Το πατριαρχικό ζήτημα και ο Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης (Δ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Όπως ελέχθη, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της Ελλάδας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο εκφράστηκε πολλές φορές η ιδέα να αναδειχθεί ο τότε μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης οικουμενικός πατριάρχης.1 Επρόκειτο για μια κορυφαία εκκλησιαστική προσωπικότητα με πολλές αρετές και σπάνια χαρίσματα. Ωστόσο, μετά τις εκλογές του 1920 οι πιθανότητες ανάδειξης του Μελετίου στον πατριαρχικό θρόνο εξανεμίστηκαν, καθώς ο μητροπολίτης πρώην Αθηνών είχε ταυτιστεί με το βενιζελικό καθεστώς στην Ελλάδα την περίοδο 1917 – 1920. Επιπλέον, ο Μεταξάκης δεν έχαιρε μεγάλης εκτίμησης σε ένα σημαντικό κομμάτι της ιεραρχίας του Φαναρίου, καθώς δεν ανήκε στο κλίμα του οικουμενικού θρόνου.

Τις παραμονές της πατριαρχικής εκλογής όλα έδειχναν ότι νέος οικουμενικός πατριάρχης επρόκειτο να εκλεγεί ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης. Ο σπουδαίος αυτός ιεράρχης, ως τοποτηρητής του πατριαρχείου το 1913, ήταν και πάλι υποψήφιος για το ύψιστο αξίωμα της ορθοδοξίας. Ωστόσο, υποχώρησε τότε και διέθετε τις ψήφους του υπέρ του Χαλκηδόνος Γερμανού, ο οποίος και εξελέγη οικουμενικός πατριάρχης.

Για τις μεθοδεύσεις που έλαβαν χώρα την παραμονή της πατριαρχικής εκλογής με στόχο τον αποκλεισμό του μητροπολίτη Αμασείας και την επικράτηση του Μεταξάκη, ο Γερμανός Καραβαγγέλης αφηγήθηκε λίγα χρόνια αργότερα τα εξής:

«… όλα έδειχναν πως η δική μου εκλογή ήταν βέβαια, αν και υπήρχαν μερικές δυσαρέσκειες εξαιτίας των φιλικών μου σχέσεων με τον αρμοστή.2 Όταν ξαφνικά τη νύχτα φτάνει στο σπίτι μου μια τριμελής επιτροπή της Εθνικής Αμύνης και με θερμοπαρακαλεί ν’ αποσύρω την υποψηφιότητά μου υπέρ του Μελετίου. Αυτός, έλεγαν, θα έφερνε απ’ την Αμερική εκατοντάδες χιλιάδες δολλάρια από έρανο για τις ανάγκες των πατριαρχείων κι επειδή είχε φιλικότατες σχέσεις με τον Άγγλο αρχιεπίσκοπο Καντερβουρίας και τους Αμερικανούς επισκόπους, θα φαινόταν πολύ χρήσιμος στην εθνική υπόθεση. Γι’ αυτό ήταν επιτακτική εθνική ανάγκη να εκλεγεί ο Μελέτιος. Αυτή ήταν άλλωστε κι η επιθυμία, όπως έλεγαν, του Βενιζέλου.

Ύστερ’ από μικρή σκέψη τους είπα πως δεν μπορούσα να τους απαντήσω αμέσως. Μα πώς την άλλη μέρα, πριν απ’ τη συγκρότηση της Εθνοσυνελεύσεως, θα τους έδινα την απάντηση. Εκείνη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Αναμέτρησα και πάλι όλες τις οικονομικές δυσκολίες των πατριαρχείων και των εθνικών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Οι πατριαρχικοί υπάλληλοι είχαν εννέα ολόκληρους μήνες να πάρουν μισθό και τα φιλανθρωπικά μας ιδρύματα βρισκόντουσαν σε αδιέξοδο. Γιατί η κυβέρνηση των Αθηνών είχε διακόψει από πολύν καιρό την αποστολή των επιδομάτων και πόροι απ’ αλλού δεν υπήρχαν. Αναλογίστηκα πως θα βρισκόμουν μπροστά σε οικονομικό χάος. Άλλωστε είχε διαδοθεί ευρύτατα πως ο Μελέτιος θα έφερνε μαζί του άφθονο χρήμα για την επούλωση των οικονομικών πληγών, όπως έγραφε ο Τσολαϊνός απ’ την Αμερική σε αξιωματικούς της Εθνικής Αμύνης, που κι αυτή είχε εξίσου μεγάλη ανάγκη οικονομικής βοήθειας.

Μπροστά σε όλα αυτά τα προβλήματα και καθώς ήξερα και την κίνηση των απόστρατων αξιωματικών της Αμύνης που είχαν ταχθεί στο πλευρό του Μελετίου, αφού σκέφτηκα και ξανασκέφτηκα ολομόναχος όλη τη νύχτα, πήρα την απόφασή μου: θα υποχωρούσα και θα υποστήριζα την υποψηφιότητα του Μελετίου, όπως είχα κάνει άλλοτε για το γηραιό μητροπολίτη Χαλκηδόνας.3

Όπως αποδείχθηκε, την ημέρα εκείνη, ευρισκόμενος ο Βενιζέλος στην Αμερική είχε αποστείλει στους αξιωματικούς της Εθνικής Άμυνας στην Κωνσταντινούπολη και την ιερά σύνοδο του πατριαρχείου τηλεγράφημα, με το οποίο καλούσε τους εν Φαναρίω, για λόγους εθνικούς, να εκλέξουν νέο οικουμενικό πατριάρχη τον Μελέτιο Μεταξάκη.4 Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, ενώ το σύνολο σχεδόν των μητροπολιτών που θα μετείχαν στην εκλογική συνέλευση, οι δεκαέξι από τους δεκαοκτώ, είχαν εκφράσει τη στήριξη και είχαν αναθέσει τις ψήφους τους στον ίδιο τον Γερμανό Καραβαγγέλη και ενώ οι περισσότεροι εξ αυτών είχαν εκφράσει την άρνησή τους για την ανάρρηση του Μελετίου στον οικουμενικό θρόνο ως εξωκλιματικού ιεράρχη, μετά τη λήψη του βενιζελικού τηλεγραφήματος η πλειοψηφία των κληρικών και των λαϊκών του πατριαρχείου έδειξε να συμμορφώνεται πλήρως με τη βούληση του Βενιζέλου και υποστήριξε αναφανδόν την εκλογή του Μελετίου.

