονται ψυχικά πολύ μακριά;
73. Κι εγώ απάντησα˙ Μη νομίσεις όμως, κύριε, ο τι θα στενοχωριόμουνα ανόητα, αλλά ύστερα από πολλή σκέψη. Διότι, επειδή σε προτίμησα από όλους, πατέρα και μητέρα και αδελφούς και συγγενείς, αφού μου έγινες αίτιος να γνωρίσω τον Θεό της αληθείας που σώζει, και την παρηγοριά που θα είχαν από όλους, την έχω από σένα μόνο, φοβάμαι γενικά να σε αποχωρισθώ, μήπως, εξαιτίας της κρισιμότητας της ηλικίας μου, νικηθώ από την επιθυμία. Και αυτός είναι ο λόγος τώρα που προβάλλω αντίρρηση, γιατί μου είναι αδύνατον να σε αποχωρισθώ, χωρίς να πικράνω τον Θεό. Διότι θυμάμαι που είπες στην Καισάρεια˙ Όποιος θέλει να με συνοδεύσει, να με συνοδεύσει με ευσέβεια. Και λέγοντας ¨ευσέβεια¨ εννοούσες να μη στενοχωρεί κανέναν κατά Θεόν, εγκαταλείποντας δηλαδή γονείς, γυναίκα και ακόμα και μερικούς άλλους από εκείνους που προτίμησαν να είναι ευσεβείς. Γι’ αυτό και εγώ σου είμαι ως προς όλα κατάλληλος συνοδοιπόρος, στον οποίο θα κάνεις πολύ μεγάλη χάρη εάν του επιτρέψεις να εκτελεί τις υπηρεσίες που είναι για τους δούλους.
70. Εκβάντες δε την Τρίπολιν της Φοινίκης, ως επί Αντιόχειαν της Συρίας ελθείν, αυτής ημέρας εν Ορθωσία εμείναμεν, και δια το πλησίον είναι ης εξήλθομεν πόλεως, πάντων σχεδόν προακηκοότων τα του κηρύγματος, μιας ημέρας εκεί μείναντες, απήραμεν εις Αντάραδον. Πολλών δε των συνοδοιπορούντων ημίν όντων, ο Πέτρος Νικήτη και Ακύλα προσωμίλει λέγων˙ Επειδή πολύς όχλος των συνοδοιπορούντων ου μικρόν φθόνον ημίν εισιούσι κατά πάλιν επισπάται, αναγκαίως εσκεψάμην φροντίσαι, πώς μήτε ούτοι λυπηθώσι κωλυθέντες συνείναι ημίν, μήτε ημείς, περίβλεπτοι γινόμενοι, φθόνω τοις άλλοις καταστώμεν αίτιοι. Τούτου ένεκα βούλομαί σε τον Νικήτην άμα Ακύλα προοδεύειν μου κατά συστήματα δύο σποράδην.
71. Ταύτα του Πέτρου ειπόντος, απεκρίναντο Νικήτης και Ακύλας˙ Ου πάνυ ημάς, κύριε, λυπεί τούτο πράττειν, δια το υπό σου προστετάχθαι. Πρώτον μεν, ότι πάντα καλώς νοείν τε και συμβουλεύειν άξιος ων υπό της του Θεού προνοίας εξελέγης˙ έπειτα δε, ότι ως επί το πολύ ημερών δύο ανάγκη τούτο πράττειν, ημάς απολιμπανομένους σου˙ και αύται δε πολλαί προς το μη σε τον κύριον ημών καθοράν, πλην ως κελεύεις δια το συμφέρον ουκ αντιλέγομεν. Ταύτα ειπόντες, προήγον.
72. Πορευθέντων ουν αυτών, εγώ Κλήμης έχαιρον, ότι συν αυτώ με εκέλευσεν είναι. Αμέλει και προς αυτόν είπον˙ Ευχαριστώ τω Θεώ, ότι με ουκ εξαπέστειλας, ως τους ετέρους, επειδή οδυνώμενος αν διαπεφωνήκειν.
