41. Εκείνος που βλέπει με τα αισθητά μάτια γνωρίζει πότε είναι νύχτα και πότε μέρα˙ ο τυφλός όμως αγνοεί και τα δύο. Και εκείνος που ανάκτησε με πνευματικό τρόπο την όρασή του και βλέπει με τα νοερά μάτια, με το να βλέπει δηλαδή το αληθινό και άδυτο φως, όταν επιστρέψει από ραθυμία στην προηγούμενη τύφλωση και στερηθεί το φως, αντιλαμβάνεται έντονα τη στέρησή του και δεν αγνοεί από πού συνέβη αυτή η στέρηση. Εκείνος όμως που παραμένει τυφλός εκ γενετής δεν γνωρίζει τίποτε γι’ αυτά από την εμπειρία και την ενέργεια, αν δεν ακούσει με τα αυτιά του και δεν μάθει κάτι γι’ αυτά, που ποτέ δεν είδε, και θα διηγηθεί σε άλλους όσα έχει ακούσει, αν και ο ίδιος και αυτοί, που τον ακούν, δεν γνωρίζουν για ποια πράγματα συζητούν μεταξύ τους.
42. Είναι αδύνατο και τη σάρκα να γεμίζεις με τη χόρταση των φαγητών και τη νοερή και θεία αγαθότητα να απολαμβάνεις πνευματικά. Διότι όσο κάποιος θα υπηρετήσει την κοιλιά του, τόσο θα στερήσει τον εαυτό του από τη νοερή και θεία αγαθότητα˙ όσο όμως κάποιος θα ταλαιπωρήσει το σώμα, άλλο τόσο θα γεμίσει και από την πνευματική τροφή και παρηγοριά.
43. Ας εγκαταλείψουμε όλα τα γήινα πράγματα, όχι μόνο τον πλούτο και το χρυσάφι και τα άλλα πράγματα του βίου, αλλά ας απομακρύνουμε εντελώς από τις ψυχές μας και την επιθυμία γι’ αυτά. Ας μισήσουμε όχι μόνο τις απολαύσεις του σώματος, αλλά και τις άλογες κινήσεις του, και ας φροντίσουμε να το νεκρώσουμε με τους κόπους˙ διότι για το σώμα μπαίνουν σε ενέργεια τα πράγματα της επιθυμίας και καταλήγουν σε πράξη, και όσο ζει το σώμα, η ψυχή μας αναγκάζεται εντελώς να είναι νεκρή και δυσκίνητη σε κάθε εντολή του Θεού ή και εντελώς ακίνητη.
44. Όπως η φλόγα της φωτιάς ανεβαίνει πάντοτε ψηλά, όταν ανακατέψεις τα ξύλα από τα οποία ανάβει, έτσι και η καρδιά του κενόδοξου δεν μπορεί να ταπεινωθεί, αλλά, όταν θα πεις σ’ αυτόν τα λόγια της ωφέλειάς του, υπερηφανεύεται ακόμη περισσότερο˙ διότι, όταν αυτός ελέγχεται ή και νουθετείται, αντιμιλά με σφοδρότητα, όταν επαινείται ή και παροτρύνεται, ανυψώνεται με άπρεπο τρόπο.
45. Ο άνθρωπος που φροντίζει να αντιμιλά είναι για τον εαυτό του δίκοπο μαχαίρι, φονεύοντας, χωρίς να το αντιληφθεί, την ίδια την ψυχή του και αποξενώνοντάς την από την αιώνια ζωή.
46. Εκείνος, που αντιμιλά, είναι όμοιος μ’ αυτόν που παραδίδει τον εαυτό του θεληματικά στους εχθρούς, που είναι αντίπαλοι του βασιλιά. Διότι η αντιλογία είναι η αρπάγη, που δόλωμά της έχει τη δικαιολογία, με την οποία δεχόμαστε την απάτη και καταπίνουμε το αγκίστρι της αμαρτίας, από το οποίο συνηθίζει να αρπάζεται η άθλια ψυχή από τα πνεύματα της πονηρίας, σαν να αρπάζεται από τη γλώσσα και από το λαιμό˙ και άλλοτε βέβαια ανυψώνεται σε ύψος υπερηφάνειας, άλλοτε όμως καταποντίζεται στο χάος της αβύσσου της αμαρτίας και καταδικάζεται μαζί μ’ αυτούς, που έχουν εκπέσει από τον ουρανό.1
47. Εκείνος, που ατιμάζεται ή προσβάλλεται, και που η καρδιά του υποφέρει υπερβολικά, ας γνωρίζει απ’ αυτό ότι μεταφέρει μέσα του το παλαιό φίδι. Αν λοιπόν υπομείνει με σιωπή ή απαντήσει με πολλή ταπείνωση, κάνει το φίδι αδύναμο και εξασθενημένο. Αν όμως αυτός αντιμιλήσει με πίκρα και εκφρασθεί με θρασύτητα, δίνει στο φίδι τη δυνατότητα να χύσει το δηλητήριό του μέσα στην καρδιά του, και να καταφάγει με αγριότητα τα σωθικά του, ώστε από εκείνη τη στιγμή, με το να δυναμώνει καθημερινά, να κατατρώει τη διόρθωση στα αγαθά έργα και τη δύναμη της άθλιας ψυχής του, και από τότε να ζει βέβαια αυτός για την αμαρτία, να είναι όμως εντελώς νεκρός για τη δικαιοσύνη.2
48. Αν θελήσεις να απαρνηθείς τον κόσμο και να διδαχθείς την ευαγγελική πολιτεία,3 να μην εμπιστευθείς τον εαυτό σου σε άπειρο ή εμπαθή διδάσκαλο, για να μη διδαχθείς, αντί για την ευαγγελική, τη διαβολική πολιτεία, επειδή τα μαθήματα των καλών διδασκάλων είναι καλά, ενώ των κακών είναι κακά, αλλά και οι καρποί των αμαρτωλών σπόρων είναι οπωσδήποτε αμαρτωλοί.
