Ο Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης ως συνοδικός ιεράρχης (Γ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Στη διάρκεια του 1915 ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας περιήλθε στην πιο άθλια και αφόρητη κατάσταση. Η στράτευση των Ελλήνων επεκτάθηκε σε όλες τις επαρχίες της οθωμανικής επικράτειας, χωρίς να εξαιρούνται ούτε οι μονογενείς της Κωνσταντινούπολης και οι κάτοικοι των παραλίων της Προποντίδας και του Πόντου. Ενώ στην πρώτη φάση των διωγμών το 1914 εκκενώθηκαν οι πόλεις και τα χωριά της Ανατολικής Θράκης και των μικρασιατικών ακτών, έπειτα, το σχέδιο εξόντωσης των Ρωμηών κάλυψε όλες τις περιοχές όπου κυριαρχούσε το ελληνορθόδοξο στοιχείο.

Την περίοδο αυτή, για να αποφεύγουν οι Μικρασιάτες τη στράτευσή τους στα διαβόητα τάγματα εργασίας, επινόησαν τα περίφημα «τάγματα ταβανιών». Οι ομογενείς κατασκεύαζαν ειδικές κρύπτες στις οροφές των σπιτιών, στις οποίες έμεναν έγκλειστοι για πολλούς μήνες ή και χρόνια για να διαφύγουν τη σύλληψη και την αποστολή τους στο εσωτερικό της Ανατολίας.1

Αυτή τη φορά όμως το σχέδιο των Νεότουρκων δεν προέβλεπε μόνο τη στρατολόγηση του ανδρικού πληθυσμού στα τάγματα εργασίας, αλλά τη μετακίνηση όλων σχεδόν των χριστιανών υπηκόων που κατοικούσαν στις παράκτιες περιοχές της αυτοκρατορίας. Τη σκληρή αυτή απόφαση δικαιολόγησε η τουρκική κυβέρνηση λέγοντας πως οι Έλληνες ευθύνονταν για την ήττα της Τουρκίας στους Βαλκανικούς πολέμους και την απώλεια σημαντικών ευρωπαϊκών εδαφών στη Μακεδονία, την Ήπειρο και τα Νησιά του Αρχιπελάγους. Οι Μικρασιάτες κατηγορούνταν ακόμα για κατασκοπεία και ιδιαίτερα για πράξεις στήριξης των δυνάμεων της Αντάντ, όπως η τροφοδοσία των εχθρικών πλοίων και των υποβρυχίων που έπλεαν στα παράλια της Προποντίδας.2

Να σημειωθεί επίσης πως από την άνοιξη του 1915 ισχυρές συμμαχικές δυνάμεις είχαν αποβιβαστεί στη χερσόνησο της Καλλίπολης, με στόχο τον έλεγχο των Δαρδανελλίων και την τελική κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Η Ελλάδα, μετά την επίμονη άρνηση του Βασιλιά Κωνσταντίνου και του επιτελείου, δεν έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Καλλίπολης, η οποία αφ’ ενός αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες ήττες της Αντάντ στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, αφ’ ετέρου στοίχισε τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες Βρετανούς, Γάλλους, Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς στρατιώτες.

Ενισχυμένη η Τουρκία από την επικράτησή της στις πολεμικές επιχειρήσεις της Καλλίπολης, συνέχισε το έργο της εξόντωσης των ελληνικών πληθυσμών στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Και ενώ η Ελλάδα είχε κρατήσει από την αρχή του πολέμου στάση αυστηρής πολιτικής ουδετερότητας, οι τουρκικές αρχές, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι οι Ελληνοθωμανοί υποστήριζαν τις δυνάμεις της Αντάντ, τους απομάκρυναν από τις εστίες τους και τους οδήγησαν στα βάθη της Ανατολίας, όπου έφταναν κατά κύματα τα καραβάνια των εξαθλιωμένων Ελλήνων.

Από το μεταναστευτικό κύμα και τις διώξεις εναντίον των Ελλήνων Μικρασιατών δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί η Τρίγλια της Προποντίδας, γενέτειρα του Χρυσοστόμου Σμύρνης. Τον Ιούλιο του 1915 οι αρχές διέταξαν τον ελληνικό πληθυσμό να εγκαταλείψει σε μια μέρα την κωμόπολη, καθώς κατηγορείτο ότι εφοδίασε με καύσιμα τα αγγλικά υποβρύχια. Χίλιες πεντακόσιες οικογένειες Τριγλιανών υποχρεώθηκαν τότε να εγκαταλείψουν σε λίγες ώρες την πατρίδα τους, αρχικά για την πρωτεύουσα της επαρχίας, την Προύσα, και έπειτα για το εσωτερικό της Ανατολίας. Τρία χρόνια αργότερα, το 1918, επέστρεψε στην Τρίγλια το ένα τρίτο των Ελλήνων κατοίκων, καθώς οι υπόλοιποι είχαν βρει τραγικό θάνατο στις εξαντλητικές οδοιπορίες, την πείνα και τις μεταδοτικές ασθένειες.

Οι μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν τους διωγμούς των Ελλήνων ομογενών στη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου, ίσως να μπορούσαν να αποτυπώσουν τη φρίκη και απελπιστική αυτή κατάσταση.

«Οι εκτοπισμοί στη Μικρά Ασία ήταν ένας ευφημισμός για την πιο άκαρδη και ανηλεή σκληρότητα. Σήμαινε την απώλεια της εστίας, της εργασίας, της επιχειρησιακής περιουσίας και κάθε προσωπικής ιδιοκτησίας. Τη μεταφορά σε έρημες περιοχές τον εξαναγκασμό σε πορεία υπό την απειλή της ξιφολόγχης μέχρι να εξαντληθούν οι δυνάμεις, την απουσία στέγης, τροφής και νερού, την υπερβολική και μεθοδευμένη βιαιότητα. Ο εκ εκτοπισμένος ήταν αντιμέτωπος συνέχεια με το θάνατο από τη βία ή από τις συνέπειες της έκθεσης, της ασθένειας και της πείνας. Οι άνθρωποι οδηγούνταν σε αγέλες και σπρώχνονταν όπως τα ζώα. Οι απελπισμένοι πρόσφυγες συντηρούνταν κυρίως με τα σκουπίδια˙ έξυναν, όπως οι γάτες στις στέγες, τις ρίζες των λιγοστών χόρτων και πίεζαν τους ξηρούς και σκονισμένους μίσχους τους επάνω στο αμμώδες χώμα. Ήταν αδύνατο να περιγραφεί η τραγωδία των γυμνών υπάρξεων υπό αυτούς τους φοβερούς όρους. Πολλοί έπεφταν στην άκρη του δρόμου για να πεθάνουν επί τόπου. Άλλοι παραφρόνησαν.

Κι αυτό ήταν μόνο στην αρχή. Οι πορείες διαρκούσαν ακόμη».4 Με αυτόν τον μαρτυρικό τρόπο αναρίθμητες ψυχές Ελλήνων από τη Θράκη, τη Μικρά Ασία, την Προποντίδα και τον Πόντο, έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου στα βάθη της Ανατολίας. Οι Έλληνες εκτοπισμένοι από τις μικρασιατικές ακτές του Αιγαίου και της Προποντίδας ανήλθαν στη διάρκεια του πολέμου στις επτακόσιες χιλιάδες, γεγονός που εξουδετέρωνε το επιχείρημα της ελληνικής πλευράς για την υπεροχή του ελληνορθόδοξου στοιχείου στις περιοχές αυτές και την προοπτική ενσωμάτωσής τους στο ελληνικό κράτος.5

Συγκλονισμένος ο μητροπολίτης Σμύρνης από τα τραγικά αυτά γεγονότα, αποστέλλει στις 25 Μαρτίου 1916 από την Κωνσταντινούπολη νέα αποστολή στον Βασιλέα των Ελλήνων, με την οποία τον καλούσε και πάλι να αφήσει κάθε επιφυλακτικότητα και να εξέλθει από την πολιτική της ουδετερότητας, προκειμένου να προστατέψει την εκκλησία και το Γένος από την «απαισία αύτη φυλή των Αθιγγανο- Μογγόλων».6

Το 1916 η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα γνώρισε τη μεγαλύτερη αναταραχή από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, καθώς ο εθνικός διχασμός έφτασε στο απόγειο της βαθύτερης και πιο επώδυνης πολιτικής του έκφρασης. Ο Βενιζέλος, μη μπορώντας να επιβάλει την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων, αναχώρησε τον Σεπτέμβριο του 1916 για τη Θεσσαλονίκη, όπου ηγήθηκε της «Εθνικής Άμυνας’, μιας οργάνωσης η οποία είχε σχηματισθεί λίγους μήνες νωρίτερα από βενιζελικούς αξιωματικούς, και εγκατέστησε εκεί προσωρινή κυβέρνηση φιλικά διακείμενη στις δυνάμεις της Αντάντ. Η Ελλάδα περιήλθε σε μια πρωτοφανή κατάσταση, καθώς χωρίστηκε σε δύο κράτη, το καθένα από τα οποία είχε τη δική του κυβέρνηση και τον δικό του στρατό.7

Από την άλλη, Αγγλία και Γαλλία, λειτουργώντας ως «προστάτιδες» δυνάμεις της χώρας, άσκησαν αφόρητη πίεση στον Βασιλιά Κωνσταντίνο, αυτή τη φορά όχι για να τον πείσουν να εξέλθει από την ουδετερότητα και να διαθέσει τον ελληνικό στρατό στις συμμαχικές δυνάμεις, αλλά για να εγκαταλείψει τον θρόνο και την Ελλάδα. Από το φθινόπωρο του 1916 μέχρι την άνοιξη του 1917 οι σύμμαχοι χρησιμοποίησαν κάθε μέσο για την εξόντωση του Κωνσταντίνου. Η διαδικασία αποκαθήλωσης του Έλληνα βασιλιά ξεκίνησε μέσω του τύπου και την κατασυκοφάντηση του ιδίου και της οικογένειάς του, συνεχίστηκε με τον βομβαρδισμό της πρωτεύουσας και των ανακτόρων στην Ηρώδου Αττικού από τον γαλλικό στόλο και κορυφώθηκε με την κήρυξη του εμπορικού αποκλεισμού των λιμένων της χώρας, γεγονός που οδήγησε μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην πείνα και την οικονομική εξαθλίωση. Στις 29 Μαΐου 1917 ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα, αφήνοντας στον θρόνο τον δευτερότοκο γιο του, Πρίγκιπα Αλέξανδρο. Η χώρα έμπαινε στον Α’
παγκόσμιο πόλεμο.

Την ίδια περίοδο, το δεύτερο εθνικό κέντρο του εξωελλαδικού Ελληνισμού, η Κωνσταντινούπολη, το οποίο μέσο του οικουμενικού πατριαρχείου εκπροσωπούσε εκκλησιαστικά και εθνικά περισσότερα από δύο εκατομμύρια Έλληνες ομογενείς στη Μικρά Ασία και τον Πόντο, δεν έδειχνε ικανό να αναλάβει δράση υπέρ του χειμαζόμενου ορθόδοξου ποιμνίου του. Ο Γερμανός Ε’, ασθενής και προβεβηκώς τη ηλικία, αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις κρίσιμες και έκτακτες περιστάσεις που επέβαλε το αξίωμά του απέναντι στους διωγμούς των Χριστιανών και τα γεγονότα του μεγάλου πολέμου, με αποτέλεσμα να παρακολουθεί το πατριαρχείο σχεδόν άπραγο τις εξελίξεις.

Στους κόλπους της ιεραρχίας άρχισε τότε αν αναπτύσσεται μια ομάδα μητροπολιτών, οι οποίοι εγκαλούσαν το Φανάρι και προσωπικά τον Γερμανό Ε’ για την άτολμη και υποτακτική στάση της εκκλησίας απέναντι στα εγκλήματα που διέπρατταν οι Νεότουρκοι και τα οποία οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια τους Έλληνες Μικρασιάτες σε πλήρη και επώδυνο αφανισμό.

Κορυφαία μορφή αυτού του αγώνα υπήρξε ο μητροπολίτης Σμύρνης. Από τη θέση του συνοδικού ιεράρχη στην Κωνσταντινούπολη, ο Χρυσόστομος ηγήθηκε της προσπάθειας να εξέλθει η μεγάλη εκκλησία από την αδράνεια και την παθητική στάση. Συμπαραστατούμενος από άλλους ιεράρχες, ο μητροπολίτης συγκρούστηκε σε ανώτατο επίπεδο με τον πατριάρχη Γερμανό Ε’, τον οποίο κατηγόρησε για χαλαρή διοίκηση και επιζήμια άσκηση της εκκλησιαστικής και εθνικής πολιτικής στις επαρχίες του οικουμενικού θρόνου.8

Αποτέλεσμα της έντονης κριτικής που ασκήθηκε στον Πατριάρχη ήταν η αποπομπή από την ιερά σύνοδο του μητροπολίτη Σμύρνης και άλλων πέντε συνοδικών ιεραρχών. Στις 6 Μαΐου 1917, με πρόφαση της λήξη της διετούς συνοδικής περιόδου, ο Γερμανός Ε’ απόλυσε πατριαρχικά πιττάκια, με τα οποία απαλλάσσονταν από τα συνοδικά καθήκοντα οι μητροπολίτες Νικαίας Βασίλειος, Νεοκαισαρείας Πολύκαρπος, Σμύρνης Χρυσόστομος, Αίνου Ιωακείμ, Ίμβρου Πανάρετος και Προικοννήσου Νκόδημος.9 Ασφαλώς, δεν συνέβη το ίδιο με τα υπόλοιπα μέλη της ιεράς συνόδου, των οποίων δεν έληγε η πρώτη, αλλά πολλών εξ αυτών η δεύτερη συνοδική θητεία.

Στις 12 Μαΐου 1917 ο Χρυσόστομος συνέταξε υπόμνημα, με το οποίο επέκρινε τη μονομερή ενέργεια του πατριάρχη να απαλλάξει «δίχα συνοδικής διαγνώμης» έξι μητροπολίτες από τα καθήκοντά τους στην ιερά σύνοδο.10 Ο άγιος διαμαρτυρήθηκε για τον δεσποτικό και αυταρχικό αυτόν τρόπο διοίκησης, ο οποίος αντίκειτο στους ιερούς κανόνες και την παράδοση της εκκλησίας. Παραθέτοντας μια σειρά από κανόνες αποστολικών και οικουμενικών συνόδων, ο Χρυσόστομος υπενθύμιζε στον Γερμανό Ε’ ότι το συνοδικό σύστημα ήταν το μόνο ασφαλές σύστημα για τη διοίκηση και λειτουργία της εκκλησίας, αποκρούοντας «τον δεσποτισμόν του Ενός και την απολυταρχίαν του Πρώτου».

Ωστόσο, λαμβάνοντας ο άγιος και οι λοιποί ιεράρχες υπ’ όψιν τις κρίσιμες περιστάσεις που διέτρεχε η εκκλησία και το γένος και μη θέλοντας να δώσουν συνέχεια στο εσωτερικό αυτό ζήτημα του πατριαρχείου, περιορίστηκαν στο ανωτέρω υπόμνημα το οποίο υπέγραψαν όλοι οι μητροπολίτες που είχαν απομακρυνθεί από τη σύνοδο του Φαναρίου.

Υποσημειώσεις.

1. Πολίτη, ό. π., σ. 167
2. ΕΑ ΛΗ (19180 155
3. Τσίπερ, ό. π., σσ’. 34-35
4. Ευαγγελίας Δ’ Μπουμπουγιατζή, Οι διωγμοί των Ελλήνων της Ιωνίας 1914- 1922, πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας τμήμα Βαλκανικών σπουδών (διδακτορική διατριβή),Φλώρινα 2009 σ’. 201.
5. Ό. π., σσ’. σσσσσσσς201-202
6. «Δευτέρα επιστολή εις την Α. Μ. τον Βασιλέα των Ελλήνων Κωνσταντίνον», βλ. το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 8-11
7. Dakin, ό. π., σσ’. 322-232
8. Λοβέρδος, ό. π., σ. 171
9. ΕΑ ΛΖ (1917) 64-65, 71-72
10. «Υπόμνημα προς τον οικουμενικόν πατριάρχην Κύριον Κύριον Γερμανόν των εξ μητροπολιτών, των δίχα συνοδικής διαγνώμης μονομερώς υπό της Α. Θ. Π. απαλλαγέντων των συνοδικών αυτών καθηκόντων εν μηνί υπερμεσούντι Μαΐω», βλ. το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 12-18.

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Ο Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης ως συνοδικός ιεράρχης (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Ο Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης ως συνοδικός ιεράρχης (Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Δημοσιεύθηκε στην Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.