173. Φανερώθηκε όμως στον Κορνήλιο και τον Φοίβο να μη μετακινήσουν το λείψανο από εκεί, όπου βρίσκεται σε καλή κατάσταση στον βυθό, και ότι κάθε αλλαγή του χρόνου, την εποχή που κοιμήθηκε ο μάρτυρας, θα υποχωρεί η θάλασσα επί εφτά ολόκληρες ημέρες για εκείνους που θα προσέρχονται, επιτρέποντας σ’ αυτούς να πάνε βαδίζοντας πεζοί μέχρι το λείψανο. Πράγμα που γίνεται κάθε χρόνο από τότε μέχρι τώρα, έχοντας σαν όριο και προθεσμία τον ερχομό της μνήμης του. Έτσι όλες οι αιρέσεις αυτών και η ειδωλολατρία καταργήθηκαν, διότι τα σημάδια και τα θαύματα που γίνονται εκεί την ημέρα της μνήμης του μάρτυρα οδηγούν όλους σε επίγνωση και φανερά τους ωθούν στην αλήθεια. Διότι σε κανέναν από όσους βασανίζονται από κάποιο αθεράπευτο κακό δεν χρειάστηκε τίποτε περισσότερο από το να πιεί από το νερό εκείνο και να ραντισθεί με αυτό, για να απαλλαγεί από το κακό που τον βασανίζει.
174. Άλλ’ αυτά βέβαια είναι τέτοια και έτσι έχουν, εκείνο όμως είναι πολύ μεγαλύτερο και ικανό να επιβεβαιώσει όσα είχαν συμβεί. Διότι, επειδή, όπως είπαμε, ο μάρτυρας οδηγήθηκε στο πέλαγος και ρίχτηκε στα βάθη των νερών και η θάλασσα τραβιόταν πιο μέσα, σαν να υποχωρούσε κάτω από τα πόδια, φανερώνοντας, κατά τρόπο παράδοξο, το λείψανο και δίνοντας τη δυνατότητα σε όποιον ήθελε να βαδίσει πεζός στον βυθό, γι’ αυτό μεγάλο πλήθος Χριστιανών έσπευδε να δει το λείψανο. Μετά δε από αυτά η μεγάλη γιορτή έφερνε και το θαύμα˙ ή μάλλον εκείνο έκανε τη γιορτή, διότι δεν έγινε μια μόνο φορά και έπειτα σταμάτησε, αλλά γινόταν κατά τον ίδιο τρόπο σε κάθε περίοδο του έτους, συγκεντρώνοντας και τις ασεβείς ψυχές σε συνεστίαση. Επειδή λοιπόν αυτά έτσι είχαν και όλοι οι Χριστιανοί της Χερσώνας έτρεχαν κάθε χρόνο στην πανήγυρη του θαύματος γι’ αυτό ο Θεός έκανε ένα θαύμα πιο παράδοξο από τα προηγούμενα.
175. Κάποιος δηλαδή ευσεβής άνδρας μαζί με την γυναίκα και το αρσενικό παιδί τους, ενώ γινόταν το θαύμα, προχωρούσαν κι αυτοί προς το μαρτυρικό σώμα μαζί με το πλήθος που συνέρρεε. Αφού λοιπόν πέρασαν το πέλαγος με τα πόδια και έφτασαν στον ναό που βρισκόταν στο βάθος του, παίρνοντας το παιδί από το χέρι οι πατέρες μπήκαν μέσα στον ναό και, αφού στάθηκαν γύρω από την αγία εκείνη σορό, παρακαλούσαν τον άγιο και για άλλα πράγματα, αλλά τον ικέτευαν και για το παιδί όσα είναι φυσικό να ζητούν οι πατέρες. Αφού προσευχήθηκαν λοιπόν και αγκάλιασαν με θέρμη τον τάφο, αυτοί βέβαια, όταν τελείωσε η πανήγυρη και όλοι επέστρεψαν στα σπίτια τους, γύριζαν πίσω μαζί με το πλήθος που είχε μαζευτεί. Το παιδί όμως ξεφεύγοντας την προσοχή των γονιών του, δεν ξέρω πως εγκαταλείφθηκε μόνο κοντά στη σορό, πράγμα που οπωσδήποτε το κανόνισε η ακατάληπτη πρόνοια του Θεού, για να τιμήσει περισσότερο εκείνον που θυσίασε γι’ αυτόν ευχαρίστως και την ψυχή και το σώμα του.
