Κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά εκατό, Ε’ (81-101) – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

81. Εκείνος που έχει το λογισμό του σε μέριμνα για τα βιοτικά πράγματα δεν είναι ελεύθερος˙ διότι κατέχεται και έχει υποδουλωθεί από τη μέριμνα για τα βιοτικά, είτε δηλαδή μεριμνά γι’ αυτά για χάρη του εαυτού του είτε για τους άλλους. Εκείνος όμως που είναι ελεύθερος από τα βιοτικά δεν θα μεριμνήσει με βιοτικό τρόπο ούτε για τον εαυτό του ούτε για τους άλλους, είτε επίσκοπος τύχει να είναι, είτε ηγούμενος, είτε διακονητής˙ αλλά ούτε θα μείνει ποτέ αργός, ούτε θα καταφρονήσει κάποιο από τα πολύ ασήμαντα και πολύ μικρά, αλλά απεναντίας, κάνοντας και πράττοντας όλα με θεάρεστο τρόπο, θα εξακολουθήσει να είναι αμέριμνος σε όλα και σε όλη του τη ζωή.
82. Υπάρχει μέριμνα χωρίς πράξη, και πράξη χωρίς μέριμνα, όπως και το αντίθετο, υπάρχει δηλαδή αμεριμνησία με πράξη, και αργία με μέριμνα, τις οποίες και ο Κύριος φανέρωσε˙ από τη μία, την αμεριμνησία με πράξη, με το να πει, «Ο Πατέρας μου εργάζεται διαρκώς ως τώρα, γι’ αυτό και εγώ εργάζομαι»,1 και ακόμη με το να πει, «Να εργάζεσθε όχι για την τροφή, που χάνεται, αλλά για την τροφή, που μένει στην αιώνια ζωή»,2 όχι απαγορεύοντας την εργασία, αλλά διδάσκοντας σ’ εμάς την εργασία χωρίς μέριμνα˙ από την άλλη, την αργία με μέριμνα, με το να πει πάλι, «Ποιός μεριμνώντας, μπορεί να προσθέσει στο ανάστημά του έναν πήχυ;»3˙ απαγορεύοντας δηλαδή τη μέριμνα χωρίς πράξη. Για τη μέριμνα όμως που γίνεται με πράξη, είπε: «Και για ένδυμα, ή για τροφή, γιατί μεριμνάτε; Δεν βλέπετε τα κρίνα του αγρού και τα πετεινά του ουρανού, πώς αυτά μεγαλώνουν και πώς εκείνα διατρέφονται;»4 Έτσι, απαγορεύοντας, τη μέριμνα χωρίς πράξη, και συνιστώντας την πράξη χωρίς μέριμνα, διδάσκει σ’ εμάς ο Κύριος,
πως πρέπει να εργαζόμαστε, μεριμνώντας, χωρίς να μεριμνούμε, και πως πρέπει να απέχουμε από την άπρεπη εργασία, με το να είμαστε αμέριμνοι.
83. Μην γκρεμίσεις την οικία σου, με το να θέλεις να κτίσεις την οικία του γείτονά σου˙ κοίταξε λοιπόν πόσο βαρύ και δύσκολο είναι το έργο, μήπως, αποφασίζοντας να κάνεις αυτό, και τη δική σου κατοικία θα καταστρέψεις, και δεν θα μπορέσεις διόλου να κτίσεις την κατοικία εκείνου.
84. Αν δεν αποκτήσεις τέλεια απαλλαγή από την προσκόλληση στα πράγματα και τα χρήματα του βίου, να μη θελήσεις να αναλάβεις τη διαχείριση πραγμάτων, για να μην κυριευθείς απ’ αυτά, και, αντί να λάβεις αμοιβή διακονίας, υποστείς την καταδίκη ενός κλέφτη και ιερόσυλου. Αν όμως αναγκασθείς σ’ αυτή τη διαχείριση από τον ηγούμενο, να θεωρείς ότι διαχειρίζεσαι φωτιά που καίει, και αποτρέποντας με την εξομολόγηση και τη μετάνοια την επίθεση του λογισμού, θα διατηρηθείς αβλαβής με την ευχή του ηγουμένου.
85. Εκείνος, που δεν έχει γίνει απαθής, ούτε γνωρίζει ότι υπάρχει απάθεια, ούτε μπορεί να πιστεύει ότι υπάρχει κάποιος απαθής επάνω στη γη. Διότι, πώς εκείνος, που δεν απαρνήθηκε πρώτα τον εαυτό του5 και δεν έχυσε με προθυμία το αίμα του για χάρη αυτής της αληθινά μακάριας ζωής, θα υποθέσει ότι έχει κάνει αυτά κάποιος άλλος, για να αποκτήσει την απάθεια; Έτσι μάλιστα και εκείνος που νομίζει ότι έχει Άγιο Πνεύμα, αν και δεν έχει τίποτε, όταν ακούει να γίνονται οι ενέργειές του σ’ αυτούς που έχουν το Άγιο Πνεύμα, ποτέ δεν πιστεύει ότι υπάρχει κάποιος στη γενεά αυτή όμοιος με τους αποστόλους του Χριστού και τους παλαιούς αγίους, που να κατευθύνεται και να κινείται από το Πνεύμα ή να το βλέπει συνειδητά και ολοφάνερα. Διότι ο καθένας από τη δική του κατάσταση κρίνει και την κατάσταση του πλησίον, πώς δηλαδή βρίσκεται, είτε ως προς την αρετή, να πούμε, είτε ως προς την κακία.
86. Άλλο είναι η απάθεια της ψυχής και άλλο η απάθεια του σώματος˙ διότι η πρώτη, με τη λαμπρότητά της και με τη φωτοχυσία του Πνεύματος, αγιάζει και το σώμα, ενώ η άλλη δεν μπορεί η ίδια από μόνη της να ωφελεί σε τίποτε αυτό, που την έχει αποκτήσει.