Στις 25 Νοεμβρίου 1921, μετά την υποχώρηση του Αμασείας Γερμανού και την αναγκαία υποστήριξή του στην υποψηφιότητα του Μεταξάκη, οικουμενικός πατριάρχης εξελέγη ο Μητροπολίτης πρώην Αθηνών, ως Μελέτιος Δ’.5

Μια σημαντική παράμετρος στο ζήτημα της πατριαρχικής εκλογής αποτέλεσε η στάση που κράτησαν επτά από τα έντεκα συνοδικά μέλη της ιεραρχίας του οικουμενικού θρόνου. Οι μητροπολίτες Κυζίκου Κωνσταντίνος, 6 Πισιδίας Γεράσιμος, Αίνου Ιωακείμ, Βιζύης Άνθιμος, Σηλυβρίας Ευγένιος, Τυρολόης Χρυσόστομος και Δαρδανελλίων Ειρηναίος, υποστηριζόμενοι από τους μητροπολίτες Τραπεζούντος Χρύσανθο,7 Πελαγονίας Χρυσόστομο8 και Φιλιππουπόλεως Βενιαμίν9, αν και αποτελούσαν την πλειοψηφία της ιεράς συνόδου προ της πατριαρχικής εκλογής, είχαν αποχωρήσει στις 22 Νεομβρίου 1921 από τις εργασίες της συνόδου, κατηγορώντας τα υπόλοιπα μέλη για πρωτοφανείς μεθοδεύσεις στην εκλογική διαδικασία.10

Οι εν λόγω μητροπολίτες, επικαλούμενοι κανόνες και αποφάσεις οικουμενικών συνόδων για τον τρόπο εκλογής του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και συντασσόμενοι με τις οδηγίες της ελληνικής κυβέρνησης για τον χρόνο της πατριαρχικής εκλογής, κήρυξαν αντικανονική την εκλογή του Μελετίου Μεταξάκη.11 Μετά το πέρας δε της εκλογικής διαδικασίας απέστειλαν στον μητροπολίτη Σμύρνης και τους υπόλοιπους ιεράρχες σχέδιο για τον τρόπο ακύρωσης της εκλογής του Μελετίου ως οικουμενικού πατριάρχη.12

Ο Χρυσόστομος απάντησε στα σχέδια ακύρωσης της εκλογής του Μεταξάξη εκ μέρους των επτά μητροπολιτών με μια ιδιαίτερα καυστική επιστολή.13

Ο άγιος εγκαλούσε τους επτά αρχιερείς διότι, ενώ στις 6 Οκτωβρίου 1921 είχαν αποφασίσει και υπογράψει από κοινού με τα υπόλοιπα τέσσερα συνοδικά μέλη την οριστική διεξαγωγή της πατριαρχικής εκλογής και είχαν καλέσει με συνοδική εγκύκλιο όλη την ιεραρχία του οικουμενικού θρόνου να παραστεί αυτοπροσώπως στην Κωνσταντινούπολη, έπειτα, υπακούοντας στις ολέθριες εισηγήσεις της ελληνικής κυβέρνησης περί αναβολής της εκλογής, αποχώρησαν από τη σύνοδο χωρίς να διαμαρτυρηθούν και να καταγγείλουν μέχρι τέλους τις αντικανονικές πράξεις που είχαν λάβει χώρα στην εκλογική διαδικασία.

Η πιο δυσάρεστη όμως εξέλιξη για τον μητροπολίτη Σμύρνης ήταν η απαίτηση για αποχή από την εκλογική συνέλευση όλων των ιεραρχών της Νέας Ελλάδας και των λοιπών ελληνοκρατούμενων περιοχών. Ο Χρυσόστομος τόνιζε πως οι μητροπολίτες των Νέων Χωρών αποτελούσαν την πλειοψηφία της ιεραρχίας του οικουμενικού θρόνου και πως, εάν είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους με τα επτά συνοδικά μέλη, θα είχαν αποτρέψει τον σάλο που είχε δημιουργηθεί και απειλούσε να καταποντίσει το σκάφος της εκκλησίας. Ο άγιος υπενθύμιζε πως είχε έγκαιρα προβλέψει τις καταστροφικές συνέπειες της μη προσέλευσης όλης της ιεραρχίας στην Κωνσταντινούπολη, καθώς με αυτόν τον τρόπο είχε δοθεί στους πατριαρχικούς κύκλους η ευκαιρία να αναδείξουν πατριάρχη ένα πρόσωπο που δημιουργούσε ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ Αθήνας και Κωνσταντινούπολης.

Ο μητροπολίτης Σμύρνης κράτησε αποστάσεις από τις δύο πλευρές που είχαν οδηγήσει την εκκλησία και το έθνος στον διχασμό, αφήνοντας αιχμές για τους επτά μητροπολίτες οι οποίοι είχαν ταυτιστεί πλήρως με τα πολιτικά πρόσωπα που είχαν αναδειχθεί μετά τις εκλογές του 1920 στην Ελλάδα. Ο Χρυσόστομος αρνήθηκε να αναγνωρίσει τους εν λόγω αρχιερείς ως τη μόνιμη και κανονική σύνοδο του Φαναρίου, λέγοντας πως «εις ουδέν ωφελεί», καθώς η πληγή που είχε προκληθεί απαιτούσε πολύ προσεκτικές κινήσεις για την αποφυγή ενός σχίσματος στους κόλπους της εκκλησίας. Επαναλαμβάνοντας ο άγιος τα λόγια του αποστόλου Παύλου προς τους χριστιανούς της Κορίνθου, οι οποίοι ήταν διαιρεμένοι σε κόμματα και παρατάξεις, παρομοίασε την κάθε πλευρά των πατριαρχικών με «ταύτης ή εκείνης της μερίδος του Παύλου ή του Κηφά ή του Απολλώ, ωσεί να εμερίσθη ο Χριστός και η Εκκλησία του» (Α’ Κορ. α’. 12-13)

Στον αντίποδα όλων αυτών των θλιβερών και διχαστικών γεγονότων που τραυμάτιζαν ανεπανόρθωτα την εκκλησία και τον πιστό λαό Της, ο Χρυσόστομος πρότεινε για μια ακόμα φορά τη σύγκληση όλης της ιεραρχίας του οικουμενικού θρόνου στην ερατεινή θεολογική σχολή της Χάλκης. Στον ιερό αυτό χώρο, μακριά από κάθε κοσμική τύρβη και πολιτική παρέμβαση, «όλοι εν γένει οι χάριτι Θεού ηλεημένοι να φέρωσι το επισκοπικόν αξίωμα», πιστοί στη διαβεβαίωση του Κυρίου «ου γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών» (Ματθ. ιη’ 20), θα μπορούσαν να θέσουν και να επιλύσουν εν Πνεύματι Αγίω όλα τα ζητήματα που απασχολούσαν την εκκλησία και το γένος.

