Το πατριαρχικό ζήτημα και ο Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης (Γ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Στις 20 Μαΐου 1921 ο Χρυσόστομος αφίχθη στην Αδριανούπολη. Την επομένη ενημέρωσε το πατριαρχείο για όσα είχαν συμβεί τις προηγούμενες μέρες στη Σμύρνη και απέστειλε αντίγραφο του πρωθυπουργικού τηλεγραφήματος, που τον προέτρεπε να μεταβεί στην Αδριανούπολη. Ο μητροπολίτης ανέφερε στον τοποτηρητή ότι επρόκειτο να υποβάλει στη συνέλευση των ιεραρχών υπόμνημα το οποίο θα αφορούσε τη διαδικασία και τον χρόνο της πατριαρχικής εκλογής, ώστε να αποφευχθεί ένα σχίσμα στους κόλπους της εκκλησίας. Για τον λόγο αυτό, ο ιεράρχης κάλεσε τον μητροπολίτη Καισαρείας να αναβάλει την εκλογή, προκειμένου να επέλθει ειρήνη μεταξύ των δύο πλευρών και να δημιουργηθούν ομαλότερες συνθήκες για ένα τόσο σπουδαίο θέμα το οποίο αφορούσε το σύνολο της εκκλησίας και του γένους.

Είναι γεγονός πως ο εθνικός διχασμός στην Ελλάδα την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου πολέμου είχε αφήσει πολλές πληγές σε πολιτικό, κοινωνικό και εκκλησιαστικό επίπεδο. Η συνοχή της ιεραρχίας της εκκλησίας της Ελλάδος και του οικουμενικού πατριαρχείου είχε δοκιμαστεί, καθώς τα δύο κέντρα του Ελληνισμού, με ευθύνη της Αθήνας, προσπαθούσαν κάθε φορά να επιβάλλουν στην άλλη πλευρά τη θέλησή τους, ακόμα και σε θέματα που ήταν έξω από τις αρμοδιότητές τους.

Αυτό που επιθυμούσε η Αθήνα, τόσο επί Βενιζέλου όσο και επί των κυβερνήσεων που είχαν προκύψει μετά τις εκλογές του 1920, ήταν αφ’ ενός μεν η αποτροπή εμπλοκής του τουρκικού παράγοντα στη διαδικασία της πατριαρχικής εκλογής, αφ’ ετέρου δε η ανάδειξη ενός προσώπου που θα συνέπλεε με τις αποφάσεις του εθνικού κέντρου στο Μικρασιατικό ζήτημα. Για τον λόγο αυτό, η ελληνική κυβέρνηση θεωρούσε πως θα έπρεπε πρώτα η χώρα να επιβάλει τους όρους της σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο στην Τουρκία, μέσω της επικράτησής της στον πόλεμο της Μικράς Ασίας, και έπειτα να διεξαχθεί η εκλογή νέου πατριάρχη.

Αναμφισβήτητα, η παρουσία του Χρυσοστόμου στη συνέλευση της Αδριανούπολης υπήρξε καταλυτική, καθώς ο άγιος, με το κύρος, την επιρροή και την αποδοχή που απολάμβανε από το σύνολο της ιεραρχίας, απέτρεψε ένα σχίσμα μεταξύ Φαναρίου και μητροπολιτών των Νέων Χωρών, ενώ επέβαλε στα κείμενα της συνέλευσης να δοθεί έμφαση όχι τόσο στον χρόνο της πατριαρχικής εκλογής αλλά στον καθοριζόμενο τρόπο, ο οποίος θα έπρεπε να είναι σύμφωνος με τους ιερούς κανόνες και τα θέσμια της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Από τη συνέλευση των ιεραρχών της Αδριανούπολης προήλθαν τρία κείμενα τα οποία απεστάλησαν στον τοποτηρητή και την ιερά σύνοδο του πατριαρχείου. Το πρώτο, το οποίο χαρακτηρίστηκε από τους μητροπολίτες της συνέλευσης υπόμνημα, επαναλάμβανε τις θέσεις του Χρυσοστόμου για την ανάγκη αναβολής της πατριαρχικής εκλογής μέχρι το τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και προσδιόριζε τον τρόπο της εκλογής από το σύνολο της ιεραρχίας του οικουμενικού θρόνου.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το υπόμνημα, παρά την ψυχρότητα που είχε επέλθει μεταξύ Φαναρίου και των μητροπολιτών που είχαν συμμετάσχει στη συνέλευση, τόνιζε την αγάπη και τον σεβασμό της ιεραρχίας των Νέων Χωρών προς το πατριαρχείο, λέγοντας πως «η παρούσα συνέλευσις ημών, απόρροια της απείρου ημών προς την Σεπτήν Μητέρα Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν στοργής και ευλαβείας τυγχάνουσα», ενώ εξέφραζε την επιθυμία «της αναστηλώσεως εν τη συνειδήσει του Έθνους του κύρους και του γοήτρου του αγιωτάτου ημών οικουμενικού θρόνου».1