Ο δε έφη˙ Τί δαί; Ει και χρεία τις έσται πεμφθήναί σε που, συ, δια το προς ολίγον απολιμπάνεσθαί μου συμφερόντως, δια τούτο τεθνήξη; Ουχί δε προσομιλήσας σεαυτώ φέρειν τα δια την ανάγκην σοι προσταττόμενα, ευθύμως υποίσες; Ή ουκ οίδας, ότι σύνεισιν οι φίλοι ταις μνήμαις, καν τοις σώμασιν απολυμπάνωνται, ως ένισι, συνόντες τοις σώμασιν, μακράν αφεστήκασι ταις ψυχαίς;
73. Καγώ απεκρινάμην˙ Αλλά μη με νομίσης, κύριε, ότι τα λύπης πάσχειν έμελλον ανοήτως, αλλά και πάνυ ορθώς έχοντι λογισμώ. Επεί γαρ σε αντί πάντων ειλόμην, πατρός και μητρός, αδελφών άμα και συγγενών, αίτιόν μοι γενόμενον δια τον Θεόν της σωζούσης αληθείας ούτω και ης έμελλον εκ πάντων απολαύειν παραμυθίας, δια σου μόνου καρπούμαι. Δέδοικα γαρ όλως απολειφθήναι σου, μήποτε δια την εκ της ηλικίας ακμήν ήττων επιθυμίας γένωμαι. Και δια τούτο ούτως ενστάσεως έχω, ως αποστήναί σου αδύνατον είναι, ει μη κατά τινά χόλον Θεού τούτο γένηται. Και γαρ μέμνημαί σου εν Καισαρεία ειπόντος˙ Ει τις βούλεταί μοι συνοδεύσαι, ευσεβώς συνοδεύετω. Ευσεβώς δε έφης, το μηδένα λυπήσαι κατά Θεόν, οίον απολιπόντα γονείς, γυναίκα, προς δε και ετέρους τινάς των ευσεβών ελομένων. Όθεν εγώ κατά πάντα επιτήδειός ειμί σοι συνοδοιπόρος, ω και τα μέγιστα χαρίζη, ει τας δούλων μοι υπηρεσίας επιτρέπεις ποιείν.
***
74. Και ο Πέτρος όταν τα άκουσε αυτά είπε με κάποιο μειδίαμα˙ Δηλαδή τί φοβάσαι, Κλήμη, μήπως από ανάγκη σε κατατάξω στη θέση δούλων; Ποιός δηλαδή θα φυλάξει τα ωραία και πολλά σεντόνια μαζί με τα δαχτυλίδια που τα συνοδεύουν και τα παπούτσια, και ποιός θα προετοιμάσει τα γλυκά και πολυτελή φαγητά; Γιατί αυτά, επειδή είναι πολυποίκιλα, χρειάζονται και ειδικούς μαγείρους και όλα εκείνα που ετοιμάζονται για την επιθυμία του ανθρώπου σαν μεγάλου θηρίου. Ασφαλώς η διάθεση αυτή σου δημιουργήθηκε επειδή ίσως δεν κατάλαβες και αγνοείς τη ζωή μου, ότι τρώω μόνο ψωμί και ελιές και σπανίως χορταρικά, και ότι ένδυμα και ρούχο έχω μόνο ένα, αυτό εδώ που φορώ, και δεν χρειάζομαι άλλο, ούτε άλλο τίποτε, αφού και μου περισσεύουν αυτά. Διότι ο νους μου, βλέποντας όλα τα αιώνια αγαθά που βρίσκονται εκεί, δεν κοιτάζει τίποτε από τα εδώ. Ωστόσο δέχομαι τη δική σου αγαθή διάθεση και θαυμάζοντάς την σε επαινώ, πως, ενώ ήσουν άνθρωπος με πολυτελείς συνήθειες, απάλλαξες εύκολα τη ζωή σου από αυτά που σου ήταν αναγκαία.
Διότι εμείς, εγώ και ο αδελφός μου Ανδρέας, επειδή από παιδιά, όχι μόνο ανατραφήκαμε μέσα σε ορφάνια, αλλά εξαιτίας της φτώχειας συνηθίσαμε στη δουλειά, υποφέρουμε εύκολα τώρα αυτές τις μεγάλες οδοιπορίες. Γι’ αυτό, αν συμφωνούσες μαζί μου, θα μου επέτρεπες να σου προσφέρω υπηρεσίας που είναι για δούλους.
75. Εγώ όταν τον άκουσα συγκλονίστηκα και δάκρυσα για τον λόγο αυτό που είπε άνθρωπος, από τον οποίο είναι κατώτεροι όλοι οι άνθρωποι της τωρινής γενιάς ως προς τον λόγο της γνώσεως και της ευσέβειας. Εκείνος βλέποντάς με δακρυσμένον, ρώτησε να μάθει την αιτία.
