Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά εκατό, (Ε’: 81 – 100) – Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.

81. Ας σκεφθούμε, πως θα δοξάσουμε τον Θεό˙ δοξάζεται μάλιστα από μας όχι διαφορετικά από όπως δοξάσθηκε από τον Υιό. Αυτά λοιπόν με τα οποία εκείνος δόξασε τον Πατέρα του, αλλά και με τα οποία και ο Υιός δοξάσθηκε από τον Πατέρα, εκείνα ας κάνουμε με προθυμία και εμείς, ώστε να δοξάσουμε μ’ αυτά εκείνον που δέχθηκε να ονομασθεί ουράνιος Πατέρας μας, και να δοξασθούμε απ’ αυτόν με τη δόξα του Ιησού, που είχε προτού να δημιουργηθεί ο κόσμος απ’ αυτόν.1 Αυτά είναι ο σταυρός, δηλαδή η νέκρωση όλου του κόσμου:2 οι θλίψεις, οι πειρασμοί και ό,τι άλλο από τα παθήματα του Χριστού. Αν υποφέρουμε αυτά με πολλή υπομονή, μιμούμαστε τα παθήματα του Χριστού και μ’ αυτά δοξάζουμε τον Πατέρα μας και Θεό, σαν υιοί του κατά χάρη και συγκληρονόμοι του Χριστού.
82. Η ψυχή που δεν απαλλάχθηκε εντελώς, με τρόπο αντιληπτό, από τη σχέση και την προσκόλληση στα ορατά, δεν μπορεί να υποφέρει χωρίς λύπη και λυπηρά που συμβαίνουν σ’ αυτή, και τους πειρασμούς που έρχονται σ’ αυτό από τους δαίμονες και από τους ανθρώπους, αλλά, σαν να είναι δεμένη με την προσκόλληση στα ανθρώπινα πράγματα, στενοχωρείται για τις ζημίες των χρημάτων και αγανακτεί για τις στερήσεις των πραγμάτων και πονά φοβερά για τις πληγές που προξενούνται στο σώμα της.
83. Όποιος απέσπασε την ψυχή του από τη σχέση και την επιθυμία των αισθητών πραγμάτων και τη συνέδεσε με τον Θεό, όχι μόνο θα καταφρονήσει τα χρήματα και τα πράγματα, που έχει γύρω του, και θα σταθεί χωρίς λύπη, σαν να είναι αυτά αλλότρια και ξένα, όταν τα στερηθεί, αλλά και τα δυσάρεστα, που έρχονται στο σώμα του, θα τα υπομείνει με χαρά και με την ευχαριστία, που πρέπει, επειδή βλέπει πάντοτε, σύμφωνα με τον θείο απόστολο, τον εξωτερικό άνθρωπο να φθείρεται, και τον εσωτερικό, μέρα με τη μέρα, να ανακαινίζεται.3 Αλλιώς μάλιστα δεν είναι δυνατό να υπομείνει με χαρά κάποιος τις θλίψεις, που είναι σύμφωνες με το θέλημα του Θεού, διότι σ’ αυτά χρειάζεται τέλεια γνώση και πνευματική σοφία˙ εκείνος όμως που έχει στερηθεί απ’ αυτά βαδίζει πάντοτε μέσα στο σκότος της άγνοιας και της απελπισίας, χωρίς να μπορεί διόλου να δει το φως της υπομονής και της παρηγοριάς.
84. Καθένας που νομίζει ότι είναι σοφός από τη γνώση των μαθημάτων δεν θα αξιωθεί ποτέ να σκύψει και να δει τα μυστήρια του Θεού, ωσότου θελήσει πρώτα να ταπεινωθεί και να γίνει μωρός,4 απορρίπτοντας μαζί με την οίηση και τη γνώση που έχει αποκτήσει. Διότι εκείνος που κάνει αυτό και που ακολουθεί με αδίστακτη πίστη στους σοφούς στα θεία πράγματα, με το να χειραγωγείται απ’ αυτούς, μπαίνει μαζί τους μέσα στην πόλη του ζωντανού Θεού, και, με το να οδηγείται και να φωτίζεται από το θείο Πνεύμα, βλέπει και διδάσκεται αυτά που κανείς από τους άλλους ανθρώπους δεν είδε, ούτε μπορεί ποτέ να δει και να μάθει, και τότε γίνεται διδαγμένος από τον Θεό.5
85. Οι μαθητές των σοφών ανθρώπων αυτού του κόσμου θεωρούν αυτούς που είναι διδαγμένοι από τον Θεό μωρούς, αν και οι ίδιοι είναι αληθινά μωροί, με το να έχουν εκπαιδευτεί από την κοσμική σοφία, που έχει μωραθεί, αυτή δηλαδή που τη μώρανε ο Θεός,6 σύμφωνα με τον θείο απόστολο, και που η θεολογική φωνή τη χαρακτηρίζει γήινη, ψυχική, δαιμονική, γεμάτη από εριστική διάθεση και φθόνο.7 Με το να είναι λοιπόν οι τέτοιοι άνθρωποι έξω από το θείο φως, επειδή δεν μπορούν να δουν τα θαύματα που είναι μέσα σ’ αυτό, θεωρούν αυτούς που βρίσκονται μέσα στο φως και που βλέπουν και διδάσκουν αυτά, αυτούς που είναι μέσα σ’ αυτό, σαν πλανεμένους, επειδή οι ίδιοι είναι πλανεμένοι και άγευστοι από τα απόρρητα αγαθά του Θεού.
