Ουδέποτε ο ιεράρχης ζήτησε τη συνδρομή της χριστιανικής Δύσης στον αγώνα της φυσικής και πνευματικής επιβίωσης του Μικρασιατικού Ελληνισμού, με αντάλλαγμα την ένωση των Εκκλησιών ή οιαδήποτε άλλη παραχώρηση σε ζητήματα πίστεως. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να το πράξει αυτό, αφού με την προσωπική αλληλογραφία του δεν εκπροσωπούσε το Οικουμενικό πατριαρχείο.
Κατά συνέπεια, αυτό που επεδίωκε ο Μητροπολίτης Σμύρνης στην αλληλογραφία του με εκπροσώπους ετερόδοξων χριστιανικών ομολογιών, ευρισκομένων έξω της ορθοδόξου παρεμβολής, ήταν η έκκληση για βοήθεια των Δυτικών στα δεινά των Ελλήνων Μικρασιατών, έκκληση η οποία συνοδευόταν αφ’ ενός από την παροχή διαβεβαιώσεων αμοιβαίας αγάπης και σεβασμού (κοινωνία αγάπης), αφ’ ετέρου από την ευχή για την επιστροφή όσων αποσπάσθηκαν από το οργανικό σώμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας (ευχαριστιακή κοινωνία και μετοχή), ευχή και επιθυμία «επιτελέσεως του ευκταίου έργου της συνεννοήσεως και ενώσεων των ψυχών και καρδιών πάντων των εις Χριστόν πιστευόντων».1
Ταυτόχρονα, δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι η επικοινωνία του Χρυσοστόμου με εκπροσώπους άλλων χριστιανικών ομολογιών αφορούσε εκκλησιαστικούς παράγοντες συμμαχικών κυρίως κρατών, την Αγγλία και την Αμερική, γεγονός που αποδεικνύει και πάλι ότι στόχος του ιεράρχη ήταν η συμπαράσταση των Ξένων Δυνάμεων στην επίλυση των εθνικών ζητημάτων του υπόδουλου Ελληνισμού. Γι’ αυτό άλλωστε δεν υπάρχουν αντίστοιχες επιστολές του Χρυσοστόμου με θρησκευτικούς ηγέτες άλλων Δυνάμεων της εποχής, όπως τη Σοβιετική Ρωσία, η οποία είχε συμπράξει με τον Κεμάλ και του παρείχε άφθονο πολεμικό υλικό, ή τη Γερμανία, η οποία ήταν σύμμαχος της Τουρκίας ήδη από τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Κλείνοντας την ενότητα αυτή για τα αιρετικά φρονήματα του Χρυσοστόμου θα πρέπει να τονιστεί ότι κάθε κείμενο του αγίου, που αναφέρεται ή απευθύνεται σε ετερόδοξο κληρικό, είχε σκοπό να προσελκύσει το ενδιαφέρον και τη συμπάθεια των ισχυρών της γης για τα δεινά του υπόδουλου Ελληνισμού τόσο στη Μακεδονία όσο και στη Μικρά Ασία. Ο ιεράρχης, χειμαρρώδης και διαχυτικός στις εκφράσεις του, διατηρούσε άριστες σχέσεις με τους εκπροσώπους των άλλων χριστιανικών ομολογιών, κυρίως με τους Αγγλικανούς, οι οποίοι εκδήλωναν τότε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την προσέγγισή τους με την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Γι’ αυτό ο Χρυσόστομος δεν διατηρούσε αλληλογραφία και επικοινωνία με όλο τον ετερόδοξο χριστιανικό κόσμο, ιδιαίτερα με τους ρωμαιοκαθολικούς ( με εξαίρεση τη μία και μοναδική επιστολή στον Πάπα τις παραμονές της Μικρασιατικής Καταστροφής) ή τους προτεστάντες, τη δράση των οποίων είχε καταγγείλει με τον πιο επίσημο τρόπο, τόσο ως Αρχιδιάκονος της μητροπόλεως Εφέσου όσο και ως μητροπολίτης Σμύρνης, ήδη από την ημέρα της ενθρόνισής του στην πρωτεύουσα της Ιωνίας.2
Για την κατηγορία ότι ο ιεράρχης απεμπόλησε την ορθοδοξία στη διάρκεια της εκκλησιαστικής του διακονίας,3 η απάντηση βρίσκεται στα κείμενα και τους λόγους του Χρυσοστόμου. Ενδεικτικά, αναφέρεται η επί πτυχίω διατριβή του αγίου στη θεολογική σχολή της Χάλκης (1891), στην οποία ο νεαρός τότε ιεροδιάκονος τεκμηρίωνε «ότι Μόνη των τριών μεγάλων Χριστιανικών εκκλησιών η ορθόδοξος Ανατολική εστίν η αληθής» και το μνημειώδες ομολογιακό δίτομο έργο του χιλίων και πλέον σελίδων με τίτλο «Περί Εκκλησίας» (1896), στο οποίο επέκρινε τις πλάνες του ρωμαιοκαθολικισμού και στηλίτευε τις κακοδοξίες του προτεσταντισμού, κατέληγε δε στην παραδοχή ότι η Ανατολική ορθόδοξη εκκλησία αποτελούσε και θα αποτελεί τη μόνη και ασφαλή κιβωτό της σωτηρίας.
