Εκ των Πέτρου επιδημιών κηρυγμάτων επιτομή: Ομιλία ΙΖ’ (Κεφ. 9-20) – Αγίου Ιερομ. Κλήμεντος, Επισκόπου Ρώμης.

9. Επομένως ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο οποίος είναι προκαθήμενος με ανώτερη μορφή, όντας η καρδιά του επάνω και του κάτω κόσμου δύο φορές, και, αναβλύζοντας από αυτόν, ως από κέντρο, την ζωτική και ασώματη δύναμη, τα πάντα μαζί με τα άστρα και τους νόμους του ουρανού, του αέρα, του νερού, της γης, της φωτιάς και οποιουδήποτε άλλου που υπάρχει, αποδεικνύεται ουσία άπειρη σε ύψος, απέραντη σε βάθος, αμέτρητη σε πλάτος, η οποία ουσία απλώνει την ζωογόνο και φρόνιμη φύση του τρεις φορές άπειρη. Αυτό λοιπόν το άπειρο αυτού από παντού, κατ’ ανάγκη είναι καρδιά, η οποία έχει αυτόν, που πραγματικά είναι πάνω απ’ όλα, σε σχήμα, ο οποίος, όπου και αν είναι, βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο στο κέντρο του απείρου, όντας το σύνορο του παντός. Αρχίζοντας λοιπόν από αυτόν οι προεκτάσεις έχουν απέραντη τη φύση τους. Από αυτούς ο ένας, παίρνοντας από αυτόν την εξουσία, φθάνει στα ύψη επάνω, ο άλλος στο βάθος κάτω, ο άλλος στα δεξιά, ο άλλος στα αριστερά, ο άλλος μπροστά, ο άλλος πίσω˙ ατενίζοντας σ’ αυτούς, ως εις
αριθμόν ίσον από παντού, συμπληρώνει τον κόσμο σε έξι χρονικά διαστήματα, ενώ αυτός είναι η ανάπαυση και έχει την εικόνα του απείρου μελλοντικού αιώνα, όντας αρχή και τέλος. Διότι σ’ αυτόν τελειώνουν τα έξι άπειρα και από αυτόν παίρνουν την προέκτασή τους στο άπειρο.

10. Αυτό είναι το μυστήριο της εβδομάδας. Διότι αυτός είναι η ανάπαυση όλων, ο οποίος σ’ εκείνους που τον μιμούνται σε μικρογραφία χαρίζει το μεγάλο για να αναπαυθούν. Αυτός είναι ο μοναδικός, άλλοτε κατανοητός, και άλλοτε ακατανόητος, και άλλοτε πάλι απέραντος, έχοντας τις προεκτάσεις από τον εαυτό του στο άπειρο. Γι’ αυτό και είναι κατανοητός και ακατανόητος, κοντά και μακριά, ευρισκόμενος εδώ και εκεί, διότι είναι ο μόνος που υπάρχει. Και επειδή με τον πανταχού παρόντα άπειρο νου συμμετέχει παντού, την μετουσία αυτή αναπνέοντας οι ψυχές όλων, έχουν την ζωή, και όταν χωρισθούν από το σώμα και βρεθούν να έχουν πόθο γι’ αυτόν, οδηγούνται στην αγκαλιά του, όπως κατά την εποχή του χειμώνα οι ατμοί από το τυρόγαλο ελκύονται από τις ακτίνες του ήλιου, και οδηγούνται σ’ αυτόν αθάνατοι. Πόση λοιπόν στοργή μπορούμε να διαπιστώσουμε, εάν εξετάσουμε καλά με τον νου μας την ομορφιά του! Γιατί αλλιώς είναι αδύνατο.

Διότι είναι αδύνατο να υπάρχει ομορφιά χωρίς μορφή, και να ελκυσθεί κάποιος από έρωτα προς αυτόν, ή και να νομίζει ότι βλέπει Θεό που δεν έχει μορφή.

11. Μερικοί όμως, που είναι ξένοι προς την αλήθεια και συνδεδεμένοι με την κακία, με τη δικαιολογία της δοξολογίας λένε ότι είναι ασχημάτιστος, ώστε, όντας χωρίς μορφή και σχήμα, να μην είναι ορατός σε κανέναν και να μη γίνεται περιπόθητος. Διότι νους που δεν βλέπει τη μορφή του Θεού είναι άδειος από αυτόν. Και πώς προσεύχεται κανείς μη έχοντας σε ποιόν να καταφύγει; Σε ποιόν θα στηριχθεί; Διότι μη έχοντας αντιστήριγμα γκρεμίζεται στο κενό. Ναι, λέει, δεν πρέπει να φοβούμαστε τον Θεό, αλλά να τον αγαπάμε. Συμφωνώ και εγώ. Αλλά σ’ αυτό συμβάλλει η ευσυνειδησία κάθε καλής πράξεως, και η καλή πράξη γίνεται από τον φόβο. Ο φόβος όμως, λέει, ξαφνιάζει την ψυχή. Αντίθετα, εγώ λέω ότι δεν την ξαφνιάζει, αλλά την ξυπνάει και την επαναφέρει στον ίσιο δρόμο. Ίσως θα ήταν σωστό να λέμε ότι δεν πρέπει να φοβούμαστε τον Θεό, αν δεν υπήρχαν πολλά άλλα που φοβούμαστε οι άνθρωποι, και εννοώ τις σκευωρίες των ομοίων μας, τα θηρία, τα ερπετά, τις αρρώστιες, τα πάθη, τους δαίμονες και μύρια άλλα.

Εκείνος λοιπόν που απαιτεί από μας να μη φοβούμαστε τον Θεό, ας μας απαλλάξει από αυτά, για να μη φοβούμαστε ούτε αυτά. Εάν πάλι δεν μπορεί, τότε γιατί μας ζηλεύει που με ένα φόβο, τον φόβο προς τον δίκαιο, μπορούμε να απαλλαγούμε από μύριους φόβους και με μικρή πίστη προς αυτόν είναι δυνατό να κάνουμε να μετακινηθούν μύρια πάθη και δικά μας και άλλων, μαζί με την προσδοκία να αμειφθούμε με αγαθά, και να ζούμε ειρηνικά στην παρούσα ζωή, αφού εξαιτίας του φόβου του Θεού, που τα βλέπει όλα, δεν κάνουμε κανένα κακό;

9. Εις ουν έστιν ο όντως Θεός, ος εν κρείττονι μορφή προκαθέζεται, του άνω τε και κάτω δις υπάρχων καρδία, και απ’ αυτού ώσπερ από κέντρου βρύουσα την ζωτικήν και ασώματον δύναμιν, τα πάντα συν τε άστροις και νόμοις ουρανού, αέρος, ύδατος, γης, πυρός και ει άλλο τι εστίν, δείκνυται ουσία άπειρος εις ύψος, απέραντος εις βάθος, αμέτρητος εις πλάτος, τρισεπάπειρος την απ’ αυτού ζωοποιόν και φρόνιμον εκτείνουσα φύσιν. Τούτο ουν το εξ αυτού πανταχόθεν άπειρον ανάγκη είναι καρδίαν, έχον τον όντως υπέρ πάτα εν σχήματι, ος, όπου πότ’ αν η, ως εν απείρω μέσος εστίν, του παντός υπάρχων όρος. Απ’ αυτού ουν αρχόμεναι αι εκτάσεις εξ απεράντων έχουσι την φύσιν, ων ο μεν απ’ αυτού λαβών την αρχήν διικνείται εις ύψος άνω, ο δε εις βάθος κάτω, ο δε επί δεξιάν, ο δε επί λαιάν, ο δε έμπροσθεν, ο δε όπισθεν, εις ους αυτός αποβλέπων ως εις αριθμόν πανταχόθεν ίσον χρονικοίς εξ διαστήμασι συντελεί τον κόσμον, αυτός ανάπαυσις ων και τον εσόμενον άπειρον αιώνα εικόνα έχων, αρχή ων και τελευτή. Εις αυτόν γαρ τα εξ άπειρα τελευτά,
και απ’ αυτού την εις άπειρον έκτασιν λαμβάνει.

10. Τούτό εστίν εβδομάδος μηστήριον. Αυτός γαρ εστίν η των όλων ανάπαυσις, ος τοις εν μικρώ μιμουμένοις αυτού το μέγα αυτόν χαρίζεται εις ανάπαυσιν. Αυτός εστί μόνος, πη μεν καταληπτός, πη δε ακατάληπτος, πη δε απέραντος, τας απ’ αυτού εκτάσεις έχων εις άπειρον. Ούτω γαρ καταληπτός εστί και ακατάληπτος, εγγύς και μακράν, ώδε ων κακεί, ως μόνος υπάρχων. Και δια του πανταχόθεν απείρου νοός την μετουσίαν έχων, ην πάντων αναπνεύουσαι αι ψυχαί, το ζην έχουσιν˙ καν χωρισθώσι του σώματος και τον εις αυτόν ευρεθώσι πόθον έχουσαι, εις τον αυτού κόλπον φέρονται, ως εν χειμώνι ώρας οι ατμοί των ορών υπό των του ηλίου ακτίνων ελκόμεναι φέρονται προς αυτόν αθάνατοι. Οίαν ουν στοργήν συλλαβείν δυνάμεθα, εάν την ευμορφίαν αυτού τω νω κατοπτεύσωμεν! Άλλως δε αμήχανον. Αδύνατον γαρ κάλλος άνευ μορφής είναι και προς τον αυτού έρωτα επισπάσθαί τινά, ή και δοκείν Θεόν οράν είδος ουκ έχοντα.

11. Τινές δε της αληθείας αλλότριοι όντες και τη κακία συμμαχούντες, προφάσει δοξολογίας ασχημάτιστον αυτόν λέγουσιν, ίνα άμορφος και ανείδεος των μηδενί ορατό η, όπως μη περιπόθητος γένηται. Νους γαρ είδος ουχ ορών Θεού κενός εστίν αυτού. Πώς δε και εύχεταί τις, ουκ έχων προς τίνα καταφύγη, εις τίνα ερείση; Αντιτυπίαν γαρ ουκ΄εχων εις κενόν εκβαθρεύεται. Ναι, φησίν, ου χρη Θεόν φοβείσθαι, αλλά αγαπάν. Φημί καγώ. Αλλά τούτο παρέξει εκάστης ευποιίας ευσυνειδησία, η δε ευποιία εκ του φοβείσθαι γίνεται. Άλλ’ ο φόβος, φησίν, εκπλήσσει την ψυχήν. Άλλ’ εγώ φημί ότι ουκ εκπλήσσει, άλλ’ εξυπνίζει και επιστρέφει. Ίσως δε ορθώς ελέγετο μη δειν Θεόν φοβείσθαι, ει μη πολλά έτερα οι άνθρωποι εφοβούμεθα, λέγω δε τας εκ των ομοίων επιβουλάς, έτι τε θηρία, ερπετά, νόσους, πάθη, δαίμονας και άλλα μυρία. Ο ουν ημάς αξιών μη φοβείσθαι Θεόν, τούτων ημάς ρυσάσθω, ίνα μηδέ ταύτα φοβώμεθα. Ει δε ου δύναται, τί ημίν φθονεί, ενί φόβω τω προς το δίκαιον, μυρίων απαλλαγήναι φόβων, και βραχεία τη προς αυτόν πίστει μυρία πάθη και
εαυτώ και άλλων μετατιθέναι δυνατόν γενέσθαι, μετά του και αμοιβήν αγαθών προσδέχεσθαι, και αιτία φόβου του πάντα ορώντος Θεού μηδέν κακώς πράσσοντας και εν τω παρόντι εν ειρήνη διατελείν;
***

12. Έτσι η συνετή υποδούλωση στον πραγματικό Δεσπότη, κάνει όλους τους άλλους ελεύθερους. Εάν όμως σε κάποιον είναι δυνατόν, χωρίς να φοβάται τον Θεό, να μη αμαρτάνει, ας μη τον φοβάται. Διότι είναι δυνατόν από αγάπη προς αυτόν να μη κάνει αυτό που δεν φαίνεται καλό σ’ εκείνον. Διότι έχει γραφεί να φοβούμαστε, αλλά δόθηκε εντολή και να τον αγαπάμε, ώστε ο καθένας, ανάλογα προς την κράση του, να χρησιμοποιήσει το κατάλληλο φάρμακο. Να τον φοβούμαστε λοιπόν, διότι είναι δίκαιος. Αλλά είτε τον φοβόμαστε είτε τον αγαπάτε, να μη αμαρτάνετε. Και μακάρι κάποιος από φόβο να μπορεί να συγκρατηθεί από τις παράνομες ηδονές, να μην επιθυμεί τα ξένα πράγματα, να ασκεί την φιλανθρωπία, να είναι συνετός, να ενεργεί δίκαια. Γιατί βλέπω μερικούς αμύητους στο φόβο προς αυτόν να κάνουν πολλές αμαρτίες. Ας φοβούμαστε λοιπόν τον Θεό, όχι μόνο επειδή είναι δίκαιος, διότι αυτός ελεώντας τους αδικημένους, τιμωρεί εκείνους που αδικούν. Όπως λοιπόν το νερό σβήνει τη φωτιά, έτσι και ο φόβος εξαφανίζει την επιθυμία των κακών.

Εκείνος που διδάσκει την αφοβία, ούτε ο ίδιος φοβάται, και εκείνος που δεν φοβάται, ούτε ότι θα γίνει κρίση πιστεύει, αυξάνει τις επιθυμίες, μαγεύει, κατηγορεί άλλους γι’ αυτά που ο ίδιος κάνει.

13. Ακούοντας αυτά ο Σίμωνας διακόπτοντάς τον είπε˙ Γνωρίζω για ποιον τα λες αυτά, αλλά για να μη σπαταλώ τον χρόνο σ’ αυτά που δεν θέλω λέγοντας κι εγώ τα ίδια για να σε αντικρούσω, απάντησέ μας σ’ αυτά που έχουμε καθορίσει. Υποσχέθηκες ότι κατανόησες ικανοποιητικά τα λόγια του Διδασκάλου σου, επειδή όταν ήταν παρών τον είδες με πλήρη καθαρότητα και τον άκουσες, και ότι σε κανέναν άλλον δεν είναι δυνατό με όραμα ή οπτασία να συμβεί το ίδιο. Θα σου αποδείξω όμως ότι αυτό είναι ψέμα. Εκείνος δηλαδή που ακούει καθαρά κάποιον δεν κατατοπίζεται πολύ καλά πάνω σ’ αυτά που λέγονται. Διότι ο νους του έχει να σκεφτεί, μήπως άραγε λέει ψέματα, αφού αυτό που φαίνεται είναι άνθρωπος. Ενώ η οπτασία με την εμφάνισή της δίνει την βεβαιότητα σ’ αυτόν που τη βλέπει, ότι είναι θεότητα. Απάντησέ μου πρώτα σ’ αυτό.

14. Και ο Πέτρος είπε˙ Για άλλο είπες ότι θα μιλήσεις και σε άλλο απάντησες. Διότι ισχυρίσθηκες ότι δήθεν κάποιος μπορεί να καταλάβει περισσότερα και να πιστέψει ακούοντας από οπτασία, παρά όταν ακούει ζωντανά, και επιχείρησες να μας πείσεις ότι είναι πιο βέβαιος εκείνος που ακούει από οπτασία, παρά εκείνος που ακούει με τα ίδια του τ’ αυτιά. Κοντολογής ισχυριζόσουν για τον λόγο αυτό, ότι γνωρίζεις καλύτερα από μένα τα σχετικά με τον Χριστό, επειδή άκουσες από οπτασία το κήρυγμά του. Εγώ όμως θα απαντήσω σ’ αυτό που θέσαμε από την αρχή. Ο προφήτης, αφού πρώτα πληροφορήσει γι’ αυτά που λέει ζωντανά, πιστεύεται με βεβαιότητα ότι είναι προφήτης, και αφού αναγνωρισθεί ότι είναι αληθινός, ανάλογα με το τι θέλει να μάθει αυτός που μαθαίνει, εξεταζόμενος και ανακρινόμενος απαντά. Εκείνος όμως που πιστεύει σε οπτασία ή όραμα και όνειρο, είναι αβέβαιος. Διότι αγνοεί σε ποιον πιστεύει. Γιατί είναι ενδεχόμενο αυτός να είναι δαίμονας κακός ή πνεύμα δόλιο, καθώς λέει υποκρινόμενο ότι είναι αυτό που δεν είναι.

Και επομένως, εάν θελήσει κανείς να ρωτήσει ποιος είναι αυτός που εμφανίσθηκε, μπορεί να πει για τον εαυτό του ό,τι θέλει, και έτσι, αφού αστράψει ως πονηρός και παραμείνει όσο θέλει, χάνεται. Όταν μάλιστα κάποιος βλέπει μέσω ονείρων, ούτε να ρωτήσει μπορεί γι’ αυτά που θέλει. Διότι η σκέψη εκείνου που κοιμάται δεν εξουσιάζεται από αυτόν. Γι’ αυτό λοιπόν εμείς επιθυμώντας να μάθουμε πολλά σε όραμα, ρωτάμε για άλλα στο όνειρό μας, ή και χωρίς να ρωτάμε, ακούμε για πράγματα που δεν μας ενδιαφέρουν, και όταν ξυπνάμε στενοχωρούμαστε, επειδή για όσα θέλαμε να μάθουμε ούτε ακούσαμε ούτε ρωτήσαμε.

12. Ούτως η προς τον όντως Δεσπότην ευγνώμων δουλεία τους λοιπούς πάντας ελευθέρους τίθησιν. Ει μεν ουν τίνι δυνατόν εστίν, άνευ του φοβείσθαι τον Θεόν μη αμαρτάνειν, μη φοβείσθω. Έξεστι γαρ αγάπη τη προς αυτόν ο αυτώ μη δοκή μη πράττειν. Και γαρ φοβηθήναι γέγραπται και αγαπάν παρήγγελται, ίνα προς την αυτού έκαστος κράσιν επιτηδείω χρήσηται φαρμάκω. Φοβήσθε ουν αυτόν, ότι δίκαιός εστίν. Είτε ουν φοβούμενοι, είτε αγαπώντες, μη αμαρτάνετε. Γένοιτο δε φοβούμενόν τινά ηδονών ανόμων κρατείν δύνασθαι, αλλότρια μη επιθυμείν, φιλανθρωπίαν ασκείν, σωφρονείν, δικαιοπραγείν. Ορώ γαρ τους ατελείς τω προς αυτόν φόβω πλείστα αμαρτάνοντας. Φοβηθώμεν ουν τον Θεόν, μη μόνον ότι δίκαιός εστίν ελεών γαρ τους ηδικημένους, τιμωρεί τους ηδικηκότας. Ως ουν ύδωρ πυρ σβέννυσιν, ούτω και φόβος την των κακών επιθυμίαν αναιρεί. Ο αφοβίαν διδάσκων ουδ’ αυτός φοβείται, ο δε μη φοβούμενος, ουδέ κρίσιν έσεσθαι πιστεύει, τας επιθυμίας αύξει, μαγεύει, άλλους εφ’ οις αυτός πράσσει διαβάλλει.

13. Ταύτα ο Σίμων ακούων επικόψας έφη˙ Οίδα προς τίνα ταύτα λέγεις, άλλ’ ίνα μη αυτός τα αυτά λέγων προς το ελέγχειν σε δαπανώ τον χρόνον εις α μη θέλω, προς τα ορισθέντα ημίν απόκριναι. Επηγγείλω, ικανώς νενοηκέναι σε τα του Διδασκάλου σου λέγων, δια τον παρόντα ενεργεία οράν και ακούειν αυτού, και ετέρω τινί μη δυνατόν είναι οράματι ή οπτασία έχειν το όμοιον. Ότι δε τούτο ψεύδός εστίν, δείξω. Ο εναργώς ακούων τινός ου πάνυ πληροφορείται επί τοις λεγομένοις. Έχει γαρ ο νους αυτού λογίσασθαι, μη άρα ψεύδεται, άνθρωπος ων το φαινόμενον. Η δε οπτασία άμα τω οφθέντι πίστιν παρέχει τω ορώντι, ότι θεότης εστίν. Προς τούτό μοι απόκριναι.

14. Και ο Πέτρος έφη˙ Εις άλλο προτείνας ειπείν, εις έτερον απεκρίνου. Προέτεινας γαρ ως μάλλον δύνασθαί τινά πλείον νοείν και πίστιν λαμβάνεσθαι παρ’ οπτασίας ακούοντα, ή γαρ παρά της ενεργείας ακούοντα, επιβαλών δε έπειθες ημάς, ότι ασφαλέστερός εστίν ο υπ’ οπτασίας ακούων του παρ’ αυτής εναργείας ακούοντος. Πέρας γαρ δια τούτο εμού ικανώτερον έφασκες ειδέναι τα του Ιησού, ως υπό οπτασίας αυτού ακηκοώς τον λόγον. Πλην εγώ εις το απαρχής προταθέν αποκριναίμην. Ο προφήτης, ότι προφήτης εστίν, πληροφορήσας πρώτον περί των ενεργώς υπ’ αυτού λεγομένων, ασφαλώς πιστεύεται, και αληθής ων προεπιγνωσθείς, και, ως ο μανθάνων θέλει, εξετασθείς και ανακριθείς αποκρίνεται. Ο δε οπτασία πιστεύων ή οράματι και ενυπνίω, επισφαλής εστίν. Αγνοεί γαρ τίνι πιστεύει. Ενδέχεται γαρ αυτόν ή δαίμονα κακόν είναι, ή πνεύμα πλάνον, εν τω λέγειν υποκρινούμενον είναι ο μη εστίν. Ει δ’ άρα τις βουληθείη πυνθάνεσθαι το τις αν η ο φανείς, δύναται λέγειν εαυτώ ο βούλεται.

Και ούτως ως πονηρός αστράψας, μείνας όσον θέλει, αποσβέννυται, μη παραμείνας τω πυνθανομένω εις ανάκρισιν όσον ηθέλησεν. Δια δε ενυπνίων ορών τις ουδέ πινθάνεσθαι δύναται περί ων βούλεται. Ου γαρ ιδίας εξουσίας εστίν ο λογισμός του κοιμωμένου. Ένθεν γουν πολλά ημείς ύπαρ επιθυμούντες μαθείν, κατ’ όναρ περί ετέρων πυνθανόμεθα, ή και μη πυνθανόμενοι περί των μη διαφερόντων ημίν ακούομεν, και διυπνισθέντες αθυμούμεν, ότι περί ων επιθυμούμεν μαθείν, ούτε ηκούσαμεν, ούτε εξητάσαμεν.

***

15. Και ο Σίμωνας είπε˙ Εάν λες ότι οι οπτασίες δεν είναι οπωσδήποτε γνήσιες, όμως τα οράματα και τα όνειρα που είναι σταλμένα από τον Θεό, δεν ψεύδονται γι’ αυτά που θέλουν να πουν.

Και ο Πέτρος είπε˙ Σωστά μίλησες, ότι, επειδή στέλνονται από τον Θεό, δεν λένε ψέματα. Όμως είναι άγνωστο αν αυτός που το είδε, είδε όνειρο σταλμένο από τον Θεό.

Και ο Σίμωνας˙ Εάν αυτός που το είδε είναι δίκαιος, είδε αληθινό όνειρο.

Και ο Πέτρος˙ Σωστά το είπες. Ποιός όμως είναι δίκαιος, όταν έχει ανάγκη από όραμα, για να μάθει αυτά που πρέπει να μάθει, και να κάνει αυτά που πρέπει να κάνει;

Και ο Σίμωνας˙ Παραδέξου μου αυτό, ότι μόνο ο δίκαιος μπορεί να δει αληθινό όραμα, και θα σου απαντήσω σ’ αυτό. Διότι εγώ είμαι πεπεισμένος, ότι ο ασεβής δεν βλέπει αληθινό όνειρο.

Και ο Πέτρος είπε˙ Αυτό είναι ψέμα, και γι’ αυτό μπορώ να σου φέρω αποδείξεις και έξω από τη Γραφή και από τη Γραφή, αλλά δεν υπόσχομαι ότι θα σε πείσω. Εκείνος λόγου χάρη που υποκύπτει στον έρωτα μοχθηρής γυναίκας, δεν μπορεί να μεταθέσει τον νου του σε άλλη κατά πάντα καλή για να ζήσει μαζί της νόμιμα. Μερικές φορές ενώ μέσα τους αναγνωρίζουν την καλύτερη, προτιμούν να αγαπούν την χειρότερη. Και συ αγνοείς ότι πάσχεις κάτι τέτοιο.

Και ο Σίμωνας είπε˙ Αφήνοντας αυτά, λέγε αυτά που υποσχέθηκες. Διότι σε μένα φαίνεται ότι είναι αδύνατο οι ασεβείς άνθρωποι να δέχονται μ’ οποιοδήποτε τρόπο όνειρο από τον Θεό.

16. Και ο Πέτρος είπε˙ Θυμάμαι, ότι υποσχέθηκα να αποδείξω και έξω από τη Γραφή και μέσα από τη Γραφή, ότι έχει απόδειξη γι’ αυτό. Και τώρα άκου τα λόγια που θα πω˙ Γνωρίζουμε πολλούς (εάν βέβαια έχεις αγαθές προθέσεις, διότι έχω κριτές αυτούς που είναι παρόντες), οι οποίοι σέβονται τα είδωλα, μοιχεύουν και αμαρτάνουν σε όλα, και βλέπουν αληθινά όνειρα, μερικοί μάλιστα και οπτασίες δαιμόνων. Διότι δεν λέω ότι μπορούν να δουν την άσαρκη μορφή του Πατέρα ή του Υιού, επειδή τα μάτια των θνητών θαμπώνονται από τη λάμψη του μέγιστου φωτός. Ώστε το ότι δεν εμφανίζεται στον άνθρωπο που έχει μεταβληθεί σε σάρκα, δεν οφείλεται στον φθόνο του Θεού αλλά στην ευσπλαχνία του. Γιατί όποιος τον δει δεν μπορεί να ζήσει.1 Διότι το υπερβολικό φως διαλύει τη σάρκα εκείνου που βλέπει, εκτός εάν από την απερίγραπτη δύναμη του Θεού η σάρκα μετατραπεί σε φύση του φωτός, για να μπορέσει να δει φως, ή εάν η ουσία του φωτός μετατραπεί σε σάρκα, για να μπορέσει να ειδωθεί από σάρκα.

Διότι το να βλέπει κανείς χωρίς μετατροπή τον Πατέρα, είναι ιδιότητα μόνο του Υιού, ενώ για τους δίκαιους δεν συμβαίνει το ίδιο. Διότι κατά την ανάσταση των νεκρών, όταν τα σώματα μετατραπούν σε φως και γίνουν ίσοι με τους αγγέλους, τότε θα μπορέσουν να τον δουν. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι, και εάν κάποιος από τους αγγέλους σταλεί να εμφανιστεί σε άνθρωπο, μετατρέπεται σε σάρκα, για να μπορέσει να ειδωθεί από σάρκα. Διότι την άσαρκη δύναμη, όχι μόνο του Υιού, άλλ’ ούτε και αγγέλου μπορεί να δει κανείς. Εάν λοιπόν κάποιος δει οπτασία, να γνωρίζει ότι είναι οπτασία κακού δαίμονα.

15. Και ο Σίμων έφη˙ Ει φης τας οπτασίας μη πάντως αληθεύειν, άλλ’ ουν γε τα οράματα και τα ενύπνια θεόπεμπτα όντα ου ψεύδεται περί ων αν ειπείν θέλη.

Και ο Πέτρος έφη˙ Ορθώς έφης, ότι θεόπεμπτα όντα ου ψεύδεται. Άδηλον δε ει ο ιδών θεόπεμπτον εώρακεν όνειρον.

Και ο Σίμων˙ Εάν η ο εωρακώς δίκαιος, αληθές εώρακεν.

Και ο Πέτρος˙ Ορθώς έφης. Τίς δε δίκαιος, ει οράματος χρήζη, ίνα μάθη α δει μαθείν, και ποιή α δει ποιείν;

Και ο Σίμων˙ Τούτό μοι δος, ότι μόνος ο δίκαιος όραμα αληθές ιδείν δύναται, και αποκρίνομαί σοι εις αυτό. Εμοί γαρ κέκριται, ότι ασεβής αληθή όνειρον ουχ ορά.

Και ο Πέτρος˙ Τούτο ψεύδος εστίν, και περί τούτου αγράφως και εγγράφως αποδείξαι δύναμαι, πείσαι δε ουκ επαγγέλλομαι. Ο γαρ προς έρωτα μοχθηράς νεύσας γυναικός, εις ετέρας κατά πάντα καλής προς συμβίωσιν νόμιμον τον εαυτού ου μετατίθησι νουν. Ενίοτε και εαυτοίς συνειδότες την κρείττονα, προειλημμένοι αγαπώσι την χείρονα. Τοιούτόν τι και συ πάσχων αγνοείς.

Και ο Σίμων έφη˙ Παρελόμενος ταύτα, εις α επηγγείλω λέγε. Εμοί γαρ αδύνατον είναι δοκεί ασεβείς ανθρώπους υπό Θεού ω δήποτε ονειροπολείσθαι τρόπω.

16. Και ο Πέτρος έφη˙ Μέμνημαι εμαυτού, ως επηγγειλάμην δείξαι, και αγράφως και εγγράφως περί τούτου την απόδειξιν παρέχειν. Και νυν λέγοντος άκουε˙ Ίσμεν πολλούς (ει γε ευγνωμονείς επεί γε τους παρεστώτας κριτάς έχω), είδωλα σέβοντας και μοιχεύοντας και κατά πάντα αμαρτάνοντας οράματα και αληθείς ονείρους ορώντας, ενίους δε και δαιμόνων οπτασίας. Την γαρ άσαρκον ιδέαν ου λέγω δύνασθαι Πατρός ή Υιού ιδείν, δια το μεγίστω φωτί καταυγάζεσθαι τους θνητών οφθαλμούς. Όθεν το μη οραθήναι τω εις σάρκα τετραμμένω ανθρώπω ου φθονούντός εστί Θεού, άλλ’ ελεούντος. Ο γαρ ιδών, ζην ου δύναται. Η γαρ υπερβολή του φωτός την του ορώντος εκλύει σάρκα, εκτός ει μη Θεού απορρήτω δυνάμει η σάρξ εις φύσιν τραπή φωτός, ίνα φως ιδείν δυνηθή, ή η του φωτός ουσία εις σάρκα τραπή, ίνα υπό σαρκός οραθήναι δυνηθή. Το γαρ ατρέπτως Πατέρα ιδείν Υιού μόνου εστίν, δικαίων δε ουχ ομοίως. Ει γαρ τη αναστάσει των νεκρών, όταν τραπέντες εις φως τα σώματα ισάγγελοι γένωνται, τότε ιδείν δυνήσονται.

Πέρας γουν καν αγγέλων τις ανθρώπω οφθήναι παμφθή τρέπεται εις σάρκα, ίνα υπό σαρκός οφθήναι δυνηθή. Άσαρκον γαρ δύναμιν, ου μόνον Υιού, άλλ’ ουδ’ αγγέλου ιδείν τις δύναται. Ει δε ίδη τις οπτασίαν, κακού δαίμονος ταύτην είναι νοείτω.

Υποσημείωση.

1. Έξ. 33, 20

***

17. Ότι όμως και οι ασεβείς βλέπουν οράματα και όνειρα, είναι φανερό, και μπορώ να το αποδείξω και από τις Γραφές. Και για να τελειώνω, στο Νόμο αναφέρεται ότι ο Αβιμέλεχ, που ήταν ασεβής, όταν θέλησε να μολύνει με συνουσία τη γυναίκα του δίκαιου Αβραάμ, άκουσε από τον Θεό στον ύπνο του, όπως λέει η Γραφή, να μη την ακουμπήσει, διότι είναι παντρεμένη.1 Αλλά και ο Φαραώ, άνδρας ασεβής, είδε όνειρο για σιτάρια ευφορίας και ακαρπίας, στον οποίο ο Ιωσήφ ερμηνεύοντάς το είπε ότι το όνειρο δόθηκα από τον Θεό. Και ο Ναβουχοδονόσορ, που λάτρευε τα είδωλα, και διέταξε να ριχθούν στη φωτιά εκείνου που λάτρευαν τον Θεό, είδε όνειρο που εκτεινόταν σ’ ολόκληρο αιώνα.3 Και ας μη πει κάποιος˙ Όμως όραμα ξυπνητός δεν βλέπει κανένας από τους ασεβείς. Είναι ψέμα. Διότι ο ίδιος ο Ναβουχοδονόσορας, όταν διέταξε να ριχθούν τρεις άνδρες στη φωτιά, βλέποντας μέσα στο καμίνι και τέταρτον είπε˙ τον τέταρτο τον βλέπω σαν Υιό του Θεού.4 Και όμως, ενώ έβλεπαν οπτασίες και οράματα και όνειρα αληθινά, ήταν ασεβείς.

Έτσι, το ότι κάποιος βλέπει οράματα και όνειρα και οπτασίες, δεν σημαίνει ότι οπωσδήποτε είναι ευσεβής. Διότι στον ευσεβή η αλήθεια αναβλύζει στο νου του έμφυτα και καθαρά, και δεν μαθαίνεται με όνειρο, αλλά δίνεται στους αγαθούς με σύνεση.

18. Και σε μένα λοιπόν έτσι αποκαλύφθηκε από τον Πατέρα ο Υιός. Γι’ αυτό γνωρίζω ποια είναι η δύναμη της αποκαλύψεως από προσωπική μου πείρα. Διότι μόλις ο Κύριος είπε˙ Τί λένε ότι είναι αυτός; Και ακούοντα;ς εγώ άλλους να λένε ότι είναι κάτι άλλο, ήρθε στο νου μου, και δεν ξέρω πως είπα˙ «Συ είσαι ο Υιός του Θεού του ζώντος».5 Εκείνος τότε μακαρίζοντάς με μου είπε ότι ο Πατέρας είναι αυτός που μου το αποκάλυψε, και εγώ από τότε έμαθα, ότι το να μάθεις χωρίς να διδαχθείς κάτι, χωρίς οπτασία και όνειρα, αυτό είναι αποκάλυψη. Και πραγματικά έτσι είναι. Διότι μέσα στην ψυχή, που από τον Θεό τοποθετήθηκε μέσα μας, βρίσκεται όλη η αλήθεια με τη μορφή σπέρματος, σκέπτεται δε η ψυχή και αποκαλύπτεται η αλήθεια με την επέμβαση του Θεού, ο οποίος γνωρίζει να ενεργοποιεί την αξία του καθενός. Ενώ, όταν κάτι φανερώνεται από έξω με οπτασίες και όνειρα, είναι φανερό ότι δεν είναι αποτέλεσμα αποκαλύψεως, αλλά οργής.

Τέλος, έχει γραφεί στον Νόμο, ότι ο Θεός οργισμένος είπε στον Ααρών και την Μαρία˙ «εάν γεννηθεί προφήτης από σας, θα γίνω γνωστός σ’ αυτόν με οράματα και όνειρα, και όχι όπως στον υπηρέτη μου Μωυσή, στον οποίο μιλώ κατά πρόσωπο και όχι με όνειρα, όπως μιλάει κανείς στον φίλο του».6 Βλέπεις ότι τα λόγια της οργής αποκαλύπτονται με οράματα και ενύπνια, ενώ τα φιλικά στόμα με στόμα, κατά πρόσωπον, και όχι με αινίγματα και οράματα και όνειρα, επειδή απευθύνονται σε εχθρό.

19. Εάν λοιπόν και σε σένα ο Ιησούς μας, αφού εμφανίσθηκε με όραμα, σου αποκαλύφθηκε και σου μίλησε, το έκανε οργισμένος επειδή ήσουν εχθρός, γι’ αυτό σου μίλησε με οράματα και όνειρα, ή ακόμα και με αποκαλύψεις που ήταν απ’ έξω. Μπορεί όμως κάποιος με οπτασία να γίνει σοφός και να διδάξει; Και αν βέβαια πεις, Είναι δυνατό, τότε γιατί ολόκληρο χρόνο,7 ενώ ήμαστε ξυπνητοί, παρέμεινε ο Διδάσκαλος μιλώντας μας; Και πώς θα πιστέψουμε και αυτό, ότι δηλαδή ότι σου φανερώθηκε; Και πώς σου φανερώθηκε, αφού πιστεύεις τα αντίθετα με τη διδασκαλία εκείνου; Και εάν, με το να τον δεις και να διδαχθείς από εκείνον μια μόνο ώρα, έγινες απόστολος, τότε να κηρύττεις τα λόγια εκείνου, να ερμηνεύεις τα δικά του λόγια, να αγαπάς τους αποστόλους του, να μη πολεμάς εμένα που έζησα κοντά του. Διότι παίρνεις στάση εχθρική εναντίον εμού, ο οποίος είμαι στερεός βράχος, θεμέλιο της Εκκλησίας.

Εάν δεν ήσουν αντίπαλος, δεν θα με κατηγορούσες, χλευάζοντας το κήρυγμά μου, ώστε, ενώ λέω αυτά που άκουσα από τον Κύριο όντας παρών, να μη γίνομαι πιστευτός, επειδή εγώ, αν και κατακρίθηκα, διακρίνομαι. Ή, εάν με θεωρείς καταδικασμένον, κατηγορείς τον Θεό που μου αποκάλυψε τον Χριστό, και καταφέρεσαι εναντίον εκείνου που με μακάρισε για την αποκάλυψη αυτή. Αλλά εάν θέλεις πραγματικά να συμβάλλεις στην αλήθεια, μάθε πρώτα από εμάς, αυτά που διδαχθήκαμε εμείς από εκείνον, και, αφού γίνεις μαθητής της αλήθειας, γίνει συνεργάτης μας.

20. Όταν ο Σίμων άκουσε αυτά είπε˙ Μακριά από μένα να γίνω μαθητής εκείνου ή δικός σου. Ούτε βέβαια αγνοώ αυτά που πρέπει να γνωρίζω˙ αυτά δε τα ρώτησα ως μαθητευόμενος, για να δω αν μπορείς να αποδείξεις ότι η ενάργεια ( η καθαρή θέα με τα μάτια) είναι πιο αποτελεσματική από την οπτασία. Εσύ όμως είπες, ότι δεν απέδειξες αυτό που θέλησες. Και τώρα, αύριο στη συζήτηση για τον Θεό, τον οποίο εσύ θεωρείς δημιουργό, θα έρθω και συζητώντας θα αποδείξω, ότι αυτός δεν είναι ανώτατος και αγαθός, και ότι ο δικός σου διδάσκαλος μου είπε τα ίδια, και θα κατηγορήσω εσένα ότι δεν το κατανόησες.

Και αφού είπε αυτά βγήκε έξω, μη θέλοντας να ακούσει την απάντηση σ’ αυτά που πρότεινε.

17. Πλην ότι και ασεβείς οράματα και ενύπνια αληθή βλέπουσιν, δήλόν εστίν, και εγγράφως αποδείξαι δύναμαι. Πέρας γουν εν τω νόμω γέγραπται, ως ο Αβιμέλεχ, ασεβής ων, την του δικαίου Αβραάμ γυναίκα επί κοινωνία μιάναι θελήσας, ήκουσε παρά του Θεού καθ’ ύπνον, ως η Γραφή λέγει, μη θιγείν αυτής, ότι ανδρί συνωκηκυίά εστίν. Αλλά και ο Φαραώ, ασεβής ανήρ, εώρακεν όνειρον περί τε πυρών ευφορίας και αφορίας, ω ο Ιωσήφ επιλύων παρά Θεού έφη τον όνειρον γεγενήσθαι. Ναβουχοδονόσορ δε, ο είδωλα σέβων και τους Θεόν σέβοντας εις πυρ κελεύσας βληθήναι, όνειρον όλο μήκους αιώνος ορά. Και μη λεγέτω τις˙ Άλλ’ όραμα εγρηγορώς ουδείς ασεβών θεωρεί. Ψεύδός εστίν. Αυτός γουν ο Ναβουχοδονόσορ τρεις άνδρας κελεύσας βληθήναι εις πυρ, ενιδών τη καμίνω τέταρτον έφη. Τον τέταρτον ορώ ως Υιόν Θεού. Και όμως οπτασίας σε και οράματα και ενύπνια ορώντες αληθή, ασεβείς ήσαν. Ούτως ου πάντως εκ του οράν τινά οράματα και ενύπνια και οπτασίας πάντως ευσεβής εστίν.

Τω γαρ ευσεβεί εμφύτω και καθαρώ αναβλύζει τω νω το αληθές, ουκ ονείρω σπουδαζόμενον, αλλά συνέσει αγαθοίς διδόμενον.

18. Ούτω γαρ καμοί από του Πατρός απεκαλύφθη ο Υιός. Διο οίδα τις δύναμις αποκαλύψεως, αφ’ εαυτού μαθών. Άμα γαρ τω τον Κύριον ειπείν˙ Τίνα αυτόν λέγουσιν; Και άλλους άλλο τι λέγοντας αυτόν ακηκοότος εμού, επί της καρδίας ανέβη˙ ουκ οίδα ουν πώς είπον, «Συ ο Υιός του ζώντος Θεού». τον δε μακαρίσαντά με μηνύσαί μοι, τον αποκαλύψαντα Πατέρα είναι, εμέ δε έκτοτε μαθείν, ότι το αδιδάκτως, άνευ οπτασίας και ονείρων μαθείν αποκάλυψίς εστίν. Και αληθώς ούτως έχει. Εν γαρ τη εν ημίν εκ Θεού τεθείση ψυχή σπερματικώς πάσα ένεστιν η αλήθεια, Θεού δε χειρί σκέπτεται και αποκαλύπτεται, του ενεργούντος το κατ’ αξίαν εκάστου ειδότος. Το δε έξωθεν δι’ οπτασιών και ενυπνίων δηλωθήναί τι, ότι ουκ έστιν αποκαλύψεως, αλλά οργής, φαίνεται. Πέρας γουν γέγραπται εν τω νόμω ότι οργισθείς ο Θεός Ααρών και Μαριάμ έφη˙ «εάν αναστή προφήτης εξ υμών, δι’ οραμάτων και ενυπνίων αυτώ γνωρισθήσομαι, ου ούτω δε ως Μωϋσής τω θεράποντί μου, ότι εν είδει και ου δι’ ενυπνίων λαλήσω προς αυτόν, ως ει τις λαλήσει προς τον εαυτού φίλον». Οράς
πώς τα της οργής δι’ οραμάτων και ενυπνίων, τα δε προς φίλον στόμα κατά στόμα, εν είδει και ου δι’ αινιγμάτων και οραμάτων και ενυπνίων, ως προς εχθρόν.

19. Ει μεν ουν και σοι ο Ιησούς ημών δι’ οράματος οφθείς εγνώσθη και ωμίλησεν, ως αντικειμένω οργιζόμενος, διο δι’ οραμάτων και ενυπνίων ή και δι’ αποκαλύψεων έξωθεν ουσών ελάλησεν. Ει τις δ’ οπτασίαν προς διδασκαλίαν σοφισθήναι δύναται; Και ει μεν ερείς˙ Δυνατόν εστίν, δια τι όλω ενιαυτώ εγρηγόρσι παραμένων ωμίλησεν ο Διδάσκαλος; Πώς δε σοι και πιστεύσομεν αυτό, καν ότι ώφθη σοι; πώς δε σοι και ώφθη, οπότε αυτού τα εναντία τη διδασκαλία φρονείς; Ει δε υπ’ εκείνου μιας ώρα οφθείς και μαθητευθείς απόστολος εγένου, τας εκείνου φωνάς κήρυσσε, τα εκείνου ερμήνευε, τους εκείνου αποστόλους φίλει, εμοί τω συγγενομένω αυτώ μη μάχου. Προς γαρ στερεάν πέτραν όντα με, θεμέλιον Εκκλησίας, εναντίος ανθέστηκάς μοι. Ει μη αντικείμενος ης, ουκ αν με διαβάλλων το δι’ εμού κήρυγμα ελοιδόρεις, ίνα, ο παρά του Κυρίου αυτός παρών ακήκοα, λέγων μη πιστεύωμαι, δήλον ότι ως εμού καταγνωσθέντος και εμού ευδοκιμούντος.

Η ει κατεγνωσμένον με λέγεις, Θεού του αποκαλύψαντός μοι τον Χριστόν κατηγορείς, και του επί αποκαλύψει μακαρίσαντός με καταφέρεις. Άλλ’ επεί περ αληθώς τη αληθεία συνεργήσαι θέλει, μάθε πρώτον παρ’ ημών, α ημείς παρ’ εκείνου εμάθομεν, και μαθητής αληθείας γεγονώς γενού ημίν συνεργός.

20. Ταύτα ο Σίμων ακούσας έφη˙ Απείη μοι τον είτε εκείνου, είτε σου γενέσθαι μαθητήν. Ουδέ γαρ αγνοώ α δει γινώσκειν˙ α δε ως μανθάνων επυθόμην, ίνα ίδω ει δύνασαι οπτασίας ενέργειαν εναργεστέραν δείξαι. Συ δε ως ηθελησας, είπας, ουκ έδειξας. Και νυν αύριόν σοι εις τον περί Θεού, ου διισχυρίζη δημιουργού, ελθών και διαλεχθείς δείξω μη αυτόν είναι ανώτατον και αγαθόν, και τον σον δε Διδάσκαλον τα αυτά μοι ειρηκέναι, σε δε μη νενοηκέναι ελέγξω.

Και ταύτα ειπών εξήει, εις α προέτεινεν ου θελήσας ακούσαι.

Υποσημειώσεις.

1. Βλ. Γέν. 20, 3
2. Γέν. 41, 5-7
3. Δαν. 4, 7 – 24
4. Δαν. 3, 24-26
5. Ματθ. 16.16
6. Αριθμ. 12, 6-8. Πρβλ. και Έξ. 33, 11
7. Εννοεί προφανώς επί μακρό χρονικό διάστημα.

Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.

Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994

Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Εκ “των Πέτρου επιδημιών κηρυγμάτων επιτομή”: (Εισαγωγή).

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.