Εκ των Πέτρου επιδημιών κηρυγμάτων επιτομή Ομιλία ΙΓ’ (Κεφ. 10-21) – Αγίου Ιερομ. Κλήμεντος, Επισκόπου Ρώμης.

10. Και εγώ είπα: Πες μας ποιό λόγο είπε, που φανέρωνε την πίστη της.

Και ο Πέτρος απάντησε: Η αξίωσή της να βαπτισθεί μαζί με την γυναίκα που την φιλοξένησε και την ευεργέτησε. Γιατί δεν θα παρακαλούσε να δοθεί αυτό σ’ αυτήν που αγαπάει, αν προηγουμένως η ίδια δεν πίστευε ότι το βάπτισμα είναι μεγάλο δώρο. Γι’ αυτό εγώ κατηγορώ πολλούς, που, ενώ βαπτίσθηκαν και λένε ότι πιστεύουν, δεν κάνουν τίποτε άξιο της πίστεως, αφού δεν προτρέπουν σ’ αυτό ούτε εκείνους που αγαπούν, και εννοώ τις γυναίκες τους ή τους γιούς τους ή τους φίλους τους. Διότι, εάν είχαν πιστέψει ότι ο Θεός με το βάπτισμα τους δώρισε αιώνια ζωή μαζί με καλά έργα, θα προέτρεπαν χωρίς αναβολή αυτούς που αγαπούσαν να βαπτισθούν. Αλλά θα μου πει κάποιος από σας: Τους αγαπούν και φροντίζουν γι’ αυτούς. Αυτό είναι αυτονόητο. Γιατί αλλιώς για ποιό λόγο όταν τους βλέπουν να είναι άρρωστοι, ή να οδηγούνται προς τον θάνατο, ή να υποφέρουν κάποια άλλα δεινά, οδύρονται και τους λυπούνται;

Έτσι, εάν είχαν πιστέψει ότι εκείνους που δεν πιστεύουν στον Θεό τους περιμένει αιώνια φωτιά, δεν θα έπαυαν να τους συμβουλεύουν, ή βλέποντάς τους να απειθούν, με θλίψη θα μάθαιναν την τιμωρία τους, σαν να είναι άπιστοι. Και τώρα θα στείλω να φέρουν την φιλόξενη γυναίκα και θα την ανακρίνω για να δω εάν προτιμά να αγαπά τον νόμο που εμείς διδάσκουμε, και έτσι θα κάνουμε στη συνέχεια αυτά που πρέπει.

11. Η μητέρα σας, επειδή πιστεύει στο βάπτισμα, να νηστέψει πριν από το βάπτισμα έστω και μία μέρα. Και εκείνη έδινε όρκο. Εξιστορώντας κατά τις δύο προηγούμενες μέρες στη γυναίκα όσα έλαβαν χώρα κατά την αναγνώριση, από την πολλή χαρά δεν μπόρεσε να φάει, παρά μόνο χθες ήπιε λίγο νερό, και βεβαίωσε την τήρηση του όρκου της η γυναίκα του Πέτρου λέγοντας: Πραγματικά δεν έφαγε.

Και ο Ακύλας, ή μάλλον στο εξής Φαυστίνος, είπε: Λοιπόν τίποτε δεν την εμποδίζει να βαπτισθεί.

Και ο Πέτρος αφού γέλασε απάντησε: Άλλ’ αυτό δεν είναι νηστεία βαπτίσματος, αφού δεν έγινε γι’ αυτό.

Και ο Φαυστίνος αποκρίθηκε: Ίσως λοιπόν ο Θεός, θέλοντας να μη χωρίσει τη μητέρα μας ούτε μια μέρα από το τραπέζι μας μετά την αναγνώριση, να φρόντισε από πριν για τη νηστεία. Διότι, όπως ζούσε με σωφροσύνη, αν και βρισκόταν σε άγνοια, κάνοντας αυτό που έπρεπε, έτσι και τώρα ο Θεός ίσως προνόησε γι’ αυτήν να νηστέψει μια μέρα πριν για το αληθινό βάπτισμα, ώστε από την πρώτη μέρα της αναγνώρισής μας να μπορέσει να φάει μαζί μας.

12. Και ο Πέτρος είπε: Να μη σας νικά η κακία, προβάλλοντας ως πρόφαση την πρόνοια του Θεού και την αγάπη της μητέρας: αλλά μάλλον εσείς και εγώ μαζί σας θα νηστέψουμε σήμερα και αύριο θα βαπτισθεί. Διότι ούτε η ώρα της σημερινής μέρας είναι κατάλληλη για βάπτισμα. Και αμέσως όλοι συμφωνήσαμε να γίνει έτσι.