Για τον ρωμαιοκαθολικισμό και τον Πάπα της Ρώμης ο Χρυσόστομος έγραφε: «τολμώντες λέγουσι προς ημάς, ότι έξω του περιβόλου της Ρωμαϊκής αυλής δεν εννοείται η Εκκλησία, ότι δεν υπάρχει σωτηρία, και ότι άνευ του Πάπα απολώλαμεν!!! Κατηραμένη εμπάθεια! Διαβολική υπόκρισις του Σατανά! Και τί λοιπόν θέλετε, υπεράλπειοι Θεολόγοι, να θεωρήσωμεν ως αρχήν ζωής, εκείνον, όστις εχρησίμευσεν η αφορμή και αιτία του πνευματικού εν τη πίστει θανάτου της εκκλησίας σας; Μετά του Πάπα και δια τον Πάπαν απολώλεν η Δύσις! Δια τον Πάπαν επλημμύρησαν όλα τα κακά εις την Ευρώπην. Η ορθοδοξία δεν έχει ανάγκην τον Πάπα, δεν έσχε ποτέ ανάγκην αυτού και κατά τους 8 πρώτους αιώνας έτι, ότε ο Πάπας έστηκεν εν τη αληθεία, έζη μακράν και άνευ του Πάπα˙ νυ, είπερ ποτέ δεν έχει ανάγκην του Πάπα, ουδέ γνωρίζει ουδέ θέλει να γνωρίζη αυτόν, αφ’ ου μάλιστα και εν τη αληθεία δεν ίσταται, άλλ’ αποστάτης εξαναστάς κατά της καθόλου Εκκλησίας εζήτησε να σφετερισθή, ως πάλαι ο Εωσφόρος την δόξαν, και τον θρόνον του Θεού, ούτε και αυτός την
δόξαν, τον θρόνον και το κύρος της Καθολικής και Οικουμενικής Εκκλησίας».
Για τον προτεσταντισμό ο ιεράρχης έλεγε: «Ο προτεσταντισμός κατέστη ένοχος ενώπιον του Ευαγγελίου, ενώπιον της αρχαιότητος, ενώπιον αυτών τούτων των αρχών και ομολογιών του δια φοβερών καινοτομιών και έτι φοβερωτέρων πλανών και αιρέσεων˙ και δια τούτο δεν αποτελεί την αληθή Εκκλησίαν, διότι αύτη ουδέποτε μεταλλάσσει τας αρχάς και ομολογίας της, ουδέποτε περιπίπτει εις πλάνας και διδασκαλίας νεωτεριστικάς, διότι είνε αψευδής, την αυτήν αλήθειαν πάντοτε διδάσκουσα και την αυτήν διδασκαλίαν εσαεί ορθοτομούσα». Και αλλού: «Ο Προτεσταντισμός δεν προέρχεται παρά του Χριστού και των Αποστόλων˙ ως καθίδρυμα θρησκευτικόν δεν είνε θείον καθίδρυμα, άλλ’ ανθρώπινον εν τη γενέσει του».
Για το σύνολο δε των χριστιανικών ομολογιών, ευρισκομένων μακράν της ορθοδόξου ποίμνης, ο Χρυσόστομος υπογράμμιζε: «Αι άλλαι εκκλησίαι ουδέν δικαίωμα νομίμων κληρονόμων κέκτηνται επί της καθολικής, ορθοδόξου και αληθούς εκκλησίας, διότι αύται την κληρονομίαν, ην εξ εκείνης έλαβον δεν ετήρησαν, ως η ορθόδοξος Ανατολή, άθικτον και αλώβητον, αλλά κατεσπατάλησαν αυτήν μακρυνθείσαι λίαν από της πατρικής των οικίας εις τας χώρας της πλάνης και της αιρέσεως».4
Η αναφορά ότι μετά την ανάδειξή του στο αξίωμα του Μεγάλου πρωτοσυγκέλλου μετεστράφη και άλλαξε θέσεις στα ζητήματα της πίστεως5 μόνο ως συκοφαντία θα μπορούσε να λογιστεί, καθώς η αντικειμενική εξέταση των λόγων του αποδεικνύει ότι ο Χρυσόστομος είχε βαθιά προσήλωση στα δόγματα της ορθόδοξης εκκλησίας. Απόδειξη γι’ αυτό αποτελούν τα κείμενα που συνέταξε ο άγιος κατά τη διακονία του στην Πατριαρχική Αυλή.