86. Γι’ αυτό μόνο εκείνοι που έχουν γεμίσει από τη χάρη και έχουν γίνει τέλειοι, ως προς τη γνώση και την ουράνια σοφία, θέλουν να συναντούν και να βλέπουν αυτούς που είναι στον κόσμο, για να τους προξενήσουν κάποια αμοιβή με την υπενθύμιση των εντολών του Θεού και την αγαθοεργία, μήπως τυχόν ακούσουν, μήπως αντιληφθούν και πεισθούν, επειδή εκείνοι που δεν οδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού βαδίζουν μέσα στο σκότος και δεν γνωρίζουν ούτε που πηγαίνουν8 ούτε σε ποια σκοντάφτουν. Διότι ίσως κάποτε, αφού απαλλαγούν από την οίηση που τους περιβάλλει, θα δεχθούν την αληθινή διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος, και αφού ακούσουν ανόθευτα και άδολα το θέλημα του Θεού, θα μετανοήσουν, και αφού κάνουν το θέλημα του Θεού, θα αποκτήσουν κάποιο πνευματικό χάρισμα. Αν όμως δεν θα μπορέσουν να γίνουν σ’ αυτούς πρόξενοι για τέτοια ωφέλεια, θρηνώντας την πώρωση της καρδιάς αυτών που είναι στον κόσμο, επιστρέφουν στις καλύβες τους, και προσεύχονται νύχτα και μέρα για τη σωτηρία τους˙ διότι αυτοί που αδιάκοπα είναι μαζί με τον
Θεό και που είναι γεμάτοι από κάθε αγαθό δεν θα λυπηθούν ποτέ για κάτι άλλο.
87. Ότι και τώρα υπάρχουν άνθρωποι απαλλαγμένοι από τα πάθη και άγιοι και γεμάτοι από το θείο φως, που ζουν ανάμεσά μας, οι οποίοι τόσο πολύ νέκρωσαν τα γήινα μέλη τους9 από κάθε ακαθαρσία και από κάθε εμπαθέστατη επιθυμία, ώστε όχι μόνο να μη σκέφτονται ποτέ από μόνοι τους το κακό ή να επιχειρούν να το κάνουν, αλλά ούτε και με το να σύρονται στο κακό από κάποιον άλλο να υφίστανται κάποια μεταβολή της απάθειας, που υπάρχει σ’ αυτούς, θα το γνώριζαν εκείνοι που αποδίδουν στους τέτοιους ανθρώπους τη μωρία και δυσπιστούν για τα θεία πράγματα που αυτοί διδάσκουν με τη σοφία του Πνεύματος, αν γνώριζαν τα θεία λόγια που καθημερινά διαβάζονται και ψάλλονται απ’ αυτούς. Διότι, αν αποκτούσαν τέλεια γνώση της θείας Γραφής, θα πίστευαν στα αγαθά που ειπώθηκαν και δωρήθηκαν σ’ εμάς από τον Θεό˙ επειδή όμως από την οίηση και την αμέλεια είναι αμέτοχοι σ’ αυτά τα καλά, γι’ αυτό και σ’ εκείνους που μετέχουν και διδάσκουν γι’ αυτά, απιστούν και τους διαβάλλουν.