87. Άλλο είναι η ακινησία των ψυχικών και σωματικών μελών και άλλο η απόκτηση των αρετών˙ διότι η πρώτη υπάρχει από τη φύση, ενώ η άλλη καταστέλλει ακόμη και όλες τις φυσικές κινήσεις.
88. Το να μην επιθυμεί κάποιος κάτι από τα τερπνά και ευχάριστα του κόσμου δεν είναι ίσο με το να ποθεί τα αιώνια και αόρατα αγαθά˙ διότι άλλο είναι αυτό και άλλο εκείνο. Διότι πολλοί βέβαια καταφρόνησαν τα πρώτα, ενώ λίγοι φρόντισαν για τα δεύτερα.
89. Το να αποστρέφεται και να μη ζητά κάποιος τη δόξα των ανθρώπων δεν είναι τέτοιο που είναι και το είναι εξαρτημένος από τη δόξα του Θεού, αλλά είναι μεγάλη η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο˙ διότι τη δόξα των ανθρώπων βέβαια πολλοί την απώθησαν, αφού κυριεύθηκαν και από άλλα πάθη, τη δόξα του Θεού όμως πολλοί λίγοι αξιώθηκαν να λάβουν με πολύ κόπο και πόνο.
90. Δεν είναι ίδιο το να αρκείται κάποιος σε φτωχικό ένδυμα και να μην επιθυμεί λαμπρή στολή, και το να έχει ντυθεί το φως του Θεού, διότι άλλο είναι αυτό και άλλο εκείνο˙ διότι κάποιοι τη λαμπρή στολή, επειδή παρασύρθηκαν από μύριες επιθυμίες, εύκολα την καταφρόνησαν, το φως του Θεού όμως ντύνονται μόνο εκείνοι, που το ζητούν ανυποχώρητα με κάθε κακοπάθεια και γίνονται τέκνα του φωτός και της μέρας6 με την εκπλήρωση των εντολών.
91. Άλλο είναι το να ταπεινολογεί κάποιος και άλλο το να ταπεινοφρονεί˙ και άλλο είναι η ταπείνωση και άλλο το άνθος της ταπείνωσης˙ και άλλο είναι ο καρπός της και άλλο είναι η ωραιότητα αυτού του καρπού και η γλυκύτητα της ωραιότητάς του˙ και άλλο, ανώτερο απ’ αυτά, είναι οι ενέργειες από τον καρπό αυτό. Απ’ αυτά μάλιστα άλλα εξαρτώνται από μας και άλλα δεν εξαρτώνται από μας˙ και αυτά που εξαρτώνται από μας είναι το να σκεφτόμαστε όλα, το να φρονούμε όλα, το να λογιζόμαστε και να λέμε και να κάνουμε όλα όσα μας οδηγούν στην ταπείνωση˙ η άγια ταπείνωση και άλλα γνωρίσματά της, τα χαρίσματα και οι ενέργειές της, είναι δώρο του Θεού, και δεν προέρχονται από μας˙ και αυτά κανείς ποτέ δεν θα αξιωθεί να τα αποκτήσει, αν δεν σπείρει από πριν, με σωστό τρόπο, όσα σπέρματα εξαρτώνται από αυτόν.
92. Άλλο είναι το να μην αγανακτούμε για τους εξευτελισμούς και τις προσβολές και για τους πειρασμούς και τις θλίψεις, και άλλο το να χαιρόμαστε γι’ αυτά˙ και άλλο είναι το να ευχόμαστε γι’ αυτούς που τα κάνουν σ’ εμάς, και άλλο το να τους αγαπούμε από την ψυχή μας˙ και άλλο είναι, ανώτερο απ’ αυτά, το να αναπαριστάνουμε με το νου μας το πρόσωπο καθενός απ’ αυτούς, και να τους καταφιλούμε, χωρίς πάθος, σαν γνήσιους φίλους, με δάκρυα ειλικρινούς αγάπης, χωρίς δηλαδή να βρίσκεται τότε διόλου ίχνος αποστροφής μέσα στην ψυχή. Ανώτερο όμως απ’ αυτά που είπαμε είναι, όταν και στον ίδιο τον καιρό των πειρασμών έχει κάποιος αναλλοίωτα την ίση και όμοια διάθεση προς εκείνους, που τον χλευάζουν και τον διαβάλλουν και τον κατακρίνουν και τον καταδικάζουν και τον προσβάλλουν και τον φτύνουν κατά πρόσωπο, αλλά όμως και προς εκείνους που του δείχνουν από έξω το προσωπείο της φιλίας, κρυφά όμως κάνουν τα ίδια, χωρίς ωστόσο να διαφεύγουν την προσοχή του.
Αλλά ασύγκριτα πάλι ανώτερο απ’ αυτά υποθέτω ότι είναι το να λησμονήσει κάποιος εντελώς αυτά που θα πάθαινε, και να μη θυμάται κάποιο απ’ αυτά που έγιναν, ούτε όταν είναι απόντες ούτε όταν είναι παρόντες εκείνοι που τον έθλιψαν, αλλά να δέχεται στις συναναστροφές και στις συνεστιάσεις και αυτούς, όμοια με τους φίλους, χωρίς να σκέφτεται αυτά που συνέβησαν.
93. Το να θυμάται κάποιος τον Θεό δεν είναι ίδιο και με το να αγαπά τον Θεό˙ ούτε το να φοβάται κάποιος τον Θεό είναι ίδιο με το να τηρεί τις εντολές του˙ διότι άλλο είναι αυτά και άλλο εκείνα, αλλά όμως όλα είναι γνωρίσματα των τελείων και των απαθών.