Προς μεγάλη απογοήτευση των επτά πρώην συνοδικών ιεραρχών, η επιστολή του Χρυσοστόμου έκλεινε λέγοντας πως, εφόσον η πατριαρχική εκλογή είχε συντελεσθεί, κυρίως λόγω των εσφαλμένων και άστοχων ενεργειών τους, δεν έμενε παρά να ακολουθήσει και η κανονική αναγνώριση του Μελετίου Μεταξάκη ως νέου οικουμενικού πατριάρχη. Ο άγιος τόνιζε πως η αναγνώριση του Μελετίου ως πρώτου μεταξύ των μητροπολιτών του οικουμενικού θρόνου αποτελούσε πλέον τη μόνη και ασφαλή οδό για την ειρήνευση της εκκλησίας και την αποφυγή ενός σχίσματος.

Υποσημειώσεις.

1. Ανδρέας Νανάκης Διάκονος, η χηρεία του οικουμενικού θρόνου και η εκλογή του Μελετίου Μεταξάκη 1918 – 1922. Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης επιστημονική επετηρίδα του τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής σχολής, Θεσσαλονίκη 1991, σσ’. 95-96.
2. Αναφέρεται στον Έλληνα Ύπατο Αρμοστή στην Κωνσταντινούπολη Νικόλαο Βότση (1877 – 1931).
3. Μπέλλου Θρεψιάδη, ό. π., σσ’. 116-117
4. Μαυροπούλου, ό. π., σσ’. 158-159
5. ΕΑ ΜΑ (1921) 369 – 378.
6. Ο από Ροδοστόλου (1896 – 1899), Βελλάς και Κονίτσης (1899 – 1906), Τραπεζούντος (1906- 1913), Κυζίκου (1913 – 1922) και Δέρκων (1924) οικουμενικός πατριάρχης (1924 – 1925) Κωνσταντίνος ΣΤ’ (Αράμπογλου).
7. Ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος Φιλιππίδης (1881 – 1949) υπήρξε επιφανής ιεράρχης του οικουμενικού θρόνου. Απόφοιτος της θεολογικής σχολής της Χάλκης (19030, πραγματοποίησε ευρύτερες σπουδές στη Λειψία της Γερμανίας και στη Λωζάνη της Ελβετίας. Το 1913 εξελέγη μητροπολίτης Τραπεζούντος, όπου επέδειξε σημαντική εκκλησιαστική και εθνική δράση, γεγονός που τον ανέδειξε σε μια κορυφαία μορφή του Ποντιακού Ελληνισμού. Στην πατριαρχική εκλογή του 1921, υποστηριζόμενος από πολιτικούς κύκλους της αντιβενιζελικής παράταξης των Αθηνών, προσπάθησε να αποτρέψει την εκλογή του Μελετίου Μεταξάκη, χωρίς να κρύβει τη φιλοδοξία του να αναδειχθεί ο ίδιος νέος οικουμενικός πατριάρχης. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ορίστηκε Αποκρισάριος του οικουμενικού πατριαρχείου στην Αθήνα (1926). Την περίοδο 1938 – 1941) διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Εκοιμήθη το 1949.
8. Ο από Ίμβρου (1908 – 1912) μητροπολίτης Πελαγονίας (1912 – 1922) Χρυσόστομος Καβουρίδης αντιτάχθηκε σφόδρα στην εκλογή του Μελετίου Μεταξάκη ως οικουμενικού Πατριάρχη, έπεσε σε δυσμένεια και απομακρύνθηκε από το κλίμα των ιεραρχών του πατριαρχικού θρόνου. Το 1922 εξελέγη μητροπολίτης Μελενίκου, δεν αποδέχθηκε τη μετάθεσή του και τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Έπειτα χρημάτισε μητροπολίτης Νέας Πελαγονίας (1924), Φιλιατών και Γηρομερίου (1925) και Φλωρίνης (1926 – 1932). Το όνομά του συνδέθηκε με την υιοθέτηση και διατήρηση του παλαιού Ιουλιανού ημερολογίου στους κόλπους της ελλαδικής εκκλησίας, γεγονός που προκάλεσε την καθαίρεση και τον εγκλεισμό του σε διάφορες απομονωμένες ιερές μονές της Ελλάδος. Απεβίωσε το 1955.
9. ΕΑ ΜΒ (1922) 73-78
10. ΕΑ ΜΑ (1921) 390
11. ΕΑ ΜΒ (1922) 78-85
12. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 169 – 170
13. Ό. π., σσ’. 172-177

Όπως ήταν αναμενόμενο, η εκλογή του Μελετίου προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην Αθήνα. Πληροφορούμενη η ελληνική κυβέρνηση από τους επτά συνοδικούς τις μεθοδεύσεις που είχαν προηγηθεί της πατριαρχικής εκλογής, κατήγγειλε τη διαδικασία ανάδειξης του νέου πατριάρχη ως προϊόν εκβιασμού και τρομοκρατίας απέναντι στα μέλη της εκλογικής συνέλευσης. Η Αθήνα είχε πολλούς λόγους να αντιδρά στην ανάδειξη του Μεταξάκη στον οικουμενικό θρόνο. Αρχικά, ο Μελέτιος είχε ταυτιστεί, ως μητροπολίτης Αθηνών, με την απολυταρχική διακυβέρνηση Βενιζέλου την περίοδο 1917 – 1920. Έπειτα, η ελληνική κυβέρνηση, η οποία είχε περιέλθει σε πολιτικό και στρατιωτικό αδιέξοδο στο μικρασιατικό μέτωπο, δεν επιθυμούσε την περίοδο εκείνη η εθνική πολιτική να ετεροκαθορίζεται από το δεύτερο κέντρο του Ελληνισμού, την Κωνσταντινούπολη, όταν μάλιστα η πολιτική αυτή επρόκειτο να συνδιαμορφωθεί από ένα πρόσωπο τόσο εχθρικά διακείμενο στις γενικές κατευθύνσεις της Αθήνας.

Για τον λόγο αυτό, με προτροπή της ελληνικής κυβέρνησης οι αυτοαποκαλούμενοι κανονικοί συνοδικοί μητροπολίτες του Φαναρίου συγκάλεσαν στη Θεσσαλονίκη νέα συνέλευση της ιεραρχίας των ελληνικών και ελληνοκρατούμενων επαρχιών, προκειμένου να αποφανθούν για το κύρος της πατριαρχικής εκλογής. Η διαδικασία σύγκλησης των ιεραρχών ήταν παρόμοια με αυτή που ακολουθήθηκε για τη συνέλευση της Αδριανουπόλεως. Οι κατά τόπους ελληνικές αρχές διατάχθηκαν να ζητήσουν από τους οικείους μητροπολίτες των Νέων Χωρών να μεταβούν στη Θεσσαλονίκη για την επικείμενη συνέλευση.