88. Ποιός άλλος είναι ο σκοπός της ένσαρκης οικονομίας του Θεού Λόγου, που διακηρύσσεται σε όλη τη θεία Γραφή, και διαβάζεται βέβαια από μας, αλλά δεν γνωρίζεται ολότελα, παρά μόνο να μας κάνει κοινωνούς στα δικά του γνωρίσματα, με το να μετάσχει εκείνος στα δικά μας; Διότι γι’ αυτό ο Υιός του Θεού έγινε υιός του ανθρώπου, για να κάνει υιούς του Θεού εμάς τους ανθρώπους, ανυψώνοντας το γένος μας κατά χάρη σ’ αυτό που είναι εκείνος κατά φύση, γεννώντας δηλαδή εμάς από τον ουρανό με το Άγιο Πνεύμα και εισάγοντας αμέσως στη βασιλεία των ουρανών, ή, καλύτερα, χαρίζοντάς την σ’ εμάς να την έχουμε μέσα μας,10 για να μη μένουμε με την ελπίδα ότι θα μπούμε σ’ αυτή, αλλά, κατέχοντας την εμείς, να φωνάζουμε: «Η ζωή μας είναι κρυμμένη μαζί με τον Χριστό στον Θεό».11
89. Το βάπτισμα δεν μας αφαιρεί το αυτεξούσιο και το αυτοπροαίρετο, αλλά χαρίζει σ’ εμάς ελευθερία, ώστε να μην τυραννούμαστε από τον διάβολο και χωρίς τη θέλησή μας. Είναι μάλιστα στην εξουσία μας μετά το βάπτισμα, ή να μένουμε με τη θέλησή μας στις εντολές του Δεσπότη Χριστού, στο όνομα του οποίου βαπτισθήκαμε, και να βαδίζουμε στο δρόμο των προσταγμάτων του, ή να απομακρυνόμαστε απ’ αυτό τον ευθύ δρόμο και να επιστρέφουμε πάλι στον αντίπαλο και εχθρό μας διάβολο με τις πονηρές πράξεις.
90. Εκείνα που μετά το βάπτισμα υποχωρούν στα θελήματα του πονηρού και κάνουν αυτά, που αποφασίσθηκαν από εκείνον, αποξενώνουν τους εαυτούς τους από την άγια μήτρα του βαπτίσματος, σύμφωνα μ’ αυτό που έχει ειπωθεί από τον Δαβίδ.12 Διότι ούτε μεταβάλλεται κανείς από μας, ούτε μετακινείται από τη φύση του, όπως έχει δημιουργηθεί, αλλά, καθώς δημιουργήθηκε αγαθός από τον Θεό, διότι ο Θεός δεν έκανε κακό πράγμα, με το να είναι καθένας από μας αμετάβλητος ως προς τη φύση και την ουσία, όπως δηλαδή έχει δημιουργηθεί, αυτά που με εκούσια γνώμη προτιμά και θέλει, αυτά και κάνει, είτε αγαθά είτε κακά˙ διότι όπως και να μεταχειρισθεί κανείς το μαχαίρι, είτε για καλό είτε για κακό, εκείνο δεν μετακινείται από τη δική του φύση, αλλά παραμένει να είναι σίδηρος, έτσι και ο άνθρωπος ενεργεί βέβαια και κάνει, όπως έχει ειπωθεί, αυτά που θέλει, δεν απομακρύνεται ωστόσο από τη φύση του.
91. Το να ελεήσει κανείς έναν άνθρωπο δεν σώζει, αλλά το να καταφρονήσει κανείς έναν άνθρωπο οδηγεί στην αιώνια φωτιά. Διότι το «πείνασα και δίψασα»13 δεν έχει ειπωθεί οπωσδήποτε για μία φορά, ούτε φανερώνει αυτό που συμβαίνει σε μία μέρα, αλλά αυτό που γίνεται σε όλη τη ζωή˙ έτσι και το να τραφεί ο Χριστός και να ξεδιψάσει και να ντυθεί και ό,τι άλλο ακολουθεί αυτά, ο Κύριος και Θεός μας διακήρυξε ότι τα δέχεται από τους δούλους του όχι για μία φορά, αλλά σε όλη τη ζωή και σε όλες τις περιπτώσεις.
92. Αυτόν που διαμοιράζεται, χωρίς να διαιρείται σε μέρη, και αυτόν που υπάρχει ο ίδιος ολόκληρος στον καθένα από τους φτωχούς, πώς κάποιοι περιορίζουν σε έναν φτωχό; Να υποθέσεις λοιπόν ότι υπάρχουν εκατό φτωχοί σαν ένας Χριστός, διότι άλλωστε δεν έχει μοιρασθεί διόλου ο Χριστός. Αυτός λοιπόν που έδωσε στους ενενήντα εννέα φτωχούς από ένα οβολό, αλλά πρόσβαλε ή χτύπησε ή έδιωξε τον ένα αδειανό, σε ποιόν άλλον άραγε το έχει κάνει αυτό, παρά σ’ εκείνον οπωσδήποτε, που είπε και λέει πάντοτε, αλλά και πρόκειται να πει: «Ό,τι κάνατε σε έναν απ’ αυτούς τους άσημους, σ’ εμένα το κάνατε».14
93. Εκείνος που έδωσε ελεημοσύνη στους εκατό, αλλά μπορούσε να δώσει και σε άλλους, να ποτίσει δηλαδή και να θρέψει, εκείνος που απομάκρυνε πολλούς που τον παρακαλούσαν και φώναζαν, ζητώντας, αυτός θα κριθεί από τον Χριστό σαν να μην τον έθρεψε, επειδή και σε όλους εκείνους ο ίδιος ο Χριστός είναι αυτός που τρέφεται από μας, στον καθένα δηλαδή από τους άσημους.
