Για την ψαλμωδία, την προσευχή, και την ευταξία σε αυτές.

Υπόθεση ΙΑ’

Του Παλλαδίου

Ο αββάς Παμβώ έστειλε κάποτε τον μαθητή του να πουλήσει το εργόχειρό του. Εκείνος έκανε δεκαέξι μέρες, όπως μας έλεγε, και τις νύχτες κοιμόταν στον νάρθηκα της εκκλησίας στο ναό του αγίου αποστόλου Μάρκου. Εκεί είδε πως γινόταν η ακολουθία της εκκλησίας, έμαθε και τροπάρια, και επέστρεψε στον γέροντα, ο οποίος τον ρώτησε: «Σε βλέπω ταραγμένο, παιδί μου. Μήπως σου συνέβη κανένας πειρασμός στην πόλη;» Ο αδελφός αποκρίθηκε: «Στ’ αλήθεια, αββά, με αμέλεια ξοδεύουμε τις μέρες μας σε τούτην την έρημο, και ούτε κανόνες ούτε τροπάρια ψάλλουμε. Τώρα που πήγα στην Αλεξάνδρεια, είδα πως ψάλλουν οι ψάλτες στην εκκλησία, και πολύ λυπήθηκα, γιατί εμείς δεν ψάλλουμε κανόνες και τροπάρια».

Ο γέροντας τότε του είπε: «Αλίμονό μας, παιδί μου. έφτασαν οι μέρες που οι μοναχοί θα παρατήσουν τη στέρεη τροφή,1 την οποία τους παρέδωσε το άγιο Πνεύμα, και θα στραφούν σε άσματα και ήχους. Ποια κατάνυξη και ποια δάκρυα γεννιούνται από τα τροπάρια, όταν στέκεται κανείς στην εκκλησία ή στο κελλί του να υψώνει την φωνή του όπως τα βόδια; Αν δηλαδή στεκόμαστε μπροστά στο Θεό, οφείλουμε να στεκόμαστε με πολλή κατάνυξη και όχι να είναι αλλού ο νους μας. Γιατί δεν βγήκαν οι μοναχοί σε τούτη την έρημο για να στέκονται μπροστά στον Θεό και να είναι αλλού ο νους τους, να ψάλλουν άσματα και να ρυθμίζουν τους ήχους και να κουνούν τα χέρια και να μετακινούν τα πόδια, αλλά οφείλουμε να προσφέρουμε στον Θεό τις προσευχές με φόβο Θεού και τρόμο, με δάκρυα και στεναγμούς, με ευλαβική και κατανυκτική και μέτρια και ταπεινή φωνή.

Σε βεβαιώνω, παιδί μου, ότι θα έρθουν μέρες που οι χριστιανοί θα καταστρέψουν τα βιβλία των αγίων Ευαγγελίων και των αγίων αποστόλων και των θεσπέσιων προφητών, σβήνοντας τα ιερά κείμενα και γράφοντας στη θέση τους τροπάρια και λόγους αρχαίων συγγραφέων, και ο νους τους θα απορροφηθεί από αυτά και θα απομακρυνθεί από τις άγιες Γραφές. Γι’ αυτό και οι πατέρες μας είπαν, όσοι ζουν σε αυτή την έρημο να μη γράφουν τους βίους και τους λόγους των πατέρων σε μεμβράνες, αλλά σε βιβλία από πάπυρο.2 γιατί η ερχόμενη γενιά πρόκειται να σβήνει τους βίους των πατέρων και να γράφει σύμφωνα με τα θελήματά της. Θα είναι δηλαδή μεγάλη η δοκιμασία που έρχεται».

«Τι λοιπόν;» ρώτησε ο αδελφός. «Θα αλλαχτούν οι συνήθειες και οι παραδόσεις των χριστιανών και δεν θα υπάρχουν ιερείς στην εκκλησία, με αποτέλεσμα να συμβούν αυτά;»

Ο γέροντας αποκρίθηκε: «Σε εκείνους τους καιρούς θα ψυχρανθεί η αγάπη των πολλών3 και θα υπάρχουν πολλά δεινά, επιδρομές βαρβάρων και εξεγέρσεις λαών, ακαταστασία στους βασιλιάδες, σπατάλη στους ιερείς, αμέλεια στους μοναχούς. Οι ηγούμενοι λίγο θα νοιάζονται για τη σωτηρία τη δική τους και του ποιμνίου τους. Όλοι θα είναι πρόθυμοι και δραστήριοι για τα τραπέζια, φιλόνικοι, οκνηροί στις προσευχές και πρόθυμοι στις καταλαλιές, έτοιμοι να κατακρίνουν. Δεν θα μιμούνται ούτε θα ακούν τους βίους και τους λόγους των γερόντων, αλλά μάλλον θα τους χλευάζουν και θα λένε: «Αν ζούσαμε και εμείς στις μέρες τους, θα αγωνιζόμασταν και εμείς». Οι επίσκοποι πάλι, εκείνες τις μέρες, θα φοβούνται τους ισχυρούς, θα δωροδοκούνται όταν δικάζουν, δεν θα υπερασπίζονται στη δίκη τον φτωχό, θα κατατρέχουν τις χήρες και θα ταλαιπωρούν τα ορφανά. Και στον λαό θα εμφανιστούν η απιστία, η ασωτία, το μίσος, η έχθρα, ο φθόνος, η φιλονικία, οι κλοπές, η μέθη».

«Τι θα κάνει λοιπόν κανείς σε εκείνους τους καιρούς και εκείνα τα χρόνια;» ρώτησε ο αδελφός. Και ο γέροντας του είπε: «Παιδί μου, στις μέρες εκείνες, όποιος θέλει, θα κάνει το παν για να σώσει την ψυχή του, και θα τιμηθεί πολύ στη βασιλεία των ουρανών».

Από τον βίο του οσίου Λουκά του νέου.

Ο όσιος Λουκάς επισκέφτηκε κάποτε έναν γνωστό του, ο οποίος ήταν και αυτός αγωνιστής, και ηγούμενος σε μία αδελφότητα ευλαβών μοναχών. Την τρίτη μέρα που ήταν μαζί, ο όσιος κυριεύτηκε από τον πόθο της καλύβας του και της ερημίας και ζητούσε άδεια να φύγει. Ο ηγούμενος όμως δεν του έδινε, γιατί τον ήθελε κοντά του και δεν μπορούσε να τον αποχωριστεί, επειδή η αγάπη μεταξύ φίλων, όταν εμπνέεται από τον Θεό, είναι πολύ έντονη και πιο ισχυρή από τη φυσική αγάπη. Καθώς ο όσιος ήταν ανυποχώρητος και επέμενε να επιστρέψει, ο ηγούμενος πήρε αφορμή από κάποια γιορτή που πλησίαζε και του μίλησε κάπως απότομα, παρακινημένος βέβαια από την αγάπη του: «Μέχρι πότε θα επιμένεις έτσι σαν αγροίκος και θα προτιμάς την ερημία από την εκκλησιαστική σύναξη; Και μάλιστα ενώ έφτασε πανηγυρική γιορτή, της οποίας τους ιερούς ύμνους αν στερηθείς, θα ζημιώσεις πάρα πολύ τον εαυτό σου;».

Σε αυτά ο θεοφόρος απάντησε με τη χαρακτηριστική και μακάρια απλότητά του: «Καλέ μου διδάσκαλε και ευλογημένε ποιμένα, σωστά μιλάς. Ωστόσο, οι κανόνες και τα αναγνώσματα, όταν τα προσέχουμε, αλλά και όλη η εκκλησιαστική ακολουθία, σε τι οδηγούν και ποιος είναι ο σκοπός τους; Οπωσδήποτε, όπως και εσύ διδάσκεις, οδηγούν στον φόβο του Θεού και υψώνουν τους αγωνιστές. Αυτός όμως που αγωνίστηκε να έχει τον φόβο του Θεού στην καρδιά του, άραγε έχει καθόλου ανάγκη από αυτά που λες;».

Όταν τα άκουσε αυτά ο ηγούμενος, θαύμασε πολύ την απάντησή του και δεν θέλησε πλέον να τον εμποδίσει, αλλά αμέσως τον άφησε να επιστρέψει στην καλύβα του.

Υποσημειώσεις.

1. Πρβ. Εβρ. 5, 14
2. Τα βιβλία από πάπυρο δεν μπορούσαν να σβηστούν και να ξαναγραφούν όπως τα βιβλία από μεμβράνη.
3. Πρβ. Ματθ. 24, 12

Από το βιβλίο: Ευεργετινός: “Ήτοι Συναγωγή των θεοφθόγγων ρημάτων και διδασκαλιών των θεοφόρων και αγίων πατέρων, από πάσης γραφής θεοπνεύστου συναθροισθείσα.”

Τόμος 2-ος. μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση): Δ. Χρισταφακόπουλος

Εκδόσεις, Το Περιβόλι της Παναγίας, 2001

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.