Και εγώ είπα σ’ αυτόν˙ Ποιά μεγάλη αμαρτία έκανα, για να ακούσω και αυτόν τον λόγο;
Και ο Πέτρος αμέσως˙ Εάν μίλησα άσχημα θέλοντας να σε υπηρετήσω, τότε πρώτος αμάρτησες εσύ, που προθυμοποιήθηκες πρώτος να το κάνεις αυτό.
Κι εγώ είπα˙ Δεν είναι το ίδιο. Διότι σε μένα ταιριάζει πολύ να το κάνω, ενώ σε σένα καθόλου, επειδή είσαι κήρυκας του Θεού και έχεις την ευθύνη να ποιμαίνεις ψυχές ανθρώπων.
Και ο Πέτρος είπε˙ Ο Κύριός μας, που ήρθε να σώσει όλον τον κόσμο και ήταν ο μόνος που είχε την πραγματική ευγενική καταγωγή, καταδεχόταν να υπηρετεί, για να μας πείσει να μη θεωρούμε ντροπή να προσφέρουμε υπηρεσίες δούλων στους πλησίον μας, έστω και αν έχουμε ευγενική καταγωγή, έστω και αν διαφέρουμε πάρα πολύ από αυτούς.
Και εγώ είπα˙ Εάν νομίζω ότι σε νίκησα στον λόγο, είμαι όπως φαίνεται τρελλός και ανόητος πλην όμως χρεωστώ ευγνωμοσύνη στην πρόνοια του Θεού, διότι αξιώθηκα να σε έχω στη θέση των γονέων μου.
76. Και ο Πέτρος ρώτησε˙ Πράγματι, δεν υπάρχει κανένας από το σόϊ σου;
Και εγώ του απάντησα˙ Υπάρχουν πολλοί και σπουδαίοι άνδρες, που ανήκουν στο σόϊ του Καίσαρα. Γι’ αυτό και στον πατέρα μου, που ανατράφηκε μαζί του, ο Καίσαρας του έδωσε συγγενή του ως γυναίκα, από την οποία γεννηθήκαμε τρεις γιοί˙ δύο πριν από μένα, οι οποίοι ήταν δίδυμοι και έμοιαζαν πάρα πολύ μεταξύ τους, όπως μου διηγιόταν ο πατέρας μου. Διότι εγώ ούτε αυτούς ούτε την μητέρα μου γνωρίζω καλά, παρά μόνο σαν σε όνειρο θυμάμαι αμυδρά τη μορφή τους. Η μητέρα μου λοιπόν λεγόταν Ματθιδία, ο πατέρας μου Φαύστος, και οι αδελφοί μου Φαυστίνος και Φαυστιανός. Όταν λοιπόν τους γεννήθηκα εγώ τρίτος, η μητέρα μου είδε σε όνειρο, όπως μου είπε ο πατέρας, ότι, εάν δεν πάρει τα δίδυμα αγόρια της και δεν φύγει από την Ρώμη σε εξορία για δώδεκα χρόνια, θα πεθάνει με ολέθριο θάνατο.
74. Και ο Πέτρος ακούσας, μετά τινός φησί μειδιάσματος˙ Τί ουν οίει, Κλήμη; Μη υπ’ αυτής ανάγκης εις δούλων σε ταγήναι τόπον, επεί τις τας καλάς μοι και πολλάς σινδόνας μετά των επομένων δακτυλίων και υποδημάτων φυλάξει, τις δε και τα ηδέα και πολυτελή όψα προετοιμάσει, άτινα, ποικίλα όντα, πολλών δείναι και τεχνικών μαγείρων, και πάντα εκείνα, όσα ως θηρίω μεγάλω τη επιθυμία προευτρεπίζεται; Πλην η τοιαύτη σε προαίρεσις υπεισήλθεν, ίσως μη συνιέντα και τον εμόν αγνοούντα βίον, ότι άρτω μόνω και ελαίας χρώμαι, και σπανίως λαχάνοις, και ότι ιμάτιόν μοι και τριβώνιον εν έστι τούτο αυτό ο περιβέβλημαι, και ετέρου χρείαν ουκ έχω ουδέ άλλων τινών. Εν γαρ τούτοις και περισσεύομαι. Ο νους γαρ μου, τα εκεί πάντα ορών αιώνια αγαθά, τα ενταύθα ουδενός επιστρέφεται. Όμως, σου μεν την αγαθήν προαίρεσιν αποδέχομαι, και θαυμάζων επαινώ, πώς, ανήρ εκ πολυτελών εθών υπάρχων, ραδίως τοις αναγκαίοις τον σεαυτού υπήλλαξας βίον. Ημείς γαρ εκ παίδων, εγώ τε και Ανδρέας ο σύναιμος, ου μόνον εν ορφανία ανατραφέντες, αλλά και
υπό πενίας εις εργασίαν εθισθέντες, ευμαρώς φέρομεν νυν τας μικράς ταύτας οδοιπορίας. Όθεν, ει επείθου μοι, εμοί αν συγκεχωρήκεις τα δούλων αποπληρούν σοι.