94. Εκείνος που σήμερα βέβαια πρόσφερε όλα τα χρειαζούμενα, αύριο όμως, αν και μπορεί να το κάνει, θα αμελήσει για κάποιους αδελφούς και θα τους αφήσει να εξολοθρευθούν από τη πείνα και τη δίψα και το κρύο, αυτός άφησε να πεθάνει ο ίδιος ο Χριστός, αλλά και καταφρόνησε τον ίδιο τον Χριστό που είπε: «Ό,τι κάνατε σε έναν απ’ αυτούς τους άσημους, σ’ εμένα το κάνατε».15
95. Απ’ αυτά είναι δυνατό να γνωρίσουμε ένα πράγμα, πώς δηλαδή ο Κύριος κάνει δικές του όλες τις ανάγκες των φτωχών και αδελφών μας, λέγοντας στους δίκαιους από τη μία, «Σ’ εμένα το κάνατε», σ’ αυτούς, από την άλλη, που είναι από τα αριστερά, «Σ’ εμένα δεν το κάνατε».16 Διότι δεν βλέπει μόνο εκείνους που ελεήθηκαν από μας, ούτε εκείνους που αδικήθηκαν από μας ή στερήθηκαν και έπαθαν άλλα μύρια δεινά, αλλά βλέπει και εκείνους που παραβλέψαμε, ώστε να είναι αυτό αρκετό για την καταδίκη μας˙ διότι δεν παραβλέπουμε εκείνους, αλλά τον ίδιο τον Ιησού τον Χριστό, που κάνει δικές του όλες τις ανάγκες εκείνων.
96. Μ’ αυτό το σκοπό καταδέχθηκε να αναλάβει το πρόσωπο κάθε φτωχού και εξομοίωσε τον εαυτό του με κάθε φτωχό, για να μην υπερηφανεύεται δηλαδή απέναντι στον αδελφό του κανείς από εκείνους που πιστεύουν σ’ αυτόν, αλλά ο καθένας, βλέποντας τον αδελφό του και τον πλησίον του όπως τον Θεό του, να θεωρεί τον εαυτό του ελάχιστο όχι από τον αδελφό του, αλλά από εκείνον που τον έχει δημιουργήσει, και να τον υποδέχεται, όπως εκείνον, και να τον τιμά, και να αδειάζει όλα τα υπάρχοντά του για τη βοήθειά του, όπως ο Χριστός και Θεός άδειασε το αίμα του για τη σωτηρία μας.
97. Εκείνος που διατάχθηκε να έχει τον πλησίον του17 όπως τον εαυτό του, πρέπει να τον έχει έτσι όχι γενικά για μία μέρα, αλλά για όλη του τη ζωή˙ και εκείνος που προστάζεται να δίνει στον καθένα που ζητά,18 προστάζεται να το κάνει σε όλη του τη ζωή˙ και εκείνος που θέλει να κάνουν οι άλλοι σ’ αυτόν τα καλά που θέλει, θα του ζητηθεί να κάνει και ο ίδιος αυτά σε άλλους.19
98. Όπως λοιπόν εκείνος που έχει τον πλησίον του σαν τον εαυτό του, δεν ανέχεται να έχει τίποτε περισσότερο από τον πλησίον του, αν όμως έχει και δεν το μεταδίδει με αφθονία, ωσότου και ο ίδιος να γίνει φτωχός και να εξομοιωθεί με τους πλησίον του, δεν βρίσκεται να είναι εκπληρωτής της εντολής του Δεσπότη˙ ούτε εκείνος που θέλει να δίνει σε όλους αυτούς που ζητούν, αν ο ίδιος, παρ’ όλο που έχει έστω έναν οβολό ή ένα κομμάτι ψωμί, απομακρύνει κάποιον απ’ αυτούς που ζητούν απ’ αυτόν˙ ούτε εκείνος που δεν κάνει στον πλησίον του όσα αυτός θέλει, για να τα κάνει άλλος σ’ αυτόν20˙ έτσι βέβαια και εκείνος που έθρεψε, πότισε, έντυσε κάθε φτωχό και άσημο και έκανε σ’ αυτούς όλα τα άλλα, αλλά καταφρόνησε ένα μόνο και τον παρέβλεψε, θα θεωρηθεί και αυτός σαν να άφησε πεινασμένο και διψασμένο τον Χριστό τον Θεό.
