Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος Ζ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

… Τον Μάιο του 1909 ένα ακόμα γεγονός ήρθε να προστεθεί στα αλλεπάλληλα και ατυχή εκείνα περιστατικά, τα οποία οδήγησαν στην οριστική απομάκρυνση του Χρυσοστόμου από τη Μακεδονία. Στις 19 Μαΐου 1909 δολοφονήθηκε στην Ξάνθη ο διαβόητος αρχιβουλγαριστής Ηλίας Χατζηγεώργης (Χατζηγκεωργκίεφ). Πρώην Έλληνας δάσκαλος από την Προσοτσάνη, ο Χατζηγεώργης είχε προσχωρήσει στις τάξεις των Εξαρχικών, αναδειχθείς σε ηγετικό στέλεχος της εθνικιστικής Ανωτάτης Μακεδονικής επιτροπής των Βερχοβιστών στην Ανατολική Μακεδονία. Ως πρόεδρος του βουλγαρικού κομιτάτου στη Δράμα, συγκρούστηκε με τον Χρυσόστομο, με αποκορύφωμα την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του ιεράρχη στις αρχές του 1903.
Για τις συνθήκες θανάτου του περιβόητου οπλαρχηγού διατυπώθηκαν διάφορες εκδοχές. Μία από αυτές έλεγε πως ο Χατζηγεώργης είχε πέσει θύμα της ενδοβουλγαρικής σύγκρουσης στη Μακεδονία μεταξύ Σαντραλιστών και Βερχοβιστών, αποδίδοντας τη δολοφονία του στον λησταντάρτη Τόντορ Πανίτσα.6 Ο τελευταίος δεν είχε διστάσει λίγους μήνες πριν να δολοφονήσει δύο ομοεθνείς του, τους Μπόρις Σαράφωφ και Ιβάν Γραβάνωφ,7 επειδή είχαν προσπαθήσει να συμφιλιώσουν τις αντιμαχόμενες παρατάξεις στους κόλπους των Βουλγαροεξαρχικών. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Χατζηγεώργης δολοφονήθηκε από το ελληνικό κίνημα αντίστασης, το οποίο δρούσε στην επαρχία της Ξάνθης.8
Η ατυχία για τον Χρυσόστομο ήταν πως, ενώ ο Χατζηγεώργης θανατώθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες στην Ξάνθη, η κηδεία του έγινε στον τόπο καταγωγής του, την Προτοτσάνη Δράμας.
Εκεί, εκφωνήθηκε επικήδειοι λόγοι που εξυμνούσαν τον γενναίο οπλαρχηγό, ο οποίος είχε προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στο βουλγαρικό έθνος. Στον γεμάτο μίσος και οργή παραληρηματικό του λόγο ο Βούλγαρος αρχιμανδρίτης Ιβάν Κιόσεφ είπε μεταξύ άλλων: «Ο φόνος ούτος του Ηλία Χατζηγεώργη ήτο προσχεδιασμένος. Και πρέπει να γνωρίζητε ότι ο μητροπολίτης Δράμας είνε εκείνο όστις διωργάνωσε την γενομένην δολοφονίαν. Ναι, ο μητροπολίτης ούτος, όστις πρέπει να κρεμασθή ή οπωσδήποτε λείψη εκ του μέσου». Οι συγκεντρωμένοι, που είχαν έρθει στην Προσοτσάνη από διάφορα μέρη της Ανατολικής Μακεδονίας για την κηδεία, άρχισαν τότε να φωνάζουν λυσσαλέα: «Ανάθεμα εις το πατριαρχείον. Κρεμάλα εις τον μητροπολίτην Δράμας. Θάνατος εις τους Γραικούς».4
Έπειτα, μίλησε ο επιθεωρητής των βουλγαρικών σχολείων της Μακεδονίας Άντσεφ. Με τον λόγο του ερέθισε και αυτός τόσο πολύ το πλήθος, ώστε συχνά διακόπτετο από κραυγές: «Κατάρα εις τον πατριάρχην, Κρεμάλα εις τον μητροπολίτην Δράμας, Θάνατος εις τους Γραικούς», διαμορφώνοντας μια εκρηκτική ατμόσφαιρα.
Τελευταίος μίλησε ο διερμηνέας του βουλγαρικού προξενείου των Σερρών, ο οποίος, αφού καταφέρθηκε εναντίον των Ελλήνων Μητροπολιτών, τους οποίους απέδωσε και αυτός τη δολοφονία του Χατζηγεώργη στον μητροπολίτη Δράμας, «όστις πρέπει να κρεμασθή και την τιμωρίαν ταύτην πρέπει με πάσαν θυσίαν να την επιδιώξωμεν», είπε χαρακτηριστικά και συνέχισε: «Ναι πρέπει να ζητήσωμεν να κρεμασθή ο μητροπολίτης Δράμας, διότι ενώ απεδείχθη ότι είνε ένοχος εκ των εις την Βουλήν προσκομισθέντων εγγράφων, εν τούτοις ουδέν εισέτι μέτρον ελήφθη κατ’ αυτού. Ας είμεθα όμως βέβαιοι ότι θα επιτύχωμεν να τον κρεμάσωμεν, διότι έχομεν μεθ’ ημών τους αδελφούς Τούρκους, Αλβανούς και Αρμενίους, οίτινες αντελήφθησαν ότι οι Έλληνες τρέφουσιν άλλους σκοπούς και δεν ενδιαφέρονται δια το μεγαλείον της οθωμανικής πατρίδος. Δια τους Έλληνας αι λέξεις μουσαβάτ (ισότητα), αδαλέτ (δικαιοσύνη) και χουριέτ (ελευθερία), τας οποίας εξεφώνουν και αυτοί κατά την ανακήρυξιν του συντάγματος, απεδείχθη ότι ήσαν λέξεις κεναί, διότι αυτοί πρώτοι ηγουμένου του μητροπολίτου Δράμας προβαίνουσι εις ταραχάς και φόνους, ως εξάγεται εκ του φόνου του προκειμένου νεκρού…» Το πλήθος άρχισε τότε να φωνάζει: «Άρον, άρον, σταύρωσον και κρέμασον τον μητροπολίτην Δράμας».
Τις επόμενες μέρες η κατάσταση στη Δράμα έδειχνε να ξεφεύγει από κάθε όριο λογικής και νομιμότητας. Οι τουρκικές αρχές, με πρωτεργάτη τον δήμαρχο της πόλης Μαχμούτ μπέη, εγγονό του διαβόητου Οθωμανού στρατηγού στα χρόνια της Ελληνικής επαναστάσεως Μαχμούτ πασά, του επονομαζόμενου λόγω καταγωγής Δράμαλη, άρχισαν να υποκινούν τον μουσουλμανικό πληθυσμό σε πράξεις βίας κατά του ελληνορθόδοξου στοιχείου. Με τη συνδρομή της συμμορίας του οπλαρχηγού Πανίτσα, ομάδες μαινόμενων τούρκων ξεχύθηκαν στην κεντρική αγορά της Δράμας και εμπόδιζαν κάθε συναλλαγή και αγοραπωλησία με τα ελληνικά καταστήματα, ενώ απειλούσαν και τους μουσουλμάνους χωρικούς, όταν αυτοί συναναστρέφονταν με Ρωμηούς. Βούλγαροι και Τούρκοι, ενώ αρχικά κατηγορούσα τον μητροπολίτη Δράμας για τη δολοφονία του Χατζηγεώργη, έπειτα, συνεργαζόμενοι με ληστανταρτικά σώματα της περιοχής, επέβαλαν γενικό εμπορικό αποκλεισμό εναντίον των Ελλήνων εμπόρων και επαγγελματιών.6
Η κατάσταση έγινε πιο έκρυθμη, όταν διαδόθηκε η φήμη ότι το βουλγαρικό κομιτάτο είχε επικηρύξει τον μητροπολίτη Δράμας με εκατό τουρκικές λίρες, γεγονός που ηλέκτρισε ακόμα περισσότερο την ήδη επιβαρυμένη ατμόσφαιρα.7 Για την εκτόνωση της κατάστασης, ο Μουτεσαρίφης της πόλης σύστησε στον Χρυσόστομο να αναχωρήσει από τη Δράμα οικειοθελώς εντός τριών ημερών.
Στις 3 Ιουνίου 1909, λίγο πριν εκπνεύσει η άτυπη προθεσμία για την αναχώρησή του από τη Δράμα, ο ιεράρχης πληροφορήθηκε ότι είχε σταλεί στις τοπικές αρχές κατεπείγουσα τηλεγραφική διαταγή της Νομαρχίας. Σύμφωνα με αυτή ο Χρυσόστομος κατηγορείτο ως υπαίτιος ταραχών στην ευρύτερη περιοχή, γεγονός που επέβαλλε τη σύλληψη και μεταφορά του στη Θεσσαλονίκη. Την ίδια μέρα ο μητροπολίτης έλαβε εμπιστευτικά συνοδική και πατριαρχική εντολή, η οποία τον καλούσε να αναχωρήσει αμέσως για τη Θεσσαλονίκη.
Διαπιστώνοντας ο Χρυσόστομος ότι κάθε περαιτέρω προσπάθεια για την παραμονή του στη Δράμα θα επέφερε περισσότερα δεινά στον ήδη ταλαιπωρημένο ελληνορθόδοξο λαό, κάλεσε τους εκπροσώπους των κοινοτικών σωματείων της πόλης και τους ανακοίνωσε ότι είχε αποφασίσει να αποχωρήσει προσωρινά από την έδρα της μητρόπολης.
Αυτή τη φορά, ωστόσο, αρνήθηκε να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη. Ενθυμούμενος την προ δύο ετών απομάκρυνσή του από τη Δράμα και τα όσα είχαν ακολουθήσει στην πόλη του αγίου Δημητρίου, αποφάσισε να μετακινηθεί σε άλλο μέρος, ελπίζοντας αφ’ ενός μεν να εκτονωθεί η κατάσταση στην επαρχία του, αφ’ ετέρου δε να αποφύγει την οριστική απομάκρυνσή του από τη Μακεδονία.

Στις 4 Ιουνίου 1909 συνοδευόμενος ο Χρυσόστομος από μέλη της Δημογεροντίας αναχώρησε από τη Δράμα «όρθρου βαθέος» και κινήθηκε προς την πόλη της Καβάλας. Εκεί, φιλοξενήθηκε στο οίκημα του μητροπολίτη Ξάνθης Ιωακείμ, ο οποίος την περίοδο εκείνη διέμενε ως συνοδικός στην Κωνσταντινούπολη.
Την ίδια μέρα η δημογεροντία Δράμας απέστειλε στον πατριάρχη επιστολή, στην οποία περίγραφε με θλίψη την άδικη δίωξη του Χρυσοστόμου. Οι πρόκριτοι εξέφραζαν την απογοήτευση των κατοίκων της πόλης για την εκ νέου απομάκρυνση του αγαπημένου τους ποιμενάρχη και από την άλλη εγκαλούσαν το εκκλησιαστικό κέντρο για την ατολμία του να υπερασπισθεί τον ιεράρχη απέναντι στην ακραία και προσβλητική στάση των τουρκικών αρχών. Σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα της επιστολής αυτής, οι εκπρόσωποι των ελληνικών κοινοτικών αρχών έγραφαν για τον μητροπολίτη Δράμας:
«…αι καρδίαι και οι πόθοι πάντων θα φέρωνται προς τον χρυσούν το στόμα, τον ατρόμητον υπέρμαχον των δικαίων μας, τον εξυψώσαντα ημάς εις θέσιν δακτυλοδεικτουμένην, τον θέντα την ψυχήν του υπέρ ημών, τον διδάξαντα ημάς τα μυστήρια της ευημερίας και προόδου, τον αποκρούσαντα αποτελεσματικώς τας εφόδους του εχθρού. Ουδόλως θέλομεν λησμονήσει τον μαργαρίτην τούτον, τον φωτεινόν λύχνον, ον θέλομεν να βλέπωμεν εν ημίν μεν πρωτοστατούντα εις το έργον της εξασφαλίσεως, ούτινος όσον στερραί και αν ετέθησαν αι βάσεις, η εξακολούθησις και αποπεράτωσις δείται της παρουσίας του πεφιλημένου ημών Ιεράρχου».8
Στην Καβάλα ο Χρυσόστομος απόφυγε κάθε δημόσια εμφάνιση, ώστε να μην δώσει αφορμή στις τοπικές αρχές.
Ωστόσο, το πρωί της 10ης Ιουνίου 1909 κατέφθασε στη μητρόπολη ο αρχιαστυνόμος της Καβάλας, ο οποίος ανακοίνωσε στον Χρυσόστομο ότι είχε λάβει διαταγή από τη γενική διοίκηση να αναχωρήσει αμέσως για την Κωνσταντινούπολη, έχοντας στη διάθεσή του δύο μόνο ώρες για να ετοιμαστεί. Ο ιεράρχης ρώτησε τον αξιωματικό εάν η διαταγή αυτή ήταν της κυβέρνησης ή του πατριάρχη, ζητώντας να του κοινοποιηθεί αυτή γραπτώς. Ο αρχιαστυνόμος απάντησε ότι του δινόταν η ευκαιρία να αναχωρήσει από την πόλη οικειοθελώς και με την τιμή που άρμοζε στο αξίωμά του. Σε διαφορετική περίπτωση θα διέτασσε τη βίαιη απαγωγή και απέλασή του, γεγονός που θα προκαλούσε καίριο πλήγμα στην εικόνα του προσώπου και του αξιώματός του. Ο άγιος απάντησε πως η τιμή και η υπόληψή του δεν διέτρεχαν κανέναν κίνδυνο από οποιαδήποτε ενέργεια εναντίον του.
Αμέσως μετά την αναχώρηση του αρχιαστυνόμου, ο Χρυσόστομο τηλεγράφησε στο πατριαρχείο ζητώντας οδηγίες για το τι έπρεπε να πράξει. Λίγο αργότερα το μητροπολιτικό οίκημα περικυκλώθηκε από πολυάριθμο στρατό. Η ατμόσφαιρα θύμιζε επιστράτευση, καθώς ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν να κάνουν περιπολίες, απαιτώντας από τον κόσμο να μην εξέρχεται από τις οικίες του. Ωστόσο, γρήγορα διαδόθηκε η είδηση ότι η κινητικότητα που παρατηρείτο είχε σκοπό την απέλαση του φιλοξενούμενου μητροπολίτη Δράμας. Ο κόσμος τότε ξεχύθηκε στους δρόμους της πόλης, θέλοντας να αποτρέψει κάθε ενάργεια εναντίον του ιεράρχη, ο οποίος με τη δράση του είχε ενθουσιάσει κάθε ελληνική ψυχή στη Μακεδονία.
Οι πρόξενοι των μεγάλων δυνάμεων, οι οποίοι είχαν έδρα την Καβάλα, βλέποντας την τροπή των πραγμάτων, μετέβησαν στον καϊμακάμη της περιοχής και ζήτησαν την αναβολή της απέλασης του Χρυσοστόμου, υποσχόμενοι ότι θα επεδίωκαν συνεννόηση μαζί του προκειμένου να βρεθεί λύση. Ο διοικητής όμως αρνήθηκε κάθε μεσολάβηση των ξένων δυνάμεων και διαμήνυσε ότι μετά την παρέλευση των δύο ωρών θα διέτασσε την απομάκρυνση του ταραξία μητροπολίτη Δράμας από την πόλη.
Έπειτα, οι πρόξενοι μετέβησαν στην μητρόπολη, όπου είχαν συνάντηση με τον Χρυσόστομο. Όταν του ζήτησαν να υποχωρήσει για το καλό του ιδίου, ο μητροπολίτης απάντησε ότι δεν επρόκειτο να κάνει ούτε ένα βήμα προς την Κωνσταντινούπολη χωρίς σχετική πατριαρχική εντολή. Στην επιμονή των απεσταλμένων για την αναχώρησή του, ο Χρυσόστομος δέχθηκε να μεταβεί στο παρακείμενο νησί της Θάσου, μέχρι να λάβει εκεί το πατριαρχικό τηλεγράφημα.
Οι πρόξενοι επανήλθαν στον διοικητή και απαίτησαν να λυθεί η πολιορκία της μητρόπολης, καθιστώντας τον υπεύθυνο για τη διατάραξη της τάξης. Οι εκπρόσωποι των μεγάλων δυνάμεων διαβεβαίωσαν τις αρχές ότι ο μητροπολίτης Δράμας θα αποχωρούσε αμέσως μετά τη λήψη της σχετικής πατριαρχικής απόφασης, γεγονός που έπεισε τον διοικητή να άρει τον αποκλεισμό του Χρυσοστόμου.
Το απόγευμα της 10ης Ιουνίου 1909 απεστάλη από την Κωνσταντινούπολη πατριαρχικό τηλεγράφημα, το οποίο καλούσε εκ νέου τον Χρυσόστομο να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη. Ο καϊμακάμης, ωστόσο, επέμεινε ο μητροπολίτης να αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη. Μετά από έντονες συζητήσεις και διαβεβαιώσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και των τουρκικών αρχών, ο Χρυσόστομος υποχρεώθηκε να επιβιβαστεί σε άμαξα και με τη συνοδεία στρατιωτικής δύναμης μεταφέρθηκε στη Χρυσούπολη της Καβάλας. Από εκεί, συνοδευόμενος από έφιππους χωροφύλακες, οδηγήθηκε στο Όκτσιλρ (Τοξότες) της Ξάνθης, όπου επιβιβάστηκε σε αμαξοστοιχία με προορισμό την Κωνσταντινούπολη.

Με αυτόν τον τρόπο έληξε η πολυτάραχη αρχιερατική διακονία του χαρισματικού μητροπολίτη Δράμας Χρυσοστόμου. Ο ιεράρχης απομακρύνθηκε από τη Μακεδονία, δημιουργώντας πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Η παρουσία όμως και το έργο του άφησαν στον τόπο απ’ όπου πέρασε μια παρακαταθήκη που διασώζεται μέχρι σήμερα. Είναι η μαρτυρία και οι αγώνες του για την ορθοδοξία και το γένος. Είναι η αφοσίωση και η μαχητικότητά του για τα δίκαια του οικουμενικού πατριαρχείου και του Ελληνισμού στη Μακεδονία, που εκδηλώθηκαν με μοναδική τόλμη και παρρησία, καθώς ο γενναίος ιεράρχης πρόσφερε κατ’ επανάληψη ακόμα και τη ζωή του, σε μια εποχή τόσο ταραγμένη όσο και επικίνδυνη. Η ιερή και πανσεβάσμια μορφή του θα παραμένει εσαεί ένας φωτεινός λύχνος που θα καίει τη φλόγα της πίστεως και της ελπίδας και θα προσφέρει στις επόμενες γενιές διδάγματα ζωής και μαρτυρίου. Δίκαια ο μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών Χρυσόστομος Καλαφάτης συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγάλων εκείνων ομολογητών και ηρώων της εκκλησίας και του Έθνους, τα ονόματα των οποίων ανέγραψε η σύγχρονη ελληνική ιστορία με χρυσά και ανεξίτηλα γράμματα στις ένδοξες σελίδες του Μακεδονικού Ελληνισμού.

Υποσημειώσεις.
1. Λοβέρδος, ό. π., σ’. 125
2. Το αρχείον, τ. Α’, σ. 206
3. Στέσφανος Ιωαννίδης, «Ο Μακεδονικός Αγώνας και το κίνημα αντιστάσεως στην Ξάνθη». Ο Μακεδονικός αγώνας συμπόσιο, ίδρυμα μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1987, σσ’. 445-457,
4. Το αρχείον, τ. Α’, σ. 265
5. Ό. π., σσ’. 266-267
6. ΕΑ ΚΘ (1909) 178
7. Το αρχείον, τ. Α’, σ. 264
8. Ό. π., σ’. 274

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος Γ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος Δ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος Ε’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Επιστροφή του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης στη Δράμα (μέρος ΣΤ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Δημοσιεύθηκε στην Θαυμαστά γεγονότα, Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.