«Ομολογούμεν ότι η αλήθεια, και μάλιστα η περί θεμελιώδη της ορθοδόξου εκκλησίας δόγματα και ζητήματα, δεν επιδέχεται παραχωρήσεις, ούδ’ είνε συγκεχωρημένον να κάμπτηται κατά τας ατομικάς συμπαθείας τούτου ή εκείνου του Θεολόγου, οι πάντες δε οφείλομεν να εχώμεθα της αυστηρής αρχής, ότι εις τα της πίστεως θεμελιώδη μάλιστα δογματικά ζητήματα συγκατάβασις δεν χωρεί».6
Την ίδια περίοδο ο Χρυσόστομος, ως Μέγας Πρωτοσύγκελλος, επέκρινε τα «ψευδή και πεπλανημένα συστήματα και δόγματα του παπισμού», ενώ ιδιαίτερη αποστροφή έδειχνε «δια την φαύλην του πρωτείου και της πανταρχίας του πάπα υπόθεσιν, δια το ακάθαρτον του καθαρτηρίου επινόημα και δια το προσφιλέστατον καταστάν τοις παπισταίς περί της εκπορεύσεως του Πνεύματος και εκ του υιού κακοδοξώτατον τερατολόγημα».7
Στον δε λόγο του προ της χειροτονίας εις Επίσκοπον και μητροπολίτην Δράμας ο Χρυσόστομος είχε αναφέρει πως «την πίστιν και τα δόγματα και τας εντολάς των Πατέρων ασινή και απαρασάλευτα διατηρήσω καθ’ άπαντά μου τον βίον».8
Τέλος, κατηγορείται ο μητροπολίτης Σμύρνης ότι ήταν οικουμενιστής,9 ενώ είναι γνωστό ότι ο οικουμενισμός απέκτησε υπόσταση και μορφή δεκαετίες μετά τον θάνατο του αγίου και συγκεκριμένα το 1948 με την ίδρυση στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, το οποίο εδρεύει στη Γενεύη.10
Παρ’ όλα αυτά, αναφορικά με το επιχείρημα ότι ο Χρυσόστομος ήταν υπέρμαχος του οικουμενισμού, δεν θα πρέπει να αγνοείται ότι βασική αρχή των οικουμενιστών είναι ότι καθεμιά από όλες τις χριστιανικές ομολογίες κατέχει ένα μόνο μέρος της αλήθειας,11 ενώ ο άγιος, καθόλη την ιερατική και αρχιερατική του διακονία, έγραφε και έλεγε τα ακριβώς αντίθετα.
Ως ιεροδιάκονος στη Χάλκη επιχειρηματολογούσε ότι «μόνη η ημετέρα Εκκλησία κατέχει το πλήρωμα των αποκεκαλυμμένων αληθειών, ότι άλλαις λέξεσιν αυτή μόνη είνε η αληθής Εκκλησία»,12ενώ ο μητροπολίτης Σμύρνης διακήρυσσε με παρρησία στον ενθρονιστήριο λόγο του: «Πεπεισμένοι ημείς ότι μόνοι κατέχομεν ακεραίαν και αρτίαν την παρακαταθήκην της αληθούς πίστεως, και εξάγοντες της πεποιθήσεως ημών ταύτης τα λογικά συμπεράσματα, ουδενί θέλομεν επιτρέψη ποτέ να αποσπάση πνευματικόν ημών τέκνον από των αγκαλών της αληθείας».13
Στη συνέχεια των ανωτέρω σκόπιμο είναι να απαντηθούν και κάποιες άλλες επιμέρους κατηγορίες εναντίον του Χρυσοστόμου, η απάντηση στις οποίες πρόκειται να καταδείξει την πλάνη όσων έχουν εργαστεί για να αποδείξουν ότι ο μητροπολίτης Σμύρνης είχε εθνικά και πατριωτικά μόνο αισθήματα, τα οποία κάλυπταν δήθεν κάθε πτυχή της προσωπικότητάς του.