99. Αυτά ίσως θα φανούν σε όλους δύσκολα, γι’ αυτό και θα νομίσουν ότι εύλογα λένε μέσα τους: «Ποιός άραγε μπορεί να κάνει όλα αυτά, ώστε να υπηρετήσει και να θρέψει όλους, και να μην αφήσει διόλου κάποιον απ’ αυτούς;» Αλλά, ας ακούσουν τον Παύλο, που φωνάζει απερίφραστα: «Διότι η αγάπη του Χριστού μας διακατέχει, καθώς σκεφθήκαμε αυτό, ότι δηλαδή, αν ένας πέθανε για όλους, σημαίνει ότι όλοι πέθαναν».21
100. Όπως οι γενικές εντολές περιέχουν μέσα τους όλες τις μερικές, έτσι και οι γενικές αρετές περιλαμβάνουν μέσα τους τις μερικές. Διότι εκείνος που πουλά τα υπάρχοντά του, ή και που τα διασκορπίζει στους φτωχούς και που έγινε οριστικά φτωχός, εκπλήρωσε μονομιάς όλα όσα ορίζουν οι μερικές εντολές˙ διότι δεν έχει πια ανάγκη να δίνει σ’ εκείνον που ζητά, ή να μην αποστραφεί εκείνον που θέλει να δανεισθεί απ’ αυτόν.22 Έτσι και εκείνος που προσεύχεται αδιάκοπα, περιέλαβε μέσα σ’ αυτό όλα και δεν έχει πια ανάγκη να υμνεί τον Κύριο επτά φορές τη μέρα,23 ή την εσπέρα, το πρωί και το μεσημέρι,23 επειδή έχει εκπληρώσει όλα όσα προσευχόμαστε και ψάλλουμε σύμφωνα με την τάξη και στους καθορισμένους καιρούς και ώρες. Έτσι και εκείνος που απέκτησε μέσα του συνειδητά τον Θεό, ο οποίος δίνει στους ανθρώπους τη γνώση,24 διάβασε όλη την Αγία Γραφή και καρπώθηκε όλη την ωφέλεια από την ανάγνωσή της και δεν θα χρειασθεί πια την ανάγνωση βιβλίων.
Πώς δηλαδή θα χρειασθεί, αφού έχει κάνει συνόμιλό του εκείνον που ενέπνευσε αυτούς που έχουν γράψει τις θείες Γραφές, και μυείται από εκείνον στα απόρρητα των κρυμμένων μυστηρίων; Απεναντίας, θα είναι αυτός για τους άλλους βιβλίο θεόπνευστο, που περιέχει μυστήρια καινούργια και παλαιά, γραμμένα μέσα του με το δάχτυλο του Θεού, επειδή εκτέλεσε όλα και αναπαύθηκε από όλα τα έργα του μέσα στον Θεό, που είναι η αρχική τελειότητα;

Υποσημειώσεις.

1. Πρβ. Ιω. 17, 5
2. Πρβ. Γαλ. 6, 14
3. Β’ Κορ. 4, 16
4. Πρβ. Α’ Κορ. 3, 18
5. Πρβ. Ιω. 6, 45
6. Α’ Κορ. 1, 20
7. Ιακ. 3, 15-16
8. Πρβ. Ιω. 12, 35
9. Πρβ. Κολ. 3, 5
10. Πρβ. Λουκ. 17, 21
11. Κολ. 3,3
12. Ψαλμ. 57, 4
13. Ματθ. 25, 35
14. Ματθ. 25, 40
15. Ματθ. 25, 40
16. Ματθ. 25, 40
17. Λουκ. 10, 27
18. Ματθ. 5, 42
19. Ματθ. 7, 12
20. Πρβ. Ματθ. 7, 12
21. Β’ Κορ. 5, 14-15
22. Ματθ. 5, 42
23. Ψαλμ. 118, 164
24. Ψαλμ. 54, 18
25. Πρβ. Ψαλμ. 93, 10

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά εκατό, (Α’: 1 – 20) – Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.
Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά εκατό, (Β’: 21 – 40) – Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.
Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά εκατό, (Γ’: 41 – 60) – Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.
Κεφάλαια θεολογικά και πρακτικά εκατό, (Δ’: 61 – 80) – Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.