13 Φεβρουαρίου, Η κοίμησις του δούλου του Θεού Στεφάνου – Αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου.

Από την διήγηση του προαναφερθέντος Πρόβου1 και άλλων θεοσεβών ανδρών γνώρισα αυτά, τα οποία φρόντισα να διηγηθώ στους ακροατές μου για τον ευσεβή πατέρα Στέφανο2 στις ομιλίες του Ευαγγελίου.3 Υπήρξε άνθρωπος, όπως μαρτυρούν ο Πρόβος και πολλοί άλλοι, που δεν είχε στην ιδιοκτησία του τίποτα στον κόσμο αυτό, τίποτε δεν ζητούσε, μόνον την δια Θεόν πτωχεία αγαπούσε, στις αναποδιές πάντα επιστράτευε την υπομονή, απέφευγε τις συναντήσεις των κοσμικών, ποθούσε να σχολάζει πάντα στην προσευχή. Γι’ αυτόν θα αναφέρω ένα μόνο δείγμα της αρετής του, ούτως ώστε από αυτό το ένα να είναι δυνατόν να εννοηθούν τα πολλά του.

Κάποια μέρα που είχε κόψει και κουβαλήσει στο αλώνι τον θερισμό, που με τα ίδια του τα χέρια είχε σπείρει και δεν είχε τίποτε άλλο μαζί με τους μαθητές του για εφοδιασμό ολόκληρης της χρονιάς, κάποιος άνθρωπος διεστραμμένος προθέσεως, κεντρισμένος από τις παρορμήσεις του αρχαίου εχθρού, έβαλε φωτιά στον θερισμό αυτόν, έτσι όπως ήταν στο αλώνι, και τον έκαψε. Το αντιλήφθηκε αυτό ένας άλλος κι έτρεξε και το ανήγγειλε στον δούλο του Θεού. Αφού το γνωστοποίησε αυτό, πρόσθεσε επίσης: «Αλοίμονο, αλοίμονο, πάτερ Στέφανε, τι ήταν αυτό που σε βρήκε». Εκείνος αμέσως με πρόσωπο και νου ειρηνικό του απάντησε: «Αλοίμονο τι ήταν αυτό που βρήκε αυτόν που το έκανε. Εμένα τι με βρήκε;».

Με αυτά του τα λόγια δεικνύεται, σε ποια κορυφή αρετής βρισκόταν, αυτός που δέχθηκε με τόσο αμέριμνο λογισμό την απώλεια των μοναδικών πόρων ζωής που είχε στον κόσμο αυτόν, και λυπόταν περισσότερο για αυτόν που είχε διαπράξει την αμαρτία, παρά για τον εαυτό του που υφίστατο τη ζημία από το αμάρτημα εκείνου, και δεν υπολόγιζε τι έχανε ο ίδιος εξωτερικά, αλλά πόσο έχανε εσωτερικά ο ένοχος του πταίσματος.

Όταν έφθασε λοιπόν η ημέρα του θανάτου του και κόντευε να εξέλθει από το σώμα, συγκεντρώθηκαν πολλοί για να παραθέσουν τις δικές τους ψυχές σε μια τόσο αγία ψυχή που έφευγε από αυτόν τον κόσμο. Και ενώ όλοι αυτοί που συγκεντρώθηκαν στεκόντουσαν δίπλα στο κρεββάτι εκείνου, άλλοι είδαν αγγέλους να μπαίνουν μέσα, αλλά δεν μπόρεσαν με κανέναν τρόπο να πουν τίποτα, άλλοι δεν είδαν απολύτως τίποτα˙ όμως όλους τους παρευρισκόμενους τους κτύπησε τέτοιος σφοδρότατος φόβος, που κανένας δεν μπόρεσε να σταθεί εκεί, την ώρα που έβγαινε εκείνη αγία ψυχή. Και αυτοί που είχαν δει, και αυτοί που δεν είχαν δει απολύτως τίποτα, όλοι κτυπημένοι από ίδιο φόβο και τρομοκρατημένοι έφυγαν, για να δοθεί εμφανώς να γίνει κατανοητό, ποια Δύναμις ήταν εκείνη που υποδεχόταν την εξερχόμενη ψυχή του ανθρώπου, του οποίου την έξοδο κανείς θνητός δεν μπόρεσε να αντέξει.

Υποσημειώσεις.

1. Βλ. 13, 1 και σημ. 1, κεφ. 18
2. Stephanus, αναγράφεται στο Ρωμαϊκό μαρτυρολόγιο στις 13 Φεβρουαρίου.
3. Στην Ομιλία 35, όπου αναφέρεται επίσης πως ο Στέφανος ήταν ηγούμενος μονής στο Ρεάτε, όπου άλλωστε ήταν επίσκοπος θείος του Πρόβου. Χρονολογείται επίσης σχετικά πρόσφατα, γιατί αναφέρει πως ζουν ακόμα πολλοί που τον γνώρισαν.

Από το βιβλίο: Βίοι αγνώστων Ασκητών: Αγίου Γρηγορίου, Πάπα Ρώμης, του επικαλουμένου Διαλόγου. Εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις υπό Ιωάννου Ιερομ.
Εκδότης, Ιερά Σκήτη Αγίας Αννης – Αγιον Ορος. Ιούνιος 2020.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.