Εν πρώτοις, λέγεται ότι ο Χρυσόστομος αξιοποιούσε χωρία της Αγίας Γραφής, κυρίως από το βιβλίο της Αποκαλύψεως ,για να ερμηνεύει τα δεινά του Έθνους.14 Αυτό όμως μόνο ως προτέρημα θα μπορούσε να καταγραφεί δεδομένου ότι ο άγιος είχε βαθιά γνώση των κειμένων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, χάρισμα που του έδινε την ευχέρεια να θεμελιώνει γεγονότα της πολυκύμαντης ζωής του στα κείμενα της εκκλησίας. Ειδικότερα, για τη χρήση χωρίων από την Αποκάλυψη του Ιωάννη δεν πρέπει να αγνοείται ότι αυτά που συνέβησαν στη Μικρά Ασία από το 1914 έως το 1922 ήταν πρωτοφανή στην ιστορία του Νεότερου Ελληνισμού και θύμιζαν σκηνές Αποκαλύψεως, ωστόσο, ουδέποτε ο άγιος αξιοποίησε το εν λόγω κείμενο της Καινής Διαθήκης με τη θεολογική και εσχατολογική του διάσταση.
Έπειτα, κατηγορείται ο Χρυσόστομος ότι ήταν αρχαιολάτρης και εμφορείτο από ειδωλολατρικές τάσεις και αντιλήψεις.15 Η άποψη αυτή θεμελιώνεται στην αναφορά του ιεράρχη: «…η θεά Νίκη Χρυσόπτερος διατρέχει τα ένδοξα των Ελλήνων στρατόπεδα, επιβραβεύουσα τα αγαθά της εις τε τους πολεμιστάς και εις τους λυτρωμένους από μακρού βαρυτάτου ζυγού»,16 καθώς και στην πρόσκληση του μητροπολίτη προς τον αξιωματικό του ελληνικού στρατού Δ. Ιωάννου να αναλάβει την αρχηγία της Μικρασιατικής Άμυνας: «Στρατηγέ μου, οπόσον επείγουσα παρίσταται η ανάγκη να τεθήτε Υμείς ο ένδοξος και αήττητος και τόσον γνώριμος εις την θεάν Νίκην δαφνοστεφής Αντιστράτηγος επί κεφαλής της μεγάλης αυτής πατριωτικής χειρονομίας και κινήσεως και ηγούμενος των ενδόξων και αηττήτων αξιωματικών…».17
Υποσημειώσεις.
1. Το αρχείον, τ. Γ’, σ΄. 107
2. «Η ημετέρα εκκλησία, αν δεν θέλη ν’ αρνηθή την ιστορικήν, την μεγάλην και ένδοξον αποστολήν της, οφείλει επί πάσι ν’ αναλάβη τον θυρεόν της πίστεως κατά πάντων εκείνων, όσοι δεν εννοούσι ν’ αφήσωσιν ανεπηρέαστον την ορθόδοξον συνείδησιν των τέκνων της, είτε οι πολέμιοι ούτοι ελλοχεύουσιν εν τοις ημετέροις σπλάχνοις, είτε κείνται έξω και μακράν της εκκλησίας˙ ανάγκη να είνε ενδεδυμένη την πανοπλίαν της πίστεως κατά των καιροφυλακτούντων έξωθεν της μάνδρας του Κυρίου, όσοι εκβιάζουσι και επιζητούσι ν’ αναβαίνωσιν αλλαχόθεν και εισπηδώσιν εκεί όπου τα υγιαίνοντα πρόβατα αναπαύονται εν τη πίστει, εν τη αγάπη και τη ελπίδι», βλ. Αμάλθεια, αριθ. 9573/12(25)5.1910, «Ο εν τω μητροπολιτικώ Ναώ εκφωνηθείς ενθρονιστήριος λόγος της Α. Σ. του μητροπολίτου Σμύρνης κ. Χρυσοστόμου κατά την 10ην Μαΐου 1910» & το Αρχείον, τ. Β’, σσ’. 307-318 «Ο ενθρονιστήριος λόγος του Χρυσοστόμου».
3. Ευθυμίου Τρικαμηνά, ό. π., σσ’. 23-24, 100-108
4. Για περισσότερα βλ. Χρυσοστόμου αρχιδιακόνου της Α. Σ. του μητροπολίτου Εφέσου, περί εκκλησίας, τόμος Α’ – Β’, Εκκλησιαστικόν Τυπογραφείον, εν Αθήναις 1896
5. Ευθυμίου Τρικαμηνά, ό. π., σσ’. 23-24, 105-108
6. ΕΑ ΙΗ (1898) 74
7. ΕΑ ΙΗ (1898) 362-363, 403-404
8. ΕΑ ΚΒ (1902) 220.