94. Άλλο είναι η αναμαρτησία και άλλο η εργασία των εντολών˙ διότι η εργασία των εντολών είναι γνώρισμα εκείνων που αγωνίζονται και ζουν σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, ενώ η αναμαρτησία είναι γνώρισμα μόνο εκείνων που απέκτησαν την πρώτη απάθεια.7
95. Δεν είναι οπωσδήποτε ό,τι η αργία το ίδιο και η ησυχία, ούτε είναι ό,τι η ησυχία το ίδιο και η σιωπή˙ άλλο είναι το ένα και άλλο το άλλο. Διότι η αργία είναι γνώρισμα εκείνων, που δεν θέλουν να γνωρίσουν ποια είναι η συμμετοχή στα αγαθά του Θεού, ούτε να κατορθώσουν κάποιο από τα καλά˙ ενώ η ησυχία είναι γνώρισμα εκείνων που ασχολούνται πάντοτε με τη γνώση του Θεού και ακούν με προσοχή το λόγο της έμφυτης σοφίας του Θεού και ερευνούν τα βάθη του Πνεύματος και μυούνται στα παράδοξα μυστήρια του Θεού. Η σιωπή, τέλος, είναι γνώρισμα εκείνων που ασκούν τη νοερή εργασία, προσέχοντας με στοχαστικό νου τους λογισμούς τους.
96. Η αναχώρηση, δηλαδή η μετάβαση από τόπο σε τόπο, δεν είναι το ίδιο με την πραγματικά αληθινή ξενιτεία, αλλά άλλο είναι το ένα και άλλο το άλλο. Διότι η αναχώρηση είναι γνώρισμα εκείνων που αγωνίζονται και που ή, από την επιπολαιότητά τους, μετακινούνται από τον άστατο λογισμό, ή, από τον υπερβολικό ζήλο, επιθυμούν ακόμη ανώτερους αγώνες. Η ξενιτεία όμως είναι γνώρισμα εκείνων που έχουν σταυρωθεί για τον κόσμο8 και για τα πράγματα του κόσμου, και ποθούν να είναι πάντοτε με μόνο τον Θεό και τους αγγέλους, και δεν επιστρέφουν διόλου προς τα ανθρώπινα.
97. Άλλο είναι το να αντιστέκεται κάποιος και να πολεμά τους εχθρούς, και άλλο το να τους νικήσει τελείως και να τους υποτάξει και να τους θανατώσει˙ διότι το πρώτο είναι γνώρισμα των αγωνιστών και των γενναίων ως προς την άσκηση, το δεύτερο είναι γνώρισμα των απαθών και των τελείων.
98. Όλα αυτά βέβαια είναι πράξεις των αγίων, που βαδίζουν μέσα στο φως της απάθειας˙ εκείνοι όμως που βλέπουν τους εαυτούς τους να είναι έξω απ’ αυτά, ας μην πλανηθούν από κάποιον, ούτε να εξαπατούν οι ίδιοι τις ψυχές τους, αλλά ας δουν ότι βαδίζουν μάταια μέσα στο σκότος.
99. Πολλοί βέβαια έσπευσαν σ’ αυτά, άλλος για τον ένα και άλλος για τον άλλο λόγο˙ αλλά είναι πολύ λίγοι αυτοί που με έμφυτο φόβο και αγάπη Θεού επιχείρησαν να τα κάνουν πράξη˙ αυτοί και μόνο με τη βοήθεια της ουράνιας χάρης κατορθώνουν σύντομα την εργασία της αρετής και προχωρούν προς αυτά που έχουμε πει˙ οι άλλοι απεναντίας αφήνονται να περιπλανιούνται, σύμφωνα μ’ αυτό που έχει ειπωθεί, σαν σε αδιάβατο τόπο και όχι σε δρόμο,9 σύμφωνα με το λόγο: «Τους εξαπέστειλα σύμφωνα με τις επιθυμίες των καρδιών τους, θα βαδίσουν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους».10
100. Εκείνος που έχει αποκτήσει πείρα γι’ αυτά θα γνωρίσει, με την πολύ καλή προθυμία του, τη σημασία αυτών που λέγονται, αυτός όμως που δεν έχει αποκτήσει πείρα, εκείνα βέβαια, που ειπώθηκαν με ορατό τρόπο θα τα αντιληφθεί, γι’ αυτά όμως που έχουν ειπωθεί με πνευματικό και νοερό τρόπο θα έχει ασαφείς τις θεάσεις των νοημάτων, ή, μάλλον, θα αναπλάθει μέσα στο νου του ψευδείς παραστάσεις, και επειδή μάλιστα εξαπατήθηκε, θα είναι πολύ μακριά από την αλήθεια αυτών που λέγονται.
101. Όταν με πολλούς κόπους και ιδρώτες υπερβείς την ταπεινότητα του σώματος και απαλλαγείς από τις ανάγκες του, τότε το περιφέρεις ελαφρό και ως πνευματικό, σαν να μην αισθάνεται ούτε κόπο ούτε πείνα ούτε δίψα, και τότε κοιτάζεις καλύτερα από ό,τι σε καθρέπτη11 αυτόν που είναι επάνω από το νου, και βλέπεις με ορθάνοιχτα μάτια, χύνοντας δάκρυα, αυτόν που κανείς δεν έχει δει ποτέ12˙ και καθώς από τον έρωτα εκείνου δαγκώνεται η ψυχή σου, αρχίζεις θρήνο ανάμικτο με δάκρυα˙ τότε να με θυμηθείς και να εύχεσαι για μένα τον ταπεινό, επειδή έχεις αποκτήσει οικειότητα με τον Θεό και ακαταίσχυντη παρρησία προς αυτόν.