Ταυτόχρονα, τα μέλη της ιεραρχίας υπογράμμιζαν πως η συγκροτηθείσα συνέλευση είχε προκληθεί «οικεία βουλήσει και ουδενός έξωθεν επιδρώντος ή βιάζοντος».2 Με αυτόν τον τρόπο οι μητροπολίτες επιθυμούσαν να αποκρούσουν την κατηγορία πως η κυβέρνηση των Αθηνών είχε εξαναγκάσει τους ιεράρχες της Νέας Ελλάδας να συναχθούν στην Αδριανούπολη, επισημαίνοντας ότι το ενδιαφέρον και το κρίσιμο των στιγμών επέβαλλαν τη σύγκληση της εν λόγω συνέλευσης.

Η επιστολή έκλεινε με την προειδοποίηση πως, εάν το Φανάρι δεν έκανε δεκτούς τους όρους του υπομνήματος και προχωρούσε μονομερώς στην πατριαρχική εκλογή, οι μητροπολίτες των Νέων Χωρών αφ’ ενός δεν επρόκειτο να αναγνωρίσουν μια τέτοια αντικανονική εκλογή, αφ’ ετέρου δεσμεύονταν να προχωρήσουν, σύμφωνα με τα αρχαία θέσμια της Εκκλησίας, στη συγκρότηση επαρχιακών συνόδων για την επίλυση των εκκλησιαστικών ζητημάτων και την πλήρωση των κενών μητροπολιτικών εδρών.

Το δεύτερο έγγραφο της συνέλευσης της Αδριανούπολης αφορούσε τον ορισμό και την αποστολή στην Κωνσταντινούπολη επιτροπής αρχιερέων προκειμένου να επέλθει συνεννόηση με το Φανάρι σχετικά με το ζήτημα της πατριαρχικής εκλογής. Η θετική αυτή εξέλιξη στην προσέγγιση των δύο πλευρών προέκυψε από τη μετάβαση στην Αδριανούπολη του αρχιγραμματέα της ιεράς συνόδου του πατριαρχείου, αρχιμανδρίτη Διονυσίου,3 ο οποίος, ενώ αρχικά ανέγνωσε στη συνέλευση τηλεγράφημα του πατριαρχείου για την άμεση επιστροφή των ιεραρχών στις επαρχίες τους,4 έπειτα αποδέχθηκε την έλευση στην Πόλη επιτροπής η οποία θα εξέταζε από κοινού με τα μέλη της ιεράς συνόδου τον χρόνο και τον τρόπο εκλογής του νέου πατριάρχη.5

Μέλη της επιτροπής, η οποία θα μετέβαινε για συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη, ορίστηκαν οι μητροπολίτες Ηρακλείας Γρηγόριος,6 Αδριανουπόλεως Πολύκαρπος,7 Ιωαννίνων Σπυρίδων8 και Σμύρνης Χρυσόστομος, οι οποίοι ανέλαβαν να μεταφέρουν τη βούληση της συνέλευσης για τον καθορισμό του καταλληλότερου τρόπου για την επικείμενη πατριαρχική εκλογή.

Το τρίτο κείμενο της συνέλευσης, το οποίο χαρακτηρίστηκε πρωτόκολλο, επαναλάμβανε τους όρους που είχαν διατυπωθεί στο υπόμνημα της συνέλευσης περί αναβολής της πατριαρχικής εκλογής και συμμετοχής όλης της ιεραρχίας σε αυτή και, επιπλέον, διατύπωνε την ανάγκη για σύνταξη νέου Καταστατικού χάρτη της εκκλησίας μετά την εκλογή του νέου οικουμενικού πατριάρχη. Το πρωτόκολλο έκανε και πάλι αναφορά στην απόφαση των ιεραρχών των Νέων Χωρών να μην αναγνωρίσουν τον πατριάρχη ο οποίος θα αναδεικνύετο χωρίς να έχουν τηρηθεί οι όροι της συνέλευσης, υπενθυμίζοντας την πρόθεσή τους αφ’ ενός να συγκροτήσουν επαρχιακές συνόδους για τη διοίκηση των τοπικών εκκλησιών και αφ’ ετέρου να διακόψουν κάθε σχέση και επικοινωνία με την Κωνσταντινούπολη.

Η αποφασιστικότητα και οι προειδοποιήσεις των μελών της επιτροπής για τις επιπτώσεις που θα είχε η απόρριψη των προτάσεών τους από τη σύνοδο του Φαναρίου φαίνεται πως διαμόρφωσαν μια συμβιβαστική λύση. Συγκεκριμένα, αποφασίστηκε η προσωρινή αναβολή της πατριαρχικής εκλογής μέχρι την ολοκλήρωση των απαιτούμενων προπαρασκευαστικών εργασιών της εκλογικής διαδικασίας, η συμμετοχή όλων των ιεραρχών του οικουμενικού πατριαρχείου στην εκλογική συνέλευση, η δυνατότητα ανάθεσης της ψήφου των αρχιερέων που κωλύονταν να προσέλθουν στην Κωνσταντινούπολη σε κάποιον άλλο ιεράρχη και το δικαίωμα όλων των επαρχιών του οικουμενικού θρόνου να αποστείλουν αντιπροσώπους για την πατριαρχική εκλογή.9

Η υποχώρηση των εν Κωνσταντινουπόλει ιεραρχών με στόχο τη σύγκλιση των δύο πλευρών και τη διαμόρφωση της τελικής συμφωνίας οφείλεται κατά κύριο λόγο στην παρουσία του Χρυσοστόμου Σμύρνης, εκ μέρους της συνέλευσης της Αδριανούπολης, και του Αμασείας Γερμανού, εκ μέρους της ιεράς συνόδου του πατριαρχείου. Η μακροχρόνια φιλία των δύο κορυφαίων ιεραρχών, ήδη από τα χρόνια της διακονίας του στη Μακεδονία, φάνηκε ευεργετική, καθώς με το υψηλό αίσθημα ευθύνης που τους διακατείχε επέβαλαν τους όρους της Αδριανούπολης και αποφεύχθηκε ένα σχίσμα στους κόλπους της μεγάλης εκκλησίας.

Στη συμφωνία που επετεύχθη ικανοποιούνταν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι αποφάσεις της συνέλευσης των ιεραρχών των Νέων Χωρών, οι οποίες αποτελούσαν το πλαίσιο που είχε προτείνει ευθύς εξαρχής ο Χρυσόστομος για την εκλογή του νέου Πατριάρχη. Επιπλέον, η αποδοχή των αποφάσεων για τον χρόνο της πατριαρχικής εκλογής εκ μέρους του Φαναρίου ικανοποιούσε και την ελληνική κυβέρνηση, η οποία, σχεδιάζοντας το καλοκαίρι του 1921 μια συντονισμένη επίθεση εναντίον των κεμαλικών στόχων στα βάθη της Μικράς Ασίας, επιθυμούσε να συμπεριλάβει την εκλογή του νέου πατριάρχη σε μια συνολική διευθέτηση του ανατολικού ζητήματος και των ελληνικών συμφερόντων στα μικρασιατικά εδάφη.

Ωστόσο, η εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Οι ελληνικές δυνάμεις, παρά τον ηρωισμό και τη γενναιότητα των Ελλήνων στρατιωτών, δεν κατάφεραν να εξουδετερώσουν τις δυνάμεις του Κεμάλ, γεγονός που οδήγησε την Ελλάδα σε ένα πολιτικό και στρατιωτικό αδιέξοδο.9

Υπό αυτά τα δεδομένα, η ιερά σύνοδος του πατριαρχείου έλαβε στις 6 Οκτωβρίου 1921 την οριστική και αμετάκλητη απόφαση να προκηρύξει για τρίτη φορά την εκλογή νέου οικουμενικού πατριάρχη. Στην κατεύθυνση αυτή, απεστάλη από το πατριαρχείο η σχετική συνοδική εγκύκλιος με την οποία καλούνταν στην Κωνσταντινούπολη όλοι οι εν ενεργεία μητροπολίτες του οικουμενικού θρόνου, προκειμένου να συμμετάσχουν αυτοπροσώπως στην πατριαρχική εκλογή, συνοδευόμενοι από τους λαϊκούς αντιπροσώπους των επαρχιών τους.11

Από την άλλη, η ελληνική κυβέρνηση, η οποία είχε περιέλθει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση στο Μικρασιατικό ζήτημα και αναζητούσε απεγνωσμένα λύση σε διπλωματικό επίπεδο, ζήτησε την εκ νέου αναβολή της πατριαρχικής εκλογής τουλάχιστον μέχρι τον Ιανουάριο του 1922. Έτσι, κάλεσε τους ιεράρχες των Νέων Χωρών να αποστείλουν τηλεγράφημα στο πατριαρχείο ζητώντας την αναβολή της εκλογής, ενώ απαγόρευσε τη μετάβασή τους στην Κωνσταντινούπολη. Για μια ακόμα φορά οι περισσότεροι μητροπολίτες των ελληνικών και ελληνοκρατούμενων περιοχών, άλλοι από επιλογή και άλλοι υπό πίεση, συμμορφώθηκαν στην κυβερνητική εντολή και δέχθηκαν να εισηγηθούν στο Φανάρι την ανάγκη αναβολής της πατριαρχικής εκλογής.12

Κατά τον μητροπολίτη Αμασείας Γερμανό Καραβαγγέλη, η δυσάρεστη αυτή εξέλιξη προέκυψε όταν «ένας απ’ τους αντιβενιζελικούς μητροπολίτες πήγε στην Αθήνα κι έπεισε με ποιός ξέρει τι επιχειρήματα την κυβέρνηση να επέμβει στην εκλογή, απαγορεύοντας στους μητροπολίτες των Νέων Χωρών να πάνε στην Κωνσταντινούπολη. Η ενέργεια αυτή της κυβέρνησης εξόργισε ολόκληρη την Κωνσταντινούπολη και τα δύο σώματα αποφάσισαν να προβούν αμέσως στην εκλογή και χωρίς τη συμμετοχή των μητροπολιτικών των Νέων Χωρών. Ορίστηκε μάλιστα κι η μέρα της εκλογής. Συνέπεια αυτής της αποφάσεως ήταν ν’ αποσυρθούν απ’ την ιερά σύνοδο επτά βασιλικοί μητροπολίτες και ν’ αντικατασταθούν από άλλους.13

Σε αυτήν την εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία, για τη συνοχή της ιεραρχίας του Φαναρίου και την αδιάσπαστη ενότητα των δύο κέντρων του Ελληνισμού, η στάση του Χρυσοστόμου έμελλε να δείξει και πάλι την οδό της σωφροσύνης και της καταλλαγής. Ο μητροπολίτης Σμύρνης, ο οποίος δεν διάκειτο θετικά στην πολιτική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα μετά την πρώτη του Βενιζέλου, αφ’ ενός μεν αρνήθηκε να αποστείλει τηλεγράφημα στο πατριαρχείο, αφ’ ετέρου δε εισηγήθηκε στην ελληνική κυβέρνηση να μην παρεμποδίσει την επικείμενη πατριαρχική εκλογή, καθώς αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την ενότητα της εκκλησίας και του Έθνους.

Ο Χρυσόστομος, ο οποίος ουδέποτε έπαψε να έχει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με την Αθήνα και το Φανάρι, τόνισε στην ελληνική κυβέρνηση πως θα έπρεπε όχι μόνο να ενθαρρύνει την εκλογή του νέου πατριάρχη, αλλά να δώσει την ευκαιρία σε όλη την ιεραρχία των Νέων Χωρών να λάβει μέρος, καθώς οι εν Κωνσταντινουπόλει μητροπολίτες είχαν αποφασίσει οριστικά την ολοκλήρωση των προπαρασκευαστικών ενεργειών της εκλογικής διαδικασίας, γεγονός που θα οδηγούσε με βεβαιότητα στην εκλογή ενός προσώπου που δεν θα είχε την εμπιστοσύνη και αποδοχή της ελληνικής κυβέρνησης.

Ο Χρυσόστομος τόνιζε ακόμα πως εάν η Αθήνα δεν εμπόδιζε την πατριαρχική εκλογή και προέτρεπε τους μητροπολίτες των ελληνικών επαρχιών να συμμετάσχουν αυτοπροσώπως σε αυτήν, όπως άλλωστε είχε συμφωνηθεί στη συνέλευση της Αδριανουπόλεως, θα μπορούσε η ελληνική κυβέρνηση να επηρεάσει έμμεσα την εκλογή και να αναδείξει ένα πρόσωπο0, αν όχι κοινής αποδοχής σίγουρα όμως όχι εχθρικά διακείμενο στην Αθήνα και την πολιτική που είχε πλέον διαμορφωθεί.

Η ελληνική κυβέρνηση, ωστόσο, δεν έλαβε υπ’ όψιν τις προτάσεις του μητροπολίτη Σμύρνης και απαγόρευσε αυστηρά τόσο τη μετάβαση των ιεραρχών των Νέων Χωρών στην Πόλη και την αποστολή ψηφοδελτίων για την πατριαρχική εκλογή, όσο και τον διορισμό των λαϊκών αντιπροσώπων από κάθε επαρχία.14

Όπως ήταν αναμενόμενο, μεταξύ Αθήνας και Κωνσταντινούπολης δημιουργήθηκε ένα κλίμα πόλωσης και ανταγωνισμού, την περίοδο που θα έπρεπε όλες οι δυνάμεις της εκκλησίας και του έθνους να εκπέμπουν μηνύματα αρραγούς ενότητας και συνεργασίας.

Η εκλογή του νέου οικουμενικού πατριάρχη ορίστηκε για τις 25 Νοεμβρίου 192115. Μετά την κυβερνητική απαίτηση για αποχή όλων των ιεραρχών των Νέων Χωρών και των λοιπών ελληνοκρατούμενων επαρχιών, την εκλογική συνέλευση αποτέλεσαν δεκαοκτώ μητροπολίτες, εκ των οποίων οι πέντε εκπροσωπήθηκαν και απέστειλαν ψηφοδέλτιο, και ενενήντα πέντε λαϊκοί αντιπρόσωποι από διάφορες επαρχίες του οικουμενικού θρόνου.16

Υποσημειώσεις.

1. Ό. π., σσ’. 155-156
2. Ό. π., σ. 155
3. Ο μετέπειτα μητροπολίτης Βρυούλλων (1922) και Μηθύμνης (1922- 1951) Διονύσιος Μηνάς.
4. ΕΑ ΜΑ (1921) 166
5. ΕΑ ΜΑ (1921) 174
6. Ο μητροπολίτης Ηρακλείας και Ραιδεστού Γρηγόριος Καλλίδης (1844- 1925) γεννήθηκε στο Κούμβαο της Ανατολικής Θράκης. Σπούδασε στη Ριζάρειο και τη θεολογική σχολή Αθηνών. Διετέλεσε επίσκοπος Ναζιανζού (1875-1879), μητροπολίτης Τραπεζούντος (1879-1884), Θεσσαλονίκης (1884-1889), Ιωαννίνων (1889- 1902) και Ηρακλείας (1902-1925). Στις 22 Μαΐου 2003, με πατριαρχική και συνοδική πράξη, το οικουμενικό πατριαρχείο κατέταξε τον μητροπολίτη Ηρακλείας Γρηγόριο στο αγιολόγιο της ορθόδοξης εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Ιουλίου (ημέρα της κοιμήσεώς του) και στις 20 Οκτωβρίου (επέτειο της ανακομιδής των ιερών λειψάνων του).
7. Ο από Ελασσώνος (1900 -1910) και Αδριανουπόλεως (1910 – 1931) μητροπολίτης Χίου (1931 – 1933) Πολύκαρπος Βαρβάκης.
8. Ο από Βελλάς και Κονίτσης (1906- 1916) μητροπολίτης Ιωαννίνων (1916- 1922), Αμασείας (1922 – 1924), Ιωαννίνων (1924 – 1949) και έπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος (1949 – 1956) Σπυρίδων Βλάχος.
9. ΕΑ ΜΑ (1921) 183. Τα σημεία της συμφωνίας ανέλαβαν να ανακοινώσουν στους εν Αδριανουπόλει ιεράρχες των Νέων Χωρών οι μητροπολίτες Αδριανουπόλεως Πολύκαρπος και Σμύρνης Χρυσόστομος.
10. Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με την πορεία και το τέλος των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία, βλ. στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο «Μικρασιατική εκστρατεία».
11. ΕΑ ΜΑ (1921) 317-318 & το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 165-167
12. ΕΑ ΜΑ (1921), 358-368
13. Αντιγόνης Μπέλλου Θρεψιάδη, Μορφές Μακεδονομάχων και τα Ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη, εκδοτικός οίκος Α’ Μαυρίδης, Αθήνα 1984, σ’. 116. (Για τους επτά συνοδικούς μητροπολίτες οι οποίοι αποχώρησαν από την ιερά σύνοδο του Φαναρίου γίνεται λόγος σε επόμενη ενότητα).
14. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 167- 168, 352
15. ΕΑ ΜΑ (1921) 368
16. ΕΑ ΜΒ (1922) 74

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Το πατριαρχικό ζήτημα και ο Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Το πατριαρχικό ζήτημα και ο Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης (Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Δημοσιεύθηκε στην Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.