9. Ευθυμίου Τρικαμηνά, ό. π., σσ’. 8, 105
10. Ιερά μονή Παρακλήτου, Ο Οικουμενισμός, Ωρωπός Αττικής 2009, σ. 6
11. Ό. π., σ. 8
12. Βικέτου, ό. π., σ. 18
13. Αμάλθεια, αριθμ. 9573/12(25). 5.1910 & το αρχείον, τ. Β’, σ. 313
14. Ευθυμίου Τρικαμηνά, ό. π., σσ’. 34, 190
15. Ό. π., σσ’. 42, 158-190
16. Σολομωνίδη, 1993, σ. 232
17. Το αρχείον, τ. Γ’, σ. 247
***
Επίσης, σε άλλη επιστολή του αγίου διαβάζουμε «… και ούτως αντλούμεν και θ’ αντλώμεν εις πίθον Δαναΐδωμεν»1 και αλλού «… κατεδικάσθη το ταλαίπωρον Έθνος εις Ταντάλειον αγώνα»,2 από τις Δαναΐδες και τον Τάνταλο της ελληνικής μυθολογίας αντίστοιχα, γεγονός που φανερώνει την έκταση των γνώσεων και το βάρος της σπουδής του ιεράρχη στα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Αγνοούν όμως οι επικριτές του Χρυσοστόμου ότι οι ανωτέρω εκφράσεις συνθέτουν κείμενα τα οποία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν δοκίμια γλωσσικής και φιλολογικής τελειότητας και όχι ασφαλώς ορθόδοξα συγγράμματα που αναλύουν το τριαδολογικό δόγμα ή την ουσία της πίστεώς μας.
Παρ’ όλα αυτά, για τις αναφορές στη θεά Νίκη και τα άλλα πρόσωπα της ελληνικής μυθολογίας ο Χρυσόστομος ακολουθούσε την παράδοση της εκκλησίας να αξιοποιεί κάθε γεγονός, πρόσωπο ή κατάσταση που παρείχε διδάγματα στη ζωή των ανθρώπων. Ποιός μπορεί να παραβλέψει ότι οι μεγάλοι Πατέρες της εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, δανείστηκαν κείμενα από τον πλούτο της ελληνικής σοφίας και σκέψης της αρχαίας Ελλάδας για να θεμελιώσουν τη διδασκαλία τους;
Το ίδιο συνέβη και με τη σύνθεση των ιερών ακολουθιών της Εκκλησίας, στις οποίες είναι καταφανής η επίδραση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ακολουθία του εν Αγίοις Πατρός ημών Μάρκου Επισκόπου Εφέσου του Ευγενικού (1392 – 1444), ενός μεγάλου αγίου και ομολογητή της ορθοδοξίας, για τον οποίο ο ιερός υμνογράφος έγραψε στο συναξάριό του: «Κρατεί μεν Άτλας μυθικώς ώμοις πόλον, Κρατεί δ’ αληθώς Μάρκος Ορθοδοξίαν».3 Μήπως ο υμνογράφος που συνέγραψε την ασματική ακολουθία του υπέρμαχου φύλακα της ορθοδοξίας αγίου Μάρκου του Ευγενικού εμφορείτο από ειδωλολατρικές αντιλήψεις, δεδομένου ότι παραλληλίζει τη δράση του αγίου με τη ζωή του μυθικού Άτλαντα.
Κατηγορείται ο Χρυσόστομος για τη χρήση της αρχαίας ελληνικής έκφρασης Ώ γη και Θεοί. Σε έξι επιστολές της πολυσέλιδης αλληλογραφίας του, απαντώνται οι εκφράσεις «Ώ γη και Θεοί»,4 «Ώ γη! Ώ Θεοί!!»,5 «Ώ Θεοί!»6 και αλλού «Ώ γη και Θεός!»7, γεγονός που καταδεικνύει, σύμφωνα με τους κατηγόρους του Μητροπολίτη Σμύρνης, τη ροπή του ιεράρχη προς την ειδωλολατρία.8
Και εδώ όμως η κατασυκοφάντηση του Χρυσοστόμου προσκρούει στην αντικειμενική έρευνα και εξέταση της συγκεκριμένης ένστασης. Η έκφραση Ώ γη και Θεοί έρχεται από την Αρχαία Ελλάδα και χρησιμοποιείτο εκτός των άλλων για να δείξει την αποστροφή κάποιου για ένα γεγονός άδικο ή καταφανώς παράλογο. Αποτελεί ένα από τα αναρίθμητα λόγια σχήματα της αρχαίας ελληνικής διανόησης, παρόμοιο με τις εκφράσεις «ανάγκαι και θεοί πείθονται» ή «απειλώ θεούς και δαίμονες»,9 τα οποία διασώθηκαν και στη μετά Χριστόν εποχή, ωστόσο, ουδέποτε η χρήση τους συνιστούσε στροφή προς το δωδεκάθεο ή την ειδωλολατρία, όπως ισχυρίζονται τόσο εσφαλμένα οι επικριτές του αοίδιμου Μητροπολίτη Σμύρνης.