13. Αυτό το βράδυ λοιπόν όλοι απολαύσαμε τη διδασκαλία του Πέτρου, ο οποίος με την αφορμή της μητέρας μας έδειχνε για ποιο λόγο τα αποτελέσματα της σωφροσύνης είναι καλά, ενώ της μοιχείας επειδή είναι φοβερά έχουν την ιδιότητα να προκαλούν καταστροφή σε ολόκληρο γένος, αν όχι αμέσως, οπωσδήποτε όμως σιγά – σιγά. Τόσο πολύ, λέει, τα έργα της σωφροσύνης αρέσουν στον Θεό, ώστε και σ’ εκείνους που βρίσκονται σε πλάνη να δίνει γι’ αυτήν μικρή χάρη (διότι η εκεί σωτηρία δίνεται μόνο σ’ εκείνους που εξαιτίας της ελπίδας τους σ’ αυτόν έχουν βαπτισθεί και ενεργούν δίκαια). Όπως ακριβώς μάθατε αυτά που έγιναν στην περίπτωση της μητέρας σας, εννοώ δηλαδή τα τελευταία καλά. Ίσως, εάν διέπραττε μοιχεία, να σκοτωνόταν. Ενώ, επειδή επέδειξε σωφροσύνη, ο Θεός ελεώντας την, απέτρεψε τον φόνο της και της απέδωσε τα παιδιά που της είχαν αφαιρεθεί.

14. Άλλ’ ίσως πει κάποιος: Πόσοι εξαιτίας της σωφροσύνης χάθηκαν; Εννοώ επειδή δεν αντιλήφθηκαν: διότι πρέπει εκείνη που αντιλαμβάνεται κάποιον ερωτευμένο ή εραστή να αποφεύγει αμέσως τη συνουσία μαζί του, σαν να είναι φωτιά που καίει ή λυσσασμένο σκυλί, όπως έκανε η μητέρα σας, η οποία προτίμησε το πραγματικά καλό της σωφροσύνης. Γι’ αυτό, αφού διαφυλάχθηκε, μαζί με σας γνώρισε την αιώνια βασιλεία. Η γυναίκα που θέλει να είναι συνετή πρέπει να γνωρίζει, ότι, επειδή φθονείται από κακία εξαιτίας του έρωτα, έχει πολλούς που την εχθρεύονται. Όμως με μια αντίσταση για χάρη της σωφροσύνης, μένοντας σεμνή, κερδίζει τη νίκη εναντίον όλων και θα σωθεί. Διότι, και αν ακόμη κάποιος τα κάνει όλα καλά, διαπράττοντας μια αμαρτία μοιχείας, πρέπει να κολασθεί, είπε ο προφήτης.

10. Καγώ έφην: Ειπέ ημίν, τίνα εφθέγξατο λόγον, ος την πίστιν αυτής εξέφηνεν.

Και ο Πέτρος έφη: Η αξίωσις αυτής του συμβαπτισθήναι αυτή την ξενοδόχον και ευεργέτιν. Ουκ αν δε τούτο τη υπ’ αυτής ποθουμένη δοθήναι παρεκάλει, ει μη πρότερον αυτή διετέθη ως επί μεγάλη τη του βαπτίσματος δωρεά. Όθεν εγώ πολλών καταγινώσκω, οπόταν, βαπτισθέντες και πιστεύειν λέγοντες, μηδέν άξιον πίστεως ποιώσι, μηδ’ ους αγαπώσιν, λέγω δη γυναίκας αυτών ή υιούς ή φίλους, προς τούτο προτρέπωνται. Ει γαρ πεπιστεύκασι ζωήν αιώνιον συν έργοις καλοίς δωρείσθαι τον Θεόν επί τω βαπτίσματι, ανυπερθέτως ους ηγάπων προετρέποντο βαπτισθήναι. Άλλ’ εύηθές εστίν. Επεί τι δήποτε νοσούντας ορώντες, ή απαγομένους την επί θάνατον, ή άλλα τινά χαλεπά πάσχοντας οδύρονται και ελεούσιν; Ούτως ει επεπιστεύκεισαν αιώνιον πυρ μένειν τους τον Θεόν μη σέβοντας, ουκ αν επαύσαντο νοθετούντες, ή και απειθούντας ορώντες, ως περί απίστων οδυνώμενοι, την κατ’ αυτών κόλασιν πεπληροφορημένοι. Και τα νυν την ξενοδόχον πέμψας επανακρινώ ει τον νόμον τον δι’ ημών αγαπάν αιρείται, και ούτως ακολούθως α δει πράξομεν.

11. Η δε μήτηρ υμών, επειδή πιστώς διάκειται περί του βαπτίσματος, καν μίαν προ του βαπτίσματος νηστευσάτω ημέραν. Η δε ώμνυεν: Δύο των διελθουσών ημερών, τη γυναικί τα κατά τον αναγνωρισμόν διηγουμένη, υπό της πολλής χαράς τροφής μεταλαβείν ουκ ηδυνήθη, ή εχθές μόνον βραχέος ύδατος. Εμαρτύρησέ τε τω όρκω η γυνή Πέτρου λέγουσα: Αληθώς ουκ εγεύσατο.

Και ο Ακύλας, μάλλον δε του λοιπού Φαυστίνος, έφη: Ουκούν ουδέν κωλύει αυτήν βαπτισθήναι.

Και ο Πέτρος γελάσας απεκρίνατο: Ίσως ουν ο Θεός, βουλόμενος ημών την μητέρα μηδεμίαν ημέραν μετά τον αναγνωρισμόν χωρίσαι της ημετέρας τραπέζης, προωκονόμησε την νηστείαν. Ως γαρ εσωφρόνει εν αγνοία το πρέπον τη αληθεία ποιήσασα, ούτω και νυν ο Θεός ίσως ωκονόμησεν αυτήν προ μιας νηστεύσαι υπέρ του αληθούς βαπτίσματος, ίνα από πρώτης ημέρας του γνωρίσαι ημάς συν ημίν αλών μεταλαβείν δυνηθή.

12. Και ο Πέτρος έφη: Μη ημάς νικάτω η κακία, πρόφασιν ευρούσα την πρόνοιαν και τεκούσης στοργήν, αλλά μάλλον υμείς καγώ συν υμίν διαμείνωμεν την σήμερον εν νηστεία και αύριον βαπτισθήσεται. Ουδέ γαρ η ώρα της σήμερον ημέρας επιτήδειός εστίν εις βάπτισμα. Και ομώς ούτω γενέσθαι οι πάντες συνευδοκήσαμεν.

13. Αυτής ουν της εσπέρας της Πέτρου οι πάντες διδασκαλίας απελαύομεν, δεικνύντος ημίν εκ της κατά την μητέρα προφάσεως, τίνι λόγω τα τέλη της σωφροσύνης καλά, τα δε της μοιχείας χαλεπά όντα όλω γένει όλεθρον ποιείν φύσιν έχει, καν μη ταχέως, άλλ’ ουν γε καν βραδέως. Επί τοσούτον δε φησίν, τα της σωφροσύνης αρέσκει τω Θεώ, ότι και τοις εν πλάνη ούσι βραχείάν τινά υπέρ αυτής εν τω νυν βίω απονέμει χάριν (η γαρ εκεί σωτηρία μόνοις τοις δια την εις αυτόν ελπίδα βαπτισθείσα και σωφρόνως δικαιοπραγούσιν αποδίδοται), ώσπερ εγνώκατε επί της υμετέρας μητρός γενόμενα, λέγω δη τα επί τέλη καλά. Ίσως δε ει εμοιχήσατο, ανήρητο αν. διο σωφρονήσασαν ελεήσας ο Θεός τον κατ’ αυτής απέστρεψε φόνον και τα αφαιρεθέντα τέκνα απέδωκεν.

14. Άλλ’ ερεί τις ίσως: Πόσοι δε σωφροσύνην απώλοντο; Φημί αναισθησίας αιτία: χρη γαρ την αισθανομένην ή ερωμένου τινός ή εραστού παρ’ αυτό φυγείν της προς αυτόν επιμίξεως, ως πυρ φλέγον ή λυσσούντα κύνα, όνπερ τρόπον εποίησεν η υμάς τεκούσα, το της σωφροσύνης όντως αγαπήσασα καλόν. Διο, φυλαχθείσα συν υμίν, αιωνίου βασιλείας έλαβε την επίγνωσιν. Η σωφρονείν βουλομένη γυνή ειδέναι οφείλει, ότι φθονουμένη υπό κακίας προφάσει έρωτος πολλούς έχει τους επιβούλους. Μια δε τη προς το σωφρονείν ενστάσει σεμνή μείνασα, την κατά πάντων νίκην λαβούσα σωθήναι έχει. Και γαρ, ει πάντα καλά διαπράξαιτό τις, μια τη προς το μοιχήσασθαι αμαρτία κολασθήναι δει, ο προφήτης έφη.

***

15. Η συνετή γυναίκα, κάνοντας το θέλημα του Θεού, γίνεται αγαθή υπόμνηση της πρώτης δημιουργίας του: ότι δηλαδή ο Θεός, που είναι ένας, για ένα άνθρωπο δημιούργησε μια γυναίκα. Ακόμα πιο συνετή παραμένει, εάν δεν λησμονεί τη δημιουργία και προμαντεύει την κόλαση και δεν αγνοεί τα αιώνια αγαθά που θα χάσει. Η συνετή γυναίκα, που ευχαριστιέται με εκείνους που θέλουν να σωθούν είναι παράδειγμα ευσέβειας για τους πιστούς: διότι αποτελεί νόμο αγαθής ζωής. Εκείνη που θέλει να ζήσει με σωφροσύνη αποκόπτει τις κακολογίες, και αν κακολογείται χωρίς να δίνει αφορμή από εχθρό, από τον Θεό ευλογείται και παίρνει ικανοποίηση. Η συνετή ποθεί τον Θεό, τον Θεό αγαπά, τον Θεό ευχαριστεί, τον Θεό δοξάζει, δεν δίνει αφορμή για κακολογία στους ανθρώπους. Η συνετή γυναίκα ευωδιάζει την Εκκλησία με την καλή τιμή της και την δοξάζει με τη σεμνότητά της: ακόμα αποτελεί έπαινο των δασκάλων και είναι συνεργός τους όταν αυτοί είναι συνετοί.

16. Η συνετή γυναίκα στολίζεται για τον Υιό του Θεού, ως νυμφίο, με το σεμνό φως. Στολισμό γι’ αυτήν αποτελεί η τήρηση των νόμων του Θεού στην ψυχή της, και αποπνέει το μύρο της καλής φήμης. Είναι ντυμένη με ωραία φορέματα, την ντροπή, φορεί πολύτιμα μαργαριτάρια, τα συνετά λόγια, και είναι λευκή, όταν είναι λαμπρή στα μυαλά. Βλέπει σε καλό καθρέφτη, ατενίζοντας στο Θεό, και χρησιμοποιεί ωραία κοσμήματα, νουθετώντας την ψυχή της με τον φόβο του Θεού. Ωραία είναι η γυναίκα, όχι εκείνη που είναι δεμένη με χρυσάφι, άλλ’ εκείνη που είναι απαλλαγμένη από τις πρόσκαιρες επιθυμίες. Η συνετή γυναίκα είναι περιπόθητη στον μεγάλο Βασιλιά, είναι αρραβωνιασμένη με αυτόν, γι’ αυτόν φυλάσσεται, αγαπιέται από αυτόν. Η συνετή δεν δίνει αφορμές στο να την θέλουν, παρά μόνο στον άνδρα της. Η συνετή όταν ποθείται από άλλον λυπάται. Η συνετή αγαπά ενδόμυχα τον άνδρα της και τον κατασπάζεται και τον καλοπιάνει, και του αρέσει, και τον υπηρετεί, πειθαρχεί σ’ αυτόν σε όλα, εκτός από το να απειθαρχήσει στον Θεό.

Διότι αυτή που πειθαρχεί στον Θεό χωρίς φύλακες και στην ψυχή είναι συνετή και στο σώμα καθαρή.

17. Είναι ανόητος λοιπόν κάθε άνδρας που απομακρύνει τη γυναίκα του από τον φόβο του Θεού. Διότι η γυναίκα που δεν φοβάται τον Θεό, ούτε τον άνδρα της φοβάται. Εάν δεν φοβάται τον Θεό που βλέπει χωρίς να φαίνεται, πώς θα φερθεί με σύνεση σ’ εκείνον που δεν βλέπει; Και πώς θα συνετισθεί αυτή που δεν έρχεται στις συναθροίσεις για να ακούσει τα λόγια που συνετίζουν; Πώς θα δεχθεί νουθεσία; Πώς θα μείνει συνετή χωρίς φύλακες, εάν δε διδαχθεί την κρίση που θα γίνει από τον Θεό και δεν πληροφορηθεί την αιώνια ζημιά που θα έχει για λίγη ηδονή; Γι’ αυτό αντίθετα, και εάν ακόμη αυτή δεν θέλει να πηγαίνει πάντοτε στον λόγο που συνετίζει, ανάγκασέ την, κολάκευσέ την.

15. Η σώφρων γυνή του Θεού θέλημα ποιούσα, της αυτού πρώτης κτίσεως αγαθή υπόμνησις γίνεται: ότι, εις ων ο Θεός, ενί ανθρώπω μίαν έκτισε γυναίκα. Έτι δε μάλλον σώφρων μένει, εάν της κτίσεως μη επιλανθάνηται και την κόλασιν προβλέπη και των αιωνίων αγαθών την ζημίαν μη αγνοή. Η σώφρων γυνή, επί τοις σώζεσθαι θέλουσιν ηδομένη, παράδειγμα ευσεβές τοις θεοσεβούσι τυγχάνει: αγαθού γαρ βίου νόμος εστίν. Η σωφρονείν θέλουσα τας προφάσεις της λοιδορίας εκκόπτει, εάν δε μη παρέχουσα πρόφασιν λοιδορήται ως υπό εχθρού, υπό Θεού ευλογείται και εκδικείται. Η σώφρων τον Θεόν ποθεί, τον Θεόν φιλεί, τον Θεόν τέπει, τον Θεόν δοξάζει, ανθρώποις πρόφασιν προς λοιδορίαν ου παρέχει. Η σώφρων γυνή την Εκκλησίαν αγαθή τιμή μυρίζει και επί σεμνότητι δοξάζει: έτι δε και διδασκάλων έπαινός εστίν, και συνεργός αυτοίς σωφρονούσι τυγχάνει.

16. Η σώφρων γυνή ως νυμφίω τω Υιώ του Θεού κοσμείται, ενδεδυμένη το σεμνόν φως. Έστι δε αυτή κάλλος η εν τη ψυχή ευνομία. Μύρου δε πνέει της αγαθής φήμης. Καλά φόρεα ημφίεσται την αιδώ, και τιμίους μαργαρίτας περίκειται τους σωφρονίζοντας λόγους, λευκή δε τυγχάνει, όταν τας φρένας η λελαμπρυμένη. Καλώ εσόπτρω ορά, εις τον Θεόν εμβλέπουσα. Καλώ κόσμω χρήται, τω προς Θεόν φόβω την ψυχήν νουθετούσα. Καλή η γυνή, ουχ η χρυσώ πεπεδημένη, άλλ’ η των προσκαίρων επιθυμιών λελυμένη. Η σώφρων γυνή μεγάλω Βασιλεί περιπόθητός εστίν, αυτώ μεμνήστευται, αυτώ τετήρηται, υπ’ αυτού ηγάπηται. Η σώφρων εις το θέλεσθαι προφάσεις ου παρέχει, ή τω αυτής ανδρί. Η σώφρων υπό ετέρου θελομένη λυπείται. Η σώφρων τον άνδρα ενδιαθέτως φιλεί και καταφιλεί και κολακεύει, αρέσκει, δουλεύει, προς πάντα αυτώ πείθεται, παρεκτός του απειθείν Θεώ. Η γαρ πειθομένη Θεώ άνευ φυλάκων και την ψυχήν σωφρονεί και το σώμα καθαρεύει.

17. Ανόητος ουν πας ανήρ ο την εαυτού γυναίκα χωρίζων φόβου Θεού. Ότι, η Θεόν μη φοβουμένη, ουδέ τον άνδρα φοβείται. Εάν Θεόν τον αόρατα βλέποντα μη φοβήται, προς τον μη ορώντα πώς σωφρονήσει; Πώς δε σωφρονήσει η μη συνερχομένη προς τους σωφρονίζοντας ακούειν λόγους; Πώς δε και νουθεσίας τύχοι; Πώς δε σωφρονήσει άνευ φυλάκων, εάν την εσομένην κρίσιν του Θεού μη διδαχθή, μηδέ την επί μικρά ηδονή αιώνιον ζημίαν πληροφορηθή; Διο τουναντίον άκουσαν αυτήν προς τον σωφρονίζοντα αεί εισέρχεσθαι λόγον ανάγκασον, κολάκευσον.

***

18. Πολύ καλύτερο όμως είναι εάν έρθεις κρατώντας την από το χέρι, ώστε και ο ίδιος να γίνεις συνετός? διότι θα θελήσεις να γίνεις συνετός, για να γνωρίσεις τον σκοπό του σεμνού γάμου, και δεν θα διστάσεις, εάν αγαπάς, εννοώ να γίνεις πατέρας, να αγαπάς τα παιδιά σου και να αγαπιέσαι από τα δικά σου παιδιά. Εκείνος που θέλει να έχει συνετή γυναίκα, είναι και ο ίδιος συνετός, της παρέχει το οφειλόμενο κατάλυμα, τρώει μαζί της, βρίσκεται μαζί της, πηγαίνει μαζί μ’ αυτήν στο κήρυγμα που συνετίζει, δεν την στενοχωρεί, δεν την μαλώνει άδικα, δεν κάνει τον εαυτό του μισητό, της παρέχει όσα καλά μπορεί, και από αυτά που δεν έχει ό,τι λείπει το αναπληρώνει με καλοπιάσματα. Η συνετή γυναίκα δεν περιμένει να κολακευθεί, αναγνωρίζει τον άνδρα της κύριο, όταν είναι φτωχός υπομένει τη φτώχεια, όταν πεινάει, πεινάει και εκείνη μαζί του, όταν ξενιτεύεται, ξενιτεύεται κι αυτή, όταν είναι λυπημένος τον παρηγορεί, και όταν ακόμα έχει προίκα μεγάλη, υποτάσσεται σαν να μη έχει τίποτε.

Και ο άνδρας και όταν ακόμα έχει γυναίκα φτωχή, μεγάλη προίκα της θεωρεί τη σύνεσή της. Η συνετή γυναίκα χρησιμοποιεί με ολιγάρκεια τις τροφές και τα ποτά, για να μη παχύνει το σώμα της και από το βάρος του στρέψει την ψυχή της σε παράνομες επιθυμίες. Και ακόμα, με τους νέους δεν αναμιγνύεται, τους γέρους τους θεωρεί ύποπτους, αποφεύγει τα άτακτα γέλια, δεν σφάλλει αφιερώνοντας μόνο στον Θεό τον εαυτό της, ευχαριστείται ακούοντας σεμνά λόγια και αποφεύγει τα λόγια τα απρεπή.

19. Μάρτυρας ο Θεός, ότι μια μοιχεία ισοδυναμεί με πολλούς φόνους. Και το κακό είναι, ότι η φοβερότητα και ασέβεια των φόνων της δεν φαίνονται. Όταν χύνεται αίμα και είναι ξαπλωμένο το σώμα νεκρό, το κακό της συμφοράς τρομάζει τους πάντες, ενώ οι φόνοι της ψυχής που κάνει η μοιχεία, ενώ είναι φοβερότεροι, επειδή δεν φαίνονται στους ανθρώπους, παρέχουν ακούραστη ορμή σ’ εκείνους που την αποτολμούν. Μάθε, άνθρωπε, τίνος την πνοή έχεις για να ζεις, και δεν θα θελήσεις να την μολύνεις. Μόνο από τη μοιχεία μολύνεται η πνοή του Θεού? γι’ αυτό και αυτή εκείνον που την μόλυνε τον ρίχνει στη φωτιά. Διότι βιάζεται να παραδώσει αυτόν που την πρόσβαλε σε αιώνια κόλαση.

20. Ενώ έλεγε αυτά ο Πέτρος, βλέποντας την αγαπητή και συνετή Ματτιδία να δακρύζει από χαρά και νομίζοντας ότι στενοχωρήθηκε για την επιβεβαίωση των γεγονότων, είπε? Έχε θάρρος, γυναίκα? ενώ πολλοί έπαθαν πολλά κακά εξαιτίας της μοιχείας, εσύ τα έπαθες εξαιτίας της σωφροσύνης σου, και γι’ αυτό δεν πέθανες. Αλλά και αν πέθαινες, θα είχες σώσει την ψυχή σου. εγκατέλειψες την πατρίδα σου Ρώμη εξαιτίας της σωφροσύνης, αλλά με την αφορμή αυτής βρήκες την αλήθεια, το στέμμα της αιώνιας βασιλείας. Κινδύνεψες στο βυθό της θάλασσας και δεν πέθανες, αλλά και αν είχες πεθάνει, ο ίδιος ο βυθός θα γινόταν για σένα, που πέθαινες εξαιτίας της σωφροσύνης σου, βάπτισμα για τη σωτηρία της ψυχής σου. Στερήθηκες για λίγο τα παιδιά σου, τα οποία, επειδή ήταν καρπός γνήσιας σποράς, βρέθηκαν σε ανώτερα. Υποφέροντας από πείνα ζητιάνεψες τροφές, αλλά δεν μόλυνες το σώμα σου με πορνεία. Βασάνισες το σώμα σου, αλλά έσωσες την ψυχή σου.

Απέφυγες τον μοιχό, για να μη μολύνεις το κρεβάτι του άνδρα σου, άλλ’ εξαιτίας της σωφροσύνης σου, ο Θεός που γνωρίζει τη φυγή σου, θα αναπληρώσει τη θέση του άνδρα σου. Λυπήθηκες και απομονώθηκες για λίγο και στερήθηκες τον άνδρα και τα παιδιά σου, όλους αυτούς όμως θα τους εγκατέλειπες την ορισμένη ώρα του θανάτου, και είναι καλύτερο ότι εξαιτίας της σωφροσύνης σου τους στερήθηκες θεληματικά, συ η οποία ύστερα από χρόνια θα χανόσουν μέσα στις ίδιες τις αμαρτίες σου.

21. Πολύ προτιμότερα λοιπόν είναι τα θλιβερά πρωτεία. Διότι και όταν είναι παρόντα, με την ελπίδα ότι θα περάσουν, δεν μας στενοχωρούν πολύ, με την προσδοκία όμως ότι θα έρθει το καλύτερο, μας δίνουν και χαρά. Πριν από όλα όμως θέλω να γνωρίζεις πόσο αρέσει η σωφροσύνη στον Θεό. Η συνετή γυναίκα είναι εκλογή του Θεού, εύνοια του Θεού, δόξα του Θεού, παιδί του Θεού. Τόσο μεγάλο αγαθό είναι η σωφροσύνη. Εάν δεν υπήρχε νόμος, ούτε ήταν νόμιμο να εισέρχεται αβάπτιστος στη βασιλεία του Θεού, θα μπορούσαν οπωσδήποτε όσοι από τους εθνικούς έχουν πλανηθεί να σωθούν μόνο εξαιτίας της σωφροσύνης τους. Γι’ αυτό και λυπάμαι για εκείνους που βρίσκονται σε πλάνη και σωφρονούν, διότι ενώ προτίμησαν να ζήσουν συνετά χωρίς καλή ελπίδα, δείχνουν απροθυμία για το βάπτισμα. Γι’ αυτό και δεν σώζονται, επειδή υπάρχει απόφαση του Θεού, ο αβάπτιστος να μη μπαίνει στη βασιλεία του.

Αφού αυτός είπε αυτά και περισσότερα από αυτά, πήγαμε για ύπνο.

18. Πολύ δε κρείττον, ει χειραγωγήσας ήξεις, ίνα και αυτός σώφρων γένη? θελήσεις γαρ σώφρων γενέσθαι, ίνα γνώση σεμνού γάμου το τέλος, και ουκ οκνήσεις, ει αγαπάς, λέγω δη πατήρ γενέσθαι, ίδια τέκνα φιλείν και υπό ιδίων φιλείσθαι τέκνων. Ο σώφρονα γυναίκα έχειν θέλων και αυτός σωφρονεί, την οφειλομένην ευνήν αποδίδωσιν, ταύτη συνεστιάται, ταύτη σύνεσιν, συν αυτή προς τον σωφρονίζοντα έρχεται λόγον, ου λυπεί, ουκ εική μάχεται, εαυτόν μησητόν ου ποιεί, α δύναται καλά παρέχει, ων μη έχει τη κολακεία το λείπον αποληροί. Η σώφρων γυνή κολακευθήναι ουκ αναμένει, κύριον τον άνδρα γνωρίζει, πενομένου την πενίαν φέρει, πεινώντι, συμπεινά, αποδημούντι συναποδημεί, λυπούμενο παραμυθείται, καν προίκα μείζονα έχη, ως μηδέν έχουσα υπόκειται. Ο δεν ανήρ πένητα έχη, ως μηδέν έχουσα υπόκειται. Ο δε ανήρ καν πένητα έχη γυναίκα, μεγάλην προίκα ηγείσθω αυτής την σωφροσύνην. Η σώφρων γυνή αυταρκεία βρωμάτων και ποτών χρήται, ίνα μη, λιπανθέντος του σώματος τω βάρει προς επιθυμίας, ανόμους κατασπάση την ψυχήν.

Άλλ’ έτι μην συν νέοις ουκ ιδιάζει, και τους γέροντας υποπτεύει, γέλωτας ατάκτους απωθείται, Θεώ μόνω εαυτήν απονέμουσα ου σφάλλεται, σεμνούς λόγους ακούουσα ήδεται, τους δε μη σωφροσύνη λεγομένους απωθείται.

19. Μάρτυς Θεός, πολλοί φόνοι μοιχεία μία. Και το δεινόν, ότι των φόνων αυτής το φοβερόν και ασεβές ου βλέπεται. Ότι, αίματος χυθέντος, νεκρόν κείται σώμα, και το της συμφοράς δεινόν πάντας εκπλήσσει. Της δε μοιχείας οι της ψυχής φόνοι φοβερώτεροι όντες, επεί μη ανθρώποις βλέπονται, τοις τολμώσιν άοκνον την ορμήν παρέχουσιν? γνώθι, άνθρωπε, τίνος πνοήν έχεις προς το ζην, και ου μη αυτήν μιανθήναι θελήσης. Υπό μοιχείας μόνης μιαίνεται η Θεού πνοή, και δια τούτο αυτή τον μιάναντα εις πυρ κατασπά. Σπεύδει γαρ τον υβριστήν αιωνίω παραδούναι κολάσει.

20. Ταύτα λέγων ο Πέτρος την αγαθήν και σώφρονα Ματτιδίαν υπό χαράς δακρύουσαν ιδών, ως επί υποσχέσει των γεγονότων λυπηθήναι νομίσας, έφη? Θάρσει, γύναι? πολλών πολλά κακά παθόντων δια μοιχείαν, συ δια σωφροσύνην πέπονθας, και δια τούτο ουκ ετελεύτησας. Ει δε και τεθνήκεις, σεσωσμένην αν είχες την ψυχήν. Πατρίδα Ρώμην έλειπες δια σωφροσύνην, αλλά τη ταύτης προφάσει αλήθεια νεύρες, το διάδημα της αϊδίου βασιλείας. Εν βυθώ κεκινδύνευκας, και ουκ ετελεύτησας, και είτε τετελευτήκεις, αυτός σοι ο βυθός δια σωφροσύνην θνησκούση βάπτισμα εγίνετο προς ψυχής σωτηρίαν. Τέκνων απελείφθης προς ολίγον, άτινα γνησίας όντα σποράς εν τοις κρείττοσιν εύρηται. Λιμώττουσα τροφάς προσήτησας, αλλά πορνεία σώμα σον ουκ εμίανας. Σώμα σον εβασάνισας, αλλά την ψυχήν έσωσας. Μοιχόν έφυγες, ίνα μη κοίτην ανδρός μιάνης, αλλά δια σωφροσύνην ο την φυγήν ειδώς Θεός τον ανδρός αποπληρώσει τόπον.

Λυπηθείσα και μονωθείσα προς ολίγον ανδρός και τέκνων απελείφθης, αλλά τούτους πάντας απολιπείν είχες προθεσμία θανάτου, κρείττον δε ότι δια σωφροσύνην εκούσα απελείφθης, η είπερ άκουσα μετά χρόνον εφ’ αμαρτίας αυταίς απολλύου.

21. Πολλώ ουν άμεινον τα πρωτεία είναι θλιβερά. Και γαρ ότε πάρεστιν, ελπίδι του παρελθείν ου πάνυ λυπεί, προσδοκία τε του κρείτονος και χαίρειν παρέχει. Προ πάντων δε ειδέναι σε θέλω, πόσον το σωφρονείν αρέσκει Θεώ. Η σώφρων γυνή Θεού εκλογή, Θεού ευδοκία, Θεού δόξα, Θεού τέκνον. Τοσούτον αγαθόν σωφροσύνη. Ει μη ότι νόμος ην, μηδέ δίκαιον αβάπτιστον εις την βασιλείαν Θεού εισελθείν, τάχα που των εθνών οι πεπλανημένοι δια σωφροσύνην μόνον σωθήναι εδύναντο. Δια τούτο λίαν αθυμώ περί των εν πλάνη σωφρονούντων, ότι, άνευ ελπίδος αγαθής σωφρονείν ελόμενοι, προς το βαπτισθήναι οκνηρώς έχουσιν. Διο ου σώζονται, ότι δόγμα Θεού κείται, αβάπτιστον εις την αυτού βασιλείαν μη εισελθείν.

Ταύτα αυτού ειπόντος και τούτων πλείονα, εις ύπνον ετράπημεν.

Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.

Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994

Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Εκ “των Πέτρου επιδημιών κηρυγμάτων επιτομή”: Ομιλία ΙΒ’ (Εισαγωγή).

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Θαυμαστά γεγονότα, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.