Και το νερό βέβαια, επιστρέφοντας στη θέση του, κάλυπτε τον βυθό και γινόταν πέλαγος.
173. Άλλ’ απεκαλύφθη Κορνηλίω και Φοίβω, ώστε μη το λείψανον εκείθεν μετακινήσαι, καλώς εν τω βυθώ κείμενον, και ότι καθ’ εκάστην ενιαυτού περιτροπήν εν τω καιρώ της του μάρτυρος τελειώσεως, υποχωρήσει παρ’ όλας επτά ημέρας τοις προσιούσιν η θάλασσα, πεζή και βάδην αυτοίς μέχρι του λειψάνου την πάροδον επιτρέπουσα. Όπερ ετησίως εξ εκείνου και εις δεύρο τελείται, την επιδημίαν της αυτού μνήμης οιονεί τινά όρον έχον και προθεσμίαν. Εντεύθεν αίρεσις παρ’ αυτοίς πάσα και ελληνισμός καταλέλυται, των εν τη μάρτυρος μνήμη τελουμένων εκεί σημείων και των θαυμάτων εις επίγνωσιν πάντας χειραγωγούντων. Ουδενί γαρ υπό τινός ανηκέστου κακού πιεζομένων, της του ύδατος εκείνου μεταλήψεως και του ραντισμού πλέον εδέησε, προς την του κατέχοντος αυτόν πάθους, απαλλαγήν.
174. Αλλά ταύτα μεν δη τοιαύτα και ούτως έχοντα, εκείνο δε και λίαν πολλώ μείζον και ικανόν τα προλαβόντα πιστώσασθαι. Επειδή γαρ, ως ο λόγος φθάσας εδήλωσεν,εις πέλαγος ο μάρτυς εφίετο και εις υδάτων μυχούς έρριπτο, ή τε θάλασσα υπέβαινε πορρωτέρω, καθάπερ υπό πόδα χωρούσα, μηνυτής του λειψάνου παραδόξως γινομένη και βυθόν πεζεύειν τω βουλομένω παρέχουσα˙ πολύ μέντοι πλήθος τηνικαύτα Χριστιανών προς την του λειψάνου θέαν ηπείγοντο. Μετά δε ταύτα και η μεγίστη εορτή το θαύμα ήγετο˙ εκείνο δε μάλλον εποίει την εορτήν, ου γεγονός άπαξ, είτα παυσάμενον, αλλά καθ’ εκάστην ενιαυτού περίοδον ομοίως τελούμενον και τας ασεβείς ψυχάς συγκαλούν εις εστίασιν. Επεί τοίνυν ούτω ταύτα και οι κατά Χερσώνα πάντες Χριστιανοί προς την του θαύματος πανήγυριν ετησίως συνέτρεχον, θαυματουργεί τι κανταύθα Θεός, των προγεγονότων παραδοξότερον.
175. Ανήρ γαρ τις θεοσεβής άμα γυναικί και άρρενι τέκνω, του θαύματος ήδη τελουμένου, προς το μαρτυρικόν εκείνο και αυτοί σώμα μετά του συρρέοντος πλήθους εχώρουν. Το πέλαγος ουν εκ ποδός διαβάντες και τον εν μυχώ τούτου καταλαβόντες ναόν, της χειρός λαβόμενοι του παιδός οι πατέρες, επεί του ναού ένδον εγένοντο και την αγίαν εκείνην περιστάντες σορόν, τα τε άλλα εδέοντο του αγίου και υπέρ του παιδός ελιπάρουν όσα πατέρας εικός. Ευξάμενοι ουν και θερμώς τον τάφον περιπτυξάμενοι, αυτοί μεν ήδη της πανηγύρεως τελεσθείσης και οίκαδε πάντων επανιόντων, οπίσω πάλιν μετά του συνδραμόντος πλήθους εχώρουν. Το παιδίον δε τους τεκόντας λαθόν, ουκ οίδ’ όπως, μόνον παρά τη σορώ κατελέλειπτο, πάντως της ακαταλήπτου προνοίας του Θεού και τούτο οικονομησαμένης, ίνα τιμήση πλέον τον και ψυχήν και σώμα δι’ αυτόν ηδέως προθέμενον. Και το μεν ύδωρ, επαναστρέφον εις τα οικεία, εκάλυπτε τον βυθόν και πέλαγος εγίνετο.