Μια ακόμα ένσταση για τη συναρίθμηση του Χρυσοστόμου μετά των αγίων είναι ότι η σχετική συνοδική πράξη εκδόθηκε από την εκκλησία της Ελλάδος και όχι από το οικουμενικό πατριαρχείο,10 όπως έχει συμβεί στις αντίστοιχες περιπτώσεις παλιότερων και νεότερων αγίων οι οποίοι έζησαν ή έδρασαν στα γεωγραφικά όρια του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Και το ζήτημα όμως αυτό, καταδεικνύεται η άγνοια αυτών που έχουν εργαστεί για να μειώσουν την αναγνώριση του νέου ιερομάρτυρα. Η εκκλησία της Ελλάδος ανέλαβε την ευθύνη της σχετικής απόφασης, της ανακήρυξης δηλαδή της αγιότητας του Χρυσοστόμου Σμύρνης, διότι το οικουμενικό πατριαρχείο δεν θα μπορούσε να πράξει αυτό, ευρισκόμενο στην Τουρκία, καθώς μια τέτοια απόφαση θα επέφερε εναντίον του δυσάρεστα επακόλουθα.11
Το ίδιο συνέβη και με την αγιοκατάταξη του Γρηγορίου Ε’, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος, αν και πρωθιεράρχης και μάρτυρας της Μεγάλης Εκκλησίας, δεν ανεγράφη στις αγιολογικές δέλτους από το Φανάρι, αλλά από την ιερά σύνοδο της εκκλησίας της Ελλάδος. Η πράξη ανακήρυξης της αγιότητας του Γρηγορίου Ε’ έλαβε χώρα στις 8 Απριλίου 1921 στον Μητροπολιτικό ναό των Αθηνών με αφορμή τα εκατό χρόνια από το μαρτύριό του και παρουσία του πατριάρχη Αλεξανδρείας Φωτίου (1853 – 1925), ο οποίος επικύρωσε τη σχετική συνοδική πράξη της ελλαδικής Εκκλησίας.12
Το οικουμενικό πατριαρχείο, παρά το γεγονός ότι δεν προέβη στην έκδοση πατριαρχικής και συνοδικής πράξης για την αγιοκατάταξη του Χρυσοστόμου, αποδέχθηκε την απόφαση της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από την πανηγυρική εκλογή του νέου Μητροπολίτη Σμύρνης ενενήντα τέσσερα χρόνια μετά το μαρτυρικό τέλος του Χρυσοστόμου. Στις 29 Αυγούστου 2016, με εισήγηση του οικουμενικού πατριάρχη Βαρθολομαίου, η ιερά σύνοδος του πατριαρχείου εξέλεξε νέο μητροπολίτη Σμύρνης τον μέχρι τότε αρχιγραμματέα της ιεράς συνόδου του Φαναρίου αρχιμανδρίτη Βαρθολομαίο (Σαμαρά). Η εις επίσκοπον χειροτονία του τελέστηκε την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (11 Σεπτεμβρίου 2016), ημέρα δηλαδή κατά την οποία η εκκλησία της Ελλάδος έχει ορίσει να τιμάται η μνήμη του αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης και των συν αυτώ μαρτυρησάντων κληρικών και λαϊκών καθώς και ημέρα κατά την οποία ξεκινούν οι κατ’ έτος εκδηλώσεις μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας οι οποίες κορυφώνονται την Κυριακή μετά τη 14η Σεπτεμβρίου.13
Στο ίδιο ζήτημα παρέλκει κάθε αναφορά στο επιχείρημα ότι η πράξη αγιοκατάταξης του Χρυσοστόμου και των συν αυτώ κορυφώθηκε από τη δωδεκαμελή Διαρκή ιερά σύνοδο και όχι από την ιεραρχία της εκκλησίας της Ελλάδος,14 καθώς είναι παγκοίνως γνωστό ότι όλες ανεξαιρέτως οι πατριαρχικές και συνοδικές πράξεις του οικουμενικού πατριαρχείου για την ανακήρυξη σύγχρονων και παλαιότερων αγίων έχουν υπογραφεί από την εκάστοτε δωδεκαμελή σύνοδο του Φαναρίου και ασφαλώς ουδέποτε από όλη την ιεραρχία του οικουμενικού θρόνου.15
Ένα ακόμα ζήτημα που τίθεται είναι η ανακήρυξη ως μαρτύρων του πλήθους των Μικρασιατών, κληρικών και λαϊκών, οι οποίοι σφαγιάσθηκαν στη Μικρασιατική καταστροφή. Λέγεται μάλιστα ότι δεν γνωρίζουμε τον λόγο για τον οποίο μαρτύρησαν, ούτε όμως και αν η ζωή τους ήταν ανάλογη του μαρτυρίου τους.16
Παραθεωρείται, ωστόσο, ότι οι πληθυσμοί που εξοντώθηκαν από το 1914 έως το 1922 στην οθωμανική επικράτεια ήταν χριστιανικοί και ακόμα ότι ο αγώνας αρχικά των Νεότουρκων και έπειτα των Κεμαλικών ήταν αγώνας εναντίον των απίστων. Δεν είναι τυχαίο ότι, κατά τη διάρκεια των ανθελληνικών διωγμών το καλοκαίρι του 1914 και κυρίως την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, πολλοί χριστιανοί, εξαντλημένοι από τις κακουχίες και τα μαρτύρια, αναγκάζονταν να εξομώσουν, γεγονός που τους απάλασσε από τα βασανιστήρια και το προδιαγεγραμμένο τέλος.
Για τον λόγο αυτό, στην ασματική ακολουθία του αγίου Ιερομάρτυρος Χρυσοστόμου ο μακαριστός λόγιος Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος Βαλληνδράς συμπεριέλαβε στη μνήμη του μαρτυρικού ιεράρχη της Σμύρνης τη μνήμη «των αναρίθμητων νεομαρτύρων, αγνώστων και αφανών, ανδρών, γυναικών και παιδίων, αποκαρτερησάντων εν τω Παμμικρασιατικώ διωγμώ».17
Μια επιπλέον κατηγορία που αποδίδεται στον μητροπολίτη Σμύρνης αφορά την τύχη των χιλιάδων Ελλήνων Μικρασιατών οι οποίοι βρήκαν μαρτυρικό τέλος στη διάρκεια της Μικρασιατικής καταστροφής. Συγκεκριμένα, λέγεται ότι ο Χρυσόστομος ζητούσε από τον κόσμο να παραμείνει στη Σμύρνη, αποκρούοντας κάθε σκέψη εγκατάλειψης της πρωτεύουσας της Ιωνίας και των πατρογονικών εστιών των Ελλήνων ομογενών, γεγονός που τον κατέστησε έμμεσα υπαίτιο και συνένοχο της σφαγής που ακολούθησε.18
Πρόκειται ασφαλώς για μια από τις μεγαλύτερες κατηγορίες εναντίον του Χρυσοστόμου, η οποία από τη μια δημιουργεί απορία και προβληματισμό, από την άλλη προκαλεί αγανάκτηση και αποστροφή, αν αναλογιστεί κανείς τα γεγονότα που μεσολάβησαν πριν από την καταστροφή, καθώς και τις απεγνωσμένες προσπάθειες του ιεράρχη για την προστασία του άμαχου πληθυσμού.
Είναι προφανές ότι καθόλη τη διάρκεια της αρχιερατικής του διακονίας στη Σμύρνη, ο Χρυσόστομος αγωνίστηκε για τα συμφέροντα και την πρόοδο του ελληνορθόδοξου ποιμνίου του. Σε πολιτικό και εθνικό επίπεδο, οι ενέργειές του αποσκοπούσαν αρχικά στην απελευθέρωση των Ελλήνων ομογενών από τον τουρκικό ζυγό και έπειτα στην ένωση τμήματος των μικρασιατικών παραλίων με τη Μητέρα Ελλάδα.
Ωστόσο, οι δυσμενείς διεθνείς συσχετισμοί για την Ελλάδα και η αποτυχία εξουδετέρωσης των κεμαλικών δυνάμεων στον πόλεμο της Μικράς Ασίας, έκριναν επιτακτική την ανάγκη δημιουργίας ενός αυτόνομου ιωνικού κράτους, με στόχο αφ’ ενός την προστασία των ελληνικών πληθυσμών από την εκδικητική μανία των Τούρκων και αφ’ ετέρου τη δυνατότητα παραμονής του ελληνικού στοιχείου στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου. Ιθύνων νους και ένθερμος υποστηρικτής της πρωτοβουλίας αυτής υπήρξε ο μητροπολίτης Σμύρνης.
