Εκ των Πέτρου επιδημιών κηρυγμάτων επιτομή: Ομιλία ΙΗ’ (Κεφ. 8-17) – Αγίου Ιερομ. Κλήμεντος, Επισκόπου Ρώμης.

8. Και ο Πέτρος˙ Επειδή έστω και τυπικά ομολόγησες ότι δεν καταλαβαίνεις αυτό, απάντησέ μου σ’ αυτό που σε ερωτώ και θα μάθεις. Πες μου˙ Δέχεσαι ότι ο Υιός είναι δίκαιος, όποιος και αν είναι, ή όχι;

Και ο Σίμωνας είπε˙ Είναι δικαιότατος.

Και ο Πέτρος˙ Αφού λοιπόν είναι δίκαιος γιατί δεν αποκαλύπτει σε όλους, αλλά μόνο σ’ αυτούς που θέλει;

Και ο Σίμων˙ Διότι, επειδή είναι δίκαιος, θέλει να αποκαλύπτει μόνο στους άξιους.

Και ο Πέτρος˙ Επομένως πρέπει οπωσδήποτε αυτός να γνωρίζει τις σκέψεις του καθενός, για να αποκαλύπτει στους άξιους;

Και ο Σίμωνας˙ Κατ’ ανάγκη έτσι είναι.

Και ο Πέτρος˙ Επομένως, εύλογα ορίστηκε μόνο αυτός να αποκαλύπτει, αφού είναι ο μόνος που γνωρίζει τις σκέψεις του καθενός, και όχι εσύ, ο οποίος δεν μπορείς να καταλάβεις ούτε αυτά που λέγονται από μας.

9. Όταν είπε αυτά ο Πέτρος, ακούστηκαν από το πλήθιος επευφημίες. Και ο Σίμωνας που ξεσκεπάστηκε τελείως, κοκκίνησε από ντροπή και τρίβοντας το μέτωπό του είπε˙ Λένε εμένα τον μάγο ότι νικήθηκα από τον Πέτρο, αλλά και ότι συλλογίζομαι. Όμως όποιος σκέπτεται, όταν παρασυρθεί από κάποιον, δεν νικιέται η αλήθεια που βρίσκεται μέσα του. Διότι η αδυναμία εκείνου που παίρνει ικανοποίηση δεν είναι αλήθεια του ηττημένου. Ωστόσο σου λέω, ότι εγώ έκρινα όλους όσους είναι παρόντες, ότι είναι άξιοι να γνωρίσουν τον απερίγραπτο Πατέρα. Γι’ αυτό, ενώ εγώ δημοσίως τους τον αποκαλύπτω, εσύ ο ίδιος από ζήλεια οργίζεσαι ενάντια σε μένα που θέλω να τους ευεργετήσω.

10. Και ο Πέτρος είπε˙ Επειδή μίλησες έτσι όπως αρέσει στο πλήθος που παρευρίσκεται, εγώ θα μιλήσω όχι για να αρέσω, αλλά αληθινά. Πες μου, πώς γνωρίζεις ότι όλοι οι παρόντες είναι άξιοι, την στιγμή που όταν εσύ αποκάλυπτες, δεν συμφώνησε ούτε ένας; Διότι για να κάνουν τις επευφημίες σε μένα εναντίον σου, δεν δείχνει ότι συμφωνούν με σένα, αλλά με μένα, στον οποίο ορθώς απένειμαν και την επευφημία. Άλλ’ επειδή ο Θεός, όντας δίκαιος, βραβεύει τη σκέψη του καθενός, που δέχεσαι ότι είναι σωστό, δεν θα ήθελε με το αριστερό του χέρι να το δώσει αυτό στους δεξιούς, για τον ίδιο λόγο που και εκείνος που παίρνει κάτι από κλέφτη είναι ένοχος. Γι’ αυτό δεν θέλησε, αυτό που προσκομίζεις εσύ, να το πάρουν αυτοί από σένα, αλλά μέσω του Υιού που έχει ορισθεί να αποκαλύπτει. Διότι σε ποιόν είναι φυσικό να αποκαλύπτει τον Πατέρα, παρά μόνο στον Υιό, επειδή γνωρίζει ποιος είναι άξιος αυτής της αποκαλύψεως; Έτσι, δεν είναι δυνατό αυτό να το διδάξεις ή να το διδαχθείς, αλλά να αποκαλυφθεί με το αόρατο χέρι σ’ εκείνον που
είναι άξιος να το γνωρίσει.

11. Και ο Σίμωνας είπε˙ Σ’ εκείνον που πολεμάει βοηθάει πολύ το να χρησιμοποιεί τα δικά του όπλα. Διότι εκείνο που κάποιος το αγαπά, μπορεί και να το υπερασπισθεί αληθινά, και όταν το υπερασπίζεται αληθινά, έχει πολύ μεγάλη δύναμη. Γι’ αυτό και εγώ στο εξής θα εκθέσω αυτό που πραγματικά πιστεύω. Ισχυρίζομαι ότι υπάρχει κάποια δύναμη απόρρητη, άγνωστη σε όλους, ακόμα και σ’ αυτόν τον Δημιουργό, όπως είπε και ο ίδιος ο Ιησούς, χωρίς να γνωρίζει καλά αυτό που είπε. διότι από τα πολλά που λέει κάποιος, μερικές φορές πετυχαίνει το αληθινό, χωρίς να γνωρίζει αυτό που λέει. Και εννοώ αυτό που είπε˙ Κανένας δεν γνωρίζει τον Πατέρα.

Και ο Πέτρος˙ Εσύ να μη λες στο εξής ότι γνωρίζεις τα σχετικά με εκείνον.

Και ο Σίμωνας˙ Δεν διακηρύττω ότι πιστεύω αυτά που αφορούν εκείνον, αλλά συζητώ μαζί σου για τα επιτεύγματα εκείνου.

Και ο Πέτρος˙ Για να μη σου δώσω πρόφαση να φύγεις, θα συζητήσω όπως θέλεις. Αλλά βεβαιώνω όλους, ότι δεν πιστεύεις ούτε τον λόγο που τώρα είπες. Γιατί γνωρίζω τι πιστεύεις. Και για να μη νομίσεις ότι ψεύδομαι, θα σου εκθέσω τα δικά σου, για να γνωρίζεις ότι συνομιλείς με κάποιον που γνωρίζει.

8. Και ο Πέτρος˙ Επειδή καν σχήματι αυτό ωμολόγησας μη συνιέναι, προς ο πυνθάνομαί σου, απόκριναί μοι, και μαθήση. Λέγε μοι˙ Φης τον Υιόν δίκαιον είναι, όστις ποτ’ έστιν, ή ου;

Και ο Σίμων έφη˙ Δικαιότατον.

Και ο Πέτρος˙ Δίκαιος δε ων δια τί μη πάσιν αποκαλύπτει, άλλ’ οις βούλεται;

Και ο Σίμων˙ Ότι δίκαιος ων, τοις αξίοις αποκαλύπτειν βούλεται.

Και ο Πέτρος˙ Ουκούν ανάγκη αυτόν ειδέναι τον εκάστου νουν, ίνα αξίοις αποκαλύπτη;

Και ο Σίμων˙ Ανάγκη ούτως έχειν.

Και ο Πέτρος˙ Ουκούν αυτός μόνος ευλόγως αποκαλύπτειν ωρίσθη, μόνος τον εκάστου νουν ειδώς, και ου συ ο μηδέ τα υφ’ ημών λεγόμενα δυνάμενος συνιέναι.

9. Τούτο του Πέτρου ειπόντος, από μεν των όχλων έπαινος εγένετο, ο δε Σίμων κατάφωρος γεγονώς, αιδεσθείς ηρυθρίασε, και το μέτωπον τρίψας έφη˙ Άλλ’ εμέ μάγον λέγουσιν υπό Πέτρου νικώμενον, αλλά και συλλογιζόμενον. Ουκ ει τις δε συλλογισθείη, συναρπασθείς την εν αυτώ αλήθειαν νενικημένην έχει. Ου γαρ η ασθένεια του εκδικούντος αλήθειά εστί του νικωμένου. Πλην φημί σοι, ότι εγώ τους παρεστώτας πάντας αξίους έκρινα γνώναι τον εν απορρήτοις Πατέρα. Διο δημοσία μου αυτοίς αποκαλύπτοντος, συ αυτός δια φθόνον εμοί τω ευεργετείν αυτούς θέλοντι χαλεπαίνεις.

10. Και ο Πέτρος˙ Επειδή αρεσκόντως τοις παρούσιν όχλοις ούτως έφης, εγώ ερώ ουκ αρεσκόντως, άλλ’ αληθώς. Λέγε μοι, πώς αξίους επίστασαι τους παρεστώτας πάντας, όπου σοι εκφαίνοντι ουδ’ εις συνέθετο; Το γαρ εμοί ποιήσασθαι κατά σου τον έπαινον ουκ έστι συγκαταθεμένω σοι, άλλ’ εμοί, ω και τον έπαινον ως ορθώς ειρηκότι απένειμαν. Άλλ’ επειδή ο Θεός δίκαιος ων βραβεύει τον εκάστου νουν, ο φης αληθές είναι, ουκ αν εβουλήθη δια της αριστεράς τοις δεξιοίς τούτο δοθήναι, ω λόγω ο παρά κλέπτου τι λαβών και αυτό υπεύθυνός εστίν. Ώστε τούτου ένεκεν τον υπό σου φερόμενον ουκ ηθέλησεν αυτούς λαβείν, αλλά δια του εις το αποκαλύπτειν τον Πατέρα, ή Υιώ μόνω, δια το ειδέναι της τοιαύτης αποκαλύψεως τον άξιον; Ούτως ουκ έστι τούτο διδάξαι ή διδαχθήναι, άλλ’ αφράστω χειρί αποκαλυφθήναι τω τούτο ειδέναι αξίω.

11. Και ο Σίμων έφη˙ Πολύ συμβάλλεται προς νίκην τω πολεμούντι το ιδίοις χρήσασθαι όπλοις. Ο γαρ φιλεί τις, και γνωσίως εκδικείν δύναται, γνησίως δε εκδικούμενον ου την τυχούσαν ισχύν έχει. Δια του λοιπού όπερ όντως φρονώ εκθήσομαι. Φημί τινά δύναμιν εν απορρήτοις είναι άγνωστον πάσι, και αυτώ τω δημιουργώ, ως και αυτός ο Ιησούς, είρηκεν, ουκ επιστάμενος ο εφθέγξατο. Εκ πολυλαλιάς γαρ ενίοτε ευστοχεί τις προς το αληθές, ουκ ειδώς ο λέγει. Λέγω δε και περί τούτου, ου είρηκεν˙ «ουδείς έγνω τον Πατέρα».

Και ο Πέτρος˙ Συ τα εκείνου ειδέναι μηκέτι επαγγέλλου.

Και ο Σίμων˙ Τα εκείνου ουκ επαγγέλλομαι πιστεύειν, εις δε τα επιτευχθέντα αυτώ διαλέγομαί σοι.

Και ο Πέτρος˙ Ίνα μη σοι δω πρόφασιν εις φυγήν, ζητήσω σοι ως θέλεις. Πλην μαρτύρομαι πάντας, ότι ουδέ ον νυν έφης λόγον ου πιστεύεις. Οίδα γαρ α φρονείς. Και ίνα μη με δόξης ψεύδεσθαι, ανοίξομαί σοι τα σα, ίνα ειδής, ότι προς ειδότα διαλέγη.

***

12. Εμείς, Σίμωνα, από τη μεγάλη δύναμη, που λέγεται επίσης και κυρία, δεν λέμε ότι στάλθηκαν δύο άγγελοι, ο ένας για να κτίσει τον κόσμο και ο άλλος για να θεσπίσει τον Νόμο. Ούτε ότι ο καθένας από αυτούς ερχόμενος διακήρυξε τον εαυτό του για όσα έκανε, σαν να είναι αυτός ο αφέντης˙ ούτε ο τοποθετημένος, αυτός που θα στηθεί, ο αντίπαλος. Μάθε, πως απιστείς και στην υπόθεση αυτή. Η δύναμη που λες ότι είναι απόρρητη, είναι γεμάτη άγνοια. Διότι δεν γνώριζε την αγνωμοσύνη των αγγέλων που στάλθηκαν από την ίδια.

Και ο Σίμωνας, καθώς ο Πέτρος έλεγε αυτά, οργίσθηκε πολύ και τον διέκοψε ενώ μιλούσε, λέγοντας˙ Γιατί φλυαρείς, αδιάντροπε και αυθαδέστατε όλων, αποκαλύπτοντας αδέξια τα απόρρητα σε πλήθος που διψά για μάθηση;

Και ο Πέτρος˙ Γιατί από φθόνο δεν θέλεις να ευεργετηθούν οι ακροατές;

Και ο Σίμωνας˙ Δηλαδή ομολογείς ότι αυτή η ενσυνείδητη γνώση είναι ευεργεσία;

Και ο Πέτρος˙ Ομολογώ. Γιατί το ψέμα όταν γίνει γνωστό ευεργετεί, για να μη πέσουμε από άγνοια σ’ αυτό.

Και ο Σίμωνας˙ Μου δίνεις την εντύπωση ότι δεν μπορεί να μιλήσεις γι’ αυτά που σου πρότεινα. Και εννοώ, ότι και ο Δάσκαλός σου λέει ότι υπάρχει κάποιος Πατέρας άγνωστος.

13. Και ο Πέτρος είπε˙ Θ’ απαντήσω γι’ αυτό που θέλεις στο˙ «κανένας δεν γνωρίζει τον Πατέρα, παρά μόνο ο Υιός, ούτε τον Υιό τον γνωρίζει κανένας, παρά μόνο ο Πατέρας, και εκείνοι στους οποίους θέλει ο Υιός να τον αποκαλύψει». Πρώτα – πρώτα απορώ γιατί, ενώ ο λόγος αυτός επιδέχεται μύριες ερμηνείες, εσύ διάλεξες το πιο επικίνδυνο μέρος, λέγοντας ότι ο λόγος αυτός ειπώθηκε για να δηλώσει την άγνοια του δημιουργού και όλων όσων βρίσκονται κάτω από αυτών. Διότι πρώτα ο λόγος μπορεί να ειπώθηκε προς όλους τους Ιουδαίους οι οποίοι νόμιζαν ότι πατέρας του Χριστού είναι ο Δαβίδ, και ότι ο ίδιος ο Χριστός είναι γιος του, και δεν γνώριζαν τον Υιό του Θεού. Γι’ αυτό και, κατά τρόπο γνωστό σ’ αυτούς, ειπώθηκε˙ «κανένας δεν γνώρισε τον Πατέρα», επειδή αντί του Θεού όλοι έλεγαν τον Δαβίδ, την δε προσθήκη που είπε, ότι «ούτε τον Υιό γνωρίζει κανείς», την είπε επειδή δεν γνώριζαν ότι αυτός είναι Υιός, και αυτό που είπε, «σε όποιους θέλει ο Υιός θα τον αποκαλύψει», καλά ειπώθηκε˙ διότι μόνο εκείνος που από την αρχή
ήταν Υιός ορίστηκε να τον αποκαλύψει σε εκείνους που θέλει. Έτσι λοιπόν μπορεί ο πρωτόπλαστος Αδάμ να μη τον αγνοεί, ούτε ο Ενώχ που τον ευαρέστησε να μη τον γνωρίζει, ούτε ο δίκαιος Νώε να μη τον γνωρίζει, ούτε ο φίλος του Αβραάμ να μη τον κατανοεί, ούτε ο Ισαάκ να μη τον καταλαβαίνει, ούτε ο Ιακώβ που πάλαιψε να μην έχει πιστέψει, και σε όλους τους άξιους του λαού να μην έχει αποκαλυφθεί.

14. Εάν πάλι, όπως λες, γίνεται, επειδή γνωρίστηκε μέσω του Ιησού, τώρα να αποκαλυφθεί σε όλους, δεν είναι πολύ άδικο αυτό που λές, εκείνοι που υπήρξαν οι επτά στύλοι του κόσμου και μπορούσαν να ευαρεστήσουν τον δικαιότατο Θεό, να μη τον γνωρίσουν, ενώ τόσοι πολλοί τώρα από τους εθνικούς, που είναι ασεβείς, να γνωρίζουν τα πάντα; Αυτό οι ανώτεροι όλων δεν αξιώθηκαν να τον γνωρίσουν; Και πώς γίνεται να είναι αυτό αγαθό, αυτό που δεν είναι δίκαιο; Εκτός εάν θέλεις να ονομάζεις αγαθόν όχι αυτόν που ευεργετεί εκείνους που έζησαν δίκαια, αλλά αυτόν που αγαπά τους άδικους, έστω και αν δεν πιστεύουν, στους οποίους αποκαλύπτει και τα απόρρητα, τα οποία δεν θέλησε να αποκαλύψει στους δίκαιους. Γιατί αυτό δεν ταιριάζει ούτε στον αγαθό ούτε στον δίκαιο, αλλά σ’ εκείνον που μισεί τους ευσεβείς. Μήπως, Σίμωνα, είσαι συ ο «Εστώς», ο οποίος έχεις το θράσος να λες αυτά τα οποία δεν έχουν ποτέ λεχθεί;

12. Ημείς, ώ Σίμων, εκ της μεγάλης δυνάμεως, έτι τε και της κυρίας λεγομένης, ου λέγομεν δύο επεστάλθαι αγγέλους, τον μεν επί τω κτίσαι κόσμον, τον δε επί τω θέσθαι τον νόμον˙ ουδ’ ότι αυτών έκαστος ελθών, εφ’ οις εποίησεν, ως αυτός ων αυθέντης, αυτόν ήγγειλεν˙ ουδ’ ο εστώς, στηρόμενος, αντικείμενος. μάθε, πως απιστείς και την υπόθεσιν ταύτην. Ην φης δύναμιν εν απορρήτοις είναι, αγνοίας γέμει. Την γαρ αγνωμοσύνην των υπ’ αυτής αποσταλέντων αγγέλων ου προεγίνωσκεν.

Και ο Σίμων, του Πέτρου ταύτα λέγοντος, μεγάλως οργισθείς επέκοψε λέγοντα, ειπών˙ Τί φλυαρείς, τολμηρέ και πάντων προπετέστατε, επ’ όχλον ευμαθή εκφαίνων ατεχνώς τα απόρρητα;

Και ο Πέτρος˙ Τί φθονείς ευεργετείσθαι τους παρόντας ακροατάς;

Και ο Σίμων˙ Ουκούν ομολογείς την τοιαύτην επίγνωσιν ευεργεσίαν είναι;

Και ο Πέτρος˙ ομολογώ. Το γαρ ψεύδος γνωσθέν ευεργετεί, αγνοίας αιτία μη περιπεσείν αυτώ.

Και ο Σίμων˙ Φαίνη μοι μη δυνάμενος ειπείν εις α προέτεινά σοι. Λέγω δη ότι και ο Διδάσκαλός σου εν απορρήτοις τινά λέγει είναι Πατέρα.

13. Και ο Πέτρος έφη˙ Αποκρινούμαι εις ο θέλεις περί του, «ουδείς έγνω τον Πατέρα, ει μη ο Υιός, ουδέ τον Υιόν τις οίδεν, ει μη ο Πατήρ και οις αν βούληται ο Υιός αποκαλύψει». Πρώτον μεν θαυμάζω, πώς, του λόγου τούτου μυρίας έχοντος εκδοχάς, συ το επικινδυνότερον εξελέξω μέρος, προς αγνωσίαν του Δημιουργού και των υπ’ αυτού πάντων φήσας ειρήσθαι τον λόγον. Πρώτον μεν γαρ δύναται ο λόγος ειρήσθαι προς πάντας Ιουδαίους, τους πατέρα νομίζοντας είναι Χριστού τον Δαβίδ, και αυτόν δε τον Χριστόν υιόν όντα, και Υιόν Θεού μη εγνωκέναι. Διο και οικείως είρηται˙ «ουδείς έγνω τον Πατέρα», επεί αντί του θεού τον Δαβίδ πάντες έλεγον, το δε επάξαντα ειπείν, «ως ουδέ τον Υιόν τις οίδεν», επεί αυτόν Υιόν όντα ουκ ήδεισαν, και το ειπείν, «οις αν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι», ορθώς είρηται˙ ο γαρ απ’ αρχής ων Υιός μόνος ωρίσθη, ίνα οις βούλεται αποκαλύψη. Και ούτω δύναται Αδάμ ο πρωτόπλαστος αυτόν μη αγνοείν, ουδέ Ενώχ ο ευαρεστήσας μη ειδέναι, ούτε Νώε ο δίκαιος μη επίστασθαι, ούτε ο Αβραάμ ο φίλος μη συνιέναι, ουκ
Ισαάκ μη νενοηκέναι, ουκ Ιακώβ ο παλαίσας μη πεπιστευκέναι και πάσι τοις εν τω λαώ αξίοις μη αποκεκαλύφθαι.

14. Ει δε, ως φης, έσται δια το ειδέναι δια του Ιησού νυν πάσιν αποκαλύπτεσθαι, πως ουκ αδικώτατον λέγεις, εκείνους μεν μη εγνωκέναι, επτά στύλους υπάρξαντας κόσμω, και δικαιοτάτω Θεώ ευαρεστήσαι δυνάμενους, και τοσούτους δε νυν από των εθνών ασεβείς όντας κατά πάντα γνώναι; Ούτοι παντός κρείττονες γνώναι ου κατηξιώθησαν; Και πώς εστί τούτο αγαθόν, ο μη δίκαιόν εστίν; Εκτός ει μη αγαθόν θέλεις λέγειν ου τον ευεργετούντα τους δικαιοπραγήσαντας, αλλά τον αγαπώντα τους αδίκους, καν μη πιστεύουσιν, οις και τα απόρρητα αποκαλύπτειν, α δικαίοις αποκαλύψαι ουκ ηθέλησεν. Τον γαρ τοιούτον ούτε αγαθώ ούτε δικαίω προσήκει, αλλά τω ευσεβείς μεμισηκότι. Μη τι συ ει, Σίμων, ο Εστώς, ο ταύτα ούτω μη ποτέ ρηθέντα ειπείν αποθρασυνόμενος;

***

15. Και ο Σίμωνας, αγανακτισμένος από αυτό, είπε˙ Τον Δάσκαλό σου κατηγορώ που είπε, «σ’ ευχαριστώ, Κύριε του ουρανού και της γης, γιατί αυτά που έκρυψες από τους σοφούς, τα φανέρωσες στα νήπια που θηλάζουν».1

Και ο Πέτρος είπε˙ Έτσι βέβαια δεν ειπώθηκε ο λόγος όμως θα πω πρώτα ότι έτσι ειπώθηκε, όπως νομίζεις εσύ. Ο Κύριός μας αν και είπε, «αυτά που ήταν κρυφά για τους σοφούς, αυτά ο Πατέρας τα φανέρωσε στα νήπια», δεν νομιζόταν όμως ότι σήμαινε άλλον Θεό και Πατέρα, εκτός από εκείνον που έκτισε τον κόσμο. Διότι είναι πιθανό να ανήκουν στον ίδιο τον Δημιουργό τα κρυφά που έλεγε, σύμφωνα μ’ αυτό που είπε και ο Ησαΐας˙ «θα ανοίξω το στόμα μου μιλώντας με παραβολές, και θα πω πράγματα κρυμμένα από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος».2 Ομολογείς λοιπόν ότι ο προφήτης δεν αγνοούσε τα κρυμμένα, τα οποία ο Ιησούς λέει ότι είχαν αποκρυβεί από τους σοβούς, αλλά αποκαλύφθηκαν στα νήπια; Πώς όμως αγνοούσε ο Δημιουργός, ενώ ο προφήτης Ησαΐας δεν αγνοούσε; Όμως ο Ιησούς μας στην πραγματικότητα δεν είπε, «αυτά που ήταν κρυμμένα», αλλά είπε αυτό που φαίνεται πιο σκληρό˙ γιατί είπε˙ «τα φανέρωσε στα νήπια που θηλάζουν».3 Με το να πει «τα απέκρυψες», έδειξε ότι κάποτε ήταν γνωστά σ’ αυτούς.

Διότι το κλειδί της βασιλείας των ουρανών, δηλαδή η γνώση των αποκρύφων, είχε αποτεθεί για φύλαξη σ’ αυτούς.

16. Και μη λες˙ Ασέβησε στους σοφούς κρύβοντάς τα αυτά από αυτούς. Μη γένοιτο να υποθέσουμε κάτι τέτοιο. Διότι δεν ασέβησε, αλλά, επειδή έκρυβαν τη γνώση της βασιλείας και ούτε αυτοί μπήκαν, ούτε σ’ αυτούς που ήθελαν να μπουν τους την έδωσαν, εξαιτίας αυτού, σύμφωνα με το δίκαιο, όπως έκρυψαν αυτοί τους δρόμους από εκείνους που ήθελαν, έτσι έμειναν κρυφά από αυτούς τα απόρρητα, για να συμβεί και σ’ αυτούς, ό,τι έκαναν, και μη χρησιμοποιηθεί και σ’ αυτούς το ίδιο μέτρο με το οποίο μέτρησαν». Διότι σ’ εκείνον που είναι άξιος να γνωρίσει, αυτό που δεν γνώρισε του οφείλεται, ενώ από τον μη άξιον, και αν ακόμα φαίνεται ότι έχει, του αφαιρείται, έστω και αν είναι για τους άλλους σοφός, και δίνεται στους άξιους, έστω και αν είναι κατά το διάστημα της μαθητείας τους νήπιοι.

17. Εάν πάλι κάποιος πει˙ Δεν υπήρχε τίποτε απόκρυφο από τους Ισραηλίτες, επειδή έχει γραφεί, «τίποτε δεν σου διέφυγε, Ισραηλιτικέ λαέ. Μη πεις λοιπόν, Ιακώβ, έμεινε κρυφός ο δρόμος από εμένα». Πρέπει να καταλάβει ο καθένας, ότι έμειναν μυστικά από αυτούς όσα έχουν σχέση με τη βασιλεία, ενώ ο δρόμος που οδηγεί στη βασιλεία, δηλαδή η διαγωγή, δεν έμεινε μυστικός. Γι’ αυτό άλλωστε λέει˙ «μη πεις ότι έμεινε κρυφός από μένα ο δρόμος». Και ο δρόμος είναι η διαγωγή, σύμφωνα μ’ αυτό που λέει ο Μωυσής˙ «να, έβαλα μπροστά σου το δρόμο της ζωής και το δρόμο του θανάτου». Και ο Δάσκαλος συμφωνώντας μαζί του είπε˙ «Περάστε από τη στενή πύλη και τον γεμάτο δυσκολίες δρόμο, μέσω του οποίου θα μπείτε στη ζωή». Και κάπου αλλού, όταν τον ρώτησε κάποιος, «τί πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή», υπέδειξε τις εντολές του Νόμου.

15. Και ο Σίμων επί τούτω αγανακτήσας έφη˙ Τον σον Διδάσκαλον αιτιώ ειπόντα, «εξομολογήσομαί σοι, Κύριε του ουρανού και της γης, ότι, άπερ ην κρυπτά σοφοίς, απεκάλυψας αυτά νηπίοις θηλάζουσιν».

Και ο Πέτρος˙ Ούτω μεν, έφη, ο λόγος ουκ ελέχθη˙ ερώ δε πρώτον, ως ούτως ειρημένον ώσπερ σοι έδοξεν. Ο Κύριος ημών, είπερ και ειρήκει, «άτινα ην κρυπτά σοφοίς, ταύτα νηπίοις απεκάλαυψεν ο Πατήρ», ουδ’ ούτως άλλον θεόν και πατέρα σημαίνειν ενομίζετο παρά τον κτίσαντα τον κόσμον. Ενδέχεται γαρ αυτού είναι του Δημιουργού τα κρυπτά α έλεγεν, τω και τον Ησαΐαν ειπείν˙ «ανοίξω το στόμα μου εν παραβολαίς και εξερεύξομαι κεκρυμμένα από καταβολής κόσμου». Τον ούν προφήτην ομολογείς, ας τα κεκρυμμένα ουκ ηγνόει, άτινα ο Ιησούς από σοφών απεκεκρύφθαι λέγει, νηπίοις δε αποκεκαλύφθαι; Πώς δε ο Δημιουργός ηγνόει, του προφήτου αυτού μη αγνοούντος του Ησαΐου; Ο δε Ιησούς ημών τω όντι ουκ είπεν, ¨άτονα ην κρυπτά¨, αλλά το δοκούν τραχύτερον είρηκεν˙ είπε γαρ˙ «απεκάλυψας, ως ποτέ εγνωσμένων αυτοίς. Παρ’ αυτοίς γαρ η κλεις της βασιλείας των ουρανών απέκειτο, τουτέστιν η γνώσις των απορρήτων.

16. Και μη λέγε, Ησέβησεν εις τους σοφούς κρύψας αυτά απ’ αυτών. Μη γένοιτο του υπολαβείν. Ου γαρ ησέβησεν, άλλ’ επειδή απέκρυπτον την γνώσιν της βασιλείας, και ούτε αυτοί εισήλθον, ούτε τοις βουλομένοις εισελθείν παρέσχον, τούτου ένεκεν κατά το δίκαιον, ως απέκρυψαν αυτοί τας οδούς από των θελόντων, ούτω και απ’ αυτών απεκρύβη τα απόρρητα, ίνα, ως εποίησεν, ομοίως και αυτοίς γένηται, και ω μέτρω εμέτρησαν, μετρηθή αυτοίς το ίσον. Τω γαρ αξίω του γνώναι, ο μη είδεν, οφείλεται, του δε μη αξίου, καν δοκή έχειν, αφαιρείται, καν εν τοις άλλοις η σοφός, και δίδοται τοις αξίοις, καν εν τοις χρόνοις της μαθητείας ώσι νήπιοι.

17. Ει δε τις ερεί˙ Ουδέν ην απόκρυφον τοις υιοίς Ισραήλ, δια το γεγράφθαι, «ουδέν σε έλαθεν, Ισραήλ, μηγαρ είπης, Ιακώβ, απεκρύβη η οδός απ’ εμού», συνιέναι οφείλει τις, ότι τα διαφέροντα τη βασιλεία απεκέκρυπτο απ’ αυτών, η δε εισφέρουσα εις την βασιλείαν οδός, ήτις εστί πολιτεία, ουκ απεκέκρυπτο. Δια τούτο γαρ και λέγει˙ Μη γαρ είπης ότι απεκρύβη απ’ εμού η οδός. Οδός δε η πολιτεία εστίν, τω και τον Μωϋσήν λέγειν˙ «ιδού τέθεικα προ προσώπου σου την οδόν της ζωής και την οδόν του θανάτου». Και ο Διδάσκαλος συμφώνως είπεν˙ «εισέλθετε δια της στενής και τεθλιμμένης οδού, δι’ ης εισελεύσεσθε εις την ζωήν». Και αλλαχού που, ερωτήσαντός τινός, «τί ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» τας του νόμου εντολάς υπέδειξεν.

Υποσημειώσεις.

1. Ματθ. 11, 25
2. Ψαλμ. 77, 2 Ματθ. 13, 35
3. Ματθ. 11, 25

Από την συλλογή: Αποστολικοί Πατέρες, άπαντα τα έργα (3).
Κλημέντια Β’: Προς Κορινθίους Α’ – Β’, Μαρτύριον Κλήμεντος.

Εκδότης ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Σειρά: ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 118
Χρονολογία Έκδοσης, Δεκέμβριος 1994

Μετάφραση (Νεοελληνική απόδοση), Παπαευαγγέλου Παναγιώτης.
Επιμέλεια, ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ

Η/Υ επιμέλεια: Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Εκ “των Πέτρου επιδημιών κηρυγμάτων επιτομή”: (Εισαγωγή).

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.