Αγιοκατάτξη του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης (Γ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Όταν ο Χρυσόστομος παραπέμπεται σε δίκη και καταδικάζεται σε θάνατο και ο δήμιος τον ρωτά τί έχει να πει για την απόφαση του δικαστηρίου, ο άγιος απαντά με θάρρος και δυνατή φωνή: «Γενηθήτω το θέλημα του Κυρίου μου!»1 ομολογία που δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι ο μητροπολίτης Σμύρνης ήταν ολοκληρωτικά δοσμένος στο θέλημα του Θεού.

Σε αυτά δεν πρέπει να αγνοείται ότι η απόφαση του Χρυσοστόμου να παραμείνει μέχρι τέλους κοντά στο ποίμνιό του ήταν απόρροια της εφαρμογής του λόγου του Κυρίου «ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων» (Ιωάν. ι’ 11), γι’ αυτό και επαναλάμβανε τον ευαγγελικό αυτό λόγο σε όσους τον προέτρεπαν να εγκαταλείψει τη Σμύρνη.

Στη συνάντηση του Χριστού μετά την Ανάστασή Του με τον Πέτρο, ο Κύριος ρωτά τον μαθητή Του τρεις φορές: «Σίμων Ιωνά, αγαπάς με;», για να λάβει την απάντηση: «Ναι, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε» και ο Ιησούς τον προτρέπει και τις τρεις φορές: «ποίμαινε τα πρόβατά μου» (Ιωάν. κα’ 15-17). Η τριπλή αυτή ερώτηση του Κυρίου έγινε για να αποκατασταθεί ο Πέτρος στο αποστολικό αξίωμα, το οποίο είχε απωλέσει με την τριπλή άρνησή του λίγο πριν από το Πάθος του Ιησού και αποτελεί έκτοτε τον κανόνα ζωής για κάθε ποιμένα της λογικής ποίμνης του Χριστού.

Στον μνημειώδη λόγο του «προ της εξορίας», ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είχε αναφερθεί στον ευαγγελικό αυτό λόγο, σύμφωνα με τον οποίο ο ποιμήν ο καλός οφείλει να αγαπά και να θυσιάζεται για το ποίμνιό του.2

Ο νέος ιερομάρτυρας Χρυσόστομος όχι μόνο εποίμανε με υποδειγματική αγάπη και αφοσίωση τον ορθόδοξο λαό που του εμπιστεύθηκε η Εκκλησία, αλλά ήταν πρόθυμος να θυσιαστεί γι’ αυτόν καθόλη τη διάρκεια της αρχιερατικής του διακονίας. Συγχρόνως γνώριζε ότι το μαρτύριο από τη μια πλευρά είναι δωρεά του Θεού προς τον χριστιανό και από την άλλη αποτελεί για έναν ιεράρχη τη μεγαλύτερη προσφορά στην Εκκλησία και τον πιστό λαό Της.

Σε συνέχεια των ανωτέρω, σκόπιμο είναι να απαντηθεί και το επιχείρημα ότι ο Χρυσόστομος δεν μαρτύρησε για την πίστη του στον Χριστό, αλλά για την αγάπη και την προσφορά του στην πατρίδα και το ελληνικό έθνος.3 Απόδειξη για την άποψη αυτή είναι ότι δεν του ζητήθηκε ποτέ να αρνηθεί την πίστη του, όπως συνέβη στις περισσότερες περιπτώσεις των νεομαρτύρων πριν από το μαρτυρικό τους τέλος και, ταυτόχρονα, λέγεται πως ουδέποτε ο άγιος καταφέρθηκε εναντίον του Ισλάμ.

Πράγματι, από τη μελέτη του μαρτυρίου του Χρυσοστόμου προκύπτει ότι οι Τούρκοι δεν του ζήτησαν να αλλάξει την πίστη του, με αντάλλαγμα να του χαρίσουν τη ζωή ή οτιδήποτε άλλο, ωστόσο, προκύπτει ότι ο μητροπολίτης Σμύρνης μαρτύρησε χάριν αυτής της πίστεως και του αγώνα διαφύλαξης και προάσπισής της στα μικρασιατικά εδάφη.

Οι Τούρκοι γνώριζαν από ελληνομαθείς κατασκόπους που παρακολουθούσαν κάθε κίνηση του Χρυσοστόμου,4 ότι ο ιεράρχης καταφέρετο εναντίον της θρησκείας τους, «το Ισλάμ και το βαστάζον αυτό κόκκινον θυρίον η Τουρκία»5 και άλλοτε όταν έλεγε ότι «εσήμανεν η ώρα του ψυχορραγούντος κόκκινου θηρίου».6 Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι διώξεις και οι εξισλαμισμοί των χριστιανικών πληθυσμών έφτασαν στο αποκορύφωμά τους, ο άγιος είχε αναφερθεί στην «απαισία αύτη φυλή των Αθιγγανο – Μογγόλων, κληρονόμο της αυτοκρατορίας των Ασπαρούχ και των Ασσέμων»,7 που εκδήλωνε εις βάρος των χριστιανών τη μεγαλύτερη αγριότητά της, ενώ λίγους μήνες πριν τη Μικρασιατική καταστροφή ανέφερε πως οι χριστιανοί της Ανατολής διεξήγαν «εναντίον του αντιχρίστου Ισλάμ πάλην δεινήν και φρικαλέαν».8

Σχετικά με το επιχείρημα ότι στον μητροπολίτη Σμύρνης δεν ζητήθηκε να αρνηθεί την πίστη του θα πρέπει να λεχθεί πως δεν είναι η μοναδική περίπτωση, αφού το ίδιο συνέβη και στο μαρτύριο του αγίου Κοσμά του Αιτωλού,9 χωρίς αυτό να μειώνει κατ’ ελάχιστον την αναγνώρισή του ως ιερομάρτυρα της Εκκλησίας. Επίσης, ο οικουμενικός πατριάρχης Ε’ δεν απαγχονίστηκε επειδή αρνήθηκε να ασπαστεί το Ισλάμ, αλλά διότι, ως Εθνάρχης των Ρωμηών, θεωρήθηκε υπεύθυνος για την Ελληνική επανάσταση του 1821. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση των άλλων ιεραρχών που ετελειώθησαν στη μικρασιατική καταστροφή, καθώς δεν αναφέρεται ότι τους ζητήθηκε να εξομώσουν, προτού υποβληθούν σε φρικτά βασανιστήρια και θανατωθούν.

Στο ίδιο ζήτημα ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο Χρυσόστομος καταδικάστηκε σε θάνατο ως ένοχος εσχάτης προδοσίας σε βάρος του οθωμανικού κράτους,10 ίδια κατηγορία με αυτή που αποδόθηκε στους ιερομάρτυρες Γρηγόριο Ε’11 και Κοσμά τον Αιτωλό.12

Στο ζήτημα της σύνδεσης του ελληνικού έθνους με την εκκλησία, σημαντική θα πρέπει να θεωρηθεί και η άποψη του ίδιου του Χρυσοστόμου. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1919, σε ομιλία του στον Ιερό ναό αγίας Φωτεινής Σμύρνης, ο άγιος είχε αναφερθεί στο πολυσύνθετο αυτό θέμα, με αφορμή την εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.

«Αδελφοί, ουδείς εξ ημών πιστεύω να είνε ανιστόρητος, όστις ν’ αγνοή ότι και όλαι μεν αι θρησκευτικαί της Εκκλησίας ημών εορταί είνε βαθύτατα συνυφασμέναι προς την ιστορίαν του Έθνους μας, και όλαι αύται αι εορταί δεν ψάλλουσι μόνον τα μεγάλα της πίστεως ημών κατορθώματα, αλλά και τα επίσης απαράμιλλα της φυλής ανδραγαθήματα, τα οποία επετέλουν οι αοίδιμοι Χριστιανοί ημών Βασιλείς και οι αείμνηστοι πρόγονοι στήνοντες τρόπαια και νίκας κατά των βαρβάρων.

»Και δια τούτο όλαι αι θρηκευτικαί της πίστεως ημών εορταί είνε ταυτοχρόνως και μεγάλαι και ένδοξοι του Έθνους ημών ιστορικαί εορταί».

» Ιδιαίτατα όμως η σημερινή εορτή της Υψώσεως του Σταυρού είνε κατ’ εξοχήν μεγίστη και ωραιοτάτη του όλου χριστιανικού γένους των Ελλήνων εορτή, διότι αύτη η ιερά του Σεπτεμβρίου μηνός ημέρα και εορτή μας υπενθυμίζει την μεγάλην και ένδοξον εποποιίαν του χριστιανού μας βασιλέως Ηρακλείου˙ μας υπενθυμίζει την 14ην εκείνην Σεπτεμβρίου του 628 έτους, οπότε ο Μέγας Ηράκλειος κατανικήσας τους εξ Ανατολών δεινούς πολεμίους της Βυζαντινής μας Αυτοκρατορίας, τους Πέρσας, εισήρχετο νικητής και τροπαιούχος εις την Βασιλίδα των πόλεων επί θριαμβευτικού άρματος συρομένου υπό ελεφάντων, ανευφημούμενος υπό χιλιάδων και μυριάδων λαού κρατούντος εν χερσί κλάδους ελαίας και βαΐα κα λαμπάδας ανημμένας, με τον γηραιόν Πατριάρχην Ιερουσαλήμ Ζαχαρίαν, τον οποίον ηλευθέρωσεν εκ της αιχμαλωσίας των Περσών, κρατούντα τούτον εν χερσί και υψούντα το τίμιον ξύλον του Σταυρού, επί του οποίου εσταυρώθη ο Κύριος ημών, το οποίον σώον και αλύμαντον ως το πολυτιμότερον λάφυρον της μεγάλης νίκης έλαβε παρά των Περσών, και το οποίον
πίπτων πρηνής προσεκύνει ο λαός ως το ενδοξότατον των τροπαίων και άθλων του Βασιλέως.

» Μας υπενθυμίζει η 14η αύτη Σεπτεμβρίου του επιόντος έτους 629, οπότε ο αυτός ευσεβής Βασιλεύς, συνεπαγόμενος πλήθος άπειρον στρατού και λαού, όστις πανταχόθεν του κόσμου συνέρρευσε περί τον Αυτοκράτορα εισήρχετο εις Ιεροσόλυμα και έστηνεν επί του βράχου του Γολγοθά τον Τίμιον Σταυρόν, και υψουμένου αυτού έψαλλεν ο λαός το «Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου, και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου, νίκας τοις Βασιλεύσι κατά βαρβάρω δωρούμενος…»13

Στον λόγο του Χρυσοστόμου αυτονόητη είναι η παραδοχή ότι το Ελληνικό Έθνος αποτελεί φυσική συνέχεια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζαντίου).

Στα ανωτέρω δεν θα πρέπει να αγνοείται και η αφορμή για την καθιέρωση του «Ακάθιστου Ύμνου» προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, το γνωστό «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια…» Το 626 οι Άβαροι, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του Ηρακλείου και μεγάλου τμήματος του αυτοκρατορικού στρατού στην εκστρατεία εναντίον των Περσών στα βάθη της Ανατολίας, πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη με στόχο την κατάληψή της. Ο Πατριάρχης Σέργιος ζήτησε τότε από τον λαό να οργανώσει την άμυνα της Πόλης και, φέροντας την εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών, περιέτρεχε τα τείχη της Κωνσταντινούπολης εμψυχώνοντας τους Βυζαντινούς στον υπέρτατο αγώνα διάσωσης της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας. Τη νύχτα της 26ης Αυγούστου 626, ετοιμαζόμενοι οι Άβαροι να επιτεθούν εναντίον της Βασιλεύουσας, δυνατός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή αρωγή, προκάλεσε μεγάλη τρικυμία η οποία κατέστρεψε τον εχθρικό στόλο, γεγονός που οδήγησε στη λήξη της πολιορκίας και την απομάκρυνση των εχθρικών δυνάμεων.

Την επομένη ο Πατριάρχης κάλεσε τον λαό στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, όπου όρθιοι, κλήρος και λαός, έψαλαν τον Ακάθιστο Ύμνο, αποδίδοντας τα νικητήρια και τη σωτηρία τους «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ».

Αποκαλείται από σύγχρονους ιστορικούς και μελετητές ο Χρυσόστομος «εθνικιστής» ιεράρχης, καθώς εργάσθηκε για την προώθηση και επέκταση του ελληνικού εθνικισμού στη Μακεδονία και τη Μικρά Ασία.14 Αποδίδεται δηλαδή ένας τόσο φορτισμένος σήμερα πολιτικά και ιδεολογικά όρος σε ένα πρόσωπο και σε μια εποχή που διαμορφώθηκαν σε ένα τελείως διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο. Λέγεται μάλιστα πως η δράση του Χρυσοστόμου φανερώνει «την ηθική αντινομία μεταξύ των χριστιανικών αξιών και του εθνικισμού ως κώδικα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την υπέρβαση κάθε αναστολής τη χρήση μέσων για προώθηση υπέρτατων στόχων ξένων προς το μεταφυσικό περιεχόμενο της πίστης και του δόγματος» και ακόμα περισσότερο πως στη ζωή του Χρυσοστόμου «ο εθνικιστικός μυστικισμός υποκαθιστούσε ψυχολογικά σε κάποιο ποσοστό τη θρησκεία»15

Η άποψη αυτή προβάλλει τα διδάγματα και τις ιδεολογικοπολιτικές παραμέτρους του σήμερα στο παρελθόν, γεγονός που οδηγεί στα πιο εσφαλμένα και άστοχα συμπεράσματα. Ο Χρυσόστομος πολέμησε στη Μακεδονία την αίρεση και το σχίσμα, που εκπορεύονταν από τις δυνάμεις του Βουλγαρισμού, ακριβώς επειδή αυτό υπαγόρευε τόσο η εκκλησιαστική του συνείδηση όσο και το οικουμενικό πατριαρχείο. Ποιός αγνοεί ότι επί Ιωακείμ Γ’ εξελέγησαν και απεστάλησαν στη Μακεδονία οι πιο δυναμικοί και φωτισμένοι ιεράρχες με στόχο να προασπίσουν την ορθοδοξία, η ενότητα της οποίας απειλείτο την εποχή εκείνη από τη Βουλγαρική Εξαρχία;

Μήπως και ο Ιωακείμ Γ’, ο τελευταίος και πιο ένθερμος υποστηρικτής της εθναρχούσας εκκλησίας, δεν κατανοούσε τον πνευματικό ρόλο του πατριαρχείου και «τις κοσμοθεωρητικές προτεραιότητες του Χριστιανισμού», δεδομένου ότι ο ίδιος και η περί αυτόν σύνοδος του Φαναρίου καλούσαν τους ιεράρχες της Μακεδονίας να αγωνιστούν για γη διαφύλαξη της πατρώας πίστης στα μακεδονικά εδάφη.

Υποσημειώσεις.

1. Σταύρος Κουκουτσάκης, Ακρόπολις, αρ. φύλλ. 301, Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 1929, σ. 6
2. Βλ. Ιωάννης Χρυσόστομος, «Ομιλία προ της εξορίας», PG 52, 427-432
3. Ευθυμίου Τρικαμηνά, ό. π., σσ’. 79-80
4. Αναστασιάδης, ό. π., σ. 340
5. Το αρχείον, τ. Β’, σ. 202
6. Το αρχείον, τ. Γ’, σ. 6
7. Ό. π., σ. 8
8. Ό. π., σ. 237
9. «Του αγίου ιερομάρτυρος Κοσμά του Νέου, Αυγούστου ΚΔ’» Ο Μέγας συναξαριστής της ορθοδόξου εκκλησίας, τόμος Η’, Αθήναι 2001, σσ’. 383 – 398
10. Βικτώρια Σολομωνίδου, ό. π., σ. 302
11. Αρχιεπ. Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, «Το μαρτύριον του ιερομάρτυρος Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε’, απαγχονισθέντος εν έτει 1821, Απριλίου 10», παρατίθεται στο έργο του αγίου Νικοδήμου του αγιορείτου, Συναξαριστής των Δώδεκα μηνών του Ενιαυτού, τόμος Δ’ (Μάρτιος – Απρίλιος), εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2003, σσ’. 565 – 571
12. Αρχιμ. Χαράλαμπος Δ. Βασιλοπούλου, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, εκδόσεις «Ορθοδόξου τύπου», Αθήναι 1983, σ. 178
13. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 102 – 103
14. Κιτρομηλίδης, ό. π., σ. 505
15. Ό. π., σ. 506

***

Μήπως και ο πατριάρχης Σέργιος λειτούργησε ως εθνικιστής ιεράρχης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι στο κενό εξουσίας που είχε δημιουργηθεί στην Κωνσταντινούπολη, λόγω της απουσίας του αυτοκράτορα Ηρακλείου, αυτός ήταν που οργάνωσε στοιχειωδώς την άμυνα της Πόλης και καλούσε τον λαό σε αντίσταση.

Μήπως και ο συγγραφέας του Ακάθιστου Ύμνου εμφορείτο από εθνικιστικές αντιλήψεις, δεδομένου ότι υπάρχουν σημεία στον υπέροχο αυτό ύμνο όπου εγκωμιάζεται η Θεοτόκος για τη σωτήρια παρέμβασή της σε περιόδους πολεμικών επιχειρήσεων. Ενδεικτικά αναφέρονται οι στίχοι: «Χαίρε, ως βροντή τους εχθρούς καταπλήττουσα» και πιο κάτω: «Χαίρε, δι’ ης εγείρονται τρόπαια˙ χαίρε δι’ ης εχθροί καταπίπτουσι».1

Τα παραδείγματα από τη νεότερη εκκλησιαστική ιστορία θα μπορούσαν να καλύψουν πολλές μαρτυρικές μορφές, όπως ο οικουμενικός πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ (1746-1821) και οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Ιωσήφ (1749-1821) και Δέρκων Γρηγόριος (περ. 1750-1821). Επίσης, οι μητροπολίτες Κορυτσάς Φώτιος Καλπίδης οποίοι θανατώθηκαν από τους εχθρούς της πίστεως και του γένους στη Μακεδονία. Κατά συνέπεια, η εκκλησία καθόλη τη δισχιλιετή πορεία της λειτούργησε ως προστάτης και φύλακας του ορθόδοξου γένους «εκ παντός κινδύνου», χωρίς, ωστόσο, να εξέρχεται από το κύριο και κατ’ εξοχήν έργο που είναι η κατά Θεόν πρόοδος και σωτηρία του λαού Της.

Μια ακόμα ένσταση ως προς την αγιότητα του Χρυσοστόμου είναι «τα αιρετικά του φρονήματα».2 Κατηγορείται ο άγιος ότι είχε επικοινωνία με κληρικούς ετερόδοξων εκκλησιών και πως απευθυνόμενος σε εκπροσώπους άλλων χριστιανικών ομολογιών διακήρυσσε ανορθόδοξα και ξένα προς την παράδοση της Εκκλησίας δόγματα.3

Στο ζήτημα αυτό θα πρέπει αρχικά να καταγραφεί με ποιους είχε αλληλογραφία ο μητροπολίτης Σμύρνης. Στο ογκωδέστατο τρίτομο αρχείο του ιερομάρτυρα, το οποίο αποτελείται από εκατοντάδες επιστολές, κείμενα και λόγους του και καλύπτει την περίοδο 1902 έως 1922, όλη δηλαδή την περίοδο της αρχιερατικής του διακονίας στη Δράμα και τη Σμύρνη, υπάρχουν επτά συνολικά κείμενα, έξι επιστολές και μία ομιλία, το περιεχόμενο των οποίων αποδεικνύει, σύμφωνα με τους επικριτές του Χρυσοστόμου, ότι ο ιεράρχης εμφορείτο από αιρετικά φρονήματα.

Αποδέκτες των επιστολών του μητροπολίτη ήταν ο αρχιεπίσκοπος Κανταουρίας, δύο επίσκοποι της Αμερικανικής επισκοπιανής εκκλησίας, ο Πάπας της Ρώμης και μία ομιλία – προσφώνηση κατά την επίσκεψη του Αγγλικανού επισκόπου Γιβραλτάρ στον μητροπολιτικό ναό της Σμύρνης.

Ειδικότερα, τον Ιούλιο του 1907 ο Χρυσόστομος ως μητροπολίτης Δράμας, απέστειλε στον πρωθιεράρχη της Αγγλικανικής εκκλησίας επιστολή,4 με αφορμή την επέτειο των δέκα χρόνων από τη συγκροτηθείσα στον Ιούλιο του 1897 στο Λάμπεθ της Αγγλίας Σύνοδο των επισκόπων, η οποία εξέτασε μεταξύ άλλων το ενδεχόμενο ένωσης των εκκλησιών και ιδιαίτερα τη δυνατότητα ένωσης της Αγγλικανικής ομολογίας με την ορθόδοξη εκκλησία. Ο ιεράρχης, χωρίς να υπεισέρχεται σε επιμέρους δογματικές διαφορές, υπενθύμιζε στον αρχιεπίσκοπο Κανταουρίας τις αποφάσεις του εν λόγω συνεδρίου, οι οποίες κινούνταν στην κατεύθυνση της ανάπτυξης στενότερων σχέσεων μεταξύ των εκπροσώπων του οικουμενικού πατριαρχείου και της Αγγλικανικής εκκλησίας.

Συγκεκριμένα, συστάθηκαν τότε στην Κωνσταντινούπολη και τη Μεγάλη Βρετανία μεικτές επιτροπές ορθοδόξων και Αγγλικανικών κληρικών, με σκοπό τη μελέτη των επί μέρους διαφορών και τη συμβολή στην καλλιέργεια κλίματος αγάπης και ειλικρινούς επικοινωνίας. Επίσης, καθιερώθηκαν ειδικές ευχές υπέρ της ενώσεως των εκκλησιών, σύμφωνα με την παραγγελία και προτροπή του Κυρίου στην Αρχιερατική Του προσευχή «ίνα πάντες εν ώσιν». Ο άγιος μνημόνευε τη συμβολή του στο έργο της προσέγγισης των Αγγλικανών με την Ορθοδοξία από τη θέση του προέδρου της επιτροπής του οικουμενικού πατριαρχείου και, ταυτόχρονα, εξέφραζε την απογοήτευσή του που η προσπάθεια αυτή δεν είχε άξιους συνεχιστές για την επίτευξη της ενότητας εν Πνεύματι Αγίω.5

Επιπλέον, η επιστολή αυτή στην καρδιά του Μακεδονικού αγώνα έδωσε την ευκαιρία στον Χρυσόστομο να εκθέσει στην Αγγλία και μέσω αυτής στη διεθνή κοινότητα τον πόνο και την αγωνία του για τα δεινά των ορθοδόξων, τα δίκαια και τους αγώνες του Ελληνισμού για εθνική και πνευματική επιβίωση στην πολύπαθη Μακεδονία. Ο ιεράρχης παρουσίαζε την τραγική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, περιγράφοντας με θλίψη τους αλληλοσπαραγμούς και τις διώξεις των ομοδόξων στη μακεδονική γη, ενώ πρόσθετε πως ουδέποτε μέχρι τότε δεν ήταν τόσο επιτακτική η ανάγκη της ειρήνης και της ενότητας μεταξύ των χριστιανικών λαών της Ευρώπης. Στόχος της επιστολής ήταν να προκαλέσει το ενδιαφέρον των Αγγλικανών και να ευαισθητοποιήσει τα ευρωπαϊκά κράτη για την ανάγκη παρέμβασης στα μακεδονικά πράγματα με στόχο τον τερματισμό της βίας και των συγκρούσεων.

Η προτροπή του Χρυσοστόμου για την ένωση των διαφόρων χριστιανικών ομολογιών με την ορθοδοξία («ένωσιν των διεσπαρμένων») αποδεικνύει τη μέριμνα του ιεράρχη για την ενότητα του χριστιανικού κόσμου, αναφορά η οποία καταδεικνύει την προσήλωση του αγίου στην πατρώα ορθόδοξη πίστη και διδασκαλία, σύμφωνα με τη αρχιερατική προσευχή του Κυρίου προς τον Ουράνιο Πατέρα: «Πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματί σου ω δέδωκάς μοι, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς» (Ιωάν. ιζ’, 11).

Ωστόσο, από το κείμενο της πρώτης επιστολής του Χρυσοστόμου προς ετερόδοξο κληρικό διατυπώνονται και οι περισσότερες κατηγορίες για τα αιρετικά του φρονήματα. Λέγεται πως ο μητροπολίτης αναφερόταν συχνά στις διάφορες χριστιανικές ομολογίες ως κλάδους του δέντρου της Μιας Εκκλησίας, γεγονός που τον καθιστά υπεύθυνο για την ανάπτυξη της θεωρίας των κλάδων και της διηρημένης εκκλησίας.6

Και εδώ όμως οι κατήγοροι του Χρυσοστόμου διαστρέφουν τα κείμενα για να θεμελιώσουν την αποδόμησή του. Οι αναφορές του ιεράρχη στους επιμέρους κλώνους («αναδενδράδες») της χριστιανοσύνης περιελάμβαναν τις ομολογίες εκείνες που είχαν ως κεφαλή τους τον Ιησού Χριστό, χωρίς ο άγιος να ασπάζεται τις όποιες αιρετικές δοξασίες ή να αναλύει τις δογματικές διαφορές μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών και της ορθοδοξίας, ακριβώς διότι η επικοινωνία αυτή είχε ως στόχο την παροχή βοήθειας στον εξουθενωμένο Μακεδονικό Ελληνισμό.

Η μέθοδος κατασυκοφάντησης του ιεράρχη είναι η εξής: απομονώνονται συγκεκριμένες λέξεις και φράσεις από τα κείμενα του Χρυσοστόμου που προκαλούν τις συνειδήσεις των ορθοδόξων και, διανθισμένες με ύβρεις και άλλους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, θεμελιώνουν την παραδοχή της παράνομης αναγραφής του μητροπολίτη Σμύρνης στις αγιολογικές δέλτους της εκκλησίας.

Αυτό όμως εκθέτει όσους αξιοποιούν με αυτόν τον τρόπο την αλληλογραφία του Χρυσοστόμου, διότι στην επιστολή του προς τον Αγγλικανό πρωθιεράρχη, ο άγιος, ενώ επικροτούσε το έργο της ένωσης των Εκκλησιών, ταυτόχρονα επέκρινε την άλλη πλευρά, τους Αγγλικανούς, για την ατολμία που είχαν επιδείξει τα δέκα προηγούμενα χρόνια στην προσέγγισή τους με τις Εκκλησίες της Ανατολής.

Αυτό που αποκρύπτεται επιμελώς στην επιστολή του τότε μητροπολίτη Δράμας είναι η αναφορά ότι η αδυναμία προσέγγισης των δύο πλευρών δεν οφειλόταν στην Ανατολική Εκκλησία, η οποία δεν μεταβάλλει «ουδ’ επ’ ελάχιστον» τα αποκρυσταλλωμένα δογματικά Της όρια, «α καλώς οι πατέρες αυτών έθεντο», αλλά στο ότι οι αποφάσεις περί ένωσης των Εκκλησιών του προ δεκαετίας συνεδρίου είχαν μείνει εκ μέρους της Αγγλικανικής ιεραρχίας στα λόγια.7

Για τις κατηγορίες δε περί διηρημένης εκκλησίας η απάντηση έρχεται και πάλι από τα κείμενα του Χρυσοστόμου όταν έγραφε ως Μέγας Πρωτοσύγκελλος του οικουμενικού θρόνου: «… κεφαλήν υπέρ πάντα ο Θεός εν τη εαυτού μια και αδιαιρέτω κατ’ ουσίαν Εκκλησία…»,8 ενώ ως μητροπολίτης Σμύρνης, αναφερόμενος στον ενθρονιστήριο λόγο του στις εκκλησίες των επτά Αστέρων της Αποκαλύψεως ανέφερε ότι «με το γλυκύ και ιλαρόν ασθενές των φως εξακολουθούσι καταυγάζοντες την ιστορικήν συνέχειαν της μιας και αδιαιρέτου και καθόλου Εκκλησίας».9

Η δεύτερη επιστολή του Χρυσοστόμου με διαχριστιανικό ενδιαφέρον συντάχθηκε στην Τρίγλια στις 21 Σεπτεμβρίου 1909 και απευθύνεται στον πατριάρχη Ιωακείμ Γ’.10 Είναι η περίοδος κατά την οποία ο άγιος ως μητροπολίτης Δράμας είχε απομακρυνθεί για δεύτερη φορά από τη Μακεδονία και βρισκόταν εξόριστος στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Με την επιστολή του αυτή, ο Χρυσόστομος ζητούσε από το πατριαρχείο άδεια για να μεταβεί στην Αγγλία και να παρακαθήσει στις 7 Οκτωβρίου του ίδιου έτους σε συνέδριο στο Παλάτι του Λάμπεθ, ώστε να λάβει μέρος στις συζητήσεις για το κύρος των αγγλικανικών χειροτονιών.

Ο Χρυσόστομος ήταν από τους πρώτους εκκλησιαστικούς παράγοντες της εποχής του που υποστήριξαν το κανονικό και έγκυρο των αγγλικανικών χειροτονιών. Η άποψη αυτή είχε διαμορφωθεί την περίοδο της διακονίας του στην Πατριαρχική Αυλή, όταν ως πρόεδρος της μεικτής επιτροπής Ορθόδοξων και Αγγλικανικών κληρικών είχε ασχοληθεί με τη μελέτη των διαφορών των δύο πλευρών, με στόχο τη δυνατότητα ένωσης της Αγγλικανικής ομολογίας με την Ορθοδοξία.

Το 1900 το επίσημο περιοδικό του πατριαρχείου «Εκκλησιαστική Αλήθεια» δημοσίευσε άρθρο ορθόδοξου θεολόγου με τίτλο «Το κανονικόν κύρος των Αγγλικανικών χειροτονιών και αι κατ’ αυτού αντιρρήσεις της Δυτικής Ρωμαϊκής Εκκλησίας», ο συντάκτης του οποίου ανέφερε πως η Ορθόδοξη Εκκλησία, αν και δεν είχε μέχρι τότε επισήμως αποφανθεί για το ζήτημα των αγγλικανικών χειροτονιών, με τη στάση της αναγνώριζε την αποστολικότητα και το κύρος της αγγλικανικής ιεραρχίας.11 Τα έτη 1902 -1903 ο καθηγητής της Θεολογικής σχολής της Χάλκης Χρήστος Ανδρούτσος δημοσίευσε σε συνέχειες μια εμπεριστατωμένη μελέτη με τίτλο «Το κύρος των Αγγλικανικών χειροτονιών εξ επόψεως Ορθοδόξου», στην οποία επιχειρηματολογούσε με ποιες προϋποθέσεις οι χειροτονίες των Αγγλικανικών θα μπορούσαν να περιβληθούν το κύρος της εγκυρότητας σύμφωνα με τα κανονικά θέσμια της Ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας.

Το 1921 ο καθηγητής της Θεολογικής σχολής της Χάλκης Παντολέων Κομνηνός εξέδωσε μελέτη υπό τον τίτλο «Συμβολαί εις τας προσπαθείας προς Ένωσιν των Εκκλησιών», το πρώτο τεύχος της οποίας ήταν αφιερωμένο στο ζήτημα των αγγλικανικών χειροτονιών. Εξετάζοντας το εν λόγω θέμα από ιστορική και εκκλησιαστική άποψη, ο συγγραφέας υποστήριζε πως οι κατά τύπους Ορθόδοξες εκκλησίες θα έπρεπε να αναγνωρίσουν την κανονικότητα των αγγλικανικών χειροτονιών, γεγονός που θα συνέβαλε στην προσέγγιση της Αγγλικανικής εκκλησίας με την Ορθοδοξία.

Αντίστοιχη μελέτη συνέταξε και ο αρχιγραμματεύς της ιεράς συνόδου του πατριαρχείου μητροπολίτης Βρυούλλων Διονύσιος Μηνάς, ο οποίος σημείωνε ότι η αναγνώριση του κύρους των αγγλικανικών χειροτονιών, αν και δεν θα έλυνε το ζήτημα της ένωσης σε δογματικό επίπεδο, θα συνέβαλε αποφασιστικά στην προαγωγή των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών.12

Το 1922 το οικουμενικό πατριαρχείο, επί Μελετίου Δ’, απέστειλε στους προέδρους των ορθοδόξων Αυτοκεφάλων εκκλησιών πατριαρχική επιστολή, με την οποία επικύρωνε από ορθόδοξη άποψη το κανονικό και έγκυρο των αγγλικανικών χειροτονιών, προτρέποντας και τους υπόλοιπους προκαθημένους να πράξουν το ίδιο, ώστε να μορφωθεί στο εν λόγω ζήτημα πανορθόδοξη κοινή αντίληψη και στάση.13

Υποσημειώσεις.

1. Βλ. Ωρολόγιον το Μέγα, έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 2007, σ. 539
2. Ευθυμίου Τρικαμηνά, ό. π., σσ’. 99-205
3. Μοναχού Αρσενίου Κοττέα, Δακτυλοδείκτης ήτοι Απάντησις εις τινάς συκοφάντας˙ έλεγχος κατά Νεωτεριστών, και στοιχεία δια τους υπ’ αυτών κηρυχθέντας αγίους Νεκτάριον Κεφαλάν και Χρυσόστομον Σμύρνης, ιερά σκήτη αγίου Βασιλείου (Άγιον Όρος) 1953, σσ’. 51-58
4. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 176-182
5. Για περισσότερα βλ. Ιωάννου Δ. Δρούλια, ο εθνομάρτυρας Σμύρνης Χρυσόστομος και η ενότητα των Εκκλησιών, Έκδοσις ιεράς Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης, Αθήναι 1988.
6. Ευθυμίου Τρικαμηνά, ό. π., σσ’. 108-148
7. Το αρχείον τ. Α’, σ. 179
8. ΕΑ ΚΑ (1901) 82
9. Αμάλθεια, αριθ. 9573/12(25). 5. 1910.
10. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 279 – 281
11. ΕΑ Κ (1900) 210-212, 219-220
12. «Αι χειροτονίαι της Αγγλικανικής εκκλησίας Ιστορικόν Σημείωμα», βλ. ΕΑ ΜΒ (1922) 317-318, 325-326, 333-336, 341-342
13. ΕΑ ΜΒ (1922) 327-328, 343-344.

***

Πράγματι, το 1923 το πατριαρχείο Ιεροσολύμων και η εκκλησία της Κύπρου εξέδωσαν πράξεις αναγνώρισης του κύρους των αγγλικανικών χειροτονιών και ακολούθησαν τα πατριαρχεία Αλεξανδρείας (1930) και Ρουμανίας (1936)1 Στα ανωτέρω δεν θα πρέπει να αγνοείται η ομολογία πίστεως που απέστειλαν οι Αγγλικανοί τα έτη 1866, 1867 και 1868 στο οικουμενικό πατριαρχείο και το 1905 στη Ρωσική εκκλησία,2 καθώς και η δήλωση περί πίστεως το 1922 στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.3

Ανεξάρτητα από τη μετέπειτα πορεία των διαχριστιανικών διαλόγων του οικουμενικού πατριαρχείου τόσο με τους Αγγλικανούς όσο και με τις λοιπές χριστιανικές ομολογίες, είναι γεγονός πως η άποψη του Χρυσοστόμου υπέρ της κανονικότητας των μέχρι τότ6ε αγγλικανικών χειροτονιών ήταν απόρροια αφ’ ενός μεν της φαινομενικά ειλικρινούς προσπάθειας των Αγγλικανών να ενωθούν με την ορθόδοξη Εκκλησία, αφ’ ετέρου δε της καθολικής αποδοχής της άποψης αυτής εκ μέρους των εμπλεκόμενων εκκλησιαστικών παραγόντων της εποχής, ως ένα επιπλέον βήμα για την περαιτέρω εμβάθυνση των σχέσεων και την προσέγγιση των δύο πλευρών.

Θα πρέπει τέλος να διευκρινιστεί ότι την περίοδο εκείνη η αναγνώριση του κύρους των αγγλικανικών χειροτονιών δεν αφορούσε την αναγνώριση των τελουμένων υπό των Αγγλικανών κληρικών μυστηρίων, αλλά τον τύπο της χειροτονίας στους τρεις βαθμούς της ιερωσύνης «δια της επιθέσεως των χειρών» (Β’ Τιμ. α’ 6), καθώς και το ζήτημα της αποστολικής διαδοχής στους κόλπους της αγγλικανικής ιεραρχίας. Απόδειξη γι’ αυτό αποτελεί το γεγονός ότι μετά την αναγνώριση του κανονικού και έγκυρου των αγγλικανικών χειροτονιών εκ μέρους του οικουμενικού πατριαρχείου και άλλων Αυτοκεφάλων ορθοδόξων εκκλησιών, δεν ακολούθησε η ευχαριστιακή κοινωνία και μετοχή με τους εκπροσώπους της Αγγλικανικής ομολογίας.

Η τρίτη επιστολή του Χρυσοστόμου, αυτή τη φορά ως μητροπολίτη Σμύρνης, απευθύνεται το 1919 στον επίσκοπο Σικάγου Κάρολο Άντερσον και αποτελεί απάντηση αντίστοιχης επιστολής που είχε λάβει από τον τελευταίο και συνόδευε αποσταλέν βιβλίο του από την Αμερική.4

Το θέμα της εν λόγω αλληλογραφίας ήταν οι προσπάθειες της Αμερικανικής Επισκοπιανής εκκλησίας για την ένωση των Εκκλησιών. Στη διάρκεια του 1919 αντιπροσωπεία της Επισκοπιανής εκκλησίας της Αμερικής υπό τον επίσκοπο Σικάγου, είχε επισκεφθεί το οικουμενικό πατριαρχείο και ενώπιον της ιεράς συνόδου είχε ζητήσει τη σύγκληση παγχριστιανικού συνεδρίου, το οποίο θα εξέταζε «εν πνεύματι αληθούς χριστιανικής διαλλαγής και επικοινωνίας» τις διαφορές μεταξύ των εκκλησιών και τη δυνατότητα άρσεων αυτών.5 Να σημειωθεί ότι η κινητικότητα αυτή πραγματοποιείτο αμέσως μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Σε πολιτικό επίπεδο αποτελούσε μια ακόμα πρωτοβουλία συναδέλφωσης των λαών, ενώ σε εκκλησιαστικό – διαχριστιανικό επίπεδο εγκαινίαζε μια νέα περίοδο κοινής συνεργασίας μεταξύ των εκκλησιών για την αποκατάσταση της χριστιανικής ενότητας.

Ένας από τους σταθμούς της περιοδείας της εν λόγω αντιπροσωπείας της Αμερικανικής Επισκοπιανής εκκλησίας ήταν και η Σμύρνη. Ο Χρυσόστομος συναντήθηκε με το ν Κάρολο Άντερσον και συζήτησαν την πρόταση συγκρότησης χριστιανικής οικουμενικής συνδιάσκεψης, καθώς και τον τόπο πραγματοποίησής της, ζητήματα που απασχόλησαν τους δύο άνδρες και στη μετέπειτα αλληλογραφίας τους.

Ο Χρυσόστομος, ενώ επικροτούσε το έργο της προσέγγισης και καλλιέργειας στενότερων σχέσεων μεταξύ των εκπροσώπων των διαφόρων χριστιανικών ομολογιών, στο κείμενο της επιστολής του προέβη στη σημαντικότερη ίσως ομολογία – τοποθέτηση ορθόδοξου ιεράρχη για το πώς οι δυτικοί αποκόπηκαν από το σώμα της Μιας Εκκλησίας, δηλαδή της Ορθοδοξίας, και πως θα μπορούσαν να ενωθούν και πάλι με αυτή.

«Ακριβώς το έργον της συνεννοήσεως και ενώσεως των εκκλησιών ανάγκη ν’ αρχίση εκείθεν όπου διεσπάσθη, διεσπάσθη δε εν τη Αγία Σοφία, οπότε οι απεσταλμένοι του Πάπα έθετον επί της Αγίας Τραπέζης την βούλλαν του αφορισμού, δια της οποίας αφώριζον κατά το φαινόμενον αυτοί την Ανατολικήν Εκκλησίαν, πράγματι δ’ αυτοί απεσπώντο του οργανικού σώματος της μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας».

Ο Χρυσόστομος ήταν σαφής. Το έργο της συνεννόησης και του διαλόγου ανάμεσα στην ορθόδοξη εκκλησία και τον υπόλοιπο ετερόδοξο χριστιανικό κόσμο θα έπρεπε να αρχίσει από εκεί που ξεκίνησε το σχίσμα του 1054. Για τον λόγο αυτό ο ιεράρχης καλούσε τον επίσκοπο Σικάγου να μεριμνήσει ώστε η συνάντηση των εκπροσώπων όλων των εκκλησιών να πραγματοποιείτο στον ιερό ναό της αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, εκεί όπου διεσπάσθη η ενότητα Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, αποκρούοντας κάθε άλλη πρόταση για συνάντηση σε οποιοδήποτε άλλο ναό, όπως του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο ή της Παναγίας των Παρισίων.

Ο μητροπολίτης υπενθύμιζε πως η Αγία Σοφία είναι «ο ιερός ναός ο επ’ ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού, ος εστί το θεμέλιον της πίστεως ημών, ο ιδρυμένος εν τη Βασιλίδι των πόλεων, ο ιερός ναός της Σοφίας του Θεού, του Θεανθρώπου Ιησού, όστις είνε «Χριστός, Θεού δύναμις, Θεού Σοφία και η ειρήνη ημών» (Α’ Κορ. α’. 24)».

Ταυτόχρονα, ο άγιος διακήρυσσε πως η Ανατολική Εκκλησία αποτελεί το οργανικό σώμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, στην οποία οφείλουν να επιστρέψουν αυτοί που αποσπάσθηκαν. Σε αυτό στοχεύει και ο λόγος του Κυρίου «ίνα πάντες εν ώσι», που συχνά χρησιμοποιούσε ο ιεράρχης στις επιστολές του, καθώς αποτελεί ένα αίτημα και μια πρόσκληση προς όλους να αποδεχτούν την αληθινή πίστη και να ενωθούν με την Αγία Του Εκκλησία.

Το τέταρτο κείμενο του ιεράρχη αποτελεί μια προσφώνησή του κατά την επίσκεψη του Επισκόπου Γιβραλτάρ Ερρίκου Νάιτ στην ιερά μητρόπολη Σμύρνης τη Μεγάλη Τετάρτη του 1920, κατά την οποία ο Αγγλικανός επίσκοπος παρέστη κατά τη διάρκεια της ακολουθίας εντός του μητροπολιτικού ναού της Αγίας Φωτεινής.6 Είχε προηγηθεί η επίσκεψη του επισκόπου Γιβραλτάρ στην Πόλη και η θερμή υποδοχή του στο Φανάρι από τον τοποτηρητή του Οικουμενικού θρόνου και τα μέλη της ιεράς συνόδου.7

Στην ομιλία του ο Χρυσόστομος εξήρε τις προσπάθειες Αγγλικανών και Αμερικανών επισκόπων για την ένωση των Εκκλησιών, ευχόμενος και πάλι όπως η ένωση αυτή λάβει χώρα στον ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, αποκρούοντας κάθε άλλη πρόταση για συνάντηση των εκπροσώπων όλων των χριστιανικών ομολογιών σε οποιοδήποτε άλλο ναό της υφηλίου.

Η επόμενη επιστολή του Χρυσοστόμου απευθύνεται το 1922 στον επίσκοπο Thomas, πρόεδρο του συμβουλίου της Αμερικανικής επισκοπιανής εκκλησίας στη Νέα Υόρκη.8 Στο κείμενο αυτό ο μητροπολίτης Σμύρνης αναφέρεται αρχικά στο «ζήτημα της αδελφικής επικοινωνίας και ενώσεως των διεσπασμένων και πανταχού γης διεσπαρμένων εκλεκτών τέκνων του Θεού, όσα πιστεύουσιν εις Χριστόν Ιησού εν σαρκί εληλυθότα και χύσαντα το αίμα αυτού προς σωτηρίαν του κόσμου».

Ο Χρυσόστομος έκανε μια εκτεταμένη αναφορά στις διώξεις, τα μαρτύρια και τους βίαιους εξισλαμισμούς που υφίσταντο οι χριστιανοί της Ανατολής υπό του «αντιχρίστου Ισλάμ», επαναλαμβάνοντας πως το μόνο έγκλημα το οποίο είχαν διαπράξει οι ανυπεράσπιστοι αυτοί πληθυσμοί ήταν ότι ήσαν Χριστιανοί και όχι Μουσουλμάνοι.

Κλείνοντας, ο ιεράρχης δεν παρέλειπε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του προς τους κληρικούς των επισκοπικών εκκλησιών Αγγλίας και Αμερικής, για την αρωγή τους στην ανακούφιση των θυμάτων των χριστιανικών διωγμών κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου στην οθωμανική επικράτεια.

Η τελευταία επιστολή του ιερομάρτυρα με διαχριστιανικό ενδιαφέρον και ποικίλες αντιδράσεις είχε δύο αποδέκτες, τον Πάπα της Ρώμης και τον αρχιεπίσκοπο Κανταουρίας, και απεστάλη από τη Σμύρνη το Πάσχα του 1922.9

Στο κείμενο της επιστολής, το οποίον συνυπέγραψε ο Αρμένιος αρχιεπίσκοπος Σμύρνης Τουριάν, ο Χρυσόστομος καλούσε τον Πάπα Πίο ΙΑ’ να παρέμβει για τη ματαίωση των αποφάσεων της Συνδιάσκεψης των Παρισίων τον Μάρτιο του 1922, η οποία προέβλεπε την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τις δυνάμεις του ελληνικού στρατού, γεγονός που θα καταδίκαζε το ελληνορθόδοξο στοιχείο της Ανατολής σε πλήρη και επώδυνο αφανισμό.

Ο ιεράρχης προέβλεπε με μεγάλη διορατικότητα τον Απρίλιο του 1922 ότι με τις αποφάσεις που είχαν λάβει ένα μήνα νωρίτερα οι Ευρωπαίοι ηγέτες, για την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό, επίκειτο ένα νέο ανοσιούργημα κατά της ιστορίας και του χριστιανισμού, το οποίο θα θύμιζε την 29η Μαΐου 1453. Σκοπός της επιστολής αυτής εκ μέρους του μητροπολίτη Σμύρνης ήταν η ευαισθητοποίηση του Πάπα Ρώμης για το μέγεθος της καταστροφής που επρόκειτο να ακολουθήσει, γι’ αυτό και ζητούσε την παρέμβασή του στους ισχυρούς της γης για την αποτροπή της.

Στο εν λόγω κείμενο του Χρυσοστόμου δεν υπάρχει καμία αναφορά στο ζήτημα της ένωσης των εκκλησιών, ένα θέμα που απασχολούσε τον ιεράρχη σε κάθε σχεδόν επικοινωνία του με ετερόδοξους κληρικούς, ούτε όμως και κάποια άλλη διαβεβαίωση για οιοδήποτε αντάλλαγμα με στόχο την παροχή βοήθειας εκ μέρους της παπικής εκκλησία. Στη μία και μοναδική επιστολή του προς τον Πάπα της Ρώμης, ο Χρυσόστομος, αν και διέβλεπε τον επικείμενο όλεθρο και την καταστροφή, δεν έδειξε να κάνει καμία έκπτωση στα ζητήματα της πίστεως, ενώ απέφυγε κάθε άλλη αναφορά σε θέματα προσέγγισης και εμβάθυνσης, των σχέσεων Δυτικής και Ανατολικής Εκκλησίας, προκειμένου να κερδίσει την εύνοια και τη συμπαράσταση του Πάπα στις τραγικές ώρες που διήνυε ο Μικρασιατικός Ελληνισμός.

Ωστόσο, αυτό που προκαλεί απορία είναι οι κραυγαλέες ιστορικές ανακρίβειες εκ μέρους των κατηγόρων του Χρυσοστόμου με αφορμή την επιστολή του προς τον Πάπα της Ρώμης τις παραμονές της Μικρασιατικής Καταστροφής. Λέγεται ότι «είναι πρώτη φορά, από την Άλωση της Πόλης, που Έλλην Ορθόδοξος Αρχιερεύς επικοινωνεί επίσημα με τον αρχηγό της Δυτικής «Εκκλησίας» και ζητά τη συμπαράστασή του».

Πρόκειται ασφαλώς για μια ψευδή και ανιστόρητη κατηγορία, η οποία έχει σκοπό να προκαλέσει τον εντυπωσιασμό και να μειώσει το κύρος και την αναγνώριση του Αγίου Χρυσοστόμου. Η στοιχειώδης μελέτη και γνώση της νεότερης εκκλησιαστικής ιστορίας θα μπορούσε να πληροφορήσει τον κάθε ερευνητή ότι αρκετές φορές στη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας ορθόδοξοι Έλληνες ιεράρχες ζήτησαν τη βοήθεια του Πάπα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, με αντάλλαγμα την ένωση των εκκλησιών ή την υπαγωγή της Ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας στον Παπισμό.

Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο εθνομάρτυρας μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος ο Φιλόσοφος (1541 – 1611), ο οποίος, μετά το πρώτο αποτυχημένο επαναστατικό κίνημά του στα Τρίκαλα, τον Νοέμβριο του 1600, κατέφυγε αρχικά στην Ιταλία και έπειτα στην Ισπανία, εργαζόμενος για την εξασφάλιση πολιτικής και στρατιωτικής υποστήριξης εκ μέρους της Δύσης για την απελευθέρωση της υπόδουλης εκκλησίας.

Τον Φεβρουάριο του 1903 ο Διονύσιος επισκέφθηκε τον Πάπα Κλήμη Η’ και, αφού ομολόγησε πίστη στο καθολικό δόγμα, διαπραγματεύθηκε το θέμα της ένωσης των εκκλησιών, με αντάλλαγμα «να εκδιωχθή ο Τούρκος, αν όχι εξ όλης της Ελλάδος, τουλάχιστον εκ της Πελοποννήσου…» Από την πλευρά του ο Πάπας «συνήνεσεν εις όλα όσα του εζήτει {ο Διονύσιος}, τούθ’ όπερ δε κάνει εις τους άλλους Έλληνας επισκόπους τους καταφεύγοντας εις Ρώμην».

Στον Πάπα της Ρώμης, όμως, απευθύνθηκε αρκετά χρόνια αργότερα και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός Γ’ (1771 – 1826) ο οποίος, ως εκπρόσωπος της Α’ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου και κομιστής σχετικής επιστολής, μετέβη τον Οκτώβριο του 1822 στην Ιταλία προκειμένου να συναντήσει τον Πάπα Πίο Ζ’ με σκοπό την παροχή οικονομικής βοήθειας στη χειμαζόμενη τότε επαναστατική Ελλάδα. Ο Πάπας έλαβε την επιστολή, ωστόσο, δεν δέχτηκε να συναντήσει τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, ο οποίος για να εξασφαλίσει τη στήριξη του Βατικανού ήταν διατεθειμένος να συζητήσει το θέμα της ένωσης των Εκκλησιών.10

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η επικοινωνία του Χρυσοστόμου με τον ετερόδοξο χριστιανικό κόσμο ήταν απόρροια αφ’ ενός μεν της θέσεώς του στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη, αφ’ ετέρου δε της προσπάθειάς του να πράξει ό,τι μπορούσε για τη διάσωση του ελληνορθόδοξου ποιμνίου του σε κρίσιμες περιόδους του υπόδουλου Ελληνισμού.

Υποσημειώσεις.

1. Μαρίνα Κολοβοπούλου, «Αγγλικανισμός» μεγάλη ορθόδοξη χριστιανική εγκυκλοπαίδεια, τόμος Α’, Στρατηγικές εκδόσεις, Αθήνα 2010, σσ’. 111-112
2. ΕΑ ΚΑ (1901) 400-401 & ΕΑ ΛΗ (1918) 209 – 210, 217-220, 227-229
3. ΕΑ ΜΒ (1922) 230- 231
4. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 106, 109
5. ΕΑ ΛΘ (1919) 93-97
6. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 120-122
7. ΕΑ Μ (1920) 94-95
8. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 236- 239
9. Ό. π., σσ’. 232- 233, 235-236
10. Σπυρίδωνος Τρικούπη, ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Γ’, εν Λονδίνω 1862, σσ’. 21-23

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Αγιοκατάτξη του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Αγιοκατάτξη του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης (Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.