75. Εγώ δε ακούσας σύντρομος εγενόμην και επίδακρυς, οίον λόγον είπεν ανήρ, ου πάντες οι της νυν γενεάς άνθρωποι τω της γνώσεως και ευσεβείας λόγω ήττους εισίν. Ο δε ιδών με σύνδακρυν, επόθετο την αιτίαν.
Καγώ προς αυτόν˙ Και τί τοιούτον ήμαρτον, φημί, ίνα και τοιούτον ακούσαί με λόγον;
Και ο Πέτρος ευθύς˙ Ει κακώς είρηκα δουλεύσαί σοι προελόμενος, συ πρώτος ήμαρτες, πρώτος τούτο και ποιήσαι προθυμηθείς.
Καγώ έφην˙ Ουχ ομοίως έχει. Εμοί μεν γαρ και λίαν προσήκει τούτο ποιείν, σοι δε ουδαμώς, άτε ΘΕεού κήρυκι όντι και ψυχάς ανθρώπων ποιμαίνειν πεπιστευμένω.
Και ο Πέτρος˙ Ο Κύριος ημών, είπεν, επί σωτηρία παντός του κόσμου εληλυθώς, μόνος τε υπέρ πάντας την αληθή και μόνην ευγένειαν έχων, δουλεύειν ηνέσχετο, ίν’ ημάς πείση μη δι’ αισχύνης ποιείσθαι, το δουλικάς προσφέρειν τοις πλησίον υπηρεσίας, καν ευγενείς ώμεν, καν πλείστον αυτών διαφέρωμεν.
Καγώ έφην˙ Ει λόγω σε νικήσειν οίομαι, άφρων ειμί κατά το φανερόν και ανόητος˙ πλην αλλά χάριν οίδα τη του Θεού προνοία, ότι περ εις γονέων μοίραν έχειν σε κατηξίωμαι.
76. Και ο Πέτρος˙ Ουδείς δε σοι αληθώς, έφη, προς γένους υπάρχει;
Καγώ απεκρινάμην˙ Εισί μεν πολλοί και μεγάλοι άνδρες, Καίσαρι προσήκοντες κατά γένος. Όθεν τω εμώ πατρί, ως και συντρόφω, Καίσαρ γυναίκα συγγενή προσηρμόσατο, αφ’ ης τρεις εγενόμεθα υιοί, δύο μεν προ εμού, οι και δίδυμοι όντες, κομιδή όμοιοι αλλήλοις ετύγχανον, ως ο πατήρ εξηγείτό μοι. Εγώ γαρ ούτε αυτούς, ούτε την τεκούσαν πάνυ επίσταμαι, άλλ’ ώσπερ δι’ ονείρων αμυδρόν αυτών το είδος αναφέρω. Η μεν ουν μήτηρ μου Ματθιδία ελέγετο, ο δε πατήρ Φαύστος, οι αδελφοί, ο μεν Φαυστίνος, ο δε Φαυστινιανός εκαλείτο. Εμού ουν τρίτου επιγεννηθέντος αυτοίς, η μήτηρ όνειρον εωράκει, ως ο πατήρ μου υφηγείτο, ότι, εάν μη, τους διδύμους αυτής υιούς εξαυτής παραλαβούσα, της Ρωμαίων αποδημήση πόλεως επί έτη δέκα, πανολεθρίω συν αυτοίς αποθανείται θανάτω.
Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.
Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994
Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Εισαγωγή στην επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου.