Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης «Ο μύχιός μου πόθος…» (Γ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Αφήνοντας τα θέματα από τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας και επανερχόμενος ο μητροπολίτης στις επιτακτικές ετήσιες Συνόδους των επισκόπων, ανέφερε πως όλα τα ανωτέρω ζητήματα θα μπορούσαν να τύχουν σοβαρής μελέτης και αναμόρφωσης από το σύνολο της ιεραρχίας. Σε αυτά ο Χρυσόστομος πρόσθετε επιγραμματικά και άλλα θέματα που θα έπρεπε να απασχολήσουν την εκκλησία, όπως το ζήτημα των πολυάριθμων εορτών και νηστειών του εκκλησιαστικού έτους, το ζήτημα του γάμου των επισκόπων και η κατάργηση της υποχρεωτικής αγαμίας του ανώτερου κλήρου, τα ζητήματα του δημόσιου και οικογενειακού βίου των κληρικών και η καταλληλότερη αμφίεσή τους, προτείνοντας τον βυζαντινό πέτασο ή το σκιάδιο ως κάλυμμα της κεφαλής, καθώς και η κατάργηση της κόμης των κληρικών, υπενθυμίζοντας τον λόγο του Αποστόλου Παύλου «το κομάν τον άνδρα είνε αισχρόν, αισχρότερον ή όσον το μη κομάν την γυναίκα» (Α’ Κορ. ια’ 14-15).1

Στο έργο αυτό ο ιεράρχης καλούσε επίσης την εκκλησία να προνοήσει για την εκλογή και χειροτονία ικανού αριθμού επισκόπων, οι οποίοι, έχοντας τις γνώσεις και την πανθομολογουμένη αρετή, θα αποστέλλονταν στις επαρχίες της διασποράς στην Ευρώπη και την Αμερική, καθώς και στις άλλες μακρινές χώρες ανά την οικουμένη. Με την πρόταση αυτή, ο Χρυσόστομος καλούσε έμμεσα το Φανάρι να ανακαλέσει την απόφαση του Ιωακείμ Γ’ περί εκχώρησης της διοίκησης των επαρχιών αυτών στην εκκλησία της Ελλάδος,2 υποστηρίζοντας τη συνένωση όλων των απομακρυσμένων εκκλησιών με το οικουμενικό πατριαρχείο.3

Ένα ακόμα θέμα που απασχολούσε τον μητροπολίτη ήταν η σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα στα τέσσερα πρεσβυγενή πατριαρχεία και τις αυτοκέφαλες εκκλησίες, καθώς, όπως έγραφε ο άγιος οι πνευματικοί δεσμοί μεταξύ των ορθοδόξων εκκλησιών είχαν τόσο πολύ διαρραγεί ώστε έδιναν την εντύπωση ότι δεν υφίσταται. Ταυτόχρονα, ο Χρυσόστομος επιθυμούσε την ενίσχυση της επικοινωνίας με τον μη ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο, στη βάση αν όχι «του δόγματος και της κοινής πίστεως», απαραιτήτως όμως στη βάση της αγάπης και της χριστιανικής ελπίδας».4

Το τελευταίο ζήτημα που έθιγε ο Χρυσόστομος στην εν λόγω πραγματεία του ήταν το όραμα για μια συνολική και εκ θεμελίων αναδιοργάνωση της θεολογικής σχολής της Χάλκης. Ο ιεράρχης θεωρούσε πως οι αλλαγές που έπρεπε να γίνουν τόσο στο διοικητικό σύστημα της Εκκλησίας όσο και στη δημόσια λατρεία απαιτούσαν μια νέα γενιά κληρικών, οι οποίοι, πεπληρωμένοι από ζήλο Θεού και αγάπη προς την εκκλησία και το γένος, θα αναλάμβαναν να φέρουν εις πέρας το δύσκολο αυτό έργο.

Ο μητροπολίτης αναγνώριζε πως στα εβδομήντα και πλέον χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από την ίδρυσή της, η θεολογική σχολή δεν είχε επιτελέσει πλήρως τον προορισμό της. Για την καλύτερη λειτουργία της και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις απαιτήσεις της εποχής, τις ιδιαιτερότητες των ανθρώπων και τις ανάγκες της εκκλησίας, ο Χρυσόστομος πρότεινε τη δημιουργία τριών κατευθύνσεων με ισάριθμα, ανεξάρτητα και αυτοτελή τμήματα σπουδών. Δανειζόμενος ο άγιος φράσεις από την περιγραφή του τριαδολογικού δόγματος, ανέφερε πως η Χάλκη θα αποκτούσε με την πρόταση αυτή τη μορφή «μιας τριφυούς και τρισυποστάτου» Θεολογικής Σχολής, καθώς από τη μία και μόνη σχολή θα προέρχονταν τρεις εκκλησιαστικοθεολογικές σχολές, λέγοντας πως «Αι Σχολαί θα είνε μία, και τρεις εν ταυτώ».5 Η πρώτη Σχολή – κατεύθυνση θα αφορούσε τον ενοριακό κλήρο, η δεύτερη την ανώτερη ιεραρχία και η τρίτη τον κλάδο των θεολόγων επιστημόνων.

Το όραμα του μητροπολίτη ήταν να αποκτήσει η Χάλκη τον χαρακτήρα μιας καθαρά εκκλησιαστικής σχολής. Η είσοδος των τροφίμων σε αυτή θα έπρεπε να γίνεται από το δέκατο πέμπτο έως το δέκατο έβδομο έτος της ηλικίας τους, καθώς επρόκειτο κατά τον ιεράρχη για το πιο κρίσιμο χρονικό διάστημα στη ζωή κάθε νέου. Από το δέκατο όγδοο έως το εικοστό έτος της ηλικίας, έχοντας ο κάθε σπουδαστής τη συγκατάθεση των γονέων, την κρίση των καθηγητών και την εσωτερική κλίση και κλήση του, θα επέλεγε τον κλάδο της σχολής – κατεύθυνσης που επιθυμούσε.`

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι μεταξύ των προτάσεων για την αναβάθμισης θεολογικής σχολής της Χάλκης, ο Χρυσόστομος εισηγείτο να διδάσκονται σε αυτή μαθήματα ιατρικής, χημείας, γεωπονίας, φωτογραφίας, κηπουρικής και γυμναστικής, χωρίς να αποκλείονται η ανατομία, η φυσιολογία, η γεωγραφία, τα φυσικομαθηματικά και η ιχνογραφία. Στόχος του ιεράρχη ήταν να αποκτήσουν οι τρόφιμοι της σχολής επαρκή γνώση των προβλημάτων της εποχής και των προκλήσεων της επιστήμης, ώστε να μορφωθούν σε αυτούς χαρακτήρες που θα διακατέχονταν από τις αρχές της αδελφοσύνης και της γνήσιας φιλίας, «αγαπώντες τους ανθρώπους ως αδελφούς, και ζώντες και πολιτευόμενοι προς αλλήλους ως αληθείς φίλοι».6

Η πρόταση αυτή του ιεράρχη για τη διδασκαλία των μη θεολογικών μαθημάτων στη σχολή της Χάλκης θυμίζει τον όσιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη (1906 -1991), ο οποίος, θέλοντας να γνωρίσει τα επιμέρους όργανα του σώματος, τη λειτουργία και τις διάφορες παθήσεις τους, μελετούσε βιβλία ιατρικής, ανατομίας, φυσιολογίας και άλλα παρόμοια, ενώ, κατά τη διάρκεια της διακονίας του ως εφημέριος στην Πολυκλινική Αθηνών, παρακολουθούσε για ένα διάστημα μαθήματα στην ιατρική σχολή, προκειμένου να έχει γνώση των αιτιών του πόνου και να συμπάσχει με τον συνάνθρωπο.7

Αναμφίβολα, το εκκλησιαστικό πρόγραμμα του Χρυσοστόμου υπήρξε στην εποχή του ένα εγερτήριο σάλπισμα, αλλά και μια προσπάθεια διαχρονικής αφύπνισης κλήρου και λαού για πολλά ζητήματα που αφορούσαν και αφορούν τη ζωή της εκκλησίας. Ο ιεράρχης καλούσε κάθε φιλόθεο κληρικό που αγαπούσε την εκκλησία και γένος, αλλά και κάθε σκεπτόμενο και φιλότιμο άνθρωπο που φρονούσε τα του Χριστού, να στρατευθεί και να αγωνισθεί «τον αγώνα τον καλόν» για την δόξα της εκκλησίας και την πνευματική πρόοδο των πιστών τέκνων Της.

Από τις τελευταίες παραινέσεις του Χρυσοστόμου στο εν λόγω βιβλίο ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά του στους ανάξιους κληρικούς οι οποίοι κατείχαν τις ανώτερες εκκλησιαστικές θέσεις και τα αξιώματα «όχι ίνα υπηρετήσωσι την εκκλησίαν άλλ’ ίνα υπηρετώνται υπό της εκκλησίας και παχύνωνται και πλουτίζωνται εις βάρος αυτής και του ποιμνίου, και όσοι θυσιάζουσιν όχι εαυτούς υπέρ των προβάτων, αλλά πρόβατα υπέρ εαυτών και των ορέξεών των».8

Ο μητροπολίτης έκανε ιδιαίτερη μνεία στους κληρικούς που δεν υπηρετούσαν την εκκλησία αλλά αρέσκονταν να υπηρετούνται από την εκκλησία, ενώ εντύπωση προκαλεί η αποστροφή του για τους ποιμένες εκείνους που δεν θυσιάζονταν για το ποίμνιό τους, αλλά θυσίαζαν το ποίμνιο για τον εαυτό τους και τις εμπαθείς ορέξεις τους. Ο άγιος υπενθύμιζε τον λόγο του Κυρίου «ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων» (Ιωάν. ι’ 11), αναφορά που αποτελούσε το θεμέλιο της αρχιερατικής του διακονίας και προσφοράς. Λίγα χρόνια αργότερα ο Χρυσόστομος επρόκειτο να κάνει πράξη την παραγγελία αυτή του Κυρίου γενόμενος ο ίδιος θυσία και ολοκάρπωμα υπέρ του πεφιλημένου ποιμνίου του στη Σμύρνη και συνολικά των διωκόμενων χριστιανών της Μικράς Ασίας.

Υποσημειώσεις.

1. «Ο μύχιός μου πόθος…», ό. π., σσ’. 32-34
2. ΕΑ ΚΗ (1908) 82-83, 180-184
3. «Ο μύχιός μου πόθος…», ό. π., σ. 34
4. Ό. π., σσ’. 34-35
5. Ό. π., σ. 39
6. Ό. π., σ. 41
7. Βλ. Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2004, σσ’. 136-137
8. «Ο μύχιός μου πόθος…», ό. π., σ. 45

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης: «Ο μύχιός μου πόθος…» (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης: «Ο μύχιός μου πόθος…» (Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Δημοσιεύθηκε στην Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.