Υποσημειώσεις.

1. Ιω. 5, 17
2. Ιω. 6, 27
3. Ματθ. 6, 27
4. Ματθ. 6, 28 και 26
5. Πρβ. Ματθ. 16, 24
6. Πρβ. Α’ Θεσ’. 5,5
7. Πρώτη απάθεια˙ η προπτωτική απάθεια, πριν από την παρακοή.
8. Πρβ. Γαλ. 6, 14
9. Ψαλμ. 106, 40
10. Ψαλμ. 80, 13
11. Πρβ. Α’ Κορ. 13, 12
12. Πρβ. Ιω. 1, 18

Από το βιβλίο: Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου – Έργα (Νεοελληνική απόδοση).

Εκδόσεις: Περιβόλι της Παναγίας. Μάιος 2017

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά εκατό, Α’ (1-20) – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.
Κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά εκατό, Β’ (21-40) – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου
Κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά εκατό, Γ’ (41-60) – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.
Κεφάλαια πρακτικά και θεολογικά εκατό, Δ’ (61-80) – Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου.

Δημοσιεύθηκε στην Αγιολογικά - Πατερικά, Γενικά, Θαυμαστά γεγονότα, Κυριακοδρόμιο (προσέγγιση στο Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Κυριακής και των Μεγάλων Εορτών), Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Λογοτεχνικά. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.