Από τον Φεβρουάριο του 1922, ο Χρυσόστομος είχε μιλήσει για τον ορατό κίνδυνο που διέτρεχε ο Μικρασιατικός Ελληνισμός, καθώς και για την ανάγκη λήψης άμεσων μέτρων για την ενίσχυση του μικρασιατικού μετώπου και την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών. Η απάντηση εκ μέρους των εκπροσώπων της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας στις επανειλημμένες κρούσεις του Χρυσοστόμου ήταν πάντοτε καθησυχαστική και ενίοτε επικριτική όταν ο ιεράρχης υποδείκνυε συγκεκριμένες προτάσεις για την έξοδο από τη μικρασιατική περιπέτεια.
Υποσημειώσεις.
1. Το αρχείον, τ. Α’, σ. 16
2. Ό. π., σ. 250
3. Βλ. Μηναίον του Ιανουαρίου, «Συναξάριον ΙΘ’», Έκδοσις της αποστολικής διακονίας της εκκλησίας της Ελλάδος, εν Αθήναις 1980
4. Το αρχείον, τ. Α’, σσ’. 108, 353, τ. Β’, σ. 111
5. Το αρχείον, τ. Α’ σ. 350
6. Το αρχείον, τ. Γ’, σ. 69
7. Κιτρομηλίδης, ό. π., σ. 469
8. Ευθυμίου Τρικαμηνά, ό. π., σσ’. 185 – 188
9. Μπαμπινιώτη, ό. π., σσ’. 232, 752
10. Ευθυμίου Τρικαμηνά, ό. π., σσ’. 8, 262 – 263
11. Νικοδήμου (Βαλληνδρά), ό. π., σ. 10
12. Γεώργ. Γ. Μπεκατώρος, «Γρηγόριος ο Ε’, (Αγιολογία – τάξις λατρείας)», θρησκευτική και ηθική εγκυκλοπαιδεία, τόμος 4ος, έκδοσις Αθ. Μαρτίνος, Αθήναι 1964, στ. 744. (Η αναγνώριση της σχετικής συνοδικής πράξης της εκκλησίας της Ελλάδος εκ μέρους του οικουμενικού πατριαρχείου επιβεβαιώνεται από την πλήρη ασματική ακολουθία την οποία συνέταξε ο αοίδιμος υμνογράφος της μεγάλης του Χριστού εκκλησίας μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, βλ. Μηναίον του Απριλίου Ι,’ «Μνήμη του αγίου ιερομάρτυρος Γρηγορίου του Ε’ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως», έκδοσις της αποστολικής διακονίας της εκκλησίας της Ελλάδος, εν Αθήναις 1975).
13. Βλ. Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής δημοκρατίας, Νόμος υπ’ αριθ. 2645, «καθιέρωση της 14ης Σεπτεμβίου ως ημέρας εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το τουρκικό κράτος», αρ. φύλλου 234Α/13. 10. 1998 & Προεδρικό διάταγμα υπ’ αριθ. 304, «οργάνωση εκδηλώσεων μνήμης της 14ης Σεπτεμβρίου», αρ. φύλλου 207Α/21.09.2001.
14. Ευθυμίου Τρικαμηνά, ό. π., σσ’. 8, 236, 263
15. Βλ. Πατριαρχικές και συνοδικές πράξεις αγιοκατάταξης των αγίων Κοσμά του Αιτωλού και Νεκταρίου Πενταπόλεως (1961), Νικολάου Πλανά (1992), Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου (2013) Παϊσίου Αγιορείτου (2015) και τόσες άλλες οι οποίες έχουν υπογραφεί από τα εκάστοτε δώδεκα μέλη της ιεράς συνόδου του οικουμενικού πατριαρχείου.
16. Ευθυμίου Τρικαμηνά, ό. π., σσ’. 241 – 243
17. Νικοδήμου (Βαλληνδρά), ό. π., σ. 43
18. Ευθυμίου Τρικαμηνά, ό. π., σ. 97. (Η άποψη αυτή παρατίθεται και στο έργο του Τζανακάρη, ό. π., σ.19).
Από το βιβλίο του Αθανασίου Μπιλιανού: Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Από τον Μακεδονικό Αγώνα στη Μικρασιατική καταστροφή.
Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήναι, Σεπτέμβριος 2021.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Παράβαλε και:
Αγιοκατάτξη του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης (Α’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Αγιοκατάτξη του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης (Β’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
Αγιοκατάτξη του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης (Γ’) – Αθανασίου Μπιλιανού.