***
176. Οι γονείς όμως, όταν απομακρύνθηκαν λίγο από το λείψανο, επειδή δεν έβλεπαν το παιδί κοντά τους, άρχισαν να το αναζητούν, και γυρίζοντας πίσω, για να βρουν το παιδί, βλέπουν πάλι πέλαγος τον δρόμο που οδηγούσε στο λείψανο˙ αμέσως θορυβήθηκαν, ταράχτηκαν, κλονίστηκαν και με περισσότερη αγωνία κινήθηκαν για την αναζήτηση του παιδιού˙ εκείνο όμως ήταν εγκαταλελειμμένο μάλλον στη σορό. Επειδή λοιπόν κουράστηκαν πολύ και δεν βρήκαν το παιδί και νόμισαν ότι έμεινε στον βυθό, όπως και ήταν, φώναζαν για πολλή ώρα γοερά καλώντας τον γιο τους και χτυπούσαν τα στήθη τους και θρηνούσαν τη συμφορά που τους βρήκε. Έπειτα και στον άγιο έλεγαν λόγια, που μόνο η ψυχή πονεμένη θα μπορούσε να πει, παρακαλώντας να πεθάνουν αυτοί στη θέση του παιδιού, μέχρι που μερικοί από αυτούς που ήταν κοντά τους αγκαλιάζοντάς τους, ενώ είχαν πια εξαντληθεί από τους θρήνους, και χύνοντας και αυτοί πολλά δάκρυα για το πάθημα τους, τους παρηγόρησαν και έκαναν να λιγοστέψει η μεγάλη λύπη τους.
Όμως, όταν εκείνοι ξαναγύρισαν στο σπίτι τους, ο πόνος γινόταν μεγαλύτερος, όταν έβλεπαν ένα ρούχο του παιδιού, ή όταν ερχόταν στη μνήμη των γονιών του κάτι από τα πράγματα που αγαπούσε εκείνο, τους έκανε πιο αφόρητη την συμφορά.
177. Όταν όμως πέρασε ο χρόνος και επρόκειτο να γίνει πάλι η λαμπρή εκείνη γιορτή, τους βασάνιζε πιο πολύ ο πόνος και τους θύμιζε πιο έντονα το παιδί τους. Είπαν λοιπόν ο ένας στον άλλο˙ Ας πάμε στον τάφο, για να δούμε μήπως απόμεινε κανένα λείψανο του παιδιού για να το φροντίσουμε. Αυτά και όσα άλλα αφού είπαν από τον πόνο τους μεταξύ τους, βγαίνουν από το σπίτι ντυμένοι πένθιμα και με τα μάτια λιωμένα από τα δάκρυα φτάνουν στην παραλία. Αμέσως τότε, μόλις έφτασε η ώρα, άρχισε η θάλασσα να υποχωρεί και ακολουθούσαν πρώτοι αυτοί και πίσω τους άλλοι, χρησιμοποιώντας σαν οδηγό τη θάλασσα. Όταν όμως έφτασαν στο ναό εκείνον που δημιουργήθηκε μόνος του, ή μάλλον από τη δική σου σοφία, Δέσποτα, βλέπουν το παιδί, ώ του θαύματος, ζωντανό να κινείται κοντά στον ναό. Και στην αρχή βέβαια αμφέβαλαν γι’ αυτά που έβλεπαν, σκεφτόμενοι μήπως δεν είναι το παιδί αυτό που φαινόταν.
Όταν όμως και με τα χαρακτηριστικά του και με τους τρόπους του από παντού το παιδί τους οδηγούσε στην πίστη, πίστεψαν ότι αυτός είναι ο γιος τους, και αμέσως τον αγκάλιασαν και ενώνοντας τα μάτια και τα χείλη, έκλαιαν επί πολύ, χύνοντας τα γλυκά εκείνα δάκρυα της χαράς και φιλώντας τον θερμά με γυμνή κατά κάποιο τρόπο την ψυχή.