49. Να παρακαλέσεις τον Θεό, με προσευχές και με δάκρυα, να σου στείλει απαθή και άγιο οδηγό˙ να ερευνάς μάλιστα και ο ίδιος τα θεία κείμενα, προπάντων τα πρακτικά συγγράμματα των αγίων πατέρων, ώστε να μπορείς, συγκρίνοντας μ’ αυτά εκείνα, που διδάσκονται σ’ εσένα από τον διδάσκαλο και ηγούμενο, να τα βλέπεις σαν μέσα σε καθρέπτη και να τα μαθαίνεις˙ και αυτά βέβαια που είναι σύμφωνα με τις θείες Γραφές να τα εγκολπώνεσαι και να τα κρατάς στο νου σου, εκείνα όμως που είναι νόθα και ξένα να τα ξεχωρίζεις και να τα απομακρύνεις, για να μην πλανηθείς. Διότι αυτές τις μέρες, να γνωρίζεις, έχουν παρουσιασθεί πολλοί πλάνοι4 και ψευδοδιδάσκαλοι.
50. Καθένας που δεν βλέπει, αλλά υπόσχεται να οδηγεί άλλους, είναι πλάνος, και ρίχνει εκείνους, που τον ακολουθούν, μέσα σε λάκκο απώλειας, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου: «Ο τυφλός αν οδηγεί τυφλό, και οι δύο θα πέσουν μέσα σε λάκκο».5
51. Εκείνος που είναι τυφλός προς το Ένα, είναι εντελώς τυφλός προς όλα τα όντα, εκείνος όμως που βλέπει μέσα στο Ένα, βρίσκεται σε θέαση όλων των όντων˙ είναι μακριά από τη θέαση όλων των όντων και φθάνει στη θέαση όλων των όντων και είναι έξω απ’ αυτά που βλέπει με το να είναι μέσα στο Ένα, βλέπει όλα τα όντα, και ενώ είναι μέσα σε όλα τα όντα, δεν βλέπει κανένα από όλα τα όντα.
52. Εκείνος που βλέπει διακρίνει μέσα στο Ένα και τον εαυτό του και όλους και όλα, και με το να είναι κρυμμένος σ’ αυτό το Ένα, δεν διακρίνει κανένα από όλα.
53. Εκείνος που δεν ντύθηκε μέσα στον λογικό και νοερό άνθρωπο, αισθητά και συνειδητά, την εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του επουρανίου6 ανθρώπου και Θεού, είναι ακόμη μόνο αίμα και σάρκα, επειδή δεν μπορεί να λάβει με το λόγο αίσθηση της πνευματικής δόξας, όπως και οι εκ γενετής τυφλοί δεν μπορούν να γνωρίσουν μόνο με το λόγο το φως του ήλιου.
54. Εκείνος που ακούει και βλέπει και αισθάνεται έτσι γνωρίζει τη σημασία αυτών που λέγονται, επειδή φόρεσε πια την εικόνα του επουρανίου7 και ανυψώθηκε σε άνδρα τέλειο της ωριμότητας του Χριστού8 και εκείνος που βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση μπορεί και να οδηγεί καλά το ποίμνιο του Χριστού μέσα στο δρόμο των εντολών του Θεού. Εκείνος όμως που δεν γνωρίζει και βρίσκεται σε διαφορετική κατάσταση είναι φανερό ότι δεν διαθέτει δυνατά και υγιή ούτε τα αισθητήρια της ψυχής, ώστε να είναι γι’ αυτόν προτιμότερο το να οδηγείται, παρά να οδηγεί άλλους με τρόπο επικίνδυνο.
55. Εκείνος που κοιτάζει τον διδάσκαλο και οδηγό του σαν τον Θεό δεν μπορεί να αντιμιλά. Αν όμως νομίζει και λέει ότι διαθέτει και τα δύο να γνωρίζει ότι έχει πλανηθεί˙ διότι αγνοεί ποια διάθεση έχουν οι άνθρωποι του Θεού προς τον Θεό.