Στις 4 Δεκεμβρίου 1921 ο Αριστείδης Στεργιάδης απέστειλε στον μητροπολίτη Σμύρνης έγγραφο, με το οποίο του κοινοποιούσε τηλεγράφημα των επτά πρώην συνοδικών για την πραγματοποίηση της συνέλευσης της ιεραρχίας των Νέων Χωρών στη Θεσσαλονίκη. Ο Στεργιάδης ζήτησε από τον Χρυσόστομο να τον ενημερώσει το ταχύτερο δυνατό για την ημέρα της αναχώρησής του, προκειμένου να εγκριθεί η σχετική για τη μετάβασή του δαπάνη.1

Αμέσως, ο Χρυσόστομος κάλεσε τους ιεράρχες της Ιωνίας στη Σμύρνη, ώστε να αποφασίσουν από κοινού για τη στάση που έπρεπε να κρατήσουν στις νέες πιέσεις που επρόκειτο να ασκηθούν εκ μέρους της ελληνικής διοίκησης. Δύο μέρες αργότερα ο Σμύρνης Χρυσόστομος, ο Κρήνης Καλλίνικος και ο Ανέων Αλέξανδρος, έχοντας τη σύμφωνη γνώμη του Φιλαδελφείας Χρυσοστόμου και του Κυδωνιών Γρηγορίου, απάντησαν στον Στεργιάδη πως δεν επρόκειτο επ’ ουδενί να μεταβούν και να παραστούν στη συνέλευση της Θεσσαλονίκης, καθώς δεν αναγνώριζαν τους επτά μητροπολίτες που είχαν αποστείλει τηλεγράφημα ως τη νόμιμη και κανονική σύνοδο του Φαναρίου. Οι ιεράρχες της Ιωνίας ανέφεραν πως θα έπρεπε να αναμείνουν την ενθρόνιση του εκλεγέντος νέου Πατριάρχη και πως μετά τη λήψη των πατριαρχικών και συνοδικών εγκυκλίων θα αποφάσιζαν για την περαιτέρω στάση τους.2

Για άλλη μια φορά η παρουσία του μητροπολίτη Σμύρνης στη σύσκεψη των ιεραρχών της Νέας Ελλάδας κρίθηκε απαραίτητη τόσο για τον καθορισμό των θεμάτων και τη λήψη των αποφάσεων όσο και για την επιτυχία της συνέλευσης. Αναγνωρίζοντας η ελληνική κυβέρνηση και οι μητροπολίτες που είχαν προκαλέσει τη σύνοδο της Θεσσαλονίκης το κύρος και την επιρροή του Χρυσοστόμου, προσπάθησαν να τον πείσουν να συμμετάσχει σε αυτή.

Στις 9 Δεκεμβρίου 1921 ο ιεράρχης έλαβε δύο τηλεγραφήματα από τον γενικό γραμματέα της Αρμοστείας στη Σμύρνη Πέτρο Γουναράκη. Στο πρώτο, η ελληνική διοίκηση ανακοίνωνε με έντονο ύφος στον Χρυσόστομο σημείωμα του υπουργικού συμβουλίου της Ελλάδας, το οποίο διέτασσε τον μητροπολίτη Σμύρνης και τους άλλους ιεράρχες της Ιωνίας να μεταβούν στη Θεσσαλονίκη, διαφορετικά η Αθήνα απειλούσε πως επρόκειτο να πάψει να αναγνωρίζει τους εν λόγω μητροπολίτες και να συνεργάζεται μαζί τους στην κατεχόμενη από τον ελληνικό στρατό ζώνη.3

Στο δεύτερο, η Ύπατη αρμοστεία κοινοποιούσε στον Χρυσόστομο τηλεγράφημα του μητροπολίτη Δαρδανελλίων Ειρηναίου,4 το οποίο έγραφε: «Αγάπη Σου προς Εκκλησίαν μεγίστη. Η υπό συνθήκας γνωστάς γενομένη εκλογή εκλόνισε αξίαν Μεγάλης Εκκλησίας ενώπιον παγκοσμίου Χριστιανικής συνειδήσεως. Εκκλησιαστικόν πνεύμα το οποίον όσον ουδείς ενσαρκώνετε επιβάλλει κατ’ αδελφικήν μου γνώμην παρουσίαν Σου Θεσσαλονίκην».5

Παρά τα εγκωμιαστικά λόγια του μητροπολίτη Δαρδανελλίων προς τον Μητροπολίτη Σμύρνης, ο άγιος απάντησε πως, στο σημείο που είχαν οδηγηθεί τα πράγματα, δεν θα έπρεπε να δοθεί συνέχεια στο εν λόγω ζήτημα, καθώς υπήρχε ο κίνδυνος να προκληθεί σχίσμα στη Μητέρα και σώτειρα κιβωτό του γένους εκκλησία. Ο Χρυσόστομος, αφού απέδωσε και πάλι ευθύνες στον Μητροπολίτη Δαρδανελλίων και τους υπόλοιπους πρώην Συνοδικούς ιεράρχες για την τραγική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει το οικουμενικό πατριαρχείο, ζήτησε από τον Ειρηναίο να προσέξει και να μην παρασυρθεί στην επικείμενη συνέλευση σε υπερβολές και ακρότητες καθώς η ιστορία δεν επρόκειτο να δείξει καμία επιείκεια σε αυτούς που θα είχαν συνδέσει το όνομά τους με τα θλιβερά εκείνα γεγονότα.6

Η συνέλευση της Θεσσαλονίκης ξεκίνησε τις εργασίες της στις 16 Δεκεμβρίου 1921 και ολοκλήρωσε το έργο της στις 22 του ίδιου μήνα. Σε αυτή συμμετείχαν είκοσι εννέα μητροπολίτες, στους οποίους είχαν ανατεθεί οι ψήφοι εννέα ακόμα ιεραρχών που απουσίαζαν. Μετά από έντονες αντεγκλήσεις και κατηγορίες μεταξύ των μελών της συνόδου, αποφασίστηκε η κήρυξη άκυρης και αντικανονικής της εκλογής του Μελετίου, ο ορισμός επιτροπής που θα μετέβαινε στο Φανάρι για συνομιλίες με στόχο την πραγματοποίηση εκλογής άλλου πατριάρχη και η αποστολή τηλεγραφήματος στον Μεταξάκη, που θα τον καλούσε να μην ταξιδέψει από την Αμερική, όπου βρισκόταν, για την Κωνσταντινούπολη, καθώς δεν αναγνωρίζονταν τα γενόμενα της 25ης Νοεμβρίου.7

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι κατά την διάρκεια της συνέλευσης της Θεσσαλονίκης τόσο ο Χρυσόστομος όσο και οι λοιποί ιεράρχες της Ιωνίας δέχονταν τηλεγραφήματα για να μεταβούν και να παραστούν στη σύσκεψη της ιεραρχίας των Νέων Χωρών για το ζήτημα της πατριαρχικής εκλογής.8

Λίγες μέρες πριν από τη λήξη των εργασιών της συνέλευσης της Θεσσαλονίκης, ο Μητροπολίτης Αμασείας, που ήταν ο μεγάλος χαμένος της πατριαρχικής εκλογής, απέστειλε στον Χρυσόστομο επιστολή, στην οποία περιέγραφε τους λόγους που είχε θυσιάσει τη βέβαιη εκλογή του στον πατριαρχικό θρόνο υπέρ του Μελετίου, λέγοντας: «Γνωρίζει πάντως η Υμετέρα Αγιότης ότι ήμην κύριος της καταστάσεως και ότι δια των δυνάμεων ας διέθετα συνετελέσθη η τοιουτοτρόπως εκλογή. Ήσαν λόγοι πολιτικοί και οικονομικής φύσεως τα ελατήρια της τοιαύτης εκλογής, ώφειλον δε ενώπιον των λόγων τούτων να θυσιάσω το εγώ, όπερ και έπραξα ευχαρίστως».9

Επιπλέον, ο Γερμανός εξέφραζε τη χαρά του για το γεγονός ότι τόσο ο Χρυσόστομος όσο και οι λοιποί μητροπολίτες της Ιωνίας δεν είχαν συμμετάσχει στη συνέλευση των ιεραρχών της Θεσσαλονίκης, οι ενέργειες των οποίων ήταν προορισμένες να ναυαγήσουν χωρίς την υψηλή παρουσία του μητροπολίτη Σμύρνης.

Όπως αναφέρθηκε, η ανάδειξη του Μεταξάκη στον οικουμενικό θρόνο είχε έντονα πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά, καθώς στη διαδικασία και τον τρόπο εκλογής του είχαν εμπλακεί με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο οι δυνάμεις που είχαν οδηγήσει την Ελλάδα λίγα χρόνια νωρίτερα στον εθνικό διχασμό.

Η ελληνική κυβέρνηση, η οποία επιθυμούσε να εξαναγκάσει τον Μελέτιο σε παραίτηση προτού μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη και ενθρονιστεί, προχώρησε σε ένα ακόμα μέτρο εναντίον του. Στις 22 Δεκεμβρίου 1921, την ημέρα που η συνέλευση της Θεσσαλονίκης ολοκλήρωνε τις εργασίες της και κήρυσσε άκυρη και αντικανονική την εκλογή του Μεταξάκη, συνήλθε στην Αθήνα «κυβερνητική εντολή», η ιερά σύνοδος της εκκλησίας της Ελλάδος με σκοπό την καθαίρεση του νέου Πατριάρχη. Οι κατηγορίες που αποδόθηκαν στον Μελέτιο ήταν η αντικανονική εκλογή του στον μητροπολιτικό θρόνο των Αθηνών το 1918 και η δράση του στις εκκλησιαστικές κοινότητες της Αμερικής, η διοίκηση των οποίων είχε παραχωρηθεί από το 1908 στην ελλαδική Εκκλησία. Στις 29 Δεκεμβρίου 1921 η ιερά σύνοδος της εκκλησίας της Ελλάδος καταδίκασε τον Μελέτιο σε καθαίρεση από το αξίωμα της αρχιερωσύνης και διέταξε τον εγκλεισμό του στην ιερά μονή Στροφάδων νότια της Ζακύνθου.10

Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η Ελληνική αρμοστεία στη Σμύρνη, όταν απαγόρευσε στον Χρυσόστομο τη μνημόνευση του ονόματος του νέου Οικουμενικού πατριάρχη Μελετίου στην τέλεση των ιερών ακολουθιών. Ο μητροπολίτης, θέλοντας να αποφύγει την αντικανονική αυτή πράξη, σταμάτησε «προς καιρόν» να τελεί κάθε ιεροπραξία στη Σμύρνη και τα περίχωρά της.11

Υποσημειώσεις.

1. Ό. π. σσ’. 178 – 179
2. Ό. π., σσ’. 179- 180
3. ΕΑ ΜΒ (1922) 90
4. Ο από Δαρδανελλίων (1913 – 1922), Ελασσώνος (1922 – 1924), Δαρδανελλίων (1924 – 1926) και έπειτα μητροπολίτης Σάμου και Ικαρίας (1926-1963) Ειρηναίος Παπαμιχαήλ.
5. Το αρχείον, τ. Γ’, σ’. 181
6. Ό. π., σσ’. 181 – 183
7. ΕΑ ΜΒ (1922) 89-95
8. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 190-191
9. Ό. π. σ. 188
10. Ανδρέας Νανάκης, 1991, σσ’. 122-123. (Ωστόσο, για το ζήτημα της καθαίρεσης του Μελετίου Μεταξάκη διατυπώθηκαν πολλές ενστάσεις, δεδομένου ότι ο τότε μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος Μηνόπουλος ήταν καθηρημένος από το ανώτατο εκκλησιαστικό δικαστήριο της εκκλησίας της Ελλάδος, λόγω της συμμετοχής του το 1916 το «Ανάθεμα» εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου. Οι μητροπολίτες δε που μετείχαν στην ιερά σύνοδο για την επιβολή της εσχάτης των εκκλησιαστικών ποινών στον εκλεγμένο οικουμενικό πατριάρχη Μελέτιο Δ’, είχαν επίσης καταδικασθεί από το ανώτατο εκκλησιαστικό δικαστήριο και είχαν εκπέσει των επισκοπικών τους θρόνων, βλ. Μητροπολίτου Κυζίκου (τέως Βερροίας) Καλλινίκου, «Η δήθεν καθαίρεσις του πατριάρχου», ΕΑ ΜΒ (1922) 105-115).
11. Το αρχείον, τ. Γ’, σ. 220.

Εν τω μεταξύ στις αρχές Ιανουαρίου του 1922 εκδόθηκε περισπούδαστη μελέτη του καθηγητή του πανεπιστημίου Αθηνών Χρήστου Ανδρούτσου (1869 – 1935), ο οποίος, κάνοντας μια αναδρομή στον τρόπο πλήρωσης των επισκοπικών και πατριαρχικών θρόνων κατά τα αρχαία και κανονικά θέσμια της εκκλησίας, κατήγγειλε την εκλογή του Μελετίου ως αντικανονική, εξ απόψεως ιεροκανονικής αλλά και πολιτειακής, δεδομένης της λειτουργίας των Γενικών Κανονισμών για την εκλογή νέου οικουμενικού πατριάρχη.1

Στον καθηγητή Χρήστο Ανδρούτσο απάντησε ο μητροπολίτης Σμύρνης, ο οποίος στις 18 Ιανουαρίου 1922 δημοσίευσε μακροσκελή πραγματεία περί της νόμιμης και κανονικής εκλογής του Μελετίου στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.2 Ο Χρυσόστομος ανέφερε πως η τελευταία πατριαρχική εκλογή, παρά τις πολιτικές παρεμβάσεις και τα έκτροπα που είχαν λάβει χώρα, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί άθεσμη ή αντικανονική.

Στο έργο αυτό, ο άγιος διέκρινε δύο μεγάλες χρονικές περιόδους αναφορικά με τον τρόπο εκλογής και ανάδειξης των εκάστοτε αρχιεπισκόπων και πατριαρχών στην Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη ξεκινούσε από τα τέλη του 4ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία συστάθηκε η αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως, και τελείωνε στα τέλη του 9ου αιώνα. Στο διάστημα αυτό οι πατριαρχικές εκλογές τελούνταν σύμφωνα με τους κανόνες και τις αποφάσεις οικουμενικών και τοπικών συνόδων και υπό τον κανονικό τύπο «ψήφω κλήρου και λαού».

Η δεύτερη και πιο μακρά χρονική περίοδος ξεκινούσε από τα τέλη του 10ου αιώνα και παρατείνετο μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Την περίοδο αυτή, τόνιζε ο Χρυσόστομος, το δικαίωμα της εκλογής πέρασε από τα χέρια του κλήρου και του λαού της αρχιεπισκοπής στους βασιλείς και τους εν Κωνσταντινουπόλει ευρισκομένους ιεράρχες του οικουμενικού θρόνου, είτε οι τελευταίοι ασκούσαν καθήκοντα στην ιερά σύνοδο είτε παρεπιδημούσαν για οποιοδήποτε λόγο στη Βασιλεύουσα.

Στο βυζάντιο, πρόσθετε ο άγιος, η δημόσια αναγνώριση («προβολή») του πατριάρχη από τον αυτοκράτορα ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επικύρωση της εκλογής και την ενθρόνισή του. Στα χρόνια δε της τουρκοκρατίας η επέμβαση του σουλτάνου στην εκλογή του εκάστοτε πατριάρχη ήταν ακόμα πιο απροκάλυπτη. Εκτός από την αναγνώριση, η υψηλή πύλη απαιτούσε σε κάθε πατριαρχική εκλογή τον κατάλογο των εκλογίμων με σκοπό τον αποκλεισμό των αρχιερέων που δεν ήταν αρεστοί στο πολιτικό και διοικητικό σύστημα του οθωμανικού κράτους.

Στη συνέχεια, ο ιεράρχης έκανε μια ιστορική αναδρομή σε κείμενα και αποφάσεις οικουμενικών και τοπικών συνόδων για να περιγράψει τον τρόπο εκλογής μεγάλων πατέρων της εκκλησίας, όπως του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του μεγάλου Αθανασίου, των αγίων Γερμανού και Νικηφόρου Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. Ο Χρυσόστομος, ο οποίος είχε εργαστεί για τη συμμετοχή όλης της ιεραρχίας του οικουμενικού θρόνου στην τελευταία πατριαρχική εκλογή, αναγνώριζε πως, εφόσον η βούληση του κλήρου και του λαού της Κωνσταντινούπολης ήταν υπέρ της ανάδειξης του Μελετίου, όπως είχε συμβεί με την εκλογή των μεγάλων αγίων ιεραρχών της εκκλησίας, «ψήφω κλήρου και λαού», τότε και η εκλογή του Μεταξάκη θα έπρεπε να θεωρηθεί έγκυρη και σύμφωνη με το κανονικό δίκαιο και τα θέσμια της εκκλησίας, ανεξάρτητα εάν η τελική πράξη της εκλογής είχε επικυρωθεί από μια ολιγάριθμη ομάδα ιεραρχών του Φαναρίου.

Ο μητροπολίτης Σμύρνης έκλεινε το κείμενο της μελέτης του με αναφορά στη λειτουργία των λεγόμενων εθνικών κανονισμών. Ο άγιος υπενθύμιζε πως η εκκλησία δεν θα έπρεπε να συνεχίσει να εφαρμόζει στο ζήτημα της εκλογής νέου πατριάρχη, στη διοίκηση και την εν γένει πολιτεία Της τους γενικούς κανονισμούς, αφ’ ενός διότι ήταν δημιούργημα των χρόνων της δουλείας και αφ’ ετέρου διότι ήταν ξένοι προς τους αρχαίους και οικουμενικούς τύπους της εκλογής επισκόπων, αρχιεπισκόπων και πατριαρχών στη ζωή και παράδοση της Ανατολικής Εκκλησίας.

Στις 24 Ιανουαρίου 1922 ο νέος οικουμενικός πατριάρχης Μελέτιος Δ’ αφίχθη ατμοπλοϊκώς στην Κωνσταντινούπολη και την ίδια μέρα πραγματοποιήθηκε με κάθε επισημότητα η ενθρόνισή του στον ιερό ναό του αγίου Γεωργίου στο Φανάρι.3

Ευθύς μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ο Μελέτιος προέβη στη διευθέτηση πολλών εκκλησιαστικών ζητημάτων που είχαν προκύψει μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη χάραξη νέων συνόρων στα βαλκάνια. Συγκεκριμένα, δια πατριαρχικού και συνοδικού τόμου παραχωρήθηκαν στη Σερβική Εκκλησία όλες οι επαρχίες του οικουμενικού θρόνου που είχαν περιέλθει στο κράτος των Σέρβων και αναγνωρίσθηκε το πατριαρχείο της Σερβίας.4

Με πατριαρχική και συνοδική πράξη οι ορθόδοξες εκκλησίες της διασποράς, η διοίκηση των οποίων είχε παραχωρηθεί επί Ιωακείμ Γ’ στην εκκλησία της Ελλάδος, υπήχθησαν και πάλι στη δικαιοδοσία του οικουμενικού πατριαρχείου,5 ενώ λίγο αργότερα ακολούθησε η σύσταση της αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής.6

Επί Μελετίου Δ’ ιδρύθηκαν η μητρόπολη Θυατείρων, ως εξαρχία δυτικής και κεντρώας Ευρώπης,7 οι μητροπόλεις Βρυούλλων, Περγάμου και Μοσχονησίων στη Μικρά Ασία και η Μητρόπολη Αλεξανδρουπόλεως στη Θράκη, ενώ οι μητροπόλεις Βοδενών, Μογλενών και Μελενίκου στη Μακεδονία μετονομάστηκαν Εδέσσης, Φλωρίνης και Σιδηροκάστρου αντίστοιχα.8

Με πατριαρχικό και συνοδικό τόμο ιδρύθηκε η ορθόδοξη αρχιεπισκοπή Τσεχοσλοβακίας9 ανακηρύχθηκε αυτόνομη η ορθόδοξη εκκλησία της Αλβανίας10 και παραχωρήθηκε αυτονομία στις ορθόδοξες εκκλησίες της Φιλανδίας11 και της Εσθονίας.12

Σε διαχριστιανικό επίπεδο εκδόθηκε απόφαση υπέρ του κύρους των αγγλικανικών χειροτονιών,13 ως επιστέγασμα των μακροχρόνιων συνομιλιών μεταξύ ορθοδόξων και Αγγλικανών, οι οποίες είχαν ξεκινήσει επί Κωνσταντίνου Ε’, γεγονός που αποτέλεσε ένα επιπλέον βήμα στην προσέγγιση των δύο πλευρών.

Στη διάρκεια της σύντομης πατριαρχίας Μελετίου Δ’ θα πρέπει να προστεθεί η υιοθέτηση του νέου Γρηγοριανού ημερολογίου14 και η περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων των κατά τόπους Αυτοκεφάλων ορθοδόξων εκκλησιών μέσω της πραγματοποίησης στην Κωνσταντινούπολη πανορθόδοξου συνεδρίου,15 εξ ου και η ανάπτυξη της ιδέας της πανορθόδοξης συνόδου.16

Σε λίγους μήνες ο νέος οικουμενικός πατριάρχης ανέλαβε πρωτοβουλίες και ρύθμισε μείζονα εκκλησιαστικά ζητήματα που απασχολούσαν για δεκαετίες τον ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο.17

Ένα θέμα που προβλημάτιζε το οικουμενικό πατριαρχείο και την εκκλησία της Ελλάδος ήταν το ζήτημα της χειραφέτησης των επαρχιών που είχαν ενσωματωθεί μετά τους βαλκανικούς πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ελλάδα. Από το 1913 οι μητροπόλεις των λεγόμενων Νέων Χωρών στην Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θράκη, τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και την Κρήτη, ενώ τελούσαν υπό τις αρχές και την πολιτική διοίκηση του ελληνικού κράτους, εκκλησιαστικά παρέμεναν υπό την πλήρη πνευματική και κανονική εξάρτηση του οικουμενικού πατριαρχείου, παρά το γεγονός ότι το 1913 η τουρκική κυβέρνηση είχε ζητήσει να αποχωρήσουν από την ιερά σύνοδο του Φαναρίου οι μητροπολίτες των οποίων οι επαρχίες δεν αποτελούσαν πλέον τμήματα του Οθωμανικού κράτους.18

Ένα χρόνο αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1914, η ιερά σύνοδος του πατριαρχείου αποφάσισε την έκδοση του σχετικού πατριαρχικού και συνοδικού τόμου που διασφάλιζε οριστικά τη χειραφέτηση των υπό ξένη πολιτική κυριαρχία περιελθουσών επαρχιών του οικουμενικού θρόνου.19 Ωστόσο, τα γεγονότα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και η πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα ματαίωσαν την επικύρωση της απόφασης του πατριαρχείου και μετέθεσαν τη διευθέτηση του ζητήματος για το μέλλον.

Στα ανωτέρω δεν πρέπει να αγνοείται ότι με αφορμή την πατριαρχική εκλογή του 1921 οι ιεράρχες των Νέων Χωρών είχαν βρεθεί στον κυκλώνα του ανταγωνισμού μεταξύ Αθήνας και Κωνσταντινούπολης. Ο αποκλεισμός των μητροπολιτών της Νέας Ελλάδας από την ανάδειξη του νέου οικουμενικού πατριάρχη είχε προκαλέσει ένα βαθύ ρήγμα στη συνοχή της ιεραρχίας και την ενότητα των δυνάμεων του Ελληνισμού.

Ανεξάρτητα από τη βούληση του Μελετίου Μεταξάκη στο εν λόγω ζήτημα σημαντική θα πρέπει να θεωρηθεί η εισήγηση του μητροπολίτη Σμύρνης για τη μη παραχώρηση των μητροπόλεων των Νέων Χωρών στην ελλαδική εκκλησία. Διαπιστώνοντας ο Χρυσόστομος την πρόθεση του πατριάρχη να διακανονίσει όλα τα εκκλησιαστικά ζητήματα της εποχής, ζήτησε με εμπιστευτικό του γράμμα να μην προβεί το Φανάρι στην έκδοση του τόμου για την απόδοση των νέων επαρχιών του ελληνικού κράτους στην εκκλησία της Ελλάδος. Λίγο πριν τη Μικρασιατική καταστροφή, διαβλέποντας ο άγιος την απώλεια του ποιμνίου του πατριαρχείου στα μικρασιατικά εδάφη, έγραψε στον Μελέτιο Δ’: «… ικετεύω μη τυχόν δι’ αγάπην Θεού προβήτε εις την έκδοσιν του τόμου της χειραφετήσεως των επαρχιών Μακεδονίας, Ηπείρου και Νήσων, διότι ο οικουμενικός θρόνος τότε θ’ αποψιλωθή τέλεον και θα πέση εις αφάνειαν».20

Για άλλη μια φορά ο Χρυσόστομος έδειξε την αγάπη και το αμείωτο ενδιαφέρον του για το οικουμενικό πατριαρχείο. Ο Μητροπολίτης, ο οποίος είχε εργαστεί όλα τα χρόνια της διακονίας του για τα συμφέροντα και τη δόξα της Μεγάλης Εκκλησίας, δεν επιθυμούσε τη συρρίκνωση της πνευματικής δικαιοδοσίας του πατριαρχείου. Με μεγάλη διορατικότητα και αίσθημα ευθύνης ο ιεράρχης προέτρεψε το εκκλησιαστικό κέντρο να μην προβεί στη χειραφέτηση των Νέων Χωρών στη Βόρεια Ελλάδα και τα Νησιά του Αρχιπελάγους αποδίδοντας μεγάλη σημασία στην οριστική διατήρηση των εν λόγω επαρχιών στη δικαιοδοσία του οικουμενικού θρόνου.

Την ίδια άποψη είχε ο άγιος και για τις εκκλησίες της διασποράς. Από το 1918 ο Χρυσόστομος είχε ζητήσει την ακύρωση της απόφασης για την παραχώρηση της διοίκησης των ορθόδοξων επαρχιών της Ευρώπης και της Αμερικής στην εκκλησία της Ελλάδος, καθώς θεωρούσε ότι η ελληνική ομογένεια της διασποράς είχε πολλά να προσφέρει στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής δικαίωσαν πλήρως τον μητροπολίτη Σμύρνης, καθώς το πατριαρχείο απώλεσε με τον πιο οδυνηρό τρόπο τους χριστιανικούς πληθυσμούς στα μικρασιατικά εδάφη, οι οποίοι είτε εξοντώθηκαν είτε απομακρύνθηκαν βίαια από τις πατρογονικές τους εστίες.

Αναμφίβολα, το πατριαρχικό ζήτημα αποτέλεσε μια δυσάρεστη εξέλιξη στη συνολική διαχείριση του Ανατολικού ζητήματος εκ μέρους της Ελλάδας. Με αφορμή την εκλογή νέου πατριάρχη αναβίωσαν οι δυνάμεις που είχαν οδηγήσει τη χώρα στον εθνικό διχασμό, γεγονός που επηρέασε το εθνικό και εκκλησιαστικό κέντρο εκατομμυρίων ελληνορθόδοξων πληθυσμών στη Μικρά Ασία.

Η ανάδειξη του Μελετίου Μεταξάκη στον οικουμενικό θρόνο, αν και θεωρήθηκε νίκη της βενιζελικής παράταξης, δημιούργησε ένα ρήγμα ανάμεσα σε δυο κέντρα του ελληνισμού και απομόνωσε ακόμα περισσότερο τον ήδη εξουθενωμένο από τους διωγμούς του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου Μικρασιατικό Ελληνισμό. Ωστόσο, αυτό που προκαλούσε τις μεγαλύτερες προστριβές μεταξύ Αθήνας και Κωνσταντινούπολης ήταν η πρόθεση του νέου Πατριάρχη να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για τη διάσωση του ποιμνίου του, την περίοδο που η ελληνική κυβέρνηση προσπαθούσε να βγει από το στρατιωτικό αδιέξοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας και αναζητούσε απεγνωσμένα λύση σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο. Η εξέλιξη των γεγονότων έδειξε πως ούτε η Κωνσταντινούπολη ούτε η Αθήνα μπόρεσαν τελικά να αποτρέψουν την πορεία προς τη Μικρασιατική τραγωδία.

Υποσημειώσεις.

1. Χρήστου Ανδρούτσου, η εκλογή του μητροπολίτου Μελετίου Μεταξάκη κανονικώς και κατά τους γενικούς κανονισμούς εξεταζομένη, εν Αθήναις 1921.
2. Το αρχείον, τ. Γ’, σσ’. 192-203. Αντίστοιχη μελέτη εκπόνησε και ο μητροπολίτης Κυζίκου Καλλίνικος Δελικάνης, βλ. μητροπολίτου Κυζίκου (τύπος Βερροίας) Καλλινίκου, (Ο Ανδρούτσος και η φυλλάδα του», ΕΑ ΜΒ (1922) 131 – 142).
3. ΕΑ ΜΒ (1922) 25-30, 37-38, 41-46
4. ΕΑ ΜΒ (1922) 170-171
5. ΕΑ ΜΒ (1922) 129- 130
6. ΕΑ ΜΒ (1922) 218- 220
7. ΕΑ ΜΒ (1922) 193-195
8. ΕΑ ΜΒ (1922) 425, 432, 472
9. ΕΑ ΜΓ (1923) 69-72
10. ΕΑ ΜΓ (1923) 162-163
11. ΕΑ ΜΓ (1923) 251-253
12. ΕΑ ΜΓ (1923) 254-255
13. ΕΑ ΜΒ (1922) 327- 328, 343-344
14. ΕΑ ΜΓ (1923) 49-51, 53-54, 140-142, 171-177, 229-231
15. ΕΑ ΜΓ (1923) 131-132, 163-166, 189-199
16. Στο πανορθόδοξο συνέδριο, το οποίο πραγματοποιήθηκε το 1923 στην έδρα του οικουμενικού πατριαρχείου, έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι των εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως, Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Ελλάδος και Κύπρου, ενώ απείχαν τα πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, βλ. ΕΑ ΜΓ (1923) 129. Εκτός από τη ρύθμιση του ημερολογιακού ζητήματος το πανορθόδοξο συνέδριο ασχολήθηκε επί μακρόν με το ζήτημα του δεύτερου γάμου των εν χηρεία ιερέων και διακόνων και επιπλέον καθόρισε πολλά από τα θέματα τα οποία επρόκειτο να απασχολήσουν τη συγκληθησομένη πανορθόδοξη σύνοδο, βλ. ΕΑ ΜΓ’ (1923) 164-166
17. Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με το έργο και τη δράση του Μελετίου Μεταξάκη ως οικουμενικού πατριάρχη βλ. Σταυρίδου, 1977, σσ’. 438-480
18. Οι ιεράρχες που διατάχθηκε τότε να αποχωρήσουν από την ιερά σύνοδο του πατριαρχείου ήταν οι Ιωαννίνων Γερβάσιος, Μαρωνείας Νικόλαος, Σισανίου και Σιατίστης Ιερόθεος, Κασσανδρείας Ειρηναίος, Ελευθερουπόλεως Γερμανός και Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδων, βλ. ΕΑ ΛΓ (1913) 365
19. ΕΑ ΛΔ (1914) 253
20. Το αρχείον, τ. Γ’, σ. 221

Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.

Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.

Παράβαλε και:
Το πατριαρχικό ζήτημα και ο Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Το πατριαρχικό ζήτημα και ο Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης (Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Το πατριαρχικό ζήτημα και ο Αγιος Χρυσόστομος Σμύρνης (Γ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.

Δημοσιεύθηκε στην Ιστορικά, Λειτουργικά, εορτολογικά, Νεοελληνική απόδοση Ύμνων, Συναξάρια, Μελέτες - εργασίες - βιβλία. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.