178. Έπειτα από λίγο, ξαναβρίσκοντας τους εαυτούς τους, ρωτούσαν το παιδί να τους πει το κάθε τι ακριβώς, με ποιό τρόπο σώθηκε τόσο παράδοξα, ποιός το φύλαγε, ποιός το έτρεφε, ποιός το φρόντιζε, ποιός το κρατούσε στη ζωή. Και εκείνο, κρατώντας με το αριστερό χέρι την σορό και με το άλλο δείχνοντας εκείνον που βρισκόταν μέσα, είπε˙ Αυτός είναι εκείνος που μου έδωσε τη ζωή, και ο τροφοδότης και ο φύλακας, που με κρατούσε κοντά του πάντοτε με αγάπη και με φρόντιζε καλά. Οι γονείς τότε κυριευμένοι με κάποιο απερίγραπτο θαύμα μαζί με ευχαρίστηση μετέβαλαν τους προηγούμενους θρήνους και τα θλιβερά εκείνα λόγια του πένθους σε χαρά και ευχαριστία, λέγοντας˙ «είναι θαυμαστός ο Θεός στους αφοσιωμένους σ’ αυτόν»,1 προσθέτοντας και άλλα παρόμοια.
Επιστρέφουν λοιπόν ευτυχισμένοι και αξιοζήλευτοι στο σπίτι, έχοντας εκείνον που πενθούσαν ως νεκρόν και νόμιζαν ως τάφον του την κοιλιά κάποιου θαλάσσιου θηρίου, ή καλύτερα εκείνον που δεν περίμεναν να βρουν ούτε ίχνος του, αυτόν έχοντάς τον να βαδίζει μαζί τους και βλέποντάς τον να συνομιλεί, ένα πράγμα ηδονής για τους γονείς που δεν λέγεται, που σταλάζει απερίγραπτη γλυκύτητα στα σπλάγχνα εκείνων.
179. Έτσι ξέρει να τιμά ο κοινός όλων Δεσπότης Χριστός εκείνους από τους υπηρέτες του που έπαθαν γι’ αυτόν και πέρασαν τόσο μεγάλο κίνδυνο, με τόσο υπερβολικά θαύματα, με τέτοιες δόξες, τις οποίες είθε και εμείς να επιτύχουμε, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο ανήκει η δόξα στον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
176. Οι πατέρες δε μικρόν από του λειψάνου προελθόντες, ως ήδη τον παίδα παρ’ αυτοίς ουχ εώρων, εις έρευναν αυτού τρέπονται, και οπίσω στραφέντες, ώστε το παιδίον ευρείν, πέλαγος ορώσι πάλιν την επί το λείψανον εξής φέρουσαν˙ και αυτίκα θορυβούνται, ταράττονται, κλονούνται, θερμότερον ορμώσι προς την του παιδός ζήτησιν, το δε άρα ην εν τη σορώ καταλελειμμένον. Επεί δε πολλά καμόντες το παιδίον ουχ εύρον, άλλ’ εν τω βυθώ καταλελείφθαι αυτοίς ενομίσθη, ώσπερ άρα και ην, μακρόν τε και γοερόν ανεβόων ανακαλούμενον τον υιόν και τα στήθη έπαιον και την κατασχούσαν αυτούς ανωλοφύροντο συμφοράν. Είτα και προς τον άγιον, οίά περ αν οδυνωμένη ψυχή φθέγξαιτο, έλεγον, θάνατον εαυτοίς, αντί των παρόντων ευχόμενοι, έως των πλησίον τινές περιπεσόντες αυτοίς, εκλελυμένοις υπό των θρήνων ήδη και πολλά τω πάθει και αυτοί εκχέαντες δάκρυα, παρεμυθήσαντό τε αυτούς και υφείναι της μακράς λύπης εποίησιν.
Αλλά προς την οικίαν εκείνων επανελθόντων, μείζον και πάλιν το πάθος εγίνετο και ιμάτιον οφθέν του παιδός, είτε τινά των εκείνω συνήθων εις μνήμην τοις πατράσιν ελθόντα, χαλεπωτέραν αυτοίς εποίει την συμφοράν.
177. Του ενιαυτού δε ήδη περιελθόντος και της λαμπράς εορτής εκείνης άγεσθαι πάλιν μελλούσης, εκέντει τε αυτούς επί πλέον το πάθος και σφοδρότερον πάλιν του παιδός ανεμίμνησκε. Και δήτα προς αλλήλους, Ίωμεν, φασί, προς τον τάφον˙ ίδωμεν ει τι του παιδός υπολέλειπται λείψανον, ει πώς καν αυτό κομιούμεθα. Ταύτα και όσα του πάθους προς εαυτούς, κοινολογησάμενοι, προέρχονται της οικίας πενθικώς εσκευασμένοι και τας οράσεις υπό των δακρύων εκτετηκότες και παρά τον αιγιαλόν αφικνούνται. Και υποχωρεί μεν ευθέως η θάλασσα, της προθεσμίας καταλαβούσης, ακολουθούσι δε αυτοί πρώτοι και μετά πόδας έτεροι πάλιν, τη θαλάσση καθάπερ οδηγώ χρώμενοι. Και τον αυτομάτως οικοδομηθέντα ναόν εκείνον, μάλλον δε υπό της σης, Δέσποτα, σοφίας δημιουργηθέντα καταλαβόντες, ορώσι το παιδίον, ώ του θαύματος! Ζων και αλλόμενον παρά τω ναώ. Και πρώτον μεν αμφιβόλως είχον προς τα ορώμενα, λογιζόμενοι μη ουχ ο παις η το φαινόμενον.
Επεί δε και τοις γνωρίσμασι και τοις σχήμασι πάντοθεν εις πίστιν αυτούς το παιδίον ενήγε και τούτον εκείνον είναι τον υιόν επίστευσαν, περιχυθέντες ευθέως αυτώ και οφθαλμούς και χείλη προσφύντες, δάκρυα και θερμώς αυτόν ώσπερ γυμνή τη ψυχή κατεφίλουν.
178. Έπειτα μικρόν εαυτούς αναλαβόντες, ηρώτων ακριβώς έκαστα το παιδίον, όπως ούτω παραδόξως διεσώθη, τίνος φυλάττοντος, τίνος τρέφοντος, τίνος θάλποντος, τίνος ζωογονούντος. Το δη, τη μεν λαιά χειρί την σορόν κατέχον, θατέρα δε τον εν αυτή κείμενον υποδεικνύον. Ούτός μοι και της ζωής πάροχος, έλεγε, και τροφεύς και φύλαξ, παρ’ εαυτώ γνησίως αεί με τηρών και καλώς τιθηνούμενος. Θαύματι ουν οι τεκόντες απορρήτω συν ηδονή ληφθέντες, τους προτέρου θρήνους και τα σκυθρωπά του πάθους εκείνα ρήματα, εις φαιδρότητα και ευχαριστίαν μετέβαλον, «θαυμαστός, λέγοντες, ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού», και όσα εξής προστιθέντες. Επανέρχονται τοίνυν μακάριοι και ζηλωτοί προς την οικίαν, ον ως νεκρόν επένθουν και τάφον αυτώ θαλαττίου γαστέρα θηρός επεφήμιζον, μάλλον δε ου μηδέ λείψανον ευρείν προσεδόκουν, τούτον μεθ’ εαυτών βαδίζοντα έχοντες και συλλαλούντα ορώντες, άφατόν τι χρήμα πατράσιν εις ηδονήν και απόρρητον γλυκύτητα τοις εκείνων σπλάγχνοις εναποστάζον.
179. Ούτω τιμάν οίδεν ο κοινός απάντων Δεσπότης Χριστός τους δι’ αυτόν παθόντας των οικετών και τοσούτον κίνδυνον αναδεξαμένους, τοιαύτη θαυμάτων υπερβολή, τοιαύταις λαμπρότησιν, ων γένοιτο και ημάς επιτυχείν, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ’ ου τω Πατρί δόξα άμα τω αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Υποσημείωση.
1. Ψαλμ. 67, 36
Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.
Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994
Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ
Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Εισαγωγή στην επιτομή πράξεων και κηρυγμάτων του Αποστόλου Πέτρου.