56. Εκείνος που πιστεύει ότι η ζωή του και ο θάνατός του είναι στο χέρι του ποιμένα του δεν θα αντιμιλήσει ποτέ˙ η άγνοια όμως αυτών των πραγμάτων γεννά την αντιλογία, που είναι αιτία του πνευματικού και αιωνίου θανάτου.
57. Προτού να βγει η απόφαση για τον κατάδικο, δίνεται σ’ αυτόν ευκαιρία για απολογία, να μιλήσει δηλαδή στον δικαστή γι’ αυτά που διέπραξε˙ ύστερα όμως από τη φανέρωση αυτών που έπραξε και την απόφαση του δικαστή, δεν έχει να πει τίποτε στους βασανιστές, ούτε ασήμαντο ούτε σημαντικό.
58. Προτού να μπει ο μοναχός σ’ αυτό το δικαστήριο και να φανερώσει αυτά που έχει μέσα στην καρδιά του, ίσως επιτρέπεται να αντιμιλά, άλλοτε από άγνοια και άλλοτε επειδή νομίζει ότι κρύβει τα αμαρτήματά του. Ύστερα όμως από τη φανέρωση των λογισμών και την ειλικρινή εξομολόγηση, δεν επιτρέπεται να αντιμιλά ποτέ, ως το θάνατό του, σ’ αυτόν που είναι μετά τον Θεό δικαστής του και εξουσιαστής. Διότι ο μοναχός, αφού πρώτα μπει σ’ αυτό το δικαστήριο και ξεσκεπάσει τα κρυφά της καρδιάς του, έχει πεισθεί από την αρχή, αν βέβαια έχει αποκτήσει κάποια ανάλογη γνώση, ότι είναι άξιος για μύριους θανάτους, και πιστεύει ότι με την υπακοή του και την ταπείνωση θα ελευθερωθεί από κάθε τιμωρία και κόλαση, αν βέβαια γνωρίζει αληθινά τον τρόπο του μυστηρίου.
59. Εκείνος που φυλάγει αυτά ανεξάλειπτα μέσα στο νου του δεν θα ταραχθεί ποτέ ως προς την καρδιά του, όταν παιδαγωγείται ή νουθετείται ή ελέγχεται, επειδή εκείνος που πέφτει σε τέτοια αμαρτήματα, εννοώ δηλαδή στην αντιλογία και στην απιστία προς τον πνευματικό του πατέρα και διδάσκαλο, πέφτει ελεεινά, ενώ ακόμη ζει, στην παγίδα και στο βυθό του άδη, και γίνεται κατοικία του Σατανά και όλης της ακάθαρτης δύναμής του, ως τέκνο απείθειας και απώλειας.9
60. Σε συμβουλεύω, εσένα το τέκνο της υπακοής, να τα σκέφτεσαι αυτά μέσα στο νου σου και να αγωνισθείς με κάθε προθυμία να μην κατεβείς στα κακά του άδη, που αναφέραμε, αλλά να παρακαλείς έτσι θερμά τον Θεό κάθε μέρα και να λες: «Θεέ και Κύριε των όλων, που εξουσιάζεις κάθε πνοή και κάθε ψυχή, που μόνο εσύ μπορείς να με γιατρέψεις, άκουσε τη δέηση εμένα του ταλαίπωρου˙ και τον δράκοντα που φωλιάζει μέσα μου, αφού τον θανατώσεις με την κάθοδο του παναγίου σου Πνεύματος, αφάνισέ τον˙ και εμένα, που είμαι φτωχός και γυμνός από κάθε αρετή, αξίωσέ με να προσπέσω με δάκρυα στα πόδια του αγίου πατέρα μου, και έλκυσε την αγία ψυχή του σε συμπόνια, ώστε να με λυπηθεί. Και δώσε, Κύριε, ταπείνωση στη καρδιά μου, και λογισμούς, που αρμόζουν σε αμαρτωλό που υποσχέθηκε σ’ εσένα να μετανοεί, και μην εγκαταλείψεις διόλου μία ψυχή, που συντάχθηκε οριστικά και ομολόγησε και διάλεξε από όλο τον κόσμο εσένα και εσένα προτίμησε. Διότι γνωρίζεις, Κύριε, ότι θέλω να σωθώ,
αν και η κακή μου συνήθεια γίνεται σ’ εμένα εμπόδιο˙ αλλά, Δέσποτα, σ’ εσένα είναι όλα δυνατά, όσα στους ανθρώπους είναι αδύνατα.
Υποσημειώσεις.
1. Εννοεί τον Εωσφόρο και τους δαίμονες.
2. Δικαιοσύνη˙ η γενική και σύνολη αρετή.
3. Ευαγγελική πολιτεία˙ η ζωή που είναι σύμφωνη με το Ευαγγέλιο.
4. Πρβ. Β’ Ιω. 7.
5. Ματθ. 15, 14
6. Α’ Κορ. 15, 49
7. Α’ Κορ. 15, 49
8. Εφ. 4, 13
9. Πρβ. Εφ. 2,2. Ιω. 17,12
Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).
Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά εκατό, Α’ (1-20) – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.
Κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά εκατό, Β